Κωμωδία - Κομεντί | στο σπιτι , οδηγος αγορας , τραπεζαριες , μοντέρνες | womenonly.gr | Σπίτι
15:41
6/3/2009

Κωμωδία - Κομεντί

mail to Εκτυπώστε το Αρθρο
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
  • Πίστευε... και γέλα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πίστευε... και γέλα

    Πασίγνωστος Αμερικανός κωμικός (που πιθανότατα να μην έχετε ξανακούσει ποτέ), αποφασίζει να ταξιδέψει ανά τον κόσμο με σκοπό να αποδείξει ότι η πίστη είναι αποτέλεσμα ψυχαναγκαστικών διαταραχών και λοιπών θρησκευτικών νευρώσεων.

    Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο εν λόγω κύριος, ονόματι Μπιλ Μάερ, είναι υπερβολικά αστείος για το καλό του και, όπως κάθε καλός κωμικός, λατρεύει τον ήχο της φωνής του. Χρόνια επιτυχημένης καριέρας ως τηλεοπτικός άθεος έχουν επιβεβαιώσει τις βάσιμες υποψίες του ότι είναι εξυπνότερος από τον υπόλοιπο πλανήτη, με αποτέλεσμα να μη δίνει δεκάρα για τη γνώμη κανενός. Τουλάχιστον όχι πάνω στο επίμαχο θέμα της θρησκείας. Αρα τι ακριβώς προσπαθεί να αποδείξει; Ότι μπορεί να ρεζιλέψει κάθε είδους πιστό σε λιγότερο από δύο λεπτά.


    Η χαώδης και σχεδόν χυδαία σκηνοθεσία του Τσαρλς - ο οποίος δεν διστάζει να προσθέσει φτηνιάρικες χιουμοριστικές σφήνες και εξυπνακίστικους υπότιτλους κάτω από τα λεγόμενα των αντιφρονούντων - δεν βοηθάει ιδιαίτερα την κατάσταση.

    Βολοδέρνοντας από χώρα σε χώρα κι από θρησκεία σε θρησκεία χωρίς συγκεκριμένο πλάνο εκστρατείας, θυμάται ξαφνικά γιατί έκανε το ντοκιμαντέρ 10 λεπτά πριν τελειώσει: μα για να αποδείξει ότι το μόνο που ξέρουν να κάνουν οι θρησκευτικοί ηγέτες είναι να πουλάνε καταστροφολογία επωφελούμενοι από την υπαρξιακή αγωνία των πιστών τους!


    Κρίμα που δεν ενημέρωσε έγκαιρα τον πρωταγωνιστή του, αφού θα ορκιζόταν κάνεις ότι κατά το 95% της διάρκειας είναι πεπεισμένος ότι το ντοκιμαντέρ αφορά τον ίδιο. Ας μην ήταν τόσο αναθεματισμένα αστείος και θα σου 'λεγα εγώ!


    ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
  • ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    URΑΝΥΑ

    Σε ένα χωριό, το 1969 μια παρέα αγοριών μαζεύει χρήματα για να χάσει την παρθενιά της και να αγοράσει μια... τηλεόραση Uranya.

    Οι τηλεοπτικές συσκευές Uranya μπήκαν κάποτε σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό. Οι παιδικές ματιές της εποχής ταυτίστηκαν μαζί τους γιατί πρόσφεραν ένα παράθυρο στον κόσμο με ένα και μόνο κουμπί. Αυτό το μαγικό παράθυρο αναζητούν και τα μάτια του Αχιλλέα, πέρα από τα όρια του μικρού του χωριού, προς την τεχνολογική πρόοδο που συντελείται με την πρώτη άφιξη του ανθρώπου στο φεγγάρι. Και η πόρνη Ουρανία, που θα μυήσει τα αγόρια στον έρωτα, δεν είναι παρά μια μεταφορά αυτής της αλλαγής, το πέρασμα από την άγνοια στην γνώση. Τα αθώα, ξένοιαστα όνειρα είναι η βάση της νοσταλγικής κομεντί του Κώστα Καπάκα που κοιτά το παρελθόν μέσα από τα άγουρα μάτια ενός παιδιού, επισκέπτεται την ελληνική επαρχία με την αφέλεια ενός νεοφερμένου στα μέρη της αστού, γλυκαίνεται με την καινούργια μηχανή προβολής ενός θερινού κινηματογράφου, στενοχωριέται με τα όσα χωρίζουν τους ενήλικες, οσφραίνεται -χωρίς να πολυκαταλαβαίνει- την επιρροή του Εμφυλίου, χαίρεται -χωρίς επίσης να αντιλαμβάνεται κάποια ιδιαίτερη σημασία- με την πρώτη επίσκεψη του Ελληνοαμερικάνου Αντιπροέδρου της Αμερικής Σπύρου Αγκνιου, βλέπει τη δικτατορία ως φαρσοκωμωδία και ποθεί τον αληθινό έρωτα. Αποτραβηγμένη στο δικό της ζαχαρωμένο σύμπαν, η Uranya είναι στην ουσία ένα «πολύ καλό για να είναι αληθινό» όνειρο ενός κόσμου ιδανικά πλασμένου. Στην ίδια γραμμή πορείας με την προηγούμενη ταινία του Καπάκα Peppermint, χωρά μέσα της πολλά και τίποτα ταυτόχρονα, συνιστώντας μια ευπρόσδεκτη αλλά αδέξια στην εκτέλεσή της προσπάθεια μεταφοράς εικόνων και κανόνων του ιταλικού νεορεαλισμού ή του ιταλικού σινεμά γενικότερα στην ελληνική πραγματικότητα (Σινεμά Ο Παράδεισος, Μαλένα, κ.λπ.). Ακόμα, και η ολιγόλεπτη παρουσία της Ιταλίδας Μαρία Γκράτσια Κουτσινότα (ντουμπλαρισμένη στα ελληνικά) αυτό μαρτυρά. Το πρόβλημα είναι πως η πρωτογενής ιδέα χάνει το κέντρο βάρους της ανάμεσα σε συμβολικούς χαρακτήρες που βλέπουμε πλέον κατά κόρον σε αναλόγου ύφους ελληνικές ταινίες και παραπατά αποπροσανατολισμένη, ψάχνοντας σημείο αναφοράς σε διάσπαρτα γκαγκ και ανώδυνες λύσεις.

    ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

  • Είναι Τρελοί Αυτοί οι Βόρειοι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Είναι Τρελοί Αυτοί οι Βόρειοι

    Η γαλλική, εμπορική κωμωδία παραμένει συνήθως ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο για τους μη Γάλλους. Η μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του εγχώριου box office, το «Είναι Τρελοί Αυτοί Οι Βόρειοι» κατορθώνει ωστόσο να μη χαθεί στη μετάφραση. Χωρίς βλέψεις για ανατροπές ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί της χονδροειδούς φαρσοκωμωδίας για να φτάσει απέναντι δίχως σημαντικές απώλειες στον τομέα του καλού γούστου.


    Βάζοντας στο στόχαστρο τις προαιώνιες προκαταλήψεις των... πολιτισμένων Γάλλων του Νότου που περιγράφουν τον Βορρά ως μια πρώην βιομηχανική, παγωμένη ερημιά που κατοικείται από αγροίκους, ο Ντάνι Μπουν προσφέρει τα στοιχειώδη από σκηνοθετικής άποψης, κρατά όμως τις ισορροπίες μεταξύ κανιβαλισμού και αυτοσαρκασμού στο σενάριο, ρίχνοντας τα βέλη του και στις δύο πλευρές.
    Τόσο η αναχώρηση του Φιλίπ για το ανήλιαγο Μπεργκ, σα να ήταν φαντάρος που φεύγει για το μέτωπο, όσο και η σχεδόν ακατανόητη τοπική διάλεκτος (που πρέπει να υπήρξε πραγματικός εφιάλτης για τους υποτιτλιστές) προσφέρουν άπειρες αφορμές για γέλιο.


    Τίποτα όμως δε φτάνει την ξεκαρδιστική προσπάθεια των καθ’όλα φιλικών ντόπιων να επιβεβαιώσουν τη φήμη τους ως άξεστοι χωριάτες όταν η σύζυγός του Φιλίπ επισκέπτεται το Μπεργκ. Αν και η συνέχεια είναι προβλέψιμη προσφέρει εν τέλει μια αισιόδοξη και καλοδεχούμενη άφεση αμαρτιών για την κακεντρέχεια της ανθρώπινης φύσης.


    ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ


  • 17 Ξανά

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    17 Ξανά

    Eνας αποτυχημένος σαραντάρης αναπολεί τα νιάτα του, τότε που ήταν νέος, ωραίος και είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα πετύχει. Μια επίσκεψη στο παλιό του γυμνάσιο θα τον στείλει πίσω στο χρόνο, στο σημείο όπου η ζωή του ξέφυγε μέσα από τα χέρια του. Δηλαδή στα 17.



    Παρόλο που οι ξανανιωμένοι μεσήλικες έχουν πλέον εξαντλήσει κάθε περιθώριο σεναριογραφικής ανοχής εκ μέρος του φιλοθεάμονος κοινού («Big», «Freaky Friday» και πάει λέγοντας), οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι ο Ζακ Eφρον δεν δείχνει να πτοείται καθόλου στην προοπτική του ξαναζεσταμένου φαγητού. Πιθανότατα γιατί δεν γνωρίζει καν την ύπαρξη των δύο παραπάνω ταινιών, αλλά μερικές φορές η άγνοια είναι ευτυχία. Το «17 Ξανά» δεν έχει ούτε ένα πρωτότυπο κοκαλάκι στο νεανικό του κορμί, διαθέτει όμως ένα πρωταγωνιστή που σε κρατάει κολλημένο στην οθόνη σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να του βρεις το παραμικρό ψεγάδι.
    Ο Μπερ Στιρς φροντίζει να τον στραπατσάρει σε τακτά χρονικά διαστήματα, γιατί ο μέσος άνθρωπος δεν έχει μεγάλες αντοχές στην τελειότητα, αν και η ίδια η ταινία δεν διατρέχει κανένα τέτοιο κίνδυνο. Η εφηβική ορμή εξαντλείται μέσα στο πρώτο μισάωρο και όλοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα ? αν και λίγο νωρίτερα απ’ ότι θα ‘πρεπε!

    Δεσποινα Παυλάκη

  • O Καλός, ο Κακός και ο Περίεργος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    O Καλός, ο Κακός και ο Περίεργος

    Ο Κιμ Τζι-Γουν στην αξιοπρόσεκτη καριέρα του δεν έχει σταματήσει να μεταπηδά αποτελεσματικά όσο και εντυπωσιακά από το ένα είδος στο άλλο, από το καθηλωτικό ψυχολογικό θρίλερ "Α Tale of Two Sisters" στο δραματικό νουάρ "Γλυκόπικρη Ζωή", και τώρα σε κάτι που μάλλον θα πρέπει να χαρακτηρίσουμε ως κωμικό σπαγγέτι γουέστερν.

    Μόνο που αυτή τη φορά προδίδεται πρώτα και κύρια από ένα σενάριο τόσο αχρείαστα περίπλοκο που σχεδόν καταφέρνει να εκμηδενίσει τον παράγοντα της διασκέδασης στον οποίον εμφανώς στόχευε.


    Ο Τζι-Γουν ακροβατεί στα όρια του καμπ καθώς μαζί με την κάμερα του χοροπηδάει ασταμάτητα ακολουθώντας τρένα, άμαξες, στρατούς και άλογα σε ένα φρενήρες και κατά τόπους απολαυστικό περιπετειώδες σλάπστικ, που όμως χάνει πόντους από ασυνάρτητες υπο-πλοκές και ψευτο-κουλ ανατροπές με ψευδαισθήσεις δραματικότητας, μην καταφέρνοντας να παραδοθεί στο πολύχρωμα κωμικό μεγαλείο με τον τρόπο που τα αξέχαστα "Δάκρυα του Μαύρου Τίγρη" είχαν κατορθώσει στις αρχές της δεκαετίας.

    Kι ενώ ουκ ολίγες σκηνές δράσης αυτής της πανάκριβης και -σε κάθε περίπτωση- άκρως εντυπωσιακής παραγωγής θα το ρίξουν το σαγόνι σας στο πάτωμα, θα έρθουν και οι στιγμές που το φιλμ υποπίπτει σε λάθη στο ρυθμό του και δεν είναι όσο διασκεδαστικό νομίζει.


    Ενώ διαπράττει ύψιστο αδίκημα, επιχειρώντας να αναδημιουργήσει την κλασική κλιμάκωση του αριστουργήματος του Σέρτζιο Λεόνε (του οποίο τον τίτλο περίπου δανείζεται) μέσα από προφανείς μηχανισμούς και σεναριακές προχειρότητες στα όρια του ακατανόητου.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • The Hangover

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    The Hangover

    Η μέχρι στιγμής μεγαλύτερη και πιο απρόσμενη επιτυχία του φετινού καλοκαιριού στο αμερικανικό box-office, που έκανε επιτέλους σταρ τον ανεκμετάλλευτο έως τώρα δευτεραγωνιστή τηλεοπτικών («Alias») και κινηματογραφικών («Γαμομπελάδες») blockbusters, Κούπερ, και ταυτόχρονα σύστησε στην υφήλιο τον ελληνικής καταγωγής, (από κάθε άποψη) πληθωρικό και πολιτικά ανορθόδοξο κωμικό, Γαλιφιανάκη, δεν είναι ούτε πρωτοφανής ούτε πρωτότυπη. Είναι όμως αστεία. Περιστασιακά, πολύ αστεία. Με δύο - τρεις σκηνές (το ξύπνημα στο... ανακαινισμένο δωμάτιο, η τίγρης στο μπάνιο, η αναφορά στον «Aνθρωπο Της Βροχής» και οι φωτογραφίες - στοιχεία του «εγκλήματος» στους τίτλους τέλους) εξωφρενικά ξεκαρδιστικές.

    Αναμφίβολος συγγενής των «Με Την Πρώτη» και «Superbad», κουβαλάει λιγότερες ενοχές από το πρώτο και μηδαμινή ευαισθησία σε σύγκριση με το δεύτερο, αλλά δεν παύει να λειτουργεί ως αγορίστικη απάντηση-αντίδοτο στις αγαπημένες των γυναικών ρομαντικές κομεντί.


    Πλασμένο ως ύμνος στη βραδυφλεγή, μεγάλης διάρκειας, ακούραστη ανδρική εφηβεία γελά με τα κλισέ που θέλουν το θηλυκό να ονειρεύεται δύο μόνο ρόλους (της νύφης και της μητέρας), φορτώνοντας το αρσενικό με ανεπιθύμητες ευθύνες και σκοτούρες, χωρίς όμως να τα ανατρέπει. Στο τέλος, ο γαμπρός βρίσκεται, ο γάμος γίνεται και το happy-end σου βαραίνει το κεφάλι ως αναπόφευκτο hangover.


    ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

  • Ρούμπα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ρούμπα

    Η ιδέα που δίνει πνοή στη «Rumba» είναι ιδανική για μια κινηματογραφική αποστολή αυτοκτονίας: να πάρεις ένα ερωτευμένο ζευγάρι, να αφήσεις εκείνη ανάπηρη κι εκείνον αμνησιακό και να μετατρέψεις τα παθήματά τους σε κωμωδία μπουρλέσκ.


    Για να μην αποτύχεις θεαματικά, χρειάζεται να κατέχεις την τέχνη του κλόουν και μάλιστα στο κινηματογραφικό της αντίστοιχο. Δηλαδή, την τέχνη μιας φόρμας που μπορεί να τρώει τα μούτρα της, να κλαίει για λίγο και μετά να συνεχίζει γελαστή, έχοντας αποθηκεύσει κάπου όμως ένα φορτίο θλίψης.


    Οι δημιουργοί της ταινίας φαίνεται πως όχι μόνο κατέχουν τους κώδικες και τα μυστικά της εν λόγω τέχνης, αλλά ζουν με αυτή σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης τους.
    Ιδίως οι Φιόνα Γκόρντον και Ντομινίκ Αμπέλ, σύντροφοι εντός κι εκτός οθόνης που βαφτίζουν τους ήρωές τους με τα αληθινά τους ονόματα, μάλλον στο απίθανο σύμπαν της «Rumba» βλέπουν μια «πειραγμένη» εκδοχή της πραγματικότητας (τους).
    Χωρίς να είναι χορευτές, εδώ έχουν την ευκαιρία να ξεχειλώσουν το σώμα τους λες και είναι φιγούρες κόμικ, να διασκεδάσουν ακόμα και με παιδιάστικες ανοησίες.

    Απέναντι στην αναπηρία των χαρακτήρων που δημιουργούν και υποδύονται δε στέκονται με καμία αμηχανία, απεναντίας αντλούν έμπνευση για μια διαφορετική χορογραφία και ποίηση των σωμάτων.


    Οργανωμένο με ελάχιστους διαλόγους, το παιχνίδι τους επεκτείνεται στον χώρο με μια λογική ντόμινο που θυμίζει μερικές ταινίες του Μπάστερ Κίτον, αλλά κυρίως το σινεμά του Ζακ Τατί.


    Τα χρώματα, οι ρυθμοί των γκαγκ και η κωμική χρήση των ήχων καθιστούν την αναφορά ιδίως στον δεύτερο αναπόφευκτη, αλλά και λίγο άδικη στον βαθμό που μπορεί να υπερτονίσει κάποια συγκριτικά μειονεκτήματα του «Rumba».

    Μειονεκτήματα που διαφορετικά δε νοιάζεσαι και πολύ να προσέξεις, σε μια ταινία που οι σκιές χορεύουν, τα αντικείμενα αποκτούν σουρεαλιστική διάσταση και κάθε καινούργιο πλάνο σου προσφέρεται ως ένα μπουκέτο από απρόβλεπτα ευρήματα.


    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ

  • O Ειρηνοποιός

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    O Ειρηνοποιός

    Ποιος πόλεμος και ποια ειρήνη; Σεξ και θάνατος! Ακόμα και πριν ο Γούντι Άλεν κάνει το πέρασμα στο αυτοψυχαναλυτικό χιούμορ των διαλόγων και των τικ, οι θεματικές του ήταν πάντα γνώριμες.
    Τα αστεία στον σχετικά πρώιμο "Ειρηνοποιό" είναι ευρύτερα από ό,τι θα περίμενε κανείς έχοντας υπόψη του το κυρίως σώμα του έργου του ιδιοφυούς δημιουργού, και συχνά προδίδουν τη αφηγηματική συνοχή προς χάριν του γέλιου.
    Αλλά οι ιδέες πίσω από τα γκαγκς, η ευστοχία τους, και κυρίως οι καθαρά γουντιαλενικές εμμονές που σχηματίζουν στο σύνολό τους, κάνουν την ταινία όχι μόνο αναπόσπαστο κομμάτι του έργου του σκηνοθέτη, αλλά και πολύ απλά, μια ξεκαρδιστική κωμωδία που θα φέρει γέλια βροντερά όσο ελάχιστα από τα όσα -αριστουργήματα ή μη- ακολούθησαν.

    Θοδωρής Δημητρόπουλος
  • Βίκτωρ Βικτώρια

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Βίκτωρ Βικτώρια

    Περισσότερο ένα σινεφιλικό παιχνίδι που κλείνει κινηματογραφικά το μάτι στην πραγματικότητα, εξετάζοντάς την ως θέαμα, η διάσημη κομεντί του Μπλέικ Έντουαρντς έχει την ευτυχία να διαθέτει μια χαρισματική Τζούλι Άντριους στον κεντρικό ρόλο. Επιτυγχάνοντάς έτσι, μέσω μιας κεφάτης ερμηνείας που έχει γράψει τη δική της ιστορία, όχι μόνο να διασκεδάσει, αλλά και να παραδόσει ένα σχόλιο πάνω στη στερεοτυπική απεικόνιση των φύλων (που ενδεχομένως να μην καταλήγει κάπου). Εξαιρετικό σκορ από τον Χένρι Μαντσίνι.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • The Back-Up Plan

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    The Back-Up Plan

    Η Τζένιφερ Λόπεζ μετά από 4 χρόνια κινηματογραφικής απουσίας επιστρέφει στα δρώμενα με την εν λόγω (ξεν)έρωτη κομεντί. Υποδύεται την Ζόι, μια ιδιοκτήτρια πετ σοπ, της οποίας μια μέρα το μητρικό ένστικτο βαράει κόκκινο και της προστάζει να αποκτήσει άμεσα παιδί. Η μοίρα όμως παίζει το ύπουλο παιχνίδι της και αμέσως μετά την τεχνητή γονιμοποίηση στην οποία υποβάλλεται γνωρίζει τον τέλειο άντρα, τον άντρα τον σωστό, Σταν (Άλεξ Ο' Λάφλιν). Ο φόβος κυριεύει την Ζόι ότι ο Σταν μόλις μάθει για το παιδί θα κουνήσει μαντήλι.

    Στην συνέχεια της ταινίας δεν γίνεται το παραμικρό παρά μια ανευ ουσίας αναμονή μέχρι και το τέλος που φαντάζεστε όλοι πιο είναι. Αναμονή που μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως τραβηγμένη καθώς ο σκηνοθέτης, στο ντεμπούτο του, ξεχνάει περίπου για μισή ώρα να φωνάξει wrap!

    Στις ερμηνείες ο Άλεξ Ο' Λάφλιν θα σας περάσει αδιάφορος ενώ η Τζέι Λο (αν και το υπέρτατο back up plan) θα σας κουράσει ενώ με μεγάλη λύπη θα πιάσετε τον εαυτό σας να φαντάζεται την Τζένιφερ Άνιστον ή την Σάντρα Μπούλοκ στον ρόλο της Ζόι.

    Ο σκηνοθέτης της ταινίας έχει πάντως διαφορετική άποψη: "Καθώς διάβαζα το σενάριο, γελούσα δυνατά σε όλη τη διάρκεια, γεγονός που σπάνια μου συμβαίνει" θυμάται ο Άλαν Πουλ. "Και στο τέλος, με έκανε να κλάψω. Σκέφτηκα ότι αν κατάφερνα να μεταφέρω στη μεγάλη οθόνη το 75% αυτής της εμπειρίας, θα ήταν μια πολύ ικανοποιητική ταινία". Τυχαίο; Δεν νομίζω!

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • To Γράμμα Που Άλλαξε Τη Ζωή Μου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    To Γράμμα Που Άλλαξε Τη Ζωή Μου

    Η ιδέα είναι παλιά: οι υπέρμετρες φιλοδοξίες σκοτώνουν τον αυθορμητισμό, η δίψα για αναγνώριση πνίγει την παιδικότητα και τελικά ο «επιτυχημένος» καταλήγει να τα έχει όλα εκτός από την πολυπόθητη ευτυχία. ‘Η όπως πιο εύστοχα το θέτει ο ποιητής -αν και σε διαφορετικό πλαίσιο: «Αχ πού ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος». Στο «Γράμμα που Αλλαξε τη Ζωή Μου», η ρήση λειτουργεί εντελώς κυριολεκτικά αφού η νιότη, με τη μορφή των γραμμάτων, επισκέπτεται την ενήλικη εκδοχή της και της κουνάει διδακτικά το δάχτυλο.

    Το ευχάριστο είναι πως η έξωθεν παρέμβαση δεν συνεπάγεται την θαυματουργή στροφή στη ζωή της ηρωίδας αλλά μάλλον την περίσκεψη γύρω από την έννοια του συμβιβασμού και τα όριά της. Αυτό βέβαια δεν πραγματοποιείται με μεθοδολογία φιλοσοφική αλλά μέσα από το ροζ απόχρωσης πρίσμα της ρομαντικής κομεντί. Ευτυχώς, σε αυτήν πρωταγωνιστεί μια αέρινη και ώριμη Σοφί Μαρσό, που κάνει ανεκτές όλες τις παραχωρήσεις προς όφελος της επιδιωκώμενης ελαφρότητας. Ο Γιαν Σαμουέλ, γνωστός μας από το επιτυχημένο «Αγάπα Με Αν Τολμάς», εδώ θέλησε να αποτίσει φόρο τιμής στα κολάζ των παιδικών βιβλίων του Ζακ Πρεβέρ κι έφτιαξε ένα γλυκό παραμύθι για μεγάλα παιδιά.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Βίαιοι, Βρώμικοι, Κακοί

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Βίαιοι, Βρώμικοι, Κακοί

    Το βραβευμένο στις Κάννες φιλμ του Έτορε Σκόλα, 35 χρόνια μετά την πρώτη του προβολή, αν και ελαφρώς κινηματογραφικά σκονισμένο, παραμένει επίκαιρο και αιχμηρό, σε μία ιστορική στιγμή που φέρει επικίνδυνες ομοιότητες με όσα εκτυλίσσονται στην ταινία. Εκεί, μία πολυπληθής λούμπεν οικογένεια, η ψυχοσύνθεση της οποίας περιγράφεται με μεγάλη ακρίβεια από τον τίτλο, παρουσιάζεται ως το κατακάθι της ιταλικής κοινωνίας, καθώς το χρήμα που (δεν) υπάρχει αναδεικνύεται σε ρυθμιστή ηθών, συνηθειών και ενστίκτων.

    Μέσα από σκετς τα οποία εναλλάσσονται από το δραματικό στο σουρεαλιστικό και το γκροτέσκ, η ταινία, που αρχικά προοριζόταν από τον Σκόλα για ντοκιμαντέρ, σταδιακά μετατρέπεται σε μια βίαιη φαρσοκωμωδία, ενοχλητική σαν πληγή που φαγουρίζει. Η πτώση της ρωμαϊκής «αυτοκρατορίας» αποτυπώνεται με συγγενική προς το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Φερέρι παρακμή, μέσα από την σχεδόν ιμπρεσιονιστική εμμονή του Σκόλα στην λεπτομέρεια. Το πανταχού παρόν και διεισδυτικό μάτι της κάμερας απλώνεται σε όλο το πεδίο βολής - από τους μίζερους πρωταγωνιστές του μέχρι τον ανοιχτό και πολιτισμένο ρωμαϊκό ορίζοντα προς τον οποίο δε σηκώνουν ποτέ το κεφάλι.

    Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Μακριά από την ιδεαλιστική φτώχεια ενός «Κλέφτη Ποδηλάτων», οι αντι-ήρωες του Σκόλα αρπάζονται από έναν κοινωνικό ρεαλισμό που θέλει τον άνθρωπο θύμα και την ίδια στιγμή υποστηρικτή του συστήματος. Πίσω από την παραβολή της διαλυμένης οικογένειας, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και κουνάει το δάχτυλο στην (απούσα) μπουρζουαζία: είναι βίαιοι, είναι βρώμικοι, είναι κακοί και γι' αυτό φταίτε εσείς.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ζωολογικός Τύπος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ζωολογικός Τύπος

    Ο Άνταμ Σάντλερ στην παραγωγή. Ο Φράνκ Κοράσι, σκηνοθέτης του «Κλικ, η Ζωή σε Φαστ Φόργουορντ» στο director's cut. Και ο άχρωμος, άοσμος, αδιάφορος Κέβιν Τζέιμς («Hitch») στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εάν συνεχίζετε να διαβάζετε μετά από αυτές τις γραμμές δύο τινά ισχύουν: είτε δεν έχετε ιδέα ποιοι είναι οι παραπάνω άνθρωποι ή υπάρχει όντως πιθανότητα να απολαύσετε αυτή την κατ' ευφημισμό κωμωδία, που αποδεικνύει πως τίποτα δεν είναι αρκετά γελοίο - μέχρι να το πιάσει στα χέρια του ο δημιουργός του «Νεροκουβαλητή».

    Χρησιμοποιώντας το εύρημα των ομιλούντων ζώων του «Dr. Dolittle» και διανθίζοντάς το με το σαντλερικό χιούμορ και όλα τα κλισέ των κομεντί από καταβολής του κινηματογράφου, το φιλμ προσπαθεί να μας πείσει για τα αδύνατα. Πως ο Κέβιν Τζέιμς, ας πούμε, είναι τόσο τέλειος τύπος, που τελικά δύο γυναικάρες σαν τη Ροζάριο Ντόσον και την Λέσλι Μπιμπ θα καταλήξουν να σφάζονται στην ποδιά του. Ή ότι η γκροτέσκα προβλεψιμότητα μεταφράζεται σε σουρεαλιστικό χιούμορ. Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν θα πείραζε, αν αυτός o «Τύπος» ήταν έστω και λίγο αστείος.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Οι Εποχές Του Έρωτα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Εποχές Του Έρωτα

    «Οι Εποχές του Ερωτα» είναι το αποτέλεσμα της συρραφής τριών μικρομεσαίου μήκους ταινιών που έχουν ως κοινό παρανομαστή την αγάπη και τον έρωτα. Η πρώτη, με τον τίτλο «Νεότητα» είναι η ιστορία του Ρομπέρτο (Ρικάρντο Σκαμάρτσιο), ενός νεαρού και φιλόδοξου δικηγόρου, ο οποίος είναι έτοιμος να παντρευτεί τη Σάρα (Βαλέρια Σολαρίνο) μέχρι που γνωρίζει την πανέμορφη, προκλητική και μυστηριώδη Μίκολ (Λάουρα Τσιάτι). Η δεύτερη ονομάζεται «Ωριμότητα» και πρωταγωνιστής της είναι ο Φάμπιο (Κάρλο Βερντόνε), ένας πετυχημένος τηλεοπτικός παρουσιαστής και πιστός σύζυγος τα τελευταία 25 χρόνια ο οποίος παρασύρεται από μια μυστηριώδη γυναίκα, την Ελιάνα (Ντονατέλα Φινοτσιάρο)την οποία στη συνέχεια δεν μπορεί να ξεφορτωθεί. Το τρίτο και τελευταίο μέρος ονομάζεται «Πέρα». Σε αυτό ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο υποδύεται τον Άντριαν, έναν αμερικανό καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης, που μετά το διαζύγιο του, αποφασίζει να μετακομίσει στη Ρώμη. Μοναχικός και κλειστός, συναναστρέφεται με πολύ λίγο κόσμο, μεταξύ των οποίων ο καλός του φίλος Αγκούστο (Μισέλ Πλάσιντο). Αυτός είναι και ο μόνος που ξέρει το μυστικό του: ότι εφτά χρόνια πριν είχε υποβληθεί σε μια πολύ ευαίσθητη μεταμόσχευση καρδιάς. Η γνωριμία του με την κόρη του Αγκούστο, Βάιολα (Μόνικα Μπελούτσι), θα τον αναστατώσει και θα του ξυπνήσει συναισθήματα που ήταν για πολύ καιρό θαμμένα στην καρδιά του...

    Τρίτη βερσιόν της Ιταλικής υπερπαραγωγής με το λαμπρό εισαγόμενο καστ που έκανε εντυπωσιακές εισπράξεις στην Ιταλία κυρίως επειδή στο φιλμ ο Ντε Νίρο μιλάει Ιταλικά. Κατά τ' άλλα η ταινία έχοντας εμφανείς τάσεις αρπαχτής παραμένει σε ρηχά νερά και δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον πέρα απ' το να σε κάνει να απορήσεις μέχρι που θα φτάσει ο κατήφορος των επιλογών του Ντε Νίρο. Τώρα, μετά από δυο ιδρωμένες καλοκαιριάτικες ώρες, το μόνο που μας μένει είναι να ακούσουμε τον θείο Ρόμπερτ να μιλάει και ελληνικά.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Άναψέ Με!

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Άναψέ Με!

    Η Άλμα είναι ένα 15χρονο κορίτσι εγκλωβισμένο στην μικρή επαρχιακή πόλη Σκοντχάιμεν της Νορβηγίας. Οι εφηβικές ορμόνες της είναι ασυγκράτητες και καθημερινά κυριεύεται από μία ολοένα και μεγαλύτερη επιθυμία να έχει την πρώτη σεξουαλική της επαφή. Μερικές φορές η επιθυμία αυτή είναι τόσο ισχυρή που οι ερωτικές φαντασιώσεις της παίρνουν σάρκα και οστά ακόμη και κατά τη διάρκεια της μέρας. Είναι ερωτευμένη με τον Άρτουρ αλλά αυτός δεν ανταποκρίνεται, οπότε περνάει κυρίως το χρόνο της με τη Σάρα, ένα κορίτσι που γράφει γράμματα σε θανατοποινίτες στο Τέξας με σκοπό μια μέρα να ταξιδέψει εκεί και να αγωνιστεί για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Μια μέρα όμως, μετά από ένα σχολικό πάρτι, η Αλμα θα έχει την ευκαιρία να ζήσει το όνειρό της με τον Αρτουρ αλλά δυστυχώς γι' αυτή, τα πράγματα θα πάρουν άσχημη τροπή.

    Μπορεί απ' τα 90s και μετά, τα φιλμ ενηλικίωσης σε «American Pie» μανιέρα να έχουν εξοικειώσει τους θεατές με τη σεξουαλική αφύπνιση και υπερδιέγερση των έφηβων αγοριών, εδώ όμως η Νορβηγίδα Γιάνικε Σίσταντ Γιάκομπσεν - σπάζοντας ένα μικρό ταμπού - περνάει απέναντι για να μας δείξει και την άλλη πλευρά, αυτή του κόσμου των κοριτσιών. Απ' την πρώτη κιόλας σκηνή (με ένα υποδειγματικό establishing shot), η Νορβηγίδα σκηνοθέτης στο ντεμπούτο της στην μυθοπλασία, κινηματογραφεί την νεαρή πρωταγωνίστριά της ξαπλωμένη στη κουζίνα του σπιτιού με το ένα χέρι μέσα απ' το εσώρουχο να αυτοικανοποιείται, ενώ με το άλλο κρατάει το ακουστικό ακούγοντας τα βρομόλογα ενός άντρα σε μια πονηρή τηλεφωνική γραμμή. Το εγχείρημα χαλάει όταν η χωρισμένη μητέρα της μπαίνει ξαφνικά στο σπίτι, αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή για τα όσα γλυκά αλλά και τραγελαφικά ακολουθούν στη ζωή μιας παρέας παιδιών που ανακαλύπτουν τον εαυτό τους με την ένταση που αρμόζει στην ηλικία τους.

    Το «Άναψέ με» είναι μια γλυκόπικρη κωμωδία για τους πόνους τού να μεγαλώνεις σε μια μικρή επαρχιακή πόλη καθώς μπαινοβγαίνεις στην εφηβεία και οι ορμές χτυπάνε κόκκινο. Είναι ειλικρινές, αυθόρμητο και ζωντανό, παραμένει τρυφερό παρά το ευαίσθητο θέμα του και σίγουρα θα σε κάνει να περάσεις καλά. Επίσης, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο υποκριτικό ντεμπούτο της Ελέν Μπέργκσολμ, της οποίας η γοητευτική αμηχανία και η αυθεντική φρεσκάδα μαγνητίζει τα βλέμματα. Σημειώστε το όνομά της, θα ξανακούσουμε σύντομα γι' αυτή.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Σούπερ Δημήτριος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σούπερ Δημήτριος

    Μπόλικος χαβαλές και μια καν'το-μόνος-σου φιλοσοφία στην πρώτη ελληνική ταινία με κατάδικό μας υπερήρωα. Αδικαιολόγητα μεγάλη η διάρκεια και αναμενόμενα περιορισμένες οι ερμηνείες, αλλά και μερικές εμπνευσμένες στιγμές.

    Έχοντας κάνει ένα θριαμβευτικό ντεμπούτο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο “Σούπερ Δημήτριος” κατεβαίνει και στην Αθήνα προσδοκώντας να συσπειρώσει με την ίδια ευκολία το αντίστοιχο αθηναϊκό σινεφίλ κοινό - έχει άλλωστε στις αποσκευές του το βραβείο κοινού του εν λόγω φεστιβάλ που δείχνει ότι το πείραμα έχει τουλάχιστον πετύχει το στόχο του.

    Είναι προφανές ότι οι συντελεστές γνωρίζουν καλά και αγαπούν όλες τις σχετικές με υπερήρωες ταινίες και η πραγματική απόλαυση είναι στις λεπτομέρειες της ιστορίας, των κοστουμιών, των χαρακτήρων, των διαλόγων (“βασικά, ΠΑΟΚ”). Η κεντρική ιστορία βασίζεται σε ένα έξυπνα και σατιρικά δοσμένο ελληνικό χρώμα για να παρωδήσει ανάλογες ιστορίες, και πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό χάρη στα αναπάντεχα αξιοπρεπή (δεδομένου του μεγέθους της παραγωγής πάντα) οπτικά εφέ, κάποιες πετυχημένες υποκριτικές στιγμές και μερικές πραγματικά ιδιοφυείς ιδέες (βλ. τις ξεκαρδιστικές διαφημίσεις που διακόπτουν για λίγο την ιστορία).

    Τέτοιες αυθόρμητες πινελιές αποζημιώνουν για τις αναπόφευκτες ατέλειες: αναμενόμενα ο γενικός χαβαλές και οι καλές ιδέες δεν μπορούν να συντηρήσουν την μάλλον φλύαρη ιστορία σε όλη της τη διάρκεια και οι ερμηνείες είναι (επίσης αναμενόμενα) περιορισμένες - 30 λεπτά συντομότερη πάντως, η ταινία θα μπορούσε να φτάσει στα ύψη της “Επίθεσης του Γιγαντιαίου Μουσακά” και άλλων πλέον κλασικών καλτ δημιουργιών.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Εντελώς Μεταξύ Μας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εντελώς Μεταξύ Μας

    Απόπειρα ώριμης κομεντί για την απιστία και την συγχώρεση, που μένει στα ρηχά εξαιτίας της απίστευτα επιφανειακής αντιμετώπισης των αντιπαθών χαρακτήρων.

    Εναλλάσσοντας την προσοχή της ανάμεσα στους διάφορους ήρωες και τα κυρίως ερωτικής φύσεως προβλήματα που ο καθένας αντιμετωπίζει, η ταινία φιλοδοξεί να μιλήσει για την απιστία και την συγχώρεση, καταλήγοντας σε μια ιστορία μηδαμινού βάθους, αντίστοιχου ανάλογων χολιγουντιανών προσπαθειών, και ανύπαρκτων εύστοχων ιδεών σε σχέση με τόσο διαχρονικά ερωτήματα.

    Είναι σίγουρα μια διαφορετική ιστορία μεσήλικων σχέσεων – η ρομαντική και σεξουαλική ιστορία των μονίμως αναποφάσιστων κεντρικών ηρώων είναι τόσο μπερδεμένη που κάνει τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς» να μοιάζει μονογαμική ιστορία – αλλά με ελάχιστη ουσία και ένα εξοργιστικά αφελές μήνυμα: ότι δεν έχει και πολλή σημασία πώς φέρεσαι στη ζωή, αρκεί να ακολουθείς την καρδιά σου, ή στην περίπτωση του κεντρικού ήρωα, τις ορμές σου, χωρίς να αποδέχεσαι τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στους γύρω σου γιατί τελικά όλοι καταλήγουμε κόκαλα.

    Είναι ένα συμπέρασμα που στέκει θεωρητικά αλλά καταρρέει όταν το εφαρμόσεις σε πραγματικούς ανθρώπους με πραγματικά συναισθήματα, και η ταινία λύνει το πρόβλημα αυτό εντελώς άγαρμπα, αφαιρώντας από τους περισσότερους όποια αληθοφάνεια στην συμπεριφορά τους και τις αντιδράσεις τους - αποτέλεσμα, ένα μωσαϊκό από ρηχές ιστορίες και αντιπαθείς χαρακτήρες, με τους οποίους μάταια προσπαθεί η ταινία να συμπάσχουμε.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Daddy Cool

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Daddy Cool

    Μπορεί η μόδα να θέλει τις κωμωδίες να χτίζονται γύρω από ανώριμους και ανεύθυνους, αλλά πάντα αξιαγάπητους, πρωταγωνιστές και τις φορές που αναγκάζονται να μεγαλώσουν, αλλά καμία μέχρι σήμερα δεν τους έχει ρίξει ξαφνικά τόσες πολλές ευθύνες όσο το «Daddy Cool», που φορτώνει μερικές εκατοντάδες παιδιά στον μεσήλικα Ντέβιντ, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον κάνει να δει τα πράγματα λίγο πιο σοβαρά.

    Είναι αλήθεια βέβαια ότι την ανώριμη, εξοργιστική πλευρά του την βλέπουμε ελάχιστα, σε ένα περιεκτικό μοντάζ μιας μέρας κατά τη διάρκεια της οποίας καταφέρνει να απογοητεύσει όλους τους αγαπημένους του και να τσαντίσει μερικούς πολύ επικίνδυνους ανθρώπους. Όταν όμως μάθει ότι, λόγω της ενθουσιώδους συχνότητας με την οποία επισκεπτόταν μια κλινική σπέρματος πριν πολλά χρόνια, είναι τώρα βιολογικός πατέρας 533 παιδιών, από περιέργεια θα έρθει σε επαφή με μερικά από αυτά και θα αλλάξει την ζωή τους αλλά και την δική του.

    Χωρίς να εκμεταλλεύεται όσο θα μπορούσε την κωμική πλευρά της παρανοϊκής θέσης στην οποία βρίσκεται ο ήρωάς της, η ταινία αντίθετα στρέφεται στην αλλαγή του, την εξέλιξή του σε έναν πιο δοτικό, πιο αξιόπιστο ενήλικα, μέσα από τις διστακτικές σχέσεις που χτίζει με τα παιδιά του και το πατρικό του ένστικτο που ξαφνικά φουντώνει. Είναι μια αλλαγή ταχύτητας τόσο γρήγορη και αβίαστη που υπονομεύει την αρχική του περιγραφή ως μόνιμης πηγής απογοητεύσεων αλλά καταλήγει να σε κερδίζει με την αναπάντεχη ζεστασιά της και την γλυκιά της έκβαση – και ο Πάτρικ Χιούαρντ είναι ο πιο πειστικός, πραγματικά αξιολάτρευτος ανεπρόκοπος από όλους τους συναδέλφους του στις αμερικάνικες κομεντί του εργοστασίου του Τζαντ Απατόου.

  • Άντρες Εναντίον Γυναικών

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Άντρες Εναντίον Γυναικών

    Ενας οικογενειάρχης και προπονητής βόλεϊ που μπλέκει με μια νεαρή αθλήτριά του, ένας φοιτητής και η κολλητή του που ερωτεύονται την ίδια γυναίκα, μια νοσοκόμα που απεχθάνεται τον πλεϊμπόι γείτονά του και μια μεσήλικη δημοσιοϋπάλληλος στα πρόθυρα του διαζυγίου με τον άπιστο σύζυγό της είναι τα κεντρικά πρόσωπα τούτης της ιταλικής φάρσας, που επιχειρεί να παντρέψει τη λαϊκή σεξοκωμωδία του '70 με πιο σύγχρονες, πολυπρόσωπες κομεντί ηθών τύπου «Το εγχειρίδιο του έρωτα».

    Παρότι όλα τα παραπάνω πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι ιστορίες τους εφάπτονται, το φιλμ δίνει την αίσθηση ενός κολάζ ανεκδότων πάνω στην αιώνια μάχη των φύλων, δήθεν τολμηρών, αλλά κατ' ουσίαν αντιδραστικών, ενίοτε διασκεδαστικών, αλλά το πλείστον κλισέ και παρωχημένων.

    Η ταινία έσπασε τα ταμεία στην Ιταλία το περσινό καλοκαίρι, με εισπράξεις που ξεπέρασαν τα 17 εκατομμύρια δολάρια.

  • Ο Κινηματογραφιστής

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Κινηματογραφιστής

    Είναι ένα από τα τελευταία φιλμ της κλασσικής περιόδου του Μπάστερ Κίτον πριν την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο «αγέλαστος κωμικός» είναι εδώ ο Λιούκ Σάνον, ένας φωτογράφος που είναι ερωτευμένος με την Σάλι, μια όμορφη γραμματέα των κινηματογραφικών στούντιο MGM. Για να την κάνει να τον προσέξει, αποφασίζει να γίνει cameraman στην εταιρεία ώστε να είναι πιο κοντά της. Όμως με την κινηματογραφική κάμερα στα χέρια είναι εντελώς αδέξιος και κάνει συνεχώς λάθη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα. Ό,τι προσπαθεί να κάνει καταλήγει σε φιάσκο, έτσι σκέφτεται άλλους τρόπους για να πλησιάσει την Σάλι...

  • Γείτονες Σε Περιπολία

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γείτονες Σε Περιπολία

    Τέσσερις καθημερινοί τύποι που μένουν στα προάστια, ενώνονται προκειμένου να σχηματίσουν μια ομάδα νυχτερινής επιτήρησης στη γειτονιά τους - αυτό όμως είναι μόνο το πρόσχημα για να ξεφεύγουν από τις πληκτικές ζωές τους. Μέχρι που ανακαλύπτουν πως η πόλη τους έχει κυριευθεί από εξωγήινους, και η μόνη επιλογή που τους μένει είναι να σώσουν τη γειτονιά τους (και τον κόσμο) από την ολοκληρωτική καταστροφή.

  • Μια Νύχτα στην Αθήνα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μια Νύχτα στην Αθήνα

  • Ο Γάμος της Χρονιάς

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Γάμος της Χρονιάς

    Όταν το πρώτο πράγμα που σου προκαλεί η παρακολούθηση μιας αμερικανικής φαρσοκωμωδίας είναι μια ανεξήγητη ανάγκη να αντιμετωπίσεις με σχετική συμπάθεια τις αντίστοιχες ελληνικές, τότε υπάρχει σίγουρα κάποιο πρόβλημα. Αυτό συμβαίνει με την ταινία του παντελώς άγνωστου Τζάστιν Ζάκχαμ, ο οποίος ανέλαβε να μεταφράσει για λογαριασμό αγγλόφωνου κοινού και με ολέθρια αποτελέσματα μια γαλλική κωμωδία χρονολογίας 2006 με τίτλο «Mon Frère Se Marie» («Ο Αδερφός μου Παντρεύεται»).

    Βέβαια, το ζήτημα δεν είναι τι προσδοκίες μπορείς να έχεις από μια ταινία την οποία έχει υπογράψει ο σεναριογράφος του «Επιθυμίες στο Παρά Πέντε» (μιας από τις χειρότερες ταινίες στις οποίες έχει συμμετάσχει ποτέ ο Τζακ Νίκολσον) και σκηνοθετεί ένας άνθρωπος με μοναδικό άλλο credit στο βιογραφικό του μια κολεγιακή κωμωδία τρίτης διαλογής με τίτλο «Going Greek».

    Το ζήτημα είναι να καταλάβεις τι ακριβώς έπεισε αξιοσέβαστους ηθοποιούς όπως η Σούζαν Σαράντον, η Νταϊάν Κίτον και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο να συμμετάσχουν σε μια τέτοια πλήρη μετριότητα. Διότι αν δεν ήταν η δελεαστική αμοιβή, τότε σίγουρα δεν τους έπεισε ούτε το προχειρογραμμένο σενάριο, ούτε η παροιμιώδης απουσία χιούμορ, ούτε η υποτυπώδης σκηνοθεσία, ούτε το γεγονός ότι θα κατέληγαν να περιφέρονται με τρόπο διεκπεραιωτικό στα συμβατικά πλάνα ενός φιλμ που ούτε λίγο ούτε πολύ μοιάζει να υποτιμά τις δυνατότητές τους για κάτι πολύ καλύτερο.

  • Hasta la Vista

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Hasta la Vista

    Μπορεί για τους περισσότερους από εμάς η διαδικασία του φαγητού ή του μπάνιου να μην απαιτεί κάποια ιδιαίτερη προεργασία και κόπο. Στη καθημερινότητα όμως των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα ταξίδι ή ακόμη και για την ερωτική πράξη. Η παραπάνω προβληματική που τελευταία βρέθηκε στο κινηματογραφικό επίκεντρο («Αθικτοι», «Μαθήματα Αισιοδοξίας») απασχολεί και το «Hasta La Vista», ένα φιλμ που παρά το ευαίσθητο θέμα που αγγίζει, διατηρεί καθ' όλη τη διάρκειά του μια διάχυτη αύρα αισιοδοξίας

    Ο Λαρς, ο Φιλίπ και ο Τζόζεφ είναι τρεις κολλητοί από την Φλαμανδία με φυσικές αναπηρίες. Ο Φιλίπ είναι παραπληγικός, ο Τζόζεφ σχεδόν τυφλός ενώ ο Λαρς είναι ακινητοποιημένος σε καροτσάκι εξαιτίας ενός όγκου που του έχει παραλύσει τα κάτω άκρα. Περνάνε μαζί το χρόνο τους σε βραδιές οινογευσίας, δοκιμάζοντας κρασί και σχολιάζοντας τις γυναικείες παρουσίες.

    Μια μέρα ο Φιλίπ θα μάθει για την ύπαρξη ενός χλιδάτου οίκου ανοχής στην Ισπανία που ειδικεύεται σε άτομα με τις ιδιαιτερότητές τους και η παρέα θα οργανώσει ένα δεκαήμερο ταξίδι με βαν, έχοντας έναν και μόνο στόχο: να χάσουν την παρθενιά τους. Οι γονείς τους συναινούν, χωρίς βέβαια να ξέρουν την πιπεράτη λεπτομέρεια της εκδρομής, αλλά τα πάντα ακυρώνονται όταν ο γιατρός προειδοποιεί τους γονείς του Λαρς πως ο όγκος του γιου τους έχει εξαπλωθεί επικίνδυνα.

    Σε κόντρα των άσχημων νέων, οι τρεις τους θα πεισμώσουν και θα ξεκινήσουν κρυφά το ταξίδι, προσλαμβάνοντας για οδηγό την Κλοντ, μια υπέρβαρη γυναίκα που ο Φιλίπ αποκαλεί «μαμούθ» αλλά που κατά τη διάρκεια της διαδρομής αποδεικνύεται πολύτιμη συνοδοιπόρος.

    Το «Hasta La Vista» διαθέτει ένα ευρηματικό πρώτο μισό. Ο Τζέφρι Εντχόβεν χρησιμοποιεί εξαιρετικά το κινηματογραφικό point of view για να πλάσει τους χαρακτήρες του και τις ιστορίες πίσω από αυτούς. Εκμεταλλεύεται τη χημεία των τριών πρωταγωνιστών και κλείνοντας το μάτι στο arthouse σινεμά, στήνει μικρές σκηνές που κρατούν φρέσκο το ενδιαφέρον.

    Αντίθετα στο δεύτερο μέρος του, το φιλμ κομπιάζει και κάποιες άκομψα εκτελεσμένες δραματικές σκηνές σε συνδυασμό με τις αρκετά προβλέψιμες σεναριακές λύσεις αποδυναμώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά το «Hasta La Vista» είναι μια crowd pleaser ταινία (έσπασε τα ταμεία στη χώρα της, το Βέλγιο) με τίμιες προθέσεις που αν την προσεγγίσει κανείς χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις θα μείνει μάλλον ικανοποιημένος.

  • Χτυποκάρδια στο Γραφείο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Χτυποκάρδια στο Γραφείο

    Πολύχρωμη, ανάλαφρη, διασκεδαστική και αριστοτεχνικά σχεδιασμένη, η ρετρό ρομαντική κομεντί «Χτυποκάρδια Στο Γραφείο» μοιράζεται το DNA της με κλασικές ταινίες του αμερικανικού εμπορικού σινεμά της δεκαετίας του '50 και του '60 (και χάρη στον ελληνικό τίτλο, παραπέμπει και λίγο στο δικό μας), τις οποίες μιμείται με επιτυχία και ακριβώς τις σωστές δόσεις παραπομπών και μοντέρντων στοιχείων. Στην πραγματικότητα είναι μια άσκηση στιλ αλλά όχι απαραίτητα όσο αποστασιοποιημένο και κλινικό ακούγεται αυτό - ο ενθουσιασμός και η πραγματική τρυφερότητά του για το είδος που υπηρετεί, είναι αρκετά μεταδοτικά για να σε κερδίσουν.

    Είναι η ιστορία της κάπως ατσούμπαλης αλλά φιλόδοξης και πεισματάρας Ροζ, που είναι κακή σε ό,τι έχει να κάνει με γραμματειακή υποστήριξη αλλά και φυσικό ταλέντο στη δακτυλογράφηση. Το ταλέντο αυτό αντιλαμβάνεται το αφεντικό της, ο γοητευτικός αλλά και απόμακρος Λουί, ο οποίος απελπίζεται με την ανικανότητά της στα του γραφείου αλλά αναλαμβάνει να την προπονήσει για το εθνικό πρωτάθλημα ταχείας δακτυλογράφησης, κάτι που φουντώνει ακόμη περισσότερο την μεταξύ τους έλξη.

    Η αφοσίωση αυτή της ταινίας, φόρος τιμής σε κλασικές και αγαπημένες ταινίες εκείνης της εποχής, είναι βέβαια και το μόνο που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από τον σωρό παρόμοιων ιστοριών, αφού τίποτα στην ιστορία δεν εκπλήσσει ουσιαστικά (κλισέ ρομαντικών κομεντί και αθλητικών ταινιών συνδυάζονται, και οργιάζουν) και οι χαρακτήρες ανταγωνίζονται με μικρή επιτυχία το λαμπρό περιτύλιγμα γύρω τους. Οι απόπειρες για κοινωνικό σχόλιο, που προκύπτουν από την ιδέα ότι η συγκεκριμένη δεκαετία, τόσο ανίδεη για τις ριζικές και τραυματικές αλλαγές που θα έρχονταν σύντομα, ήταν η αρχή κοσμογονικών αλλαγών, είναι λιγότερο πετυχημένες (και στην περίπτωση της θέσης των γυναικών, εντελώς απούσες), όπως και η ασταθής εξισορρόπηση ανάμεσα στην κωμωδία και το μελόδραμα.

    Ο σκηνοθέτης Ρεζί Ρουανσάρ, όμως, δίνει στην κινηματογράφησή του αρκετή πρωτοτυπία και δυναμισμό ώστε να κάνει ακόμη και τις σκηνές δακτυλογράφησης ενδιαφέρουσες και βοηθείται από τους εξαιρετικούς, και εξαιρετικά ταιριασμένους, κεντρικούς του ηθοποιούς, Ντεμπορά Φρανσουά και Ρομάν Ντουρίς, που δίνουν στους αρκετά δισδιάστατους ρόλους τους τη ζωντάνια, το χιούμορ και το σεξ απίλ που χρειάζονται για να απογειωθούν. Μαζί, όπως και οι ήρωες που υποδύονται, είναι ακαταμάχητοι.

  • Γλυκά Μας Λάθη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γλυκά Μας Λάθη

    Βραβευμένη στις Κάννες (στο παράλληλο τμήμα του Δεκαπενθήμερου των Σκηνοθετών), πολλαπλή υποψήφια για τα βραβεία Σεζάρ και πετυχημένη εμπορικά στη Γαλλία, η ταινία της Νοεμί Λβοβσκί, «Γλυκά Μας Λάθη», εγκαινιάζει κατά κάποιο τρόπο την άφιξη των γαλλικών κομεντί στα θερινά σινεμά, καθιερωμένη πια συνήθεια του καλοκαιριού για τον προγραμματισμό της ελληνικής διανομής.

    Τόσο χαλαρές θα πρέπει να είναι και οι προσδοκίες από την συγκεκριμένη δραμεντί που έρχεται φορτωμένη με αρκετές διακρίσεις και επαίνους, αλλά δεν προσθέτει ιδιαίτερα φρέσκα στοιχεία σε ένα είδος κουρασμένο ήδη από το Χόλιγουντ και χάνει το δρόμο της προσπαθώντας να πετύχει μια ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία της ασυνήθιστης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η κεντρική ηρωίδα.

    Συναντάμε την 40χρονη Καμίγ όταν εκείνη συναντά τον πάτο: ο σύζυγός της την έχει εγκαταλείψει, η καριέρα της ως ηθοποιού δεν απογειώθηκε ποτέ και η εξάρτησή της από την παρηγοριά του αλκοόλ είναι πια ανσυχητική. Κατά τη διάρκεια ενός πάρτι για τη Πρωτοχρονιά, μεταφέρεται μαγικά λίγες μέρες πριν τα 16α γενέθλιά της και έκπληκτη βρίσκει ξανά τους γονείς της, τις φίλες της και τον έφηβο πλέον πρώην της. Θα μπορέσει να αλλάξει την ρότα της ζωής της με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφύγει το μέλλον της;

    Κάτι σαν ανεπίσημο γαλλικό ριμέικ «Η Πέγκι Σου Παντρεύεται», το σενάριο της Λβοβσκί ενδιαφέρεται περισσότερο για το ψυχολογική αλήθεια και συναισθηματικό ταξίδι της πρωταγωνίστριας που επανεξετάζει τη ζωή της, παρά για τις κωμικές συνέπειες ενός τέτοιου ταξιδιού.

    Η απόφαση της Λβοβσκί να υποδυθεί και την 16χρονη Καμίγ, πέρα από την 40χρονη εκδοχή της, είναι αρχικά χαριτωμένη αλλά ποτέ δεν δένει ομαλά με ό,τι συμβαίνει και μένουν τα νήματα της ιστορίας που έχουν να κάνουν με τις κολλητές της φίλες και, κυρίως, εκείνα που έχουν να κάνουν με τους γονείς της, για να δώσουν στην ταινία την καρδιά της και σε εμάς έναν λόγο να επιμείνουμε σε μια ταινία που περισσότερο αναμασά πετυχημένα παρά εφεύρει.

    Από τη μια, η παρέα των κοριτσιών είναι το μόνο στοιχείο της εφηβικής ζωής που έχει με πειστικότητα συλλάβει η Λβοβσκί και ένα ευπρόσδεκτο αντίβαρο στην φλύαρη αντιμετώπιση των ερωτικών της περιπετειών, ενώ από την άλλη, η γλυκόπικρη επανένωσή της με τους γονείς της δίνει την αφορμή για τις πιο συγκινητικές, δυνατές στιγμές στην ταινία και την ερμηνεία της Λβοβσκί, η οποία, με την βοήθεια των εξαιρετικών Γιολάντ Μορό και Μισέλ Βιγιερμόζ στο πλευρό της, πολύ όμορφα πετυχαίνει το μίγμα νοσταλγίας, ανακούφισης και μελαγχολίας που νιώθει η Καμίγ ξέροντας ότι τους ξαναβρήκε αλλά δεν μπορεί παρά να τους ξαναχάσει.

  • Το Μυστικό Βασίλειο του Δάσους

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Μυστικό Βασίλειο του Δάσους

    Όταν υπάρχουν οι «Μπάρμπι» και οι «Τίνκερμπελ» αυτού του κόσμου, οι μικρότερες σχετικά αντιρρήσεις για ταινίες κινουμένων σχεδίων που προορίζονται για το οικογενειακό κοινό αμέσως μπαίνουν σε μιαν άλλη προοπτική - ξαφνικά πρέπει να είσαι ευγνώμων ακόμη για την μη ιδιαίτερα φιλόδοξη, ή την όχι ακριβώς πετυχημένη, μετριότητα.

    Γιατί αν κάτι μπορείς να χρεώσεις στο «Μυστικό Βασίλειο του Δάσους» είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη πραγματικής πρωτοτυπίας, κάτι που να δικαιολογεί τον αγγλικό τίτλο («Epic»), κάτι που να δικαιολογεί την ύπαρξη της στην μεγάλη οθόνη.

    Κάθε ένα από τα στοιχεία της - η ιστορία, οι χαρακτήρες, η χρήση του 3D, ακόμη και η επιλογή των ηθοποιών - ακολουθεί τη λογική παλιότερων ταινιών (με καλύτερη όλων το «Ferngully» το 1992), πετυχημένων συνταγών (οι δεύτεροι χαρακτήρες-κλόουν είναι πλέον εύρημα τόσο παλιό όσο οι πέτρες) και της κυρίαρχης μόδας που θέλει να χρησιμοποιείς αναγνωρίσιμες φωνές από όποιο τομέα της ψυχαγωγίας, αντίστοιχα.

    Μετά το θάνατο της μητέρας της,η έφηβη ΜΚ (Αμάντα Σέιφριντ) μετακομίζει με τον πατέρα της (Τζέισον Σουντέικις), με τον οποίο μοιράζονται μια απόμακρη σχέση κυρίως εξαιτίας της εμμονής του να αποδείξει ότι υπάρχουν μικροσκοπικοί άνθρωποι στο γειτονικό του δάσος.

    Τυχαία η ΜΚ θα είναι αυτή που θα το κάνει, αφού θα βρεθεί μπλεγμένη στον μικρό αυτό κόσμο, και μάλιστα την πιο κρίσιμη στιγμή στη μάχη ανάμεσα τις δυνάμεις του καλού, τους μικρούς «φυλλανθρώπους» δηλαδή, και εκείνες του κακού, που επιδιώκουν τον θάνατο του δάσους.

    Είναι απίστευτο το πώς σχεδόν κάθε μια ιδέα της ταινίας μπορεί να εντοπιστεί σε προηγούμενες δουλειές χωρίς αυτό να καταδικάζει την ίδια την ταινία - γιατί πάνω από όλα το «Μυστικό Βασίλειο του Δάσους» είναι συμπαθητικά σχεδιασμένο (ιδιαίτερα κάποιες στιγμές πτήσης ξεχωρίζουν ευχάριστα παρά την προφανή χρήση του 3D και την πλαστικότητα των μορφών), ευχάριστα εκτελεσμένο και αξιοπρεπώς ερμηνευμένο, και εξυπηρετεί τελικά το σκοπό του.

    Οι έξυπνες πινελιές του όμως χάνονται ανάμεσα στην πλειάδα αναμενόμενων στιγμών και εξελίξεων, προφανών περιβαλλοντολογικών μηνυμάτων και επίπεδα γυρισμένης δράσης, τα οποία το εγκλωβίζουν στη μετριότητα και τελικά μάλλον το καταδικάζουν να ξεχαστεί με τα χρόνια.

  • Για Όλα Φταίει τ' Όνομά Σου!

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Για Όλα Φταίει τ' Όνομά Σου!

  • The Philadelphia Story

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    The Philadelphia Story

    Η υψηλή κοινωνία της Φιλαδέλφεια περιμένει με ανυπομονησία τον γάμο της διαβόητης Τρέισι Λορντ. Ο πρώην σύζυγός της, παρά τον επεισοδιακό χωρισμό τους, που περιλάμβανε την κακοποίηση ενός μπαστουνιού του γκολφ και μία μικρή δόση ξεκαρδιστικής συζυγικής βίας, τρέφει ακόμα αισθήματα για κείνη, καμουφλαρισμένα ωστόσο σε βιτριολικά σχόλια, προορισμένα να πληγώσουν τον εγωισμό της. Σε μία ύστατη προσπάθεια να ανατρέψει την κατάσταση, προσκαλεί στον κλειστό γάμο τον δημοσιογράφο μιας κουτσομπολίστικης εφημερίδας, μη γνωρίζοντας ότι έτσι προσθέτει έναν ακόμα αντίπαλο στον αγώνα για την καρδιά της δεσποινίδας Λορντ.

    Ο θεατρικός συγγραφέας Φίλιπ Μπάρι προόριζε ξεκάθαρα το «Philadelphia Story» για μια θριαμβευτική επιστροφή της Κάθριν Χέπμπορν στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ, προκειμένου να ξεπεράσει τη δυσμένεια στην οποία είχε πέσει το 1938, όταν οι ταμπλόιντ της χάριζαν τον τίτλο «το δηλητήριο του box office». Αμέσως μετά την εκπλήρωση του βασικού στόχου, ο τότε σύντροφός της Χάουαρντ Χιουζ της δώρισε τα δικαιώματα του έργου και μαζί τη δυνατότητα να επιλέξει τον παραγωγό, τον σκηνοθέτη και τους συμπρωταγωνιστές της για μία κινηματογραφική μεταφορά, που θα επιβεβαίωνε ακόμα μία φορά την υπεροχή της κόντρα στους φαρμακόγλωσσους κύκλους του Χόλιγουντ. Εκείνη, πολύ σοφά, υπέδειξε τον Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, τον Τζόρτζ Κιούκορ και τους Κάρι Γκραντ και Τζέιμς Στιούαρτ αντίστοιχα. Τι θα μπορούσε άραγε να πάει στραβά με έναν τέτοιο συνδυασμό;

    Προφανώς τίποτα. Το πρωταγωνιστικό τρίο βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα, εκτοξεύοντας φαρμακερές ατάκες με ρυθμό πολυβόλου, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι ακολουθούν χωρίς διόλου να υστερούν σε ετοιμότητα. Στο τέλος κανείς δεν λαβώνεται θανάσιμα, ωστόσο το αποτέλεσμα μακράν απέχει από τον ζαχαρώδη ρομαντισμό. Μίαπειστική σάτιρα της αριστοκρατίας, εφοδιασμένη με πνευματώδες χιούμορ που θα ζήλευε κι ο Όσκαρ Ουάιλντ, το «Philadelphia Story» αποτολμά ταυτόχρονα μία διακριτική αλλά σαφή απεικόνιση του αλκοολισμού του χαρακτήρα του Κάρι Γκραντ, που έντεχνα ξεγλιστρούσε από τον αυστηρότατο κώδικα λογοκρισίας της εποχής.

    Το σχέδιο πέτυχε απόλυτα. Μπορεί η Χέπμπορν, σε αντίθεση με τον Στιούαρτ, να μην κέρδισε το Όσκαρ,εκτοξεύτηκε όμως ξανά στην κορυφή, ανακτώντας τη χαμένη της δημοτικότητα, ο Ντόναλντ Όγκντεν Στιούαρτ απέκτησε ένα χρυσό αγαλματίδιο για το διασκευασμένο του σενάριο, ο Κάρι Γκραντ επιβεβαίωσε για άλλη μία φορά ότι είναι απολαυστικός απλά και μόνο υποδυόμενος τον... εαυτό του, και το κοινό μπορεί ακόμη να απολαμβάνει ανερυθρίαστα μία από τις ωραιότερες κομεντί όλων των εποχών. Ίσως τελικά το μόνο μείον που συνοδεύει το «PhiladelphiaStory» είναι η θλιβερή διαπίστωση ότι «δεν τις φτιάχνουν πια όπως παλιά».

    Θανάσης Πατσαβός

  • American Pie: Reunion

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    American Pie: Reunion

    O Τζιμ, ο Στίφλερ και ο Φιντς επιστρέφουν, για να φέρουν στη μεγάλη οθόνη άρωμα από το 1999 - χωρίς όμως τη συνακόλουθη χάρη. Προσπερνώντας κάπως άκομψα τα δύο σίκουελ που έχουν προηγηθεί, το “American Pie: Reunion” ενώνει τους ήρωες της αρχικής ταινίας 13 χρόνια μετά, λες και είναι η πρώτη φορά από τότε που πήγαιναν μαζί σχολείο, και φυσικά, τίποτα (ουσιαστικό) δεν έχει αλλάξει.

    Μόνο που τα αγόρια έχουν αποκτήσει κοιλίτσα και υποψία καράφλας, τα κορίτσια έχουν κάνει παιδιά και τα αστεία δεν είναι τόσο πετυχημένα. Μπλέκοντας κλασικά σε περιπέτειες με τα δύο είδη γυναικών που υπάρχουν στο σύμπαν του “American Pie” (καυτά -σχεδόν ανήλικα- πιπίνια και καυτές -πάντα σέξι- μαμάδες), η ανδροπαρέα νοσταλγεί και αστειεύεται με τη συνταγή του παρελθόντος. Σε σημεία πετυχαίνει την ανάμνηση εκείνου του παλιού μομέντουμ, ενώ σε άλλα είναι, απλά, για κλάματα.

    Σαφώς στοχευμένη στη γενιά του μιλένιουμ που ενηλικιώθηκε παρέα με τον Τζιμ και τον μπαμπά του (σταθερά ξεκαρδιστικός ο Γιουτζίν Λέβι), αυτή η επανένωση μπορεί να μοιάζει σαν την δροσερή πρόταση της εβδομάδας, αλλά στην πραγματικότητα είναι ξαναζεσταμένο φαγητό. Το τρως με σχετική ευχαρίστηση, αλλά δεν έχει ποτέ την ίδια γεύση.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Η Γυναίκα Της Ζωής Μου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Γυναίκα Της Ζωής Μου

    Βάσει των πρώτων σκηνών, η «Γυναίκα της ζωής μου» υπόσχεται ότι θα είναι μια ταινία διαφορετική: γλυκόπικρη, με τάσεις κάπως σκοτεινές και έναν ενδιαφέροντα, ίσως και αντιπαθή, κεντρικό χαρακτήρα, τον εξαρτημένο από οποιαδήποτε ουσία καθηγητή που μπορεί και να κρύβει κάποια τραγωδία στο παρελθόν του. Όταν η ταινία τελειώσει, η πικρία έχει εξαφανιστεί για να δώσει την θέση της στην ζαχαρένια επικάλυψη της νοσταλγίας και του συμβιβασμού στην πλοκή και έναν κεντρικό χαρακτήρα που παραμερίζεται έτσι ώστε η ιστορία να εξυμνήσει την κάπως ανόητη μητέρα του, την «χαρά της ζωής» που υπέφερε στη ζωή της γιατί ήταν ωραία και όλοι την θέλανε.

    Απόλυτα υπολογισμένη να συγκινήσει και κατασκευασμένη για να ξυπνήσει την νοσταλγία για την Ιταλία του παρελθόντος, η ταινία δεν πετυχαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μένει απλά συμπαθητική και ελαφρώς ενδιαφέρουσα (κυρίως χάρη στα συνεχή φλασμπακ, που δίνουν την – λανθασμένη – αίσθηση ότι υπάρχει κάποιο μυστικό να ανακαλύψεις), καλοπαιγμένη και καλογυρισμένη, αλλά τελικά απόλυτα προβλέψιμη και κάθε άλλο παρά αλησμόνητη.

    Χριστίνα Λιάπη

  • One for the Money

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    One for the Money

    Άνεργη, απένταρη και προσφάτως χωρισμένη, η Στέφανι Πλαμ πιάνει δουλειά στο γραφείο εγγυήσεων για αποφυλακίσεις του ξαδέλφου της (ως κυνηγός φυγόδικων), με πρώτη αποστολή να πιάσει έναν αστυνομικό, παλιό της φλερτ, που κατηγορείται για φόνο...

    Μια δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες ηρωίδα, από τη σειρά των 18 μπεστ σέλερ της Τζάνετ Ιβάνοβιτς, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη έχοντας για φόντο το λαϊκό Νιου Τζέρσεϊ. Στον πρώτο ρόλο η Κάθριν Χέιγκλ («Grey's anatomy»), τυποποιημένη πλέον σε μετρίου έως μηδαμινού ενδιαφέροντος κινηματογραφικές κομεντί, έχει χημεία με τον, όπως κι αυτή, προερχόμενο από την τηλεόραση, συμπρωταγωνιστή της Τζέισον Ο'Μάρα, όχι όμως την απαραίτητη ενέργεια ή καλύτερα τη γοητεία για να τα βγάλει πέρα.

    Ανιαρό το στόρι, χτισμένο πάνω σε μια ιδέα με στοιχεία αστυνομικής πλοκής, ρομάντζου και κωμικής περιπέτειας, δεν τραβάει με τίποτα, ούτε και σε χιουμοριστικό επίπεδο, κι ας φαίνεται να θέλουν οι συντελεστές να ξεκινήσουν με αυτή την ταινία ένα νέο φραντσάιζ.

    Άντα Δαλιάκα

  • Η Πηγή των Γυναικών

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Πηγή των Γυναικών

    Κάτι σαν μοντέρνα εκδοχή της «Λυσιστράτης», η βασισμένη σε πραγματική ιστορία ταινία του Ρουμανογάλλου σκηνοθέτη Ράντου Μιχαϊλεάνου επιλέγει μια ανάλαφρη προσέγγιση σε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, καταλήγοντας συμπαθητική και καλοπροαίρετη αλλά χωρίς δόντια.

    Έχοντας δηλώσει στην αρχή της ταινίας του ότι η ταινία μπορεί να είναι 'αλήθεια ή παραμύθι', ο σκηνοθέτης Ράντου Μιχαϊλεάνου παραδέχεται ότι μέσα στις προθέσεις του δεν είναι η αυστηρά ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας των γυναικών του αραβικού κόσμου ούτε ένα αμείλικτο κατηγορητήριο. Αντίθετα, προτιμά μια αναπάντεχα ανάλαφρη προσέγγιση της ιστορίας, με κάποιες σκοτεινές πινελιές, για να πει την ιστορία του, κάνοντάς την πιο εύπεπτη – και γι' αυτό αδύναμη σαν επιχείρημα.

    Ίσως αυτό να είναι ένα βλαβερό στερεότυπο, το να περιμένεις μια ταινία για την ακόμη εξοργιστική κατάσταση της γυναικείας χειραφέτησης στον αραβικό κόσμο να είναι μια καταθλιπτική, άβολη εμπειρία. Ίσως ό,τι έχουμε συνηθίσει όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των πολιτικών ταινιών με τέτοια μηνύματα να είναι λάθος και όποιο κινηματογραφικό είδος να μπορεί να εξυπηρετήσει αντίστοιχους σκοπούς. Αλλά στην «Πηγή των Γυναικών» η επιλογή για έναν χιουμοριστικό, κάπως ζαχαρένιο τόνο, παρόλο που είναι σεβαστή, και η προφανής διάθεση για ένα καλό τέλος, τελικά αποδυναμώνουν την κσταγγελία.

    Μένει μια καλοφτιαγμένη και καλοπροαίρετη ιστορία, με άφθονο τοπικό χρώμα και σχεδόν καρτποσταλική φωτογραφία, αν και κάποιες προσθήκες (όπως το εύρημα με τα σατιρικά τραγούδια που περιλαμβάνονται στην πλοκή) είναι μεν αυθεντικές αλλά φτάνουν στα όρια του κιτς και ίσως ήθελαν περισσότερη σκέψη στην εκτέλεσή τους. Οι ντόπιες φυσιογνωμίες, όμως, και οι φυσικές τους ερμηνείες τραβούν την προσοχή από το κάπως αφελές σενάριο και στο κέντρο της ιστορίας κυριολεκτικά λάμπει η Λέιλα Μπεκτί ως η δυναμική κοπέλα που ξεκινά την όλη περιπέτεια, ενώ γλυκύτατη είναι και η ιστορία αγάπης που μοιράζεται με τον άντρα της.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Ο Ξεναγός

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Ξεναγός

    To εντελώς χειροποίητο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Ζαχαρία Μαυροειδή, ενός αρχιτέκτονα με ποικίλες ανησυχίες και θητεία σε θέατρο, τηλεόραση και σινεμά, είναι μια δροσερή πνοή αέρα στη στυφή ελληνική πραγματικότητα - για να δανειστούμε λιγάκι τον μανδύα των κλισέ με τα οποία παίζει ηθελημένα και ο ίδιος, στην παρουσίαση της Αθήνας. Ο “Ξεναγός”, ωστόσο, παρότι φλερτάρει παιχνιδιάρικα με τα στερεότυπα, δε θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την “τυπική” ελληνική κωμωδία.

    Στην πραγματικότητα, σε αυτή την κωμική ρομαντική κομεντί βρίσκουμε μια ερωτική επιστολή σε μια πόλη σχιζοφρενική αλλά και μία ταινία ενηλικίωσης από αυτές που σπάνια βλέπουμε στο ελληνικό σινεμά. Πρωταγωνιστές του “δράματος” είναι δύο: από τη μια, ο μπερδεμένος Ιάσονας, ξεναγός τον οποίο κανένας δεν αντιμετωπίζει ως τέτοιον και ταυτόχρονα νέος άνδρας προς αναζήτηση σεξουαλικής -και όχι μόνο- ταυτότητας. Από την άλλη, η Αθήνα, πόλη περίλαμπρου παρελθόντος και παράλογου παρόντος, εξίσου χαοτική και αναποφάσιστη για τη μελλοντική της εξέλιξη με τον ξεναγό που κατοικεί σε αυτήν.

    Ο Μαυροειδής, στον ζογγλερικό ρόλο του συγγραφέα/ σκηνοθέτη/ παραγωγού κατορθώνει να ισορροπήσει τη φόρμα του είδους που υπηρετεί με το περιεχόμενο, γράφοντας ατάκες αστείες όσο και αληθινές, βασίζοντας τις ερμηνείες των ηθοποιών του στις χειρονομίες και τις αδιόρατες εκφράσεις και δομώντας την ιστορία του σε τσαχπίνικα κεφάλαια-καρτ ποστάλ. Χωρίς προφανείς επιλογές ή διδακτισμούς, ο “Ξεναγός” αρέσκεται στο να θέτει ερωτήματα που δεν κουνάνε το δάχτυλο επικριτικά.

    Ο φακός της ταλαντούχας Ζωής Μαντά παγιδεύει ευφυώς μια πόλη που ταυτόχρονα χορεύει συρτάκι, σουίνγκ και σκυλάδικα, χοροπηδώντας διαρκώς από το ένα πόδι στο άλλο - όπως το βάθος πεδίου από το νετ στο φλου. Τα λάιτ μοτίφ της σκηνοθεσίας φυσικά υπογραμμίζονται από τον εξαιρετικό Μιχάλη Οικονόμου στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως και από το υπόλοιπο πολύχρωμο και πολυεθνές καστ που τον περιβάλλει, δίνοντας τη δική του (εξωτερική) οπτική σε αυτό που εμείς ονομάζουμε ελληνικότητα.

    Με δυο λόγια, αν δεν αφήσετε αυτό τον “Ξεναγό” να σας δείξει την Αθήνα του, θα έχετε χάσει κάτι από την αέναη μεταμόρφωσή της.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ψωνίζω, άρα Υπάρχω

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ψωνίζω, άρα Υπάρχω

    Περίεργος ο συγχρονισμός της κυκλοφορίας της ταινίας, μιας και η οικονομική κρίση οδήγησε σε ουκ ολίγες βιαστικές αναγνώσεις της ταινίας, η οποία αν μη τι άλλο κάνει μια συμπαθητική δουλειά στην απεικόνιση του εθισμού της ηρωίδας ως διαβρωτικού για τις σχέσεις της με τους γύρω της και τον εαυτό της.


    Οι επιθυμίες της είναι απολύτως ξεκάθαρες και παρουσιάζονται δίχως να χρωματίζονται κολακευτικά (θα βρει κανείς εδώ υποψίες πικρού ρεαλισμού) αλλά και δίχως να νιώθει η ταινία την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους της.


    Μέρος της φρεσκάδας του όλου εγχειρήματος έρχεται από την απενοχοποίηση της λατρείας του βλαβερού, αλλά ένα μεγαλύτερο οφείλεται αποκλειστικά στην πρωταγωνίστρια Αϊλα Φίσερ. Η οποία αφού έκλεψε την παράσταση στους "Γαμομπελάδες", σηκώνει εδώ για πρώτη φορά πάνω της μια ταινία, μαγνητίζοντας με χαμόγελα και πονηρής αθωότητας βλέμματα καθώς προσδίδει στον χαρακτήρα της μια αίσθηση δυναμισμού αλλά και αξιαγάπητου σλάπστικ.

    Χάρη στην παρουσία της και μόνο, η ευχάριστη κομεντί του Π. Τζ. Χόγκαν βρίσκεται ένα επίπεδο πιο πάνω από το οποιοδήποτε αντίστοιχο όχημα της Κέιτ Χάντσον. Ή και από το ίδιο το κινηματογραφικό "Sex & the City", για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Πάντα Μόνος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πάντα Μόνος

    Τεράστια εμπορική επιτυχία στην Τουρκία τον περασμένο χειμώνα, η ταινία του Ιρμάκ ξεκινά ως χαριτωμένο ρομαντικό παιχνίδισμα μεταξύ μελλοντικών εραστών που μοιάζει να έχει ξεφύγει από κάποιο σενάριο του Ρίτσαρντ Κέρτις, καθώς οι δυο τους φλερτάρουν και παθιάζονται μέσω ανάλαφρων και γλυκών καταστάσεων.


    Καθώς όμως οι δυο ήρωες, ο Αλπέρ και η Αντα, έρχονται όλο και πιο κοντά, τα βαθιά ψυχολογικά προβλήματα εκείνου ανασύρουν το αποκρουστικό τους πρόσωπο. Οντας καταπιεστικά συνηθισμένος σε μια ζωή μοναχική μεταξύ δουλειάς και ανώνυμου σεξ, ο Αλπέρ ενστικτωδώς αποτραβά τον εαυτό του μακριά από μια σχέση που αρχίζει να απαιτεί ουσιαστικό μοίρασμα.


    Μια επίσκεψη της γηραιάς μητέρας του στην πόλη υπογραμμίζει το οικογένεια ή τίποτα ως βασικό δίλημμα, ξεγυμνώνοντας ταυτόχρονα όμως την ταινία για τον συντηρητισμό της στην προσέγγιση ενός πλούσιου ζητήματος όπως η αποξένωση στη σύγχρονη μητρόπολη.

    Και θέτοντας ταυτόχρονα σε κίνηση μια σειρά εξελίξεων που σπρώχνουν την ιστορία προς τον ακραίο μελοδραματισμό, με αποκορύφωμα τον επίλογο όπου χάρη σε εντελώς κυριολεκτικά voice-over οι δυο εραστές εξηγούν τα αισθήματά τους με το νι και με το σίγμα στο κοινό, απαιτώντας το κλάμα ή έστω το μούδιασμα.


    Καταστρέφοντας όμως έτσι την εν δυνάμει ενδιαφέρουσα μελέτη του ψυχισμού ενός χαρακτήρα που αγαπά σαν από κοινωνική σύμβαση, ανταλάσσοντας τη συναισθηματική πολυπλοκότητα με αδέξιες και εύκολες σκηνές.

    Και μετατρέποντας μια ταινία που αρχικά θύμιζε κάτι από το μοτίβο ενός "Νευρικού Εραστή" σε κάτι περισσότερο συγγενές προς κάποιο τηλεοπτικό δράμα του Μανούσου Μανουσάκη, με τους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας σε ερμηνείες που σίγουρα κλίνουν προς το δεύτερο, επίσης.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Οι Γυναίκες του Τελευταίου Ορόφου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Γυναίκες του Τελευταίου Ορόφου

    Γλυκερή σε σημείο μπουχτίσματος ταινία που ακολουθεί τις πιο ασφαλείς αφηγηματικές διαδρομές και υιοθετεί σε όλη την διάρκειά του μια συγκαταβατική και ανώδυνη στάση.

    Με τις χαριτωμένες εμμονές της, τις ανάλαφρες θεματικές της, τον συχνά ντελικάτο τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το χιούμορ και τις ελκυστικές στο ευρύ κοινό συνταγές της, η μοντέρνα γαλλική κωμωδία έχει καταλήξει τα τελευταία χρόνια να αποτελεί κινηματογραφικό είδος από μόνη της. Χωρίς να ξεφεύγει ιδιαιτέρως από τον παραπάνω κανόνα, η φορτωμένη γραφικότητες δημιουργία του Φιλίπ Λε Γκε ταξιδεύει στο Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του '60 και παρακολουθεί την σταδιακή μεταστροφή ενός επιχειρηματία προς τον αλτρουισμό και την ταξική συνείδηση, μετά τη συναναστροφή του με μια ομάδα από ισπανικής καταγωγής υπηρέτριες και την αγάπη που εκδηλώνει για τη νεαρότερη και (αλίμονο!) πιο όμορφη από αυτές.

    Μόνο που το ταξίδι το οποίο επιχειρεί η γλυκερή σε σημείο μπουχτίσματος ταινία ακολουθεί τις πιο ασφαλείς αφηγηματικές διαδρομές, πραγματοποιεί τακτικές στάσεις σε εύκολα (και συχνά αφόρητα) στερεότυπα και υιοθετεί σε όλη την διάρκειά του μια συγκαταβατική και ανώδυνη στάση που ελάχιστα ενδιαφέρεται για τις άφθονες κοινωνικές παραμέτρους της ιστορίας την οποία διηγείται, προτιμώντας αντιθέτως να κανακεύει τους θεατές με feel good αγκαλιές.

    Λουκάς Κατσίκας

  • 21 Jump Street

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    21 Jump Street

    Κωμική αναβίωση μιας νεανικής αστυνομικής σειράς με εύστοχο κάστινγκ, αυτοσαρκαστική διάθεση και ορισμένα ξεκαρδιστικά γκαγκ παρεξηγήσεων και απρόοπτων, που όμως συχνότατα εναλλάσσονται με χοντροκομμένα αστεία, βγαλμένα θαρρείς από σεξοκωμωδία συνταγής. Άνισο το αποτέλεσμα.

    Η δημοφιλής αστυνομική σειρά των τελών της δεκαετίας του '80 «21 Jump Street» σε μια ελεύθερη κινηματογραφική εκδοχή, με τους βασικούς συντελεστές (ανάμεσα σε άλλους και το πρωταγωνιστικό δίδυμο Τζόνα Χιλ και Τσάνινγκ Τάτουμ, που συνεργάστηκαν ο πρώτος στο σενάριο και αμφότεροι στην παραγωγή) να κρατούν από την πρωτότυπη πηγή μονάχα την ιδέα του ειδικού αστυνομικού παραρτήματος και να την προσαρμόζουν στο προφίλ μιας σύγχρονης κωμωδίας της σχολής του «Superbad», με την όποια πικάντικη έως αναρχίζουσα διάθεση αυτή συνεπάγεται.

    Ομολογούμε πως μας άρεσε πολύ η χημεία των φυσιογνωμικά ασύμβατων ηρώων, γελάσαμε με την ψυχή μας και με σχεδόν όλα τα γκαγκ που προκύπτουν από το μπέρδεμα των ψεύτικων ταυτοτήτων τους (κάτι που τους αναγκάζει να συμπεριφέρονται κόντρα στην περσόνα και στις συνήθειές τους), την αναβίωση των μετεφηβικών τους αγχών ή τις παρενέργειες του ναρκωτικού πάνω τους.

    Ωστόσο, παραδίπλα σε κάθε έξυπνο κωμικό εύρημα βασισμένο στην πλαστοπροσωπία ή την παρεξήγηση υπάρχει κυρίως στο δεύτερο, πιο χαοτικό μισό του φιλμ, και μια χοντράδα τουλάχιστον εξωφρενική.

    Και είναι το διαρκές αυτό φλερτ με τη φτηνή σεξιστικού τύπου φάρσα και όχι τόσο η διάτρητη μέσα στο ούτως ή άλλως αυτοπαρωδιακό κόνσεπτ αστυνομική πλοκή που εμποδίζει τη φιλόδοξη ταινία των Φιλ Λορντ και Κρις Μίλερ («Βρέχει κεφτέδες») από το να ξεπροβάλλει σαν μια γνήσια έκπληξη, όπως ήταν προ διετίας το ανάλογου πνεύματος αλλά πολύ πιο απολαυστικό «Μπάτσοι από τον πάγκο».

    Ρόμπι Εκσιέλ

  • Μοντέρνα Τέρατα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μοντέρνα Τέρατα

    Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του συζύγου μιας διάσημης τραγουδίστριας να διατηρήσει τη δημοτικότητα της γυναίκας του και τη βασική πηγή εσόδων του. Η αποτυχημένη απόπειρα ενός πλούσιου οδηγού μιας Ρολς Ρόις να βοηθήσει έναν πεζό τραυματία. Η δυσάρεστη έκπληξη που περιμένει έναν πρωταγωνιστή σε μια πορνοταινία όταν ενημερώνεται για την ιδιότητα του ρόλου του. Η κηδεία ενός διάσημου κωμικού του θεάτρου. Αυτά αποτελούν μερικά μόνο από τα ταμπλό βιβάν του φιλμ, που δεν είναι παρά ένα παζλ από κωμικοτραγικές στιγμές στη ζωή μιας ομάδας ανθρώπων, που οι περιστάσεις αλλά και η ίδια η φύση, τους μετατρέπουν σε τέρατα.

    Τρεις σπουδαίοι σκηνοθέτες σε μια πιο ήσσονα στιγμή τους, μας χαρίζουν ψήγματα της κινηματογραφικής του ευφυΐας αναμιγνύοντας κάθε είδους κωμικό στιλ - από το σλάπστικ στη φάρσα- και δημιουργώντας το σίκουελ του «I mostri» του 1963. Με την μορφή σκετς και φλερτάροντας έντονα με μια επιθεωρησιακή αισθητική οι Μονιτσέλι, Ρίζι και Σκόλα βασίζονται στα ωμά και χοντροκομμένα αστεία για να υποβάλλουν το καυστικό τους σχόλιο στην παθογένεια ενός συστήματος που μεταμορφώνει τα υποκείμενα του σε –όπως μαρτυρά και ο τίτλος- τέρατα. Υποψήφιο για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και εξαίρετο δείγμα της κλασσικής ιταλικής κωμωδίας όπως ορίστηκε από τον ίδιο τον Μονιτσέλι και το «Ο Κλέψας Του Κλέψαντος» (1958) στο «Μοντέρνα Τέρατα» θα βρείτε από την Ορνέλα Μούτι, να πρωταγωνιστεί σε δύο από τις ιστορίες της σπονδυλωτής ταινίας μέχρι και τον Γιώργο Βογιατζή να υποδύεται έναν τρομοκράτη.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Γιο Γιο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γιο Γιο

    Tο «ΥοΥο» είναι μια ερωτική επιστολή προς τον κόσμο του τσίρκου, τον οποίο ο σκηνοθέτης δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπά και να σέβεται.

    Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον Ετέξ να υποδύεται έναν εκατομμυριούχο που έχει τα πάντα εκτός από αγάπη. Απομονωμένος σε ένα υπερπολυτελές κάστρο, βρίσκεται περικυκλωμένος από υπηρέτες, δάση, μια λίμνη, μηχανικά παιχνίδια. Σκοτώνει τη μοναξιά του μέσα από την ιδιωτική διασκέδαση που του προσφέρουν περιπλανώμενοι θίασοι.

    Όταν κάθεται στο γραφείο του, κοιτάζει με νοσταλγία τη φωτογραφία μιας όμορφης κοπέλας, αναστενάζει και αναπολεί. Ώσπου κάποια μέρα η κοπέλα θα εμφανιστεί ξανά στη ζωή του, μέλος ενός τσίρκου και μητέρα ενός παιδιού που λέγεται YoYo, που ακόμα και κάτω από το μακιγιάζ του κλόουν θυμίζει τον εκατομμυριούχο. Είναι βεβαίως το παιδί του και όταν μεγαλώσει θα αποκτήσει και αυτό τη μορφή του Πιερ Ετέξ, γιατί ο εκατομμυριούχος θα χάσει τα πάντα από το οικονομικό κραχ και θα ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του ως κλόουν.

    Η ταινία διατρέχει την Ιστορία από την εποχή του βωβού κινηματογράφου μέχρι τη δεκαετία του '60 και κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, ο Ετέξ υποκλίνεται στον Μαξ Λίντερ, τον Μπάστερ Κίτον, τον Φεντερίκο Φελίνι αλλά και τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Με τη σειρά του ο Τζέρι Λιούις υποκλίθηκε στον Ετέξ, όταν έπειτα από επιμονή του φίλου του κινηματογραφικού κριτικού του περιοδικού Positif, Ρομπέρ Μπεναγιούν, είδε την ταινία στο Παρίσι. Θα εξομολογηθεί αργότερα στον Ετέξ ότι, βλέποντας το «ΥοΥο», ξαναβρήκε το θάρρος που είχε χάσει από τις δικές του ταινίες.

    Γιάννης Ζουμπουλάκης

    από το αφιέρωμα στον Πιερ Ετέξ, στο νέο τεύχος του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ

  • Το Πάρτι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Πάρτι

    Στην εποχή που το «Hangover 2» αναδεικνύεται ως η πιο επιτυχημένη κωμωδία όλων των εποχών, το «Πάρτι» μοιάζει να έρχεται με κάψουλα του χρόνου από αιώνες πριν. Οι ρυθμοί της κωμωδίας είναι τελείως διαφορετικοί από τις σημερινές τάσεις για γρήγορο εντυπωσιασμό, σόκιν καταστάσεις και εύκολο γέλιο. Στο «Πάρτι», όπως και στις βωβές κωμωδίες του Μπάστερ Κίτον, Τσάρλι Τσάπλιν και Ζακ Τατί, δίνεται θαρραλέα άφθονος χρόνος να αναπνεύσουν οι ιδέες και να χτιστούν σιγά σιγά, ή να επανέλθουν ξανά και ξανά, τα οπτικά γκαγκ.

    Στον κέντρο φυσικά ο Πίτερ Σέλερς, σε έναν από τους τρεις πιο αναγνωρίσιμους ρόλους του, κρατά όλη την ταινία πάνω του - οι άλλοι ηθοποιοί μοιάζουν να είναι μέρη του σκηνικού που προσφέρουν μόνο ευκαιρίες να αναδειχθεί η κωμωδία του. Το σενάριο ήταν ουσιαστικά κάτι σαν το περίγραμμα της ιστορίας και οι σκηνές γέμισαν από άπειρους αυτοσχεδιασμούς του Σέλερς, κάτι που έκανε την ταινία τίποτα άλλο από μια βιτρίνα, για να εκθέσει ο μεγάλος κωμικός τα ταλέντα του.

    Αυτό, όμως, σημαίνει επίσης ότι η κάθε σκηνή αξίζει μόνο όσο το κεντρικό της γκαγκ και, όσο περνάει η ώρα, τόσο το σύνολο φαίνεται αποσπασματικό. Πολλές στιγμές χάνουν το στοχο τους: το ανούσιο και μη πιστευτό υποτυπώδες ρομάντζο με την όμορφη αλλά απόλυτα αδιάφορη Κλοντίν Λονγκέ, η είσοδος των χίπις που δε συμβαδίζει με την «ήσυχη» κωμωδία της αρχής, και το φινάλε που χάνει τελείως το μέτρο και καταλήγει κάτι που απλώς χαζεύεις ευχάριστα.

    Η πρώτη μισή ώρα της ταινίας, πάντως, είναι απλά ιδιοφυής, ειδικά όταν, πέρα από τον Σέλερς, μας συστήνεται και ο πιο αστείος σερβιτόρος στην ιστορία του κινηματογράφου: οι μεθυσμένες του απόπειρες να κάνει τη δουλειά του και η απειλή που συνιστά για τους καλεσμένους του αλλά κυρίως για τον προϊστάμενό του σχεδόν ξεπερνούν ό,τι άλλο κάνει ο Σέλερς στην υπόλοιπη ταινία.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Το Σχέδιο Του Χένρι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Σχέδιο Του Χένρι

    Με ένα σενάριο που δανείζεται ιδέες από παντού και με εύκολα προβέψιμα twists στην πλοκή του το «Σχέδιο του Χένρι» είναι μια τυπική ερωτική κομεντί, προϊόν μαζικής παραγωγής και δη χολιγουντιανής. Όπως συνηθίζεται, αυτού του είδους οι παραγωγές χρειάζονται έναν τουλάχιστον σούπερ σταρ-πρωταγωνιστή που θα αυξήσει τις πιθανότητες της ταινίας να ξεκολλήσει απ' τον σωρό και να μετατραπεί σε μπλοκμπάστερ επιτυχία. Δυστυχώς στην προκειμένη περίπτωση το παραπάνω προαπαιτούμενο ακούει στο όνομα Κιάνου Ριβς.

    Αλλά ακόμη και αν το «Σχέδιο του Χένρι» είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, κοστούμι σαν του Νίο μια φορά τυχαίνει και εδώ για ακόμη φορά ο συμπαθής κατά τα άλλα Καναδός φαίνεται να μην μπαίνει ποτέ στον ρόλο παρά μόνο όταν ο χαρακτήρας που υποδύεται αναγκάζεται λόγω συνθηκών να παίξει σε μια θεατρική ομάδα που ανεβάζει τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Λίγο η φορετή γενειάδα για τις ανάγκες της αναπαράστασης της εποχής (φτυστός ο Αβραάμ Λίνκολν) λίγο το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη σκηνή υποδύεται έναν πρωτάρη ηθοποιό, ο Ριβς καταφέρνει εν τέλει να συγκρατήσει έστω και για λίγο το ενδιαφέρον και τα βλέμματα πάνω του. Σε γενικές γραμμές όμως οι συμπρωταγωνιστές του, Βέρα Φαρμίγκα και Τζέιμς Κάαν, τον αφήνουν μίλια πίσω προσφέροντας αρκετές υποκριτικές οάσεις κατά την διάρκεια του φιλμ. Στα συν της ταινίας πρέπει επίσης να υπολογιστεί η εξαιρετική μουσική επένδυση των σκηνών με την τζαζ, σόουλ και άλλοτε φανκ υπόκρουση να δίνει τον feelgood τόνο που το έργο έχει τόσο ανάγκη.

    Συνοπτικά το «Σχέδιο του Χένρι» δίχως να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας θα μπορούσε με λίγο μικρότερη διάρκεια και πιο στιβαρή σκιαγράφηση των ηρώων να αποκτήσει ζωντάνια, να κρατήσει τον θεατή και να είναι αν μη τι άλλο να γίνει διασκεδαστικό. Αντίθετα οι αμήχανες σκηνές του, οι μεγάλες κοιλιές και οι σεναριακές του αδυναμίες το καθιστούν μάλλον κουραστικό.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Chalet Girl

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Chalet Girl

    Η κοινή λογική λέει πως αν έχετε δει μία ρομαντική κομεντί στην οποία ο πρωταγωνιστής/η πρωταγωνίστρια ασχολείται σοβαρά με κάποιο άθλημα, τις έχετε δει όλες. Η κοινή λογική φυσικά δεν μπορεί να ηττηθεί στην αρένα της θεωρίας, κι έτσι «Το Κορίτσι του Σαλέ» φροντίζει να συμπληρώσει όλα τα κουτάκια των γνωστών κλισέ, χωρίς όμως να γίνεται όσο εκνευριστικό θα περιμέναμε. Φτωχό κορίτσι πιάνει καινούρια δουλειά σε σαλέ. Φτωχό κορίτσι ανακαλύπτει πως έχει ταλέντο στο σνόουμπορντ. Φτωχό κορίτσι γνωρίζει νέο και πλούσιο αφεντικό. Φτωχό κορίτσι συμμετέχει σε διαγωνισμό σκέιτμπορντ. Μαντέψτε πού καταλήγει η παραπάνω αλληλουχία.

    Μα φυσικά στο happy-end, που έρχεται τουλάχιστον μέσα από μερικούς κομψούς και έξυπνους διαλόγους. Όλα τα κλισέ του είδους επιβεβαιώνονται, οι μικροαστικές φαντασιώσεις γίνονται πραγματικότητα και τα δεκαετριάχρονα κοριτσάκια που αγαπάνε το Gossip Girl» παίρνουν μια γερή δόση από τον τηλεοπτικό Τσακ Μπας, Εντ Γουέστγουϊκ - προβλέψιμα μονοδιάστατο. Ευτυχώς, η νεαρή Φελίσιτι Τζόουνς διαθέτει πλεόνασμα γοητείας στον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνοντας φρεσκάδα σε μια ιστορία παλιά όσο και οι Άλπεις.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ο Σεφ και ο Σεφ του

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Σεφ και ο Σεφ του

    Ο Τζάκι είναι λάτρης της υψηλής κουζίνας. Είναι αυτοδίδακτος, πολύ ταλαντούχος αλλά και εξαιρετικά πεισματάρης. Ο διάσημος σεφ Αλεξάντρ Λαγκάρντ είναι σε διαμάχη με τον Στάνισλας Μάτερ, τον νέο διευθυντή του ομίλου που διευθύνει το εστιατόριό του, Cargo Lagarde. Ο Μάτερ δολοπλοκεί προκειμένου να τον κάνει να χάσει ένα αστέρι στον επόμενο Οδηγό Εστιατορίων, ώστε να τον αντικαταστήσει με κάποιον νεότερο και πιο «σύγχρονο» σεφ, ο οποίος ασπάζεται τη χημική και τη μοριακή κουζίνα που αποφέρει πολύ περισσότερα χρήματα. Ο Στάνισλας Μάτερ ξεκινά απολύοντας ένα-ένα τα μέλη της ομάδας του Λαγκάρντ. Το χειρότερο όμως, είναι ότι ο Λαγκάρντ αρχίζει να ξεμένει από ιδέες για το νέο του μενού, το οποίο πολύ σύντομα θα έρθουν να δοκιμάσουν και να αξιολογήσουν οι κριτές του Οδηγού. Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται μαγικά στον δρόμο του ο Τζάκι, η συμβολή του οποίου θα σταθεί καταλυτική.

    Λίγες εβδομάδες πριν, με αφορμή την κυκλοφορία στις αίθουσες της ταινίας «Οι Γυναίκες του Έκτου Ορόφου», κάναμε λόγο για την μοντέρνα γαλλική κωμωδία και για το πώς έχει καταλήξει τα τελευταία χρόνια να αποτελεί κινηματογραφικό είδος από μόνη της. Σε αυτό, γράφαμε, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό οι ανάλαφρες θεματικές της, ο συχνά ντελικάτος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το χιούμορ και οι ελκυστικές στο ευρυ κοινό συνταγές της. Τρανότερο παράδειγμα στην περιγραφή αυτή δεν θα μπορούσε, μάλλον, να υπάρξει από την ταινία «Ο Σεφ του Σεφ». Μοντέλο ελαφρότητας, σε σημείο που η εμπειρία και η ανάμνηση του φιλμ εξανεμίζεται αυτομάτως μετά το πέρας της παρακολούθησής του, το χαριτωμένο αλλά ασήμαντο δημιούργημα του Ντανιέλ Κοέν προσπερνά τις απαιτήσεις ενός χορταστικού φιλμικού γεύματος για να προσφέρει το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός ελάχιστων απαιτήσεων επιδορπίου.

  • Διαζύγιο με Προθεσμία

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Διαζύγιο με Προθεσμία

    Καταιγιστικοί διάλογοι, σπιρτόζικα σενάρια, απολαυστικές ερμηνευτικές αντιπαραθέσεις, ιλιγγιώδεις αφηγηματικοί ρυθμοί, επεισοδιακές καταστάσεις, φαρσικά στοιχεία, διάχυτη ειρωνεία: μερικά από τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά αυτού που εξακολουθεί στα κινηματογραφικά λεξικά να φιλοξενείται κάτω από το λήμμα «σκρούμπολ κωμωδία» βρίσκουν λαμπρή έκφραση στο θαυμάσιο φιλμ του Λίο Μακ Κάρεϊ. Έχοντας συνεργαστεί με κωμικούς όπως το δίδυμο των Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χαρντι, ο Χάρολντ Λόιντ ή οι αδελφοί Μαρξ, ο σκηνοθέτης γνώριζε καλά ότι το χιουμοριστικό οικοδόμημα που έχτιζε γύρω από τους ηθοποιούς του βασιζόταν σε τεράστιο βαθμό στη μεταξύ τους χημεία, την εκφραστική τους ευλυγισία, τον συγχρονισμό τους με την ταχύτητα και την αλάνθαστη εκφορά των διαλογικών μερών και την δυνατότητά τους να αυτοσχεδιάζουν.

    Οι τακτικές αυτές μπαίνουν σε ευεργετική εφαρμογή και αποκτούν ζηλευτούς καρπούς στο «The Awful Truth», έναν θεσπέσιο συνδυασμό ρομαντισμού, φάρσας και μασκαρεμένης κοινωνικής παρατήρησης ο οποίος σκορπίζεται στην οθόνη σαν φίνο και γαργαλιστικό άρωμα. Γύρω από ένα κομψό νεοϋορκέζικο ζευγάρι το οποίο αποφασίζει να πάρει διαζύγιο, όταν τα μέλη του υποπτεύονται ο ένας τον άλλον για απιστία, συνειδητοποιεί σύντομα το λάθος του, άλλα η περηφάνεια του δεν αφήνει περιθώριο για επανασύνδεση, ο Μακ Κάρεϊ στήνει ένα ευφορικό παιχνίδι παρεξηγήσεων και συμπεριφορών το οποίο κινείται με φρενήρεις ρυθμούς και αλάνθαστη σκηνοθετική καθοδήγηση, αντλεί τα μέγιστα από την σπιρτάδα των δυο πρωταγωνιστών, πλαισιώνει τους ήρωες με μια σπάνια συμπάθεια και προσγειώνεται ήρεμα σε ένα γλυκύτατο φινάλε. Το οποίο υπενθυμίζει ότι οι ομορφότερες κωμωδίες του σινεμά είναι τελικά εκείνες που δονούνται όχι μόνο από ηχηρά γέλια αλλά από τους χτύπους μιας ζεστής και καλοσυνάτης καρδιάς.

  • Μια Νύχτα στην Όπερα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μια Νύχτα στην Όπερα

    Κανείς δεν επαναπροσδιόρισε το είδος της κωμωδίας όπως η χιουμοριστική κολεκτίβα των αδελφών Μαρξ. Απόρροια της δικής τους αντικομφορμιστικής διάθεσης ενάντια στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία που συναντούσαν γύρω τους, ο Γκράουτσο, ο Τσίκο και ο Ζέπο εμπιστεύτηκαν σε σελιλόιντ την θρασύτατη αυθάδειά τους απέναντι σε κάθε μορφή θεσμού, εξουσίας και θεμελιώδους κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς.

    Σημειώνοντας τη δημιουργική κορύφωσή τους τα χρόνια που γύριζαν ταινίες για λογαριασμό της Paramount και προτού συμβιβαστούν στις λιγότερο ριζοσπαστικές επιταγές που τους επέβαλε η εταιρεία MGM, οι Μαρξ σύστησαν στο σινεμά κάτι από την θρυλική ελευθερία που διακήρυτταν οι σουρεαλιστές και την υγιή αντίδραση στην καθεστηκυία τάξη που πρότειναν οι μεγάλοι κοινωνικοί επαναστάτες.

    Υπερβαίνοντας τις σπλάπστικ φόρμουλες και τους πολυχρησιμοποιημένους μανιερισμούς του βωβού, βοήθησαν σύσσωμο το είδος να εισχωρήσει σε μια νέα εποχή όπου το γέλιο γίνεται πρωτίστως μια λεκτική, εγκεφαλική και άκρως επαναστατική υπόθεση. Το έργο τους εξακολουθεί μέχρι σήμερα να έχει την ισχύ ενός γνήσιου αναρχικού μανιφέστο.

    Το «Μια Νύχτα στην Όπερα» είναι το δεύτερο αριστούργημα της καριέρας τους, η ταινία που συσπείρωσε όλη τους τη δύναμη. Με αυτήν αποχαιρέτησαν τον Ζέππο και αρκετή από τη δημιουργική ελευθερία του παρελθόντος, προτού υποταχτούν ανεπιστρεπτί στις εμπορικότερες απαιτήσεις της MGM. Ο Γκράουτσο, ο Τσίκο και ο Χάρπο Μαρξ, αυτή τη φορά αποφασίζουν να «ανατινάξουν» τον σνομπ κόσμο της όπερας βοηθώντας ένα ερωτευμένο ζευγάρι τραγουδιστών, να υπερνικήσουν τα εμπόδια των «εχθρών» τους και να θριαμβεύσουν σε αυτήν. Ένα ρεσιτάλ κωμικού τάιμινγκ, χιουμοριστικής υπέρβασης, καταιγιστικών διαλόγων και απόλυτου χάους που τινάζει τα πάντα μέσα σε μία σαρωτική, κατακλυσμιαία έκρηξη γέλιου.

  • Χάρηκα Που Σε Γνώρισα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Χάρηκα Που Σε Γνώρισα

    Καθώς το τέλος του κόσμου πλησιάζει από την επικείμενη πτώση ενός αστεροειδούς, άλλοι επιδίδονται σε βιαιότητες και λεηλασίες στους δρόμους, άλλοι βρίσκουν την ευκαιρία να ικανοποιήσουν τις πιο ακραίες φαντασιώσεις τους, άλλοι, πάλι, αποδέχονται τη μοίρα τους και συνεχίζουν απλά τις ζωές τους. Ενας από τους τελευταίους είναι και ο Ντοτζ, ένας συνεσταλμένος ασφαλιστής, ο οποίος, ανίκανος να θέσει τέρμα στη ζωή του ή να συμμετάσχει στα εσχατολογικά πάρτι φίλων και συναδέλφων, ξεκινά ένα ταξίδι κατά μήκος των ΗΠΑ παρέα με μια ατίθαση νεαρή γειτόνισσα, την Πένι, που γνώρισε τυχαία. Σκοπός του είναι να επισκεφθεί τη γενέτειρά του και να ξανασυναντήσει τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, πριν βοηθήσει και την Πένι να επιστρέψει στην Αγγλία, για να βρεθεί για τελευταία φορά με τους γονείς της... Εννοείται πως αμφότεροι θα διαπιστώσουν στην πορεία πως είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.


    Το ζήτημα, ωστόσο, στην ταινία «Χάρηκα που σε γνώρισα» της Λορίν Σκαφάρια, που έγραψε και το σενάριο, είναι το πώς θα το διαπιστώσουν, υπό ποιες «οδούς» και καταστάσεις, συναντήσεις και, τελικά, σύγκλιση μια και -εδώ έγκειται η «νοστιμιά»- μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικούς σε ταμπεραμέντο και ηλικία ανθρώπους που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έσμιγαν ποτέ. Αισθητικά, η απάντηση στο ερώτημα είναι μέσα από τις σταθερές μιας αφηγηματικής ταινίας δρόμου. Τονικά, μέσα από μια ακροβασία ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, όχι απόλυτα επιτυχημένη, με το χιούμορ ενίοτε να εκβιάζεται ή να διακόπτει άστοχα τα σκοτεινά σημεία. Και ως περιεχόμενο, μέσα από τις επιταγές μιας ιστορίας αναπάντεχου, καθορισμένου από τον χρόνο έρωτα, με χαρακτήρες εξελισσόμενους και περίγυρο που λειτουργεί ως μικρογραφία της Αμερικής - αν και το περίγραμμα του Ντοτζ (εκφραστικός ο Στιβ Κάρελ στον ρόλο του χαμένου μέσα στον πόνο, την ασημαντότητα και τη μοναξιά του νεοαστού) είναι πολύ πιο αδρό από εκείνο της Πένι (μια υπερβολική, με μανιέρα Κίρα Νάιτλι), ενώ τα περιφερειακά πρόσωπα ελάχιστη δραματική υπόσταση φέρουν.

    Εστω και με τις ανισότητές του, πάντως, το εσχατολογικό ρομάντζο σε κερδίζει, βοηθεία και του τρυφερού όσο και χωρίς ψευδαισθήσεις φινάλε, που σε αφήνει με μια γλυκιά επίγευση.


    Πρόκειται για την πρώτη σκηνοθετική δουλειά της Λορίν Σκαφάρια, η οποία αναδείχθηκε το 2008 ως σεναριογράφος της κομεντί «Nick and Norah's infinite playlist».

  • Οι Άντρες Προτιμούν Τις Ξανθιές

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Άντρες Προτιμούν Τις Ξανθιές

    Ένα κρουαζιερόπλοιο με προορισμό το Παρίσι. Δυο ανέμελα showgirls με αποστολή να κλέψουν (ματσωμένες) καρδιές και έναν επίμονο ντετέκτιβ στο κατόπι τους. Κάπως πρέπει να τα βγάλουν πέρα και τα φτωχά εργαζόμενα κορίτσια και το φλερτ είναι σίγουρα το δυνατό τους σημείο. Το «Οι Άντρες Προτιμούν τις Ξανθιές» σίγουρα δεν είναι η καλύτερη ταινία του Χάουαρντ Χοκς, ούτε η πιο αιχμηρή αμερικανική ρομαντική κομεντί, ούτε καν το πιο συναρπαστικό χολιγουντιανό μιούζικαλ της εποχής. Είναι όμως ένα από τα πιο απολαυστικά δείγματα καθεμιάς από τις παραπάνω κατηγορίες, μία τεκνικολόρ φαντασίωση που καταναλώνεται σαν δροσερό αναψυκτικό και παρά τα χρόνια που έχουν περάσει δεν έχει ξεθυμάνει ακόμα.

    Ανάμεσα σε κιτς σκηνικά ικανά να προκαλέσουν βλάβες στον αμφιβληστροειδή και μερικά φαντασμαγορικά μουσικά νούμερα (με αποκορύφωμα την αθάνατη σκηνή ανθολογίας με τη Μέριλιν Μονρόε να τραγουδά το «Diamonds Are a Girl's Best Friend»), ο Χοκς στήνει τη δική του σαφώς πραγματιστική εκδοχή πάνω στο χολιγουντιανό ρομαντικό ιδεώδες, με ηρωίδες δύο φαινομενικά αφελείς τραγουδιάρες που στην πραγματικότητα ελέγχουν τους πάντες γύρω τους. Και το κάνει με σκέρτσο και ευφυείς σκρούμπολ πινελιές, που δίνουν στην ταινία του αυτήν την παλιομοδίτικη, αφοπλιστική ελαφράδα που δεν μπορεί παρά να κάνει ακόμα και τον πιο κυνικό θεατή να χαμογελάσει.

  • Ted

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ted

    Χοντροκομμένα αστειάκια εφηβικής σύλληψης, πλακίτσες που μοιάζουν να προήλθαν από το τελευταίο θρανίο τάξεως γυμνασίου, αυθάδικο χιούμορ που ξοδεύεται στο να εκτοξεύει διαρκώς φτηνιάρικες ρατσιστικές, μισογύνικες και σεξιστικές βολές, ποπ αναφορές της δεκάρας και ένα σενάριο που μοιάζει με πρόχειρο κολάζ ιδεών και προχειρογραμμένων γκαγκς: αυτό είναι το κωμικό μενού που περιλαμβάνει το «Ted», η ιστορία ενός 35χρονου άντρα ο οποίος εξακολουθεί να έχει ως καλύτερο φίλο του το λούτρινο αρκουδάκι που τον συντροφεύει από τα παιδικά του χρόνια και το οποίο ήρθε στην ζωή με μαγικό τρόπο, όταν εκείνος ήταν ακόμη πιτσιρίκος. Μόνο που μερικά πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά στην ενήλικη ζωή του ήρωα, μια όμορφη σύντροφος προσπαθεί να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του και ο προοδευτικά όλο και πιο ανεύθυνος πλέον αρκούδος στέκεται εμπόδιο για το οριστικό πέρασμά του στην ωριμότητα.

    Όπως η συνταγή την οποία εφαρμόζει στην δημοφιλή τηλεοπτική σειρά του, «Family Guy», έτσι και στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Σεθ Μακ Φάρλαν προσεγγίζει το υλικό του με ένα συμπτωματικό τρόπο που προσπαθεί να δελεάσει το κοινό του με αστραπιαία και εύκολα γελάκια, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μετρηθούν ως πραγματικό χιούμορ. Η συνταγή είναι πολύ απλή: με την πρόφαση ενός συνειδητού παλιμπαιδισμού, ο Μακ Φάρλαν γυρίζει την πλάτη στην εξυπνάδα και το καλό γούστο και αδειάζει άτακτα στην ταινία ό,τι σαχλαμάρα περάσει από το κεφάλι του, με την ελπίδα ότι οι θεατές θα ανταποκριθούν.

    Κάπως έτσι, πληρώνει κανείς εισιτήριο για το «Ted» και βλέπει μεταξύ άλλων τον Μαρκ Γουόλμπεργκ να τρώει κλωτσομπουνίδια από έναν αρκούδο (σε μια από τις χειρότερες σκηνές του φιλμ), τον πολύ καλό ηθοποιό Τζιοβάνι Ριμπίζι να ηγείται μιας αχρείαστης υποπλοκής που αφορά μια απαγωγή, τη Μίλα Κούνις να περιφέρεται υποτιμητικά από πλάνο σε πλάνο ως διακοσμητική γκόμενα που αδυνατεί να κερδίσει εξ ολοκλήρου το αγόρι της από την παιδική εμμονή του, την τραγουδίστρια Νόρα Τζόουνς να συμμετέχει σε μια ντροπιαστική cameo εμφάνιση και τον Σαμ Τζόουνς, πρωταγωνιστή του «Φλας Γκόρντον» (εκείνης της κιτς φαντασμαγορίας του '80) να συμπράττει σε μια από τις πιο άνοστες pop culture παραπομπές που είδαμε τελευταία στο σινεμά.

    Όλα αυτά δεν θα αποτελούσαν, ενδεχομένως, τόσο μεγάλο πρόβλημα, αν η ταινία κατόρθωνε να γίνει αστεία, πέρα από το να αγωνίζεται για να ληστέψει μερικά αυτόματα χαμόγελα που σβήνονται αστραπιαία από τη μνήμη. Το μόνο που κατορθώνει, ωστόσο, ο Μακ Φάρλαν είναι να μετατρέψει το ντεμπούτο του σε κάτι απείρως πιο κουτό και φαιδρό απ' ότι είναι οι πολυάριθμοι ποπ στόχοι που τόσο εξυπνακίστικα επιχειρεί να παρωδήσει. Κρίμα μόνο που ο ίδιος αγνοεί, σε όλη την διάρκεια της μετριότατης ταινίας του, ότι το αστείο αποβαίνει εις βάρος του.

  • Οι Κουμπάροι και το Κριάρι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Κουμπάροι και το Κριάρι

  • Επιστροφή στον Έρωτα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Επιστροφή στον Έρωτα

    Συνεχίζοντας τον καταιγισμό των γαλλικών παραγωγών τις τελευταίες εβδομάδες στις ελληνικές αίθουσες, η «Επιστροφή Στον Έρωτα» είναι χαρακτηριστική του προφίλ της Ταινίας για Θερινό Σινεμά (εμπορική ρομαντική κομεντί, αναγνωρίσιμοι σταρ, ανάλαφρο ύφος), ευτυχώς με λίγη περισσότερη εξυπνάδα και συναίσθημα σε σχέση με την συντριπτική πλειοψηφία των αντίστοιχων αμερικανικών παραγωγών, αλλά και παρόμοιων γαλλικών προσπαθειών.

    Για άλλη μια φορά τα εκ διαμέτρου αντίθετα έλκονται, στην ιστορία μιας νεαρής, πετυχημένης χήρας που πιάνει τον εαυτό της να κάνει βήματα προόδου με τον πιο απίθανο από τους υποψηφίους, και το μεγαλύτερο μέρος της κωμωδίας φυσικά προκύπτει (κάπως τεμπέλικα) από την υπερβολή στις διαφορές ανάμεσα στην μικροσκοπική, στιλάτη Όντρεϊ Τοτού και τον ανοικονόμητο, αδέξιο Φρανσουά Νταμιέν. Μη πετυχαίνοντας ποτέ το μομέντουμ που χρειαζόμασταν για να πειστούμε για μια τέτοια περίεργη εξέλιξη, η ταινία αμφιταλαντεύεται συχνά όσον αφορά το ύφος της, μοιάζοντας ανίκανη να αποφασίσει ανάμεσα στο ρεαλιστικό και τον πιο φανταστικό τρόπο αφήγησης - αποτέλεσμα η όχι πάντα ισορροπημένη μίξη και των δύο, που προδίδουν την έλλειψη μίας αρκετά δυνατής σκηνοθετικής ματιάς.

    Υπάρχει όμως και αληθινό συναίσθημα στην ιστορία αυτή, είτε στο γενναίο βήμα της ταινίας να δώσει χρόνο στην περίοδο πένθους της Ναταλί, είτε στον διστακτικό τρόπο που αρχίζει να χρειάζεται τον Μάρκους, σχεδόν χωρίς την θέλησή της. Οι δύο ηθοποιοί μοιράζονται μια συμπαθέστατη χημεία, κυρίως χάρη στην σωστά μετρημένη, γλυκύτατη ερμηνεία του Νταμιέν που, παρά τις κάποιες γελοίες στιγμές του ρόλου, πείθει απόλυτα για αναπάντεχο καταφύγιο της κάπως αινιγματικής και σίγουρα σφιγμένης Ναταλί, που σώζεται από την πάντα αξιαγάπητη Τοτού. Παρά τις κάποιες αντιρρήσεις για τον επίπεδο τρόπο που φτάνει ως εκεί, όταν έρθει η ώρα για την πανέξυπνη, χαριτωμένη τελευταία σκηνή, αυτοί οι δύο θα σας έχουν πάρει με το μέρος τους.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Τα Πλεονεκτήματα του Να Είσαι στο Περιθώριο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Πλεονεκτήματα του Να Είσαι στο Περιθώριο

    Διά του φόβου της περιθωριοποίησης, ο έξυπνος όσο και συνεσταλμένος Τσάρλι, μαθητής πρώτης λυκείου σ' ένα σχολείο του Πίτσμπεργκ στις αρχές του '90, επιδιώκει και πιάνει φιλίες μ' έναν εξωστρεφή τελειόφοιτο και την όμορφη θετή αδελφή του.

    Με επίκεντρο πάντα τον Τσάρλι, η ταινία του Στίβεν Τσμπόσκι ξεδιπλώνει τα στάδια της σχέσης των τριών νέων, χωρίς να έχει να πει κάτι καινούργιο για τα άγχη της μετεφηβικής ψυχής, αλλά, πάντως, λέγοντας όσα λέει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια δίχως να γκρινιάζει για τα υποκείμενά του.

    Ακόμα και ο δραματικός ελιγμός λίγο πριν από το φινάλε, η αποκάλυψη ενός επώδυνου μυστικού από το παρελθόν του ήρωα, «κρατιέται» σε χαμηλούς τόνους. Καλή η Εμα Γουότσον, στον πρώτο της μετά Χάρι Πότερ ρόλο.

  • Αφεντικά Για Σκότωμα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αφεντικά Για Σκότωμα

    Aν έχεις δουλέψει ποτέ, τότε είχες αφεντικό. Κι αν είχες αφεντικό, κατά πάσα πιθανότητα είχες πρόβλημα. Το γεγονός ότι δεν έφτασες ποτέ στο σημείο να σχεδιάσεις την δολοφονία του, είναι ενδεικτικό μίας πραγματικότητας, πιο συγκεκριμένα εκείνης που δεν έχει καμία επαφή με τα “Αφεντικά Για Σκότωμα” - αυτό όμως δεν τα κάνει λιγότερο αστεία. Το εξαιρετικό, εκπαιδευμένο στην τηλεοπτική κωμωδία, πρωταγωνιστικό καστ χαρίζει γοητεία, γέλιο και κύρος σε αυτό το α λα Τζαντ Άπατοου κωμικό bromance, αποδεικνύοντας πώς οι ερμηνείες μπορούν να σώσουν ακόμη και τα πιο μέτρια αστεία.

    Σε ένα αρχικά πολλά υποσχόμενο premise, ο Tσάρλι Ντέι («It's Always Sunny in Philadelphia»), ο Τζέισον Σουντέκις («Saturday Night Live») και ο Τζέισον Μπέιτμαν («Arrested Development») παίζουν τρεις σαραντάρηδες φίλους, που παραπαίουν κάτω από την τυραννία των αφεντικών τους. Ο Μπέιτμαν ζει στη σκιά του παρανοημένου νταή Κέβιν Σπέισι, ο Σουντέκις μισεί θανάσιμα τον σκατόψυχο κοκάκια Κόλιν Φάρελ (στο καλύτερο χειρότερο κούρεμα της καριέρας του), ενώ ο Ντέι παρενοχλείται σεξουαλικά από την νυμφομανή Τζένιφερ Ανιστον (την οποία βλέπουμε επιτέλους σε ένα διαφορετικό ρόλο). Σε μία στιγμή έμπνευσης, αποφασίζουν να τους δολοφονήσουν και ως σύμβουλο προσλαμβάνουν τον Τζέιμι Φοξ.

    Κλείνοντας το μάτι στο «Hangover», αλλά χωρίς να αξιοποιεί όσο θα μπορούσε το αρχικό -εξαιρετικό- του premise, το «Αφεντικά για Σκότωμα» περιλαμβάνει το γνωστό μενού από σκατολογικά αστειάκια και αυτοσχεδιαστικές ατάκες, για να αναδειχθεί τελικά σε προσωπικό σόου του Τσάρλι Ντέι. Ο τελευταίος μπορεί να εκπλήξει τον αμύητο θεατή με το κωμικό του ταλέντο, αφού ό,τι λείπει από πρωτοτυπία και διακριτικότητα στο σενάριο, το αναπληρώνει με γέλιο. Φαίνεται πως το «Bridesmaids» βρήκε παρεούλα στις αίθουσες αυτό το καλοκαίρι.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Οι Πρωτάρηδες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Πρωτάρηδες

    Όταν πρωτακούς την κεντρική ιστορία των «Πρωτάρηδων», σίγουρα το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι δεν είναι ότι είναι μια αληθινή ιστορία. 75χρονος πατέρας ανακοινώνει ότι μετά από 44 χρόνια γάμου είναι γκέι και μετά από λίγα χρόνια ξεφαντώματος πεθαίνει; Κι όμως, ο πατέρας του σκηνοθέτη Μάικ Μιλς πέθανε μερικά χρόνια μετά από μια ανάλογη αποκάλυψη, ζώντας τον τελευταίο καιρό με όλη την ελευθερία που του είχε λείψει στην άχρωμη μέχρι τότε ζωή του. Ο γιος της ταινίας, τον οποίο υποδύεται ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, περισσότερο δυσκολεύεται να χωνέψει πώς ένας δικός του άνθρωπος αλλάζει τόσο ριζικά και αγκαλιάζει τη νέα του ταυτότητα, παρά ότι αυτή η αλλαγή έχει να κάνει με σεξουαλικό προσανατολισμό – το ότι ο Μιλς έκανε ταινία αυτήν την περίοδο της ζωής του φανερώνει ανάλογες εμμονές.

    Ευτυχώς ο Μιλς αποφεύγει τις παγίδες του μελοδραματισμού και στο χαρακτήρα του πατέρα, που θα μπορούσε να ξεχειλίζει πικρία και θυμό για τις χαμένες ευκαιρίες, δίνει μία υπέροχη πορεία, που τον αναδεικνύει ως έναν φοβερό ήρωα γεμάτο χάρη και ευγένεια μπροστά στο θάνατο αλλά κυρίως στη ζωή που του μένει. Ευλογήθηκε βέβαια από την εκπληκτική παρουσία του Κρίστοφερ Πλάμερ, που με ευκολία προσαρμόζεται στις απαιτήσεις μιας τόσο ιδιαίτερης ιστορίας: παιχνιδιάρης στις σκηνές με το νεαρό φίλο του, στοργικός με το γιο του, ζωηρός με τους φίλους, ηττημένος σε άλλες, ενσαρκώνει τη χαρά της ζωής που σε ενθουσιάζει στο χαρακτήρα του αλλά και τη μελαγχολία που σου ραγίζει την καρδιά.

    Το άλλο μισό της ιστορίας, η ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Όλιβερ και την Γαλλίδα Άννα (εξίσου «σπασμένη» στη συναισθηματική της ζωή) είναι αναμενόμενα διασκεδαστικό και έξυπνο, αλλά και κάπως στημένο όπως μόνο οι κινηματογραφικές σχέσεις μπορούν να είναι: γλυκούληδες διάλογοι, εναλλακτικά ραντεβού και λοιπές ευκολίες μαρτυρούν μια άλλη πραγματικότητα από τους κλειστούς και μοναχικούς χαρακτήρες που τα θαλασσώνουν μονίμως στην αγάπη - ως δια μαγείας ανοίγονται και μοιράζονται πράγματα στη στιγμή και δε φοβάσαι για την σχέση τους σε κανένα σημείο της επεισοδιακής τους πορείας.

    Και μπορεί ο Μιλς να το παρακάνει με τα μοντάζ εικόνων και (μόνο φαινομενικά) τυχαίων πληροφοριών αλλά, από την άλλη, η τάση του για οπτικά παιχνίδια δημιουργεί τα έξυπνα, αστεία και ταυτόχρονα συγκινητικά σκίτσα του κεντρικού ήρωα, που επικοινωνούν το χαρακτήρα καλύτερα από οποιαδήποτε ατάκα ή ερμηνεία.

    Αυτό που μένει τελικά είναι μία πάντα έξυπνη, βαθιά ανθρώπινη και πρωτότυπα διασκεδαστική ταινία που έχει χώρο για τα σημαντικά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο και την αγάπη, αλλά και μια εναλλακτική ματιά στους σημαντικούς σταθμούς της αμερικάνικης ιστορίας, αλλά δε φοβάται να τα διατυπώσει μέσα από μια περίεργη ιστορία με έναν σκύλο που μιλά με υπότιτλους. Και ίσως αυτός να είναι και ο καλύτερος τρόπος.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Τι να Περιμένεις Όταν Είσαι Έγκυος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τι να Περιμένεις Όταν Είσαι Έγκυος

    Άλλη μία αναίσχυντη απόπειρα του Χόλιγουντ να διασκευάσει έναν πιασάρικο τίτλο (αυτή τη φορά από μπεστ-σέλερ αυτοβελτίωσης) με την κλασική συνταγή: σπονδυλωτή δομή, μεγάλα ονόματα, σποραδικά γέλια, εγγυημένη μετριότητα.

    Eάν είστε ανάμεσα σε αυτούς που διασκεδάζουν με κομεντί-κολλάζ, τύπου «New Year's Eve» και «Valentine's Day», προσθέστε αυτό τον τίτλο στη λίστα με τις ταινίες που πρέπει να δείτε. Αν πάλι και μόνο η σκέψη της σπονδυλωτής ρομαντζάδας σάς φέρνει συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της εγκυμοσύνης (βλ. ναυτία), καλό θα ήταν να μείνετε όσο γίνεται πιο μακριά από το «Τι να Περιμένεις Όταν Είσαι Έγκυος».

    Εκεί, η Κάμερον Ντίαζ, η Τζένιφερ Λόπεζ και μερικές ακόμη κυρίες από το Χόλιγουντ ετοιμάζονται να αποκτήσουν παιδί και οι περιπέτειες που περνάνε δεν διαφοροποιούνται πολύ από το αναμασημένο κόνσεπτ παρόμοιων ταινιών. Η ιδέα είναι η εξής: η εγκυμοσύνη είναι μαρτύριο - τα μωρά χρειάζονται λεφτά - η ζωή στο ζευγάρι αλλάζει - αλλά όλα τελικά αξίζουν στον κόπο όταν κρατάς το μωρό στην αγκαλιά σου.

    Φυσικά, γκέι γονείς ούτε για δείγμα, εργένηδες παρομοίως και το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια των χάρντκορ αμερικάνικων αξιών καλά κρατεί. Εάν τα παραπάνω δεν σας ενοχλούν ή σας αφήνουν παγερά αδιάφορους, θα το απολαύσετε όπως ένα καλοφτιαγμένο τηλεοπτικό sitcom.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ο Μεγάλος Δικτάτωρ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Μεγάλος Δικτάτωρ

    Εύστοχη, οξυδερκής, αστεία και ταυτόχρονα συγκινητική πολιτική σάτιρα, που έχει μείνει κλασική ανάμεσα στην φιλμογραφία του Τσάρλι Τσάπλιν.

    Μία από τις κλασικότερες πολιτικές παρωδίες του σινεμά και άλλος ένας θρίαμβος για τον θρύλο του Τσάρλι Τσάπλιν, ο «Μεγάλος Δικτάτωρ» ξεχωρίζει πάνω από όλα για την οξυδέρκεια της σάτιράς του: παρά το γεγονός ότι κυκλοφόρησε μόλις το 1940, η ταινία μάς δίνει ένα εύστοχο, πανέξυπνο πορτραίτο των δύο μεγαλομανών δικτατόρων, που δεν έχει ξεθωριάσει καθόλου – ούτε καν για τους σημερινούς θεατές που έχουν μεγαλύτερη οικειότητα με τις φυσιογνωμίες που σατιρίζονται απ' ό,τι ο ίδιος ο Τσάπλιν όταν έκανε την ταινία.

    Οι σκηνές με τον Δικτάτορα Χίνκελ και, κυρίως, όταν αυτός συναντά τον ομόλογό του που του γεννά ανταγωνιστικά συναισθήματα, είναι εκεί πάνω με τις ιδιοφυείς σκηνές από τις χαρακτηριστικές στιγμές του Τσάπλιν: πανέξυπνες, ξεκαρδιστικές και πάντα δηλητηριώδεις, δεν έχουν χάσει την δύναμή τους να γελοιοποιήσουν πειστικά μία από τις πιο τρομακτικές φιγούρες του 20ου αιώνα.

    Το δεύτερο μισό του έργου, που επικεντρώνεται γύρω από τον Εβραίο κουρέα-σωσία του δικτάτορα, αναλαμβάνει να σηκώσει το συγκινησιακό κομμάτι και μερικές φορές φαίνεται περιορισμένο στο ρόλο του αυτόν – βέβαια για την εποχή η απεικόνιση της καθημερινότητας ενός εβραϊκού γκέτο ήταν κάτι το άγνωστο και παραπάνω από τολμηρό εγχείρημα. Αξίζει όμως μόνο και μόνο για την δυνατή τελική σκηνή, που δίνει στον Τσάπλιν την ευκαιρία να μιλήσει στους θεατές, κοιτώντας τους κυριολεκτικά στα μάτια, και να απευθύνει μια συγκινητική έκκληση αγάπης και ανθρωπιάς. Κλασικό, και δυστυχώς στις ταραγμένες σημερινές πολιτικές συνθήκες, επίκαιρο όσο ποτέ.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Κολλητοί με Παιδί

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Κολλητοί με Παιδί

    Δύο τριαντάρηδες, ο Τζέισον και η Τζούλι, κολλητοί φίλοι από τα φοιτητικά τους χρόνια, βλέπουν με τρόμο τα δυο ζευγάρια των καλύτερών τους φίλων να έχουν αλλάξει προς το χειρότερο μετά τη γέννηση των παιδιών τους. Χωρίς να έχουν βρει τους κατάλληλους συντρόφους, οι δυο τους αποφασίζουν να κάνουν ένα πρωτοποριακό πείραμα, αποκτώντας ένα παιδί εκτός γάμου στη βάση ενός φιλόδοξου στόχου: ν' αποφύγουν το λούκι της οικογενειακής ζωής, ενώ θα έχουν ξεχωριστές ερωτικές σχέσεις...

    Πολύ κουλ και... χαλαροί ως γονείς για να είναι αληθινοί, οι δύο ήρωες της σεναριογράφου, σκηνοθέτιδος και (εδώ) πρωταγωνίστριας Τζένιφερ Γουέστφελντ ηγούνται μιας ρομαντικής κομεντί που φλυαρεί ακατάπαυστα για τον έρωτα και την απώλειά του εντός γάμου με φόντο διαμερίσματα του Μανχάταν. Γι' αυτό και μοιάζει περισσότερο προβλέψιμη κωμική σειρά της αμερικανικής τηλεόρασης με έμφαση στις ατάκες, παρά ταινία με άποψη για τις ανθρώπινες σχέσεις.

    Άντα Δαλιάκα

  • Το Λιμάνι της Χάβρης

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Λιμάνι της Χάβρης

    Η πιο γνήσια αισιόδοξη ταινία των τελευταίων χρόνων είναι ένα μαγικό παιχνίδι λιτότητας και μια υπέροχη έκρηξη καθαρών αισθημάτων. Και, πρώτα από όλα, ένα απίστευτο - και απολύτως λειτουργικό - μπέρδεμα ειδών, σχολών και επιρροών.

    Ο τρελός Φιλανδός μάς άφησε και πάλι με ανοιχτό στόμα. Αυτή τη στιγμή είναι ο μόνος σκηνοθέτης που μπορεί να αποφλοιώνει τους χαρακτήρες του από κάθε συγκινησιακό βάρος και ταυτόχρονα να κάνει τον θεατή να ταυτίζεται μαζί τους και να συγκινείται.

    Ένας ηλικιωμένος λούστρος (είχαμε θαυμάσει τον Γουίλμς στην «Μποέμικη Ζωή» το 1992) επιστρέφει κάθε βράδυ σπίτι του κουβαλώντας όλη την αστερόσκονη του κόσμου. Τίποτε δεν σηματοδοτεί την μιζέρια του ασήμαντου επαγγέλματός του, αφού κι ο ίδιος συμπεριφέρεται σαν σουρεαλιστής που βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τον ποιητικό ρεαλισμό.
    Η γυναίκα του (η εντελώς καουρισμακική Κάτι Ουτίνεν) έχει βγει κατευθείαν από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, ενώ σε κάθε κουβέντα τους κρύβεται κι ένα απρόσμενα αιχμηρό αστείο. Ειπωμένο βεβαίως με ανέκφραστο πρόσωπο.

    Και τότε - κατά το συνήθειο του Καουρισμάκι - εμφανίζεται ένα οξύ κοινωνικό-πολιτικό πρόβλημα. Η μετανάστευση: ένας εξαθλιωμένος πιτσιρικάς Αφρικανός βγαίνει από την κοιλιά του κοντέινερ που τον μετέφερε στην Ευρώπη και χάνεται στους δρόμους της Χάβρης, πιστεύοντας ότι βρίσκεται ήδη στο Λονδίνο. Ο λούστρος θα γίνει ο προστάτης του.

    Το λιμάνι της Χάβρης - το δεύτερο, μετά την Μασσαλία, μεγαλύτερο λιμάνι της Γαλλίας - βρίσκεται στη Νορμανδία, στη Μάγχη, απέναντι από την Αγγλία. Είναι δηλαδή κόμβος - ένα πέρασμα μεταναστών, μια πόρτα για την είσοδό τους στην, υποτιθέμενη, ευρωπαϊκή ευημερία.

    Την ώρα όμως που ο μικρός Αφρικανός ονειρεύεται να πάει στο Λονδίνο για να συναντήσει την μητέρα του, ένας Αστυνομικός της περιοχής βρίσκεται στο κατόπι του. Είναι ο σύγχρονος Ιαβέρης και ο Νταρουσάν που τον παίζει λες κι ακολουθεί κατά γράμμα τις περιγραφές του Ουγκώ. Κι ο λούστρος όμως θυμίζει πια τον Γιάννη Αγιάννη, με ντελικάτες εξάρσεις υπερβολής και εσωτερικής ακρίβειας.

    Στην συνέχεια γίνεται «το έλα να δεις» (και δεν πρόκειται βέβαια να το αποκαλύψω).

    Να γράψω μόνο ότι θα δούμε σκηνές εκπληκτικής ποίησης να πραγματώνονται μέσα στην μπαναλιτέ μιας σαπουνόπερας. Θα δούμε θαύματα απρόσμενα και υπέροχα - και γι' αυτό πέρα για πέρα αληθινά. Θα δούμε επίσης τον Ζαν Πιέρ Λεό των «400 Κτυπημάτων» σαν σουρεαλιστικό φάντασμα και τον μοναδικό Πιέρ Εταίξ, τον σκηνοθέτη του «Γιο Γιο», να παίζει τον γιατρό και να ορίζει την ποιητική αυτών των θαυμάτων.

    Δείτε το «Λιμάνι της Χάβρης» με καθαρή καρδιά. Θα σας ταξιδέψει στην χώρα που τα θαύματα είναι ακόμη εφικτά. Το έχετε ανάγκη.

    Ορέστης Ανδρεαδάκης

  • Τα Παιδιά Είναι Εντάξει

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Παιδιά Είναι Εντάξει

    Με την υπογραφή της Λίζα Τσολοντένκο, που ήδη κουβαλά ένα αρκετά αντισυμβατικό παρελθόν («High Art»), και με το βραβείο Teddy του Φεστιβάλ Βερολίνου να αποτελεί το πρώτο του παράσημο, το «Τα Παιδιά Είναι Εντάξει» («The Kids Are All Right») εκπλήσσει ευχάριστα με τη φυσικότητα με την οποία σερβίρει μια σύνθεση χαρακτήρων που παραμένει στα όρια του ταμπού: ένα ζευγάρι γυναικών μεγαλώνει δύο παιδιά στην εφηβεία, με όλες τις μπανάλ πτυχές που αυτό μπορεί να περιέχει. Μέχρι τη στιγμή που ζητούν από τις δύο μαμάδες τους να γνωρίσουν τον βιολογικό τους πατέρα. Η σταδιακή είσοδος του άγνωστου πρώην δωρητή σπέρματος στον κύκλο της οικογένειας θα προκαλέσει αναπάντεχες, αλυσιδωτές αντιδράσεις.

    Απαλλαγμένη από τον ψυχαναγκασμό να αφηγηθεί μια ιστορία που να περιχαρακώνεται στην ετικέτα της «γκέι» ή «λεσβιακής», η Τσολοντένκο μπορεί να έχει κάθε λόγο να νιώθει περήφανη για την οικογένεια που σχηματίζουν οι ομοφυλόφιλες ηρωίδες της, αλλά το αναδεικνύει ως μια επικράτηση του απολύτως φυσικού και αυτονόητου. Το ζευγάρι, που με απόλυτη επιτυχία υποδύονται οι Τζούλιαν Μουρ και Ανετ Μπένινγκ, δεν περνά την ώρα του ανακυκλώνοντας κλισέ γύρω από τη σεξουαλική τους ταυτότητα, αλλά προσπαθεί με μικρή ή μεγάλη επιτυχία να λύσει μερικά προβλήματα για να ανακαλύψει άλλα.

    Η εμμονή στη λεπτομέρεια, από τις τόσο γνώριμες, αδιέξοδες συζητήσεις ενός ζευγαριού ως το πορνό που προτιμούν να παρακολουθούν οι λεσβίες, προσθέτει τις πιο όμορφες πινελιές σε μια κωμωδία που σε κάνει να (ξανα)δεις τον γάμο και την κρίση της μέσης ηλικίας με μια αναπάντεχα ζεστή ματιά.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Χριστούγεννα Στην Πρίζα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Χριστούγεννα Στην Πρίζα

    Ο γραφικός Ντε Βίτο και ο άκαμπτος Μπρόντερικ ανταγωνίζονται για τον τίτλο του «Μίστερ Χριστούγεννα» σε μία κωμωδία ούτε αστεία ούτε ευχάριστη, με έναν ανόητο συναισθηματισμό μακριά από οποιοδήποτε -χριστουγεννιάτικο και μη- πνεύμα. Ο πρώτος θέλει να γεμίσει το σπίτι του με τόσα λαμπάκια ώστε να καταστεί ορατό από το διάστημα, ο δεύτερος προσπαθεί να του καταστρέψει τα σχέδια και να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στη μικρή τους κοινότητα και ο θεατής περιμένει ματαίως να γελάσει το χειλάκι του.

    Παραδέχομαι ότι τις ημέρες των Χριστουγέννων όλοι είμαστε λιγότερο απαιτητικοί και αυστηροί απέναντι στις ταινίες, στο πλαίσιο της ευρύτερης, ανάλαφρης γιορταστικής ατμόσφαιρας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο χαρακτηρισμός «οικογενειακή χριστουγεννιάτικη κωμωδία» είναι από μόνος του ικανή συνθήκη για εμπορική επιτυχία, τη στιγμή που η όλη προσπάθεια καταδεικνύει το αντίθετο.

    Β.Λ.

  • Εχετε Κάνει Κράτηση;

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εχετε Κάνει Κράτηση;

    Η Κέιτ (Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς) είναι επιτυχημένη σεφ σ' ένα μοδάτο εστιατόριο. Νευρωτική και συγκεντρωτική, θα αναγκαστεί να προσαρμόσει τον τρόπο ζωή της, όταν η αδερφή της πεθάνει, αφήνοντας στην ίδια την κηδεμονία της νεαρής ανιψιάς της.

    Παράλληλα, ένας νέος μάγειρας, ο γοητευτικός, αλλά και εκκεντρικός Νικ (Άαρον Έκχαρτ), έρχεται να δουλέψει στο εστιατόριο που εργάζεται. Η μεταξύ τους χημεία είναι εμφανής από την αρχή, φέρνοντας την Κέιτ αντιμέτωπη με συναισθήματα που για πολύ καιρό θεωρούσε ότι δεν είχε ανάγκη.

    Η ταινία -που αποτελεί ριμέικ της επιτυχημένης γερμανικής ταινίας του 2001, Bella Martha- δεν είναι τίποτα άλλο από μία πιστή αναπαραγωγή των κλισέ των ρομαντικών κομεντί που προσπαθεί πάση θυσία να συγκινήσει είτε με ένα φαινομενικά αταίριαστο ζευγάρι που το κεραυνοβολεί ο θεός έρωτας είτε μέσω ενός μικρού συμπαθητικού -συνήθως ορφανού- παιδιού.
    Στο «Εχετε κάνει Κράτηση» συναντούμε και τις δύο περιπτώσεις, μόνο που η συγκίνηση που υποτίθεται πως θα έπρεπε να βιώσουμε... παραχώρησε ευγενικά τη θέση της σε μία ατέρμονη βαρεμάρα που δεν έλεγε να τελειώσει.

    Γεωργία Οικονόμου
    goikonomou@e-go.gr
  • Λίστα Γάμου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Λίστα Γάμου

    Τέσσερις φίλοι οργανώνουν το γάμο του μοναδικού εργένη της παρέας ώστε να ανακαινίσουν ανέξοδα το διαμέρισμά του- το μοναδικό τους καταφύγιο...

    Αντρες που αρνούνται να ωριμάσουν, τακτικοί δραπέτες της συμβιβασμένης μητριαρχικής τους καθημερινότητας, δράστες των πιο απελευθερωτικών παλιμπαιδισμών, χρήστες ενός αυθάδικου λόγου που δεν μπορούν να εκφέρουν πουθενά αλλού παρά με τη συντροφιά τους. Το εύρημα της «λίστας γάμου» γίνεται το όχημα για να εξωραϊσουν την αποκλειστική τους «κρυψώνα» και να τους προσγειώσει η ταινία στον πραγματικό χρόνο, να τους προικίσει με λίγη σοβαρότητα, έως και να τους υποδείξει την αναγκαιότητα του έτερου ημίσεoς. Εντάξει, λοιπόν, στη χαριτωμένη ιδέα της λίστας γάμου, έστω και με τον διδακτισμό στον οποίο με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί. Με τη λίστα κλισέ, όμως, τι γίνεται; Γιατί μόνιμα να μαντεύουμε τι περίπου θα πουν και θα κάνουν τούτοι οι εντιμότατοι φίλοι της Αθήνας του 2005; Ισως επειδή ούτε τη διαβολεμένη σπίθα του Νιλ - « Ενα Παράξενο Ζευγάρι» - Σάιμον συναγωνίζεσαι εύκολα, ούτε και την εγρήγορση, την «κακία», μαζί και την τρυφερότητα του Ντίνο Ρίζι. Απρόσωπη και ανιαρή παρά τη μικρή της διάρκεια, η ταινία του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη δε σου αφήνει τίποτα στη μνήμη, εκτός ίσως από την μίνιμαλ μουσική του Μάριου Στρόφαλη- εύστοχο αντίβαρο στις υπερβολές της μπαλαφάρας.

    ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ

  • Stick Ιt

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Stick Ιt

    Η Χέιλι, δυσπροσάρμοστη έφηβη και κόρη χωρισμένων γονέων, αντιμετωπίζει τη δικαιοσύνη για φθορά ιδιωτικής περιούσιας.

    Πού θα ναι καλύτερα να στείλουν οι Αρχές το ανήσυχο κορίτσι; Σε αναμορφωτήριο, στρατιωτική σχολή ή μήπως γυμναστική ακαδημία θηλέων; Φυσικά στην ακαδημία, ώστε να αποκτήσει επιτέλους το Χόλιγουντ τη δική του αθλητική ταινία για την ενόργανη. Ομως η ειδικότητα στα σπορ δεν αρκεί να κάνει τη διαφορά όταν η γενικότητα στη συνταγή παραμένει απαράλλαχτη.

    Το «ατίθασο πνεύμα» θα μυηθεί σιγά σιγά στην αναγκαιότητα της πειθαρχίας από τον σκληρό μέσα στις ευαισθησίες του προπονητή (ο Τζεφ Μπρίτζες, που πρέπει να πληρώσει και το νοίκι), διδάσκοντας παράλληλα η ίδια στις πωρωμένες της συναθλήτριες τη σημασία τού να αναγνωρίζεις τις ιδιαιτερότητές σου. Ολα πολιτικώς εντάξει εδώ, με τα κλισέ να συναγωνίζονται σε ποσότητα τις βιντεοκλιπίστικες τούμπες.

    Ρ.Ε.

  • Music and Lyrics

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Music and Lyrics

    Κομεντί που εξαντλείται στην ιδέα της παρωδίας των 80s. Μέτριο σενάριο, καμία χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, πασαλείμματα στην πλοκή και άλματα λογικής ως προς το γιατί μεταλλάσσονται οι χαρακτήρες. Ενα σύνολο, δηλαδή, που ξεχνιέται αμέσως μόλις πέσουν οι τίτλοι του φινάλε.

    Εκτός από μία λεπτομέρεια: τους τίτλους της αρχής. Η ιδέα τους πανέξυπνη, η εκτέλεσή τους απογειωτική σε σχέση με τις προσδοκίες τις οποίες δημιουργεί για τη συνέχεια. Η ταινία ανοίγει με το βίντεο του «Ρop Goes My Ηeart», σούπερ χιτ των Pop, του «πιο διάσημου βρετανικού γκρουπ των 80s», στο οποίο ανήκε ο ήρωάς μας. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, οι Pop διαλύθηκαν, ο τραγουδιστής έκανε σόλο καριέρα και ο ήρωάς μας, μοιραία οδηγήθηκε σιγά σιγά στην καλλιτεχνική αφάνεια: να τραγουδάει για λυσσασμένες σαραντάρες σε ρετρό μίνι συναυλίες που κατά κανόνα πραγματοποιούνται σε λόμπι ξενοδοχείων.

    Οσοι μεγαλώσατε στη δεκαετία του ’80 χαμογελάτε. Ναι, ο Χιου Γκραντ παίζει, έστω κι αν ο Μαρκ Λόρενς δεν το παραδεχτεί ποτέ, τον Αντριου Ρίτζλεϊ, και το βιντεοκλίπ των αρχικών credits κουβαλάει όλη τη γλυκιά σαχλαμάρα των Wham. Βάτες, γκέτες, στρας, ανταύγειες, ανδρικό λιπ γκλος, όλα συνωμοτούν στο να ξαναθυμηθούμε τα χάλια μας σε μια πιο αθώα κι ίσως τελικά πιο τολμηρή δεκαετία. Ο Γκραντ είναι έτσι και αλλιώς μάστορας του αυτοσαρκασμού, αλλά σ’ αυτά τα τρία λεπτά των τίτλων ξεπερνάει τον εαυτό του. Κρίμα που η υπόλοιπη ταινία συνεχώς ξεφουσκώνει...

    ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

  • Μια Νύχτα Στο Μουσείο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μια Νύχτα Στο Μουσείο

    Σε τεράστια παιδική χαρά ή αλλιώς σε ένα πρωτότυπο πεδίο μάχης προϊστορικών θηρίων, ανθρώπων, ιστορικών μορφών και πολιτισμών σε έκδοση μινιατούρας παραπέμπει η νέα ταινία του Σον Λέβι, με τον σούπερ σταρ πλέον Μπεν Στίλερ σε ρόλο θηριοδαμαστή και... τροχονόμου ταυτόχρονα!

    Καθώς ο άτυχος στα επαγγελματικά και τα προσωπικά του Λάρι πιάνει νυχτερινή βάρδια σε ένα μουσείο Φυσικής Ιστορίας όπου, ανάμεσα σε άλλα ευτράπελα, μια μαϊμού τον περιγελά, ο σοφός πρόεδρος Θίοντορ Ρούζβελτ «ξυπνά» για να συζητήσουν και για να του δώσει μερικές συμβουλές τα βράδια, ο Κολόμβος περιφέρεται άσκοπα και οι λιλιπούτειοι Ρωμαίοι στρατιώτες τσακώνονται με τους μικροσκοπικούς καουμπόηδες, ενδέχεται και να περάσεις καλά αν νιώθεις πιτσιρικάς έτοιμος για μερικά τρεχαλητά και ανώδυνα μαθήματα Ιστορίας (κυρίως της αμερικανικής). Αν πάλι είσαι ενήλικας, το πιο πιθανόν είναι να βαρεθείς από τον όλο σαματά - εκτός κι αν ξεγελαστείς από τα καλοφτιαγμένα οπτικά εφέ και τις έξυπνες ατάκες του Οουεν Γουίλσον (μόνιμο πλέον παρτενέρ του Μπεν Στίλερ), που το καταδιασκεδάζει ως λιλιπούτειος καουμπόι της Αγριας Δύσης.

    Η κωμωδία που κατέκτησε το box office στις ΗΠΑ στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων γιορτών (θα φτάσει τα 200 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις) είναι μια ακόμη βουτιά του πεπειραμένου στην τηλεόραση και τα τελευταία χρόνια επιτυχημένου και στο σινεμά σκηνοθέτη Σον Λέβι (Μια Ντουζίνα Μπελάδες, Ροζ Πάνθηρας κ.ά.) σε έναν κόσμο ανέφελης, χολιγουντιανής παιδικότητας. Εκεί όπου κυριαρχούν τα αστειάκια (κάποια είναι σίγουρα χαριτωμένα) και ο διδακτισμός, για να είναι όλα πάντα τακτοποιημένα και καθωσπρέπει...

    ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

  • Borat

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Borat

    Από τα πρώτα κιόλας credits με το σήμα του τοπικού καναλιού στο Καζακστάν αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι μπροστά σε ένα πρωτόγνωρο mockumentary. Λίγα λεπτά μετά υποψιάζεσαι ότι η ολοκληρωτική του απόλαυση απαιτεί να ξεφορτωθείς κάθε ψυχαναγκαστική πολιτική ή άλλη ορθότητα. Διαπιστώνεις τότε ότι βρίσκεσαι πρώτη θέση σε ένα ξεκαρδιστικό ρόλερκoστερ αστείρευτης έμπνευσης.

    Η ιδέα είναι απλή όσο και ο πρωτότυπος τίτλος. Ο δαιμόνιος Σάσα Μπάρον Κοέν αντιπαραθέτει το «τριτοκοσμικό» Καζακστάν (αντισημιτισμός, αιμομιξία, βιαστές που κυκλοφορούν ανενόχλητοι) σε ένα ταξίδι αστραπή στη βαθιά Αμερική των ροντέο, των ευαγγελιστών και των υπερεθνικιστών, των γκέτο και των τροχόσπιτων, της σαπουνόπερας και της Πάμελα Αντερσον. Σε στιγμές πιο βέβηλο και από το Team America και χωρίς να φοβάται τα όρια της κακογουστιάς (απολαύστε το πιο πρωτότυπο «69» που είδατε ποτέ) το Borat είναι παραδόξως μια βαθιά πολιτική ταινία, ένα home movie για τα χρόνια του Μπους. Ολα αυτά όμως τα σκέφτεσαι αφού συνέλθεις από τα γέλια.

    Με τις κατηγορίες για αντισημιτισμό να εκκρεμούν και τη μήνη της φιλοαμερικανικής και όχι τόσο δημοκρατικής κυβέρνησης του Καζακστάν νομίζουμε ότι το Borat δεν θίγει τελικά παρά μόνο μια μειονότητα, όσους δεν έχουν την ελάχιστη αίσθηση χιούμορ. Οι υπόλοιποι θα κυλιστείτε στο πάτωμα...

    ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ

  • Αναχωρήσεις

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αναχωρήσεις

    Το αναπάντεχο Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας έρχεται από την Ιαπωνία σε ένα θαυμάσιο μείγμα screwball κωμωδίας και σινεμά του Οζου. Το μυστικό είναι στην απόλυτη υποταγή στο πεπρωμένο, που κάνει το «Departures» (Okuribito ο original τίτλος) να μοιάζει με φυσική συνέπεια μιας αρχικής απόφασης, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα από τα πιο λεπτοδουλεμένα φετινά σενάρια. Τα ρυθμικά ανεβοκατεβάσματα στον συνολικό τόνο της ταινίας αποδεικνύονται μάλλον ευπρόσδεκτα και λίαν μυσταγωγικά, άλλοτε ήρεμα κι άλλοτε ορμητικά, σαν τα νερά ενός ποταμού με φυσική κατάληξη τη θάλασσα - που στην περίπτωση της ταινίας είναι και η γαλήνη που προσφέρει η συμφιλίωση με τον θάνατο.


    ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
  • The Rebound

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    The Rebound

    Η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς μοιάζει να έχει κατασταλάξει στο είδος ταινιών που της ταιριάζει καλύτερα και δεν λέει να μας αφήσει σε ησυχία. Για ακόμη μια φορά καταπιάνεται με μια ρομαντική κομεντί που ναι μεν ξεχειλίζει από ρομάντζο αλλά το μόνο γέλιο που προκαλεί, είθισται να το αποκαλούμε νευρικό.

    Η Τζόουνς εδώ υποδύεται την Σάντι, μια σαραντάρα με δύο παιδιά (milf) η οποία όταν μαθαίνει ότι ο άνδρας της έχει αναπτύξει εξωσυζυγικές δραστηριότητες παίρνει τα μούλικα και τραβάει προς Μεγάλο Μήλο μεριά. Εκεί ζει το αμερικάνικο όνειρο καθώς βρίσκει μέσα σε λίγες ώρες την ιδανική δουλειά, το τέλειο διαμέρισμα και έναν ελκυστικό 25άρη για μπέιμπι σίτερ των παιδιών της. Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες αποφασίζει να τα φτιάξει μαζί του και τελικά καταλήγει να μείνει έγκυος. Εκεί όμως που όλα έχουν βρει τον δρόμο τους και ο νεαρός Άραμ ετοιμάζεται να φύγει απ’ τους γονείς του και να ζήσει με την καινούρια του οικογένεια, το ζευγάρι μαθαίνει πως τελικά η εγκυμοσύνη αποδείχθηκε ανεμογκάστρι. Η Σάντι τότε αποφασίζει να δει τα πράγματα ρεαλιστικά και να αφήσει τον Άραμ να ζήσει την ζωή του.

    Από εκείνη την μέρα περνάνε 5 χρόνια κατά την διάρκεια των οποίων ο Άραμ ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο ενώ κάπου στην πορεία υιοθετεί και έναν πιτσιρικά. Η Σάντι απ’ την άλλη χτίζει συνεχώς της πετυχημένη της καριέρα σε έναν τηλεοπτικό σταθμό. Και επειδή θλίψη, απογοήτευση και λοιπά αρνητικά συναισθήματα δεν χωρούν στον κόσμο αυτό μετά από 1826 μέρες που δεν έχουν την παραμικρή επικοινωνία συναντιούνται τυχαία σε ένα εστιατόριο όπου βρίσκονται με τις οικογένειές τους, κάθονται όλοι μαζί σε ένα τραπέζι και τελικά χωρίς να ειπωθεί το παραμικρό, τα ξαναφτιάχνουν.

    Ο ιδιοκτήτης του βίντεο κλαμπ της γειτονιάς μου είναι άνθρωπος μερακλής. Έχει ζωγραφίσει με το χέρι κάτι πολύ κομψά ταμπελάκια που χωρίζουν τις ταινίες σε κατηγορίες. Ένα από αυτά έχει περιμετρικά σχέδια από τριαντάφυλλα και γράφει: "αισθηματικές κωμωδίες". Η συγκεκριμένη κατηγορία φροντίζει να μην μας αφήνει παραπονεμένους και έτσι κάθε σχεδόν εβδομάδα τουλάχιστον ένας εκπρόσωπός της εμφανίζεται, αλλά όλοι κάνουν το ίδιο λάθος: χάνουν τον δρόμο για το βίντεο κλαμπ και βρίσκουν αυτόν για τις αίθουσες.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Το Δίλημμα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Δίλημμα

    Είναι στο σινεμά από τα 4 του χρόνια ο Ρον Χάουαρντ. Παιδί θαύμα στην αρχή, διάσημος Ρίτσι στο τηλεοπτικό «Happy days» όταν έκλεισε τα είκοσι και μέτριος ηθοποιός σε δευτεροκλασάτους ρόλους όταν μεγάλωσε. Την αναμενόμενη καταστροφική αυτή πορεία την έχουν ακολουθήσει εκατοντάδες παιδιά θαύματα: συνήθως το ταλέντο τους εγκαταλείπει με την ενηλικίωση. Ο Χάουαρντ πάντως κατάφερε το ακατόρθωτο. Από ατάλαντος ηθοποιός έγινε εξ ίσου ατάλαντος σκηνοθέτης διαχειριζόμενος χωρίς καμία κινηματογραφική ιδιαιτερότητα τεράστιες χολιγουντιανές συνταγές («Απόλλων 13», «Κώδικας Ντα Βίντσι») κερδίζοντας μάλιστα δύο Όσκαρ για το «Ενας Υπέροχος Ανθρωπος».

    Στο «Δίλημμα» επαναλαμβάνει αυτό ξέρει καλύτερα: τις συνταγές των στούντιο. Ακριβή παραγωγή, καλοί ηθοποιοί, στρωτό σενάριο χωρίς καμία αιχμή και άχρωμη σκηνοθεσία «αυτόματου πιλότου».

    Αν γελάς; Μα ναι. Όταν σε γαργαλάνε γελάς, αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ονομαστεί καλή κινηματογραφική κωμωδία.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗ

  • Τουρνέ Στο Παρίσι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τουρνέ Στο Παρίσι

    Το «Τουρνέ» (Περιοδεία) που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα των περσινών Καννών, άφησε αδιάφορους, αν όχι εξοργισμένους, τους θεατές. Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ο εξαίσιος Ματιέ Αμαλρίκ- έχει μεγάλη καριέρα στη Γαλλία, σταρ όμως έγινε μετά την καθηλωτική ερμηνεία του στο «Σκάφανδρο και την Πεταλούδα».

    Ένας Γάλλος λούζερ πρώην τηλεοπτικός παραγωγός επιστρέφει από την Αμερική όπου μένει μόνιμα μαζί με το new burlesque θίασό του για μια υποτίθεται θριαμβευτική περιοδεία. Το μόνο ενδιαφέρον στην ταινία είναι ο ίδιος αυτός θίασος. Αληθινές σταρ του new burlesque (στριπτιζ, γκλάμουρ χορευτικά, χοντρή πλάκα και σάτιρα) μεταφέρουν ένα θεότρελο κλίμα- κάτι ανάμεσα στην θλιβερή παρακμή και το φελινικό μεγαλείο.

    Ιδού και τα ονόματά τους: Mimi Meaux, Kitten on the Keys, Dirty Martini, Julie Atlas Muz (αυτήν ξεχώρισα εγώ) Evie Lovelle και ο Roky Roulette.

    Δεν θα είμαι λοιπόν τόσο αυστηρός όσο οι συνάδελφοί μου εδώ. Είχε την πλάκα της.

    Ορέστης Ανδρεαδάκης

  • Επικηρύσσοντας την Πρώην

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Επικηρύσσοντας την Πρώην

    Μια ακόμη πολυδιαφημισμένη και χιλιοσπρωγμένη ρομαντική κομεντί δράσης από Χόλυγουντ μεριά έρχεται και στα μέρη μας. Εδώ θα βρούμε όλες τις «αγαπημένες» σταθερές της παραπάνω κατηγορίας. Την γνωστή και δοκιμασμένη συνταγή επιλέχτηκε αυτή την φορά να σκηνοθετήσει ένας γνώστης του είδους, ο Άντι Τέναντ, υπεύθυνος για ταινίες όπως τα «Hitch, ο Μετρ του Ζευγαρώματος» και «Ο Γάμος Είναι της Μόδας» μεταξύ άλλων.

    Ας ξεκινήσουμε όμως με τους ρόλους / πρότυπα. Η Νικόλ είναι μια όμορφη και ανεξάρτητη γυναίκα που προτεραιότητα γι’ αυτήν αποτελεί η δουλειά και η καριέρα. Είναι σέξι, το ξέρει και το εκμεταλλεύεται αν και μερικές φορές αισθάνεται εύθραυστη. Απ’ την άλλη μεριά ο Μάιλο είναι ένας γυμνασμένος και γοητευτικός πρώην αστυνομικός ο οποίος πιστεύει ότι είναι φοβερός και τρομερός αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας αποτυχημένος . Η λέξη κλισέ μέσα στην ταινία κάνει κάτι παραπάνω από αισθητή την παρουσία της. Στημένοι διάλογοι, προβλέψιμες ατάκες και ακόμα πιο προβλέψιμη πλοκή. Δεν χρειάζεται φυσικά να γίνει λόγος για το φινάλε. Παρόλα όμως τα παραπάνω αρνητικά, η ταινία έχει σταθερό ρυθμό και δεν υπάρχει σημείο που να κάνει κοιλιά. Σε αυτό σίγουρα συνδράμουν οι πολλές και καλογυρισμένες σκηνές δράσης ενώ και οι ερμηνείες είναι ικανοποιητικές (εξάλλου η Άνιστον θεωρείται μετρ του είδους).

    Γενικά το «Επικηρύσσοντας την Πρώην» δεν κερδίζει δάφνες ποιότητας αλλά δεν τις διεκδικεί κιόλας. Οι φήμες που εξαπλώθηκαν μέσω των ταμπλόιντ σχετικά με την πιθανή ερωτική σχέση μεταξύ Τζένιφερ Άνιστον και Τζέραρντ Μπάτλερ, σίγουρα δεν είναι τυχαίες και άσκοπες. Είναι ενδεικτικές του πραγματικού στόχου των παραγωγών της ταινίας. Απ’ την άλλη βέβαια κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το σύγχρονο σινεμά δεν έχει ανάγκη από τέτοιου είδους ταινίες. Αυτή όμως θα ήταν η αρχή μιας τελείως διαφορετικής κουβέντας.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Μπρούνο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μπρούνο

    Μια και έτσι κι αλλιώς η νέα ταινία των Σάσα Μπάρον Κοέν και Λάρι Τσαρλς είναι καταδικασμένη να κριθεί σε συνάρτηση με την προ τριετίας συνεργασία τους, η κριτική αυτή δε θα έχει νόημα αν δεν ξεκαθαρίσω εξαρχής πως θεωρώ το «Μπόρατ» αριστούργημα προορισμένο να παραμείνει σημείο αναφοράς για δεκαετίες.


    Ο Μπρούνο είναι ο τρίτος και τελευταίος χαρακτήρας από το -εκ των πραγμάτων, πλέον- θρυλικό τηλεοπτικό show του Κοέν «Da Ali G Show» που αποκτά τη δική του ταινία, και ακολουθεί θέλοντας και μη τον τεράστιο αντίκτυπο που είχε ο Μπόρατ στην ποπ κουλτούρα. Λόγω της διασημότητας του Καζακστανού χαρακτήρα και του συνεπακόλουθου στάτους του Κοέν, η ομάδα αυτή τη φορά δυσκολεύεται εμφανέστατα να συγκεντρώσει το απαιτούμενο υλικό. Σα να κάνεις τηλεφωνική φάρσα και ο στόχος σου να έχει αναγνώριση κλήσης: Την επόμενη φορά θα είναι έτοιμος για σένα.


    Οι Κοέν και Τσαρλς επιχειρούν μια ανανέωση στη φόρμα της κωμωδίας τους (ενδεχομένως επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή) αλλά είναι μισοδουλεμένη. Υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν έτοιμοι να αποδομήσουν πλήρως όλο τον παραλογισμό στη βάση της δυτικής κουλτούρας: Η πολιτική ορθότητα, το κυνήγι της διασημότητας, τα όρια της προσωπικής ανοχής, όλα πάνε να γίνουν λαμπόγυαλο μπροστά στην ορμή του ωμού ταλέντου του άφοβου και (τολμάμε να το πούμε;) ιδιοφυούς κωμικού Σάσα Μπάρον Κοέν.


    Εκεί όμως που ο Μπόρατ δεν τράβαγε φρένο ούτε για δευτερόλεπτο ξεγυμνώνοντας όλη την ασχήμια και τεστάροντας τον κάθε ένα από εμάς, ο Μπρούνο χαμηλώνει τη σάτιρα και επιδίδεται σε μαραθώνιους σωματικού και συχνά προφανούς (άρα ασφαλούς, μες στην ακρότητά του) χιούμορ που άλλοτε οδηγούν σε μεγάλα γέλια, χάρη κυρίως στη χαρισματικότητα του Κοέν, και άλλοτε γκρεμοτσακίζονται στο έδαφος, ιδιαίτερα κατά το αισθητά ξεφουσκωμένο τελευταίο μισάωρο.


    Το «Μπρούνο» θα ήθελε (ή θα έπρεπε) να μοιάζει επαναστατικό σε σχέση με το «Μπόρατ», αλλά καταλήγει να επαναλαμβάνεται επικίνδυνα, συχνά με αναλογίες, ένα προς ένα, αστείων. Καταλήγοντας απλά να μοιάζει μια πιο ραφιναρισμένη εκδοχή του προ τριετίας κωμικού έπους, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα συμβατή με τον ψευδοντοκιμαντεριστικό χαρακτήρα του, αφήνοντάς το να αιωρείται σε έναν αμήχανο ενδιάμεσο χώρο. Θα γελάσουμε πολύ, αλλά σε ένα χρόνο από τώρα όλοι ακόμα το «Is nice!» θα θυμόμαστε.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Μισώ την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μισώ την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου

    Δείτε ΕΔΩ το τρέιλερ της ταινίας

    Συνήθως το μηδενικό σε μια ταινία προσπαθώ να το στηρίζω με εξίσου αναλυτικό τρόπο που θα στήριζα κι ένα πεντάρι, επειδή απαιτείται κάτι πιο βαθύ από μια απλή συγκέντρωση κακών κινηματογραφικών συστατικών για να επιτευχθεί.

    Αυτή δεν είναι μια από αυτές τις φορές.

    Η Νία Βαρντάλος φυσικά μπορεί να συνεχίσει να γράφει, να παίζει, και -κατά τα φαινόμενα- να σκηνοθετεί κιόλας, και ποιος είναι ο οποιοσδήποτε από εμάς για να της πει διαφορετικά. Αλλά καθότι το παγωμένο χιούμορ της ανήκει σε λιωμένες βιντεοταινίες των '80s από αυτές που θα μπορούσαμε να πετύχουμε μέχρι πριν κάποια χρόνια στην απογευματινή ζώνη του NEW CHANNEL (και κανείς δε θα αφιέρωνε πάνω από 40 λέξεις σε εκείνες τις ταινίες), ας μας επιτρέπει στο εξής απλώς να την υποδεχόμαστε με μια αγκαλία κρύα σαν τα κλισέ της αστεία. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και το κακό του χιούμορ.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • The Artist

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    The Artist

    Κι εκεί που ήμασταν έτοιμοι να συνηθίσουμε τα γυαλιά του 3D και τις ψηφιακές αρλούμπες των ειδικών εφέ, συνειδητοποιήσαμε ότι η έκπληξη της χρονιάς είναι μια ταινία που θα μας πάει πίσω στην ξεχασμένη απλότητα της κινηματογραφικής φόρμας- ακριβώς έτσι όπως ορίστηκε πριν από εκατό χρόνια.

    Μια ταινία χωρίς χρώμα και χωρίς πρόζα, που όμως γίνεται εκθαμβωτικά πολύχρωμη και πολύγλωσση, προτάσσοντας την διαλεκτική των πρωταρχικών αξιών του σινεμά: την έκφραση, την κίνηση και το μοντάζ. Και βεβαίως την μουσική, αφού η εξαιρετική μπάντα του Λουντοβίκ Μπουρς συνοδεύει όλες τις, χωρίς διαλόγους, ερμηνείες των ηθοποιών.

    Στην πραγματικότητα το “The Artist” δεν είναι παρά μια μπανάλ καινοτομία. Μια επαναφορά του βασικού κινηματογραφικού συντακτικού που ασθμαίνει, εδώ και χρόνια, κάτω από την πίεση ανούσιων, και δήθεν πρωτοπόρων, τεχνολογικών επιτευγμάτων.

    Η δομή της είναι απλή και ακόμη απλούστερα είναι τα υλικά με τα οποία χτίστηκε: ένας άνδρας, μια γυναίκα, ένας έρωτας, μια μεταβατική εποχή, μια αποτυχία, μια επιτυχία, ένα πάθος, μερικές συμπτώσεις, αρκετό δράμα, συγκίνηση, λυτρωτικό χιούμορ, κι ένα σκυλί.

    Ο άνδρας είναι ένας διάσημος σταρ του βωβού σινεμά, η γυναίκα μια άσημη κομπάρσα κι η μεταβατική εποχή τα τέλη της δεκαετίας του 20, τότε που το σινεμά ήρθε αντιμέτωπο με την επανάσταση του ήχου και η μεγάλη οικονομική κρίση ανέτρεψε την ανεμελιά μιας πλαστής αθωότητας.

    Αυτός ο σταρ λοιπόν, ο Ζορζ Βαλεντίν (Ζαν Ντιζαρντάν) -που το όνομά του παραπέμπει στον Ροδόλφο Βαλεντίνο και η φινέτσα του στον Φρεντ Αστέρ- αρνείται να προσαρμοστεί με τον ομιλούντα κινηματογράφο και διαπιστώνει ότι η λάμψη του δεν οφειλόταν παρά στην χρυσόσκονη με την οποία τον είχε πασπαλίσει το χολιγουντιανό σύστημα.

    Παράλληλα η κομπάρσα, η Πέπι Μίλερ (Μπερενίς Μπεζό) κερδίζει το στοίχημα του ήχου και γίνεται σταρ του νέου είδους που γεννιέται. Φυσικά είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του και συμπάσχει, εξ αποστάσεως, με το δράμα του.

    Πάνω σ΄ αυτό το απλό σχήμα έχουν γυριστεί δεκάδες ταινίες, όπως το “Ένα Αστέρι Γεννιέται”, η δύναμη του “The Artist” όμως δεν βρίσκεται στην πλοκή αλλά στο στιλιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται.

    Ανατρέχοντας στα πρώτα χρόνια του σινεμά ο Χαζαναβίσιους (μέχρι τώρα σκηνοθέτης εμπορικών κωμωδιών που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά) δανείστηκε την φόρμα, την σύνταξη και τη λογική των βωβών ταινιών.

    Κατ' αρχάς δίδαξε στους ηθοποιούς την ερμηνευτική πρακτική των πρώτων 35 χρόνων του σινεμά που βασίστηκε στις εκφραστικές κινήσεις, στην έντονη κατεύθυνση του βλέμματος, στις συσπάσεις του προσώπου. Κράτησε επίσης το κλασικό και πιο τετράγωνο φορμά εκείνης της εποχής (1:33), έδωσε βάρος στο δυναμικό μοντάζ (κάτι που σύγχρονοι σκηνοθέτες έχουν πια ξεχάσει) και άφησε τον διευθυντή φωτογραφίας του, τον Γκιγιόμ Σιφμάν, να χρησιμοποιήσει ξεχασμένους φακούς και ειδικά φίλτρα για να ξαναζωντανέψει την ιδιαίτερη, γοητευτικά παλιομοδίτικη, ατμόσφαιρα των βωβών ταινιών.

    Κάθε τι που βλέπουμε σε αυτή την ταινία, είναι αυθεντικό και έρχεται με φόρα από την δεκαετία του 20: μια ιστορία της εποχής τοποθετημένη στο σωστό αισθητικό πλαίσιο, παλιές ταινίες του Ντάγκλας Φέρμπανκς, του Έρολ Φλιν, αλλά και του Ορσον Γουέλς που περνούν “μέσα στην ταινία” και κλείνουν το μάτι στους σινεφίλ, απλά τρυκ που αναδεικνύουν αυτή ακριβώς την πρωταρχική κινηματογραφική απλότητα.

    Δείτε το “The Artist” άφοβα. Είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Θα σας παρασύρει, θα σας γοητεύσει, θα σας συγκινήσει, θα σας κάνει να γελάσετε. Και κυρίως θα σας κάνει να θυμηθείτε ότι το σινεμά δεν είναι μια ασήμαντη ψηφιακή απάτη, αλλά μια συλλογική ψευδαίσθηση υψηλής αισθητικής.

    Ορέστης Ανδρεαδάκης

  • Υπηρέτριες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Υπηρέτριες

    Συνεπείς με την τάση του Χόλιγουντ να ωραιοποιεί ιστορικά γεγονότα, οι «Υπηρέτριες» έχουν ένα τόσο ύπουλα καλοσχεδιασμένο κόνσεπτ που σχεδόν αποτελούν από μόνες τους μια υποκατηγορία του σχετικού είδους: δεν αγνοούν την φρίκη των φυλετικών διακρίσεων στον αμερικάνικο νότο στις αρχές της δεκαετίας του '60 , αλλά σκαρφίζονται μια αφελή, τάχα μου αθώα feelgood ιστορία, που στέκεται ανερυθρίαστα δίπλα στα πραγματικά γεγονότα των ταραγμένων εκείνων χρόνων και υποστηρίζει ότι τα σχολιάζει, ενώ στην πραγματικότητα στοχεύει απλά να καθησυχάσει τις ενοχές του λευκού κοινού, ειδικά του τμήματος που έζησε τα χρόνια εκείνα.

    Ακόμα και αν της χρεώσεις όλες τις καλές προθέσεις του κόσμου, και αναγνωρίσεις τις ερμηνευτικές αρετές του καστ της, η τουλάχιστον σκανδαλώδης προθυμία της ιστορίας να δώσει μία ασφαλή εκδοχή του τεράστιου χάσματος της κοινωνίας και μια feelgood νότα σε τόσο απελπισμένες εποχές (και μάλιστα χάρη στην γενναιοδωρία μιας λευκής ηρωίδας) αναπόφευκτα φτηναίνει την δοκιμασία και καταλήγει να μοιάζει ύποπτη. Κανείς δεν λέει φυσικά ότι μια ταινία σαν κι αυτή πρέπει να διδάξει ιστορία – αν όμως δεν βρίσκεις την εποχή εκείνη αρκετά σημαντική για να ασχοληθείς μαζί της όπως ήταν, η σωστή απόφαση είναι να μην μιλήσεις καθόλου για αυτή, όχι να μιλήσεις για το πώς θα ήθελες να ήταν. Το χάπι εντ έρχεται για να λυτρώσει τους συγκεκριμένους χαρακτήρες αλλά, επειδή φυσικά όλο αυτό τελικά είναι ένα αφελές παραμύθι, μια απέραντα πικρή γεύση μένει στο στόμα όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους και το κριτικό κομμάτι του εγκεφάλου σου αρχίσει και πάλι να λειτουργεί χωρίς ζαχαρένιους περισπασμούς.

    Ακόμα και μια βαθιά προβληματική στην ιδεολογία της ταινία, όμως, αποκτά λόγο ύπαρξης, χάρη στην θεϊκή παρουσία του κρυμμένου θησαυρού που ακούει στο όνομα Βαϊόλα Ντέιβις. Η Εϊμπιλίν της, όπως και η Μίνι της εξίσου ικανής Οκτάβια Σπένσερ, είναι μια γυναίκα βαθιά αξιοπρεπής και βασανισμένη, που δεν καταδέχεται την αυτολύπηση και σου ραγίζει την καρδιά ξανά και ξανά, χάρη στην αθόρυβη ερμηνευτική ιδιοφυία της Ντέιβις. Αν χρειαστεί μια τέτοια εύπεπτη ταινία για να μάθει το ευρύ κοινό το όνομα αυτής μαγευτικής αυτής ηθοποιού, τότε αξίζει να ανεχτείς την παρουσία της ταινίας ακόμα και στα Όσκαρ, αφού τελικά είναι η καρδιά όλης της ταινίας, ο λόγος που η όλη ανοησία καταφέρνει και στέκεται στα πόδια της.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Άθικτοι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Άθικτοι

    Είναι πολύ παράξενη η χρήση των κινηματογραφικών κλισέ και- κυρίως- η ανηλεής κριτική που δέχονται από τους καλομαθημένους κριτικούς. Η φράση «σενάριο γεμάτο κλισέ» έχει λατρευτεί από όλους μας και συχνά με τον πιο ηλίθιο τρόπο: ό,τι δεν μας αρέσει ή απλώς το βαριόμαστε, το βαφτίζουμε «κλισέ».

    Γιατί όμως ένα κλισέ είναι κάτι αρνητικό; Πού επιτρέπεται και πού απαγορεύεται η χρήση του; Και, τέλος πάντων, μέχρι πόσα κλισέ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να μην χαρακτηριστεί κλισέ ολόκληρο το έργο μας;

    Όταν δείτε τους «Άθικτους», αυτή την απίστευτα ανατρεπτική κωμωδία, που απενοχοποιεί την συνύπαρξη της χοντρής πλάκας με την συγκίνηση, θα φτάσετε μόνοι σας στην απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων. Η υπέροχη ταινία των Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντανό (αναμφίβολα μια από τις καλύτερες της χρονιάς) είναι γεμάτη με τόσα κλισέ που, στο τέλος, όχι μόνο δεν τα βλέπεις, αλλά και παθιάζεσαι μαζί τους.

    Οι σκηνοθέτες των «Αθικτων» δεν φοβούνται να εξαντλήσουν τα κλισέ, να καταφύγουν στην υπερβολική τους χρήση, να χτίσουν τους χαρακτήρες, τις καταστάσεις, την πλοκή, όλες τις λεπτομέρειες της ταινίας τους πάνω σε αυτά. Κι έτσι ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι τα πάντα είναι απολύτως φυσικά.

    Ο εκατομμυριούχος παραπληγικός ήρωας της ταινίας (Φρανσουά Κλιζέ) έχει όλα τα κλισέ που θα ήθελε κανείς να αποφύγει. Κι όμως είναι τέλειος διότι τα ενσωματώνει με τόσο μαγικό τρόπο που τελικά δεν τα βλέπεις. Το ίδιο γίνεται και με τον βοηθό του (Ομάρ Σι). Είναι μαύρος, φτωχός, περιθωριακός, πρώην φυλακισμένος, αμόρφωτος, αλλά και πλακατζής, τίμιος, αφοσιωμένος, ειλικρινής και ευαίσθητος. Αν είχε τα μισά μόνο από αυτά τα κλισέ, τότε θα ήταν αφόρητος. Τα έχει όλα όμως και αυτή η υπερβολική τους χρήση τα ακυρώνει.

    Το ίδιο είχε συμβεί, κατά κάποιο τρόπο, και με το «Pretty Woman» το οποίο χτίστηκε πάνω σε εκατοντάδες κλισέ που δεν δίσταζαν να φωνάζουν την καταγωγή τους από την «Σταχτοπούτα» και άλλα ειδυλλιακά παραμύθια. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι οι «Αθικτοι» ακολουθούν (με πιο ευρωπαϊκό και ντελικάτο τρόπο) την δομή του «Pretty Woman»: μέχρι και στην όπερα θα πάει το ασύμπτωτο ζεύγος του ανάπηρου εκατομμυριούχου λευκού με τον σωματώδη περιθωριακό μαύρο.

    Καθόλου αρνητική δεν είναι λοιπόν η χρήση των κλισέ, αφού από μόνα τους δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε. Η σημασιολογία τους καθορίζεται από τον τρόπο χρήσης, τον αριθμό τους και την δομή τους. Και στους «Αθικτους» αυτή η σημασιολογία των κλισέ, είναι απλώς αριστουργηματική. Η ταινία σε παρασύρει χωρίς να το καταλάβεις, σε μεθάει πριν συνειδητοποιήσεις ότι ήσουν νηφάλιος.

    Ξεχάστε τα κλισέ, τα στερεότυπα, τους κοινούς τόπους και τις μπανάλ εκφράσεις και μην διανοηθείτε να χάσετε αυτή την ταινία.

    Ορέστης Ανδρεαδάκης

  • Αυτό Θα Πει Πόλεμος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αυτό Θα Πει Πόλεμος

    Σε αυτή την καμουφλαρισμένη παραλλαγή του “Mr. and Mrs. Smith”, η Ρις Γουίδερσπουν γίνεται το μήλο της έριδος για δύο υπέρ-κατασκόπους (Τομ Χάρντι και Κρις Πάιν), αποφασισμένους να φτάσουν στα άκρα για να την κερδίσουν. Το πραγματικό ρομάντζο ωστόσο, βρίσκεται ανάμεσα στους δύο κολλητούς με το ακραίο επάγγελμα - και επειδή αυτή η ερωτική χημεία δεν εκφράζεται ποτέ με σεξουαλικούς όρους, το αποτέλεσμα είναι πολύ ξύλο και εκρήξεις επί της οθόνης.

    Η συνταγή είναι κλασική: ο ένας είναι ο γοητευτικός γυναικάς με τα ακριβά γούστα και τους σωστούς τρόπους. Ο άλλος είναι η άγρια και μοναχική δύναμη της φύσης που δεν υποτάσσεται. Φυσικά, και οι δύο είναι κούκλοι, οπότε όταν ερωτεύονται την ίδια γυναίκα χωρίς να το ξέρουν, εκείνη δεν χρειάζεται παρά να διαλέξει τον καλύτερο. Αυτό ακριβώς το κλασικό μότο λοιπόν (“Ας κερδίσει ο καλύτερος”) δίνει την αφορμή για το ξέσπασμα μιας διαμάχης κυριολεκτικά πολεμικής.

    Η ιδέα εδώ είναι να συνδυαστεί το bromance, η κωμωδία και η ταινία δράσης σε ένα σφιχτοδεμένο πακέτο, στο οποίο οι δύο άνδρες πρωταγωνιστές παρέχουν την (τόσο αγαπημένη στο Χόλιγουντ) αδρεναλίνη με το γκέι χωρίς να είναι γκέι υπόβαθρο (βλ. “Σέρλοκ Χολμς”), ενώ η Ρις Γουίδερσπουν δίνει τις κωμικές ανάσες. Δουλεύει; Αν δεν έχετε πρόβλημα με την μηδενική πρωτοτυπία κάτω από την εφετζίδικη επιφάνεια, την επιτηδευμένη χωρίς λόγο σκηνοθεσία του McG (“Οι Άγγελοι του Τσάρλι”) και την εξόφθαλμη έλλειψη χημείας με τον θηλυκό παρονομαστή της εξίσωσης, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να περάσετε καλά.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Casino Jack

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Casino Jack

    Η ιστορία έχει αποδείξει πολλάκις ότι οι larger than life προσωπικότητες χρειάζονται και αντίστοιχα τολμηρό χειρισμό για να αναδειχθούν σε εξίσου ευρηματικές ταινίες – αλλιώς μετατρέπονται σε θολή αντανάκλαση της πραγματικότητας. Τέτοια είναι και η περίπτωση της κινηματογραφικής εξιστόρησης της ανόδου και της πτώσης του Ζακ Αμπράμοφ (Κέβιν Σπέισι), ο οποίος εκμεταλλεύτηκε με κάθε τρόπο την επαγγελματική του ιδιότητα, τις εξωφρενικές του διασυνδέσεις και το διαολεμένο θράσος του: η εξαπάτηση ινδιάνικων καζίνο, το άνοιγμα πολυτελών εστιατορίων, η σκιώδης υποστήριξη ανερχόμενων πολιτικών και η συνεργασία με αδίστακτους μαφιόζους ήταν μερικές μονάχα από τις δραστηριότητές του.

    Καθώς η άνοδος του έχει ήδη δρομολογηθεί πριν από τους τίτλους αρχής, αυτό που παρακολουθούμε είναι το προκλητικό παιχνίδι του με τη δημοσιότητα και η σχεδόν σουρεαλιστική μεγαλομανία του να καταπιαστεί με κάθε πιθανή επιχειρηματική δραστηριότητα με τακτικές του τύπου «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», λίγο πριν από την προαναγγελθείσα ανώμαλη πτώση. Κι αν οι μανιασμένες ερμηνείες του ιλλιγγιωδώς υπερκινητικού Σπέισι και του ταιριαστά γλοιώδους Μπάρι Πέπερ, στον ρόλο του εξίσου ανεξέλεγκτου συνεργάτη του, αποδεικνύονται αντάξιες μια απίστευτης αληθινής ιστορίας, όλα αυτά, αν και χαριτωμένα, ελάχιστα μας ενδιαφέρουν, καθώς ο Χικενλούπερ παραπατάει αβέβαια ανάμεσα στη σάτιρα και τη βιογραφία, ανίκανος να μας χαρίσε το δηλητήριο της πρώτης ή τον συναισθηματικό αντίκτυπο της δεύτερης και, κυρίως, αδυνατώντας να δώσει μια ευρύτερη, διαχρονική και ουσιαστικά πολιτική διάσταση στο όλο παραλήρημα.

    Θανάσης Πατσαβός

  • Πώς Να Κλέψετε Ένα Εκατομμύριο Δολάρια

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πώς Να Κλέψετε Ένα Εκατομμύριο Δολάρια

    Ντυμένη απ' την κορφή ως τα νύχια με Givenchy, η Οντρεϊ Χέπμπορν πιάνει κατακαημένο λωποδύτη (Πίτερ Ο' Τουλ) στα πράσα και τον αναγκάζει να της μάθει τα κόλπα του επαγγέλματος. Ποζάροντας ως κόρη διάσημου πλαστογράφου, πρέπει απαραιτήτως να κλέψει μια από τις μαϊμούδες του μπαμπά της από γνωστό μουσείο γιατί αν πέσει στα χέρια ειδικών δεν τον σώζει τίποτα. Όχι πως θα μπορούσε να του συμβεί καμιά μεγάλη συμφορά σε ταινία όπου ακόμα και η στολή της καθαρίστριας είναι σχεδιασμένη από έναν από τους μεγαλύτερους οίκους μόδας της εποχής.

    Το πιο αστείο απ' όλα είναι βέβαια το βιοτικό επίπεδο των πρωταγωνιστών, που ουδεμία σχέση έχει με την υποτιθέμενη οικονομική τους επιφάνεια: ο ημίτρελος πλαστογράφος Ιλαϊ Γουάλας ζει σε ένα παλάτι γεμάτο γοτθικά έπιπλα, η άνεργη κόρη αλλάζει (πανάκριβα) ρούχα τουλάχιστον τέσσερις φορές την ημέρα, ενώ ο ποταπός διαρρήκτης που πήγε να τη ληστέψει κυκλοφορεί με λεμονί τζάγκουαρ.

    Όταν βέβαια ο Πίτερ Ο' Τουλ και η Οντρεϊ Χέπμπορν, αδύνατοι σαν ανορεξικοί έφηβοι, κλειδώνονται κατά λάθος στη ντουλάπα, είσαι διατεθειμένος να τους συγχωρήσεις τα πάντα. Σημασία έχει μόνο η μεγάλη ληστεία, που τους επιτρέπει να φτάσουν ο ένας στην καρδιά του άλλου χωρίς να ξεκουμπώσουν ούτε μισό κουμπί. Τουλάχιστον όχι όσο βρίσκονται εντός κάδρου!

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Γλυκό Ψέμα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γλυκό Ψέμα

    Από τις ταινίες που μοιάζουν αποκλειστικά σχεδιασμένες για προβολή σε θερινά σινεμά, μπας και ξεχαστείς με τη δροσούλα και την γύρω γύρω φυλλωσιά και δε προσέξεις το σενάριο να τρεκλίζει όσο προχωράει η ιστορία, το «Γλυκό Ψέμα» τελικά πετυχαίνει αυτό που επεδίωξε να είναι: αρκετά χαριτωμένο, αρκετά ευχάριστο και πολύ πολύ Γαλλικό.

    Παρόλο που η ταινία είναι χτισμένη γύρω από δύο χαρακτήρες που συχνά δοκιμάζουν την υπομονή μας (μάνα και κόρη, και οι δύο ενίοτε εκνευριστικά υπερβολικές στην ερωτική εμμονή και την εξυπνακίστικη επιθετικότητα αντίστοιχα) και έναν άλλον (πολυμαθής πολυεργάτης) τόσο συμπαθή που του εύχεσαι να ξεφύγει και από τις δύο το γρηγορότερο, καταφέρνει να πάρει τη βάση χάρη στις καλές κεντρικές ερμηνείες, που βγάζουν όσο πνεύμα βγαίνει από ένα κάπως πρόχειρο σενάριο σαν κι αυτό, και τις κάποιες ζωηρές σκηνές – αυτό δηλαδή πριν αρχίσουν οι πολλές παρεξηγήσεις και τα ψέματα να μαζεύονται και σε πιάσει ο πονοκέφαλος.

    Δροσερό όσο δεν πάει και ανάλαφρο σαν πούπουλο, βλέπεται καλύτερα, αν δεν σκεφτείς την κάπως άβολη κατεύθυνση της πλοκής και το βιαστικό φινάλε, και αράξεις να ακούσεις γαλλικά κάτω από τα αστέρια.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Η Περίπτωση Λάρι Κράουν

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Περίπτωση Λάρι Κράουν

    Καλοσυνάτος, μονίμως πρόσχαρος και απόλυτα συμπαθής: ο Τομ Χανκς δεν χρειάστηκε να κοπιάσει αρκετά για να υποδυθεί τον Λάρι Κράουν, κάτι σαν alter ego του πιο συμπαθή χολιγουντιανού σταρ. Είναι κρίμα, λοιπόν, που η ταινία που τον περιτριγυρίζει δεν είναι αντάξια του ταλέντου του ως ηθοποιού αλλά και ως σκηνοθέτη.

    Με μια αρκετά έξυπνη ιδέα στο κέντρο της ιστορίας και τόσους προικισμένους ερμηνευτές να την πλαισιώνουν, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς το σενάριο μπορεί να βγήκε τόσο αδύναμο, επίπεδο και παντελώς αδιάφορο. Προτιμώντας την κατεύθυνση της ευχάριστα γλυκανάλατης, παρά της πραγματικά πνευματώδους, κομεντί, οι καταστάσεις είναι φίσκα στην απιθανότητα, φέρνοντας κοντά χαρακτήρες με ευρήματα ανεδαφικά, με αποκορύφωμα την παρανοϊκά αφελή ιστορία με την συμμορία σκούτερ και την μέντορα του Λάρι, Ταλία.

    Αυτό θα ήταν κάτι που θα συγχωρούνταν πιο εύκολα αν ο Χανκς και η Νία Βαρντάλος (ναι, η ίδια Βαρντάλος τού «Γάμος αλά ελληνικά») είχαν φροντίσει να γεμίσουν τους διαλόγους με άφθονες πνευματώδεις ατάκες. Αντίθετα, οι «κωμικές» σκηνές είναι άνευρες, η σπιρτάδα απουσιάζει πλήρως και η ιστορία περιφέρεται άσκοπα από την μια υποπλοκή στην άλλη – υπάρχουν αρκετοί δεύτεροι χαρακτήρες, άλλωστε, για να γεμίσουν δυο και τρεις ταινίες.

    Ο Χανκς θα είναι πάντοτε μια καλοδεχούμενη παρουσία και θα κάνει πάντα τους ήρωές του αγαπητούς, ενώ κάνει ένα συμπαθητικό (αν και όχι ακριβώς με ερωτική χημεία) δίδυμο με την Τζούλια Ρόμπερτς, που είναι αξιοπρεπής σε ένα ρόλο πιο λεπτομερή και ενδιαφέροντα από τον ίδιο τον Λάρι Κράουν. Χρειάζονται, όμως, πολύ περισσότερα για να στηρίξεις μια ολόκληρη ταινία από την καλή διάθεση και τις καλές προθέσεις – η συγκεκριμένη είναι ένα συμπαθητικό, ανώδυνο και κάπως φλατ μίγμα που ξεχνάς στο δευτερόλεπτο.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Το Ταξίδι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Ταξίδι

    Σαν ανεπίσημο σίκουελ του «Tristram Shandy: a cock and bull story» και στην πραγματικότητα μονταρισμένο υλικό της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς του BBC, το «Ταξίδι» δίνει την ευκαιρία στον Στιβ Κούγκαν και τον Ρομπ Μπράιντον να υποδυ­θούν και πάλι τους εαυτούς τους, ή τουλάχιστον τις εκδοχές των εαυτών τους που ταιριάζουν με την κεντρική ιδέα, και να περάσουν το σύνολο της ταινίας αυτοσχεδιά­ζοντας αστεία και μιμήσεις, μια αποστολή-παράδεισος για κάθε κωμικό.

    Για να κρα­τηθούν τα προσχήματα, τα ελάχιστα ίχνη πλοκής επιχειρούν να τους διαφοροποιή­σουν κάπως σαν ανθρώπους και επαγγελματίες - ο Μπράιντον είναι ένας ευτυχισμέ­νος οικογενειάρχης και αναγνωρίσιμος κωμικός, ενώ είναι προφανές ότι η προσωπική και επαγγελματική ζωή του Κούγκαν τον μελαγχολούν και τον αποκαρδιώνουν - και να τονίσουν το γεγονός ότι δεν είναι και οι καλύτεροι φίλοι, κάτι που κάνει την εκδρομή κάπως άβολη και για τους δύο.

    Το γιατί αυτή η συνάντηση, πάντως, συνδυάστηκε με ένα γαστρονομικό ταξίδι παραμένει μυστήριο. Εκτός από τα περιστασιακά πλάνα στις κουζίνες των εστιατο­ρίων και τα κάποια σχόλια για τα τελικά αποτελέσματα, το όλο περιτύλιγμα είναι περισσότερο η αφορμή για τους δύο κωμικούς να κάθονται απέναντι ο ένας στον άλλον και να αυτοσχεδιάζουν, παρά κάτι πιο οργανικό και ουσιώδες - και κριτική τραπεζο­μάντιλων να έκαναν, το ίδιο αποτέλεσμα θα είχαμε.

    Αναγνωρίζει κανείς τη γενναιότητα των συντελεστών να αφεθούν σε μια τόσο αντισυμβατική φόρμα (αν δύο τόσο γνωστά ονόματα έκαναν μια κωμική ταινία του συρμού, θα θησαύριζαν), όμως το ρίσκο δεν είναι πάντα πετυχημένο. Όπως συμβαίνει συχνά με τα σενάρια που βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, υπάρχει μια ασυνέπεια στον ρυθμό, όπως και στο επίπεδο των διαλόγων. Ενώ κάποιες σκηνές δεί­χνουν να χάνουν το δρόμο τους γρήγορα, με μικροπρεπείς διαφωνίες και ανταγωνισμούς, άλλες πετυχαίνουν διάνα. Οι εφιάλτες του Κούγκαν, ο διάλο­γος για το λόγο που όλες οι αποστολές ξεκινούν την αυγή, το πώς η φωνή του Μάικλ Κέιν έχει μεταβληθεί με τα χρόνια, όλα ευρήματα ξεκαρδιστικά που σε κάνουν να εύχεσαι για ένα πιο σφιχτό σενάριο, όπου αυτές οι στιγμές δε θα ήταν ευτυχή ατυ­χήματα αλλά μέρος ενός αξιότερου συνόλου.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Αν...

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αν...

    Για λογαριασμό της πρώτης του σεναριακής και σκηνοθετικής δουλειάς στον κινηματογράφο, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης επιχειρεί να διηγηθεί όχι μία αλλά δύο ιστορίες αγάπης, τις οποίες μάλιστα τοποθετεί σε μια σημερινή Αθήνα της συλλογικής κρίσης, έτσι όπως αυτή διαπερνά αναπόφευκτα τις ανθρώπινες σχέσεις και ρίχνει βαριά την σκιά της πάνω στους κατοίκους μιας μεγαλούπολης που αναζητά λίγη αγάπη και ασφάλεια.

    Το σκεπτικό του Παπακαλιάτη είναι να ενώσει το είδος του αισθηματικού δράματος με ένα επίκαιρο σχόλιο πάνω στην τρέχουσα νεοελληνική πραγματικότητα και με ένα γενικότερο προβληματισμό πάνω στην έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης ως μια ατέλειωτη αλληλουχία από πιθανότητες και παιχνίδια του τυχαίου.

    Αυτό στο οποίο καταλήγει είναι το αντίστοιχο ενός γιγαντιαίου και διαρκούς déjà vu. Σκηνές, διάλογοι, μουσικές και ολόκληρες παράμετροι της πλοκής φέρνουν στο μυαλό πολυάριθμες δημιουργίες του παρελθόντος, ενώνοντάς τις σε ένα συζητήσιμο επισκεπτήριο από πράγματα που έχουμε δει, ακούσει και σκεφτεί ήδη πολλές φορές στο σινεμά.

    Δεν είναι αυτό, ωστόσο, το πρόβλημα της καλογυρισμένης τηλεταινίας που ο Παπακαλιάτης μεταμφίεσε στις διαστάσεις ενός κανονικού κινηματογραφικού φιλμ. Το «Αν...» βασίζεται υπερβολικά επάνω σε μια ατέλειωτη παρέλαση από ρομαντικά στερεότυπα και τόσο πολυχρησιμοποιημένα κλισέ, ώστε να μπορείς να προβλέψεις το πότε θα εμφανιστούν επί οθόνης, ολόκληρα λεπτά πριν συμβεί αυτό.

    Ο σκηνοθέτης υπερτονίζει, επιπλέον, κάθε πλάνο του με συναισθηματικές μουσικές, οι οποίες παίζουν συνεχώς και δεν λένε να σιγήσουν, σαν να επιχειρούν να ψυχαναγκάσουν τον θεατή για το πώς πρέπει να αισθάνεται και να ανταποκρίνεται σε κάθε στιγμή της ταινίας.

    Με τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για ματαιοδοξία και ναρκισσισμό, έπειτα, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης του φιλμ φιγουράρει σχεδόν σε κάθε πλάνο του, κρατώντας τα πρωταγωνιστικά ηνία μαζί με την (συμπαθέστατη) Μαρίνα Καλογήρου.

    Άθελά του, όμως, εκτοπίζει πολύ πιο ενδιαφέροντες δεύτερους χαρακτήρες οι οποίοι, αν είχαν την πολυτέλεια περισσότερου χρόνου με το μέρος τους, θα είχαν ληστέψει σίγουρα την ταινία από τους δυο βασικούς της συντελεστές.

    Δεν είναι παράλογο που τα πιο αξιομνημόνευτα στιγμιότυπα της ταινίας αφορούν είτε το ζεύγος Γιώργου Κωνσταντίνου και Μάρως Κοντού (χαριτωμένο το εύρημα της κινηματογραφικής επανένωσής τους), είτε την Θέμιδα Μπαζάκα στον ρόλο της μητέρας, είτε τον Φάνη Μουρατίδη σε σύντομη αλλά πολύ χαρακτηριστική σκηνή, είτε τον Ακύλα Καραζήση με το εκτόπισμά του, είτε τον Τάκη Σπυριδάκη στη φιγούρα ενός μπάρμαν, του οποίου πολύ φοβάμαι ότι ο ρόλος και οι ατάκες κατέληξαν στο πάτωμα του δωματίου όπου έγινε το τελικό μοντάζ.

    Όλα αυτά ενδεχομένως να ήταν μικρότερα πταίσματα, αν ο Παπακαλιάτης εμπιστευόταν πραγματικά το ένστικτο και την καρδιά του και δεν κατέφευγε σε δάνεια από άλλους προκειμένου να γεμίσει την ιστορία του.

    Προϊόν μάλλον αυτής της ανασφάλειας και της ανάγκης του να επιβεβαιωθεί, διαλέγοντας όμως από τα ήδη δοκιμασμένα και τα «έτοιμα», το «Αν...» δεν περιέχει ούτε ένα σημείο στο οποίο τα όσα λέγονται και τα όσα καταδεικνύονται να μπορούν να πείσουν το κοινό ότι δεν αποτελούν αποτέλεσμα σεναριακής συγγραφής, αλλά έξυπνες αντανακλάσεις της αληθινής ζωής.

    Ίσως, όμως, αυτή να ήταν τελικά και η αντικειμενική πρόθεση του Παπακαλιάτη: ένα μη ρεαλιστικό σινεμά το οποίο να μεταχειρίζεται ρομαντικούς μύθους σαν να μην έχουν ειπωθεί ποτέ ξανά.

    Να αντικρίζει δηλαδή τη μητρόπολη ως μια σειρά από όμορφα, χρωματιστά σπιτάκια και ειδυλλιακά σοκάκια, να θίγει σημερινές κοινωνικο-πολιτικές αντιξοότητες από την θαλπωρή ενός άνετου διαμερίσματος στην Πλάκα, να ονειρεύεται αθηναϊκές γειτονιές στις οποίες ηχούν καθημερινά λατέρνες και να φιλμάρει τα πάντα σαν να αποτελούν υλικό ενός μεγάλου διαφημιστικού σποτ με θέμα τον έρωτα.

    Αν αυτές ήταν οι προθέσεις του δημιουργού της ταινίας, και κανείς δεν αρνείται σε έναν άνθρωπο να φαντασιώνεται στα σενάρια και στις ταινίες του μια πιο ελκυστική πραγματικότητα από αυτή που βλέπει γύρω του, τότε νομίζω ότι μπορεί να αισθάνεται περήφανος: Με το παραμυθένιο love story που σκαρφίστηκε, τις έφερε εις πέρας στην εντέλεια.

  • Παίζοντας με την Αγάπη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Παίζοντας με την Αγάπη

    Ένας σχεδόν σαραντάρης, πρώην διάσημος ποδοσφαιριστής (Τζέραρντ Μπάτλερ), βλέπει τη ζωή του να καταρρέει σιγά σιγά καθώς μένει άφραγκος και προσπαθεί να πλησιάσει ξανά την πρώην γυναίκα του (Τζέσικα Μπίελ), προπονώντας την ποδοσφαιρική ομάδα του εννιάχρονου γιου του. Ποιο είναι το λάθος στην παραπάνω εικόνα; Ότι το σοβαρότερο πρόβλημα του εν λόγω τύπου δεν είναι η χαμένη του δόξα, το αβέβαιο μέλλον ή η αποξενωμένη οικογένεια, αλλά η φοβερή επιτυχία που έχει στο αντίθετο φύλο.

    Ο Τζορτζ του Μπάτλερ είναι μία κινούμενη καταστροφή, ωστόσο όλες οι γυναίκες που κινούνται γύρω του σε ακτίνα βολής μοιάζουν ανίκανες να αντισταθούν σε αυτόν τον ολοφάνερα προβληματικό άνδρα. Μην είναι η σέξι σκοτσέζικη προφορά; Mην είναι οι ακόμη πιο σέξι κοιλιακοί; Ή μήπως είναι η ντεκουπαρισμένη κόμη; Όπως και να 'χει, οι μαμάδες των αγοριών της παιδικής ομάδας που προπονεί είναι ξετρελαμένες μαζί του.

    Από τη σέξι νοικοκυρά Ντενίζ (Κάθριν Ζέτα Τζόουνς) μέχρι τη σύζυγο-τρόπαιο του Ντένις Κουέιντ, Πάτι (Ούμα Θέρμαν), όλες θέλουν κάτι από τον καυτό προπονητή, ο οποίος προσπαθεί ως άλλος Οδυσσέας να κρατήσει χαρακτήρα μπροστά στις Σειρήνες της αμερικάνικης σαμπέρμπια. Πώς μπορεί λοιπόν ο Τζορτζ να γίνει καλός πατέρας και καλύτερος πρώην σύζυγος με όλους αυτούς τους πειρασμούς;

    Αυτό είναι το βασικό premise ενός σεναρίου που δεν μπορεί να αποφασίσει εάν θα επικεντρωθεί στο οικογενειακό δράμα, την αναγέννηση ενός πρώην δοξασμένου ήρωα ή τις κάψες μερικών νοικοκυρών σε απόγνωση. Το τελικό αποτέλεσμα, μία μίξη όλων των παραπάνω με απεγνωσμένες προσπάθειες χιούμορ, θυμίζει ξεχαρβαλωμένη ομάδα, που γλυτώνει το γκολ στο 90', χάρη στον ξανθό μπαλαδόρο-σούπερ σταρ. Μπορεί να μην κερδίζει το άθλημα, αλλά η σόου μπιζ τελικά δεν βγαίνει χαμένη.

  • Το Μαγαζί της Γωνίας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Μαγαζί της Γωνίας

    Κάνοντας ένα ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να πάρει ιδέες για τη «Νινότσκα», ο Ερντ Λιούμπιτς αρχίζει να ενδιαφέρεται και πάλι για την Ανατολική Ευρώπη, και στρέφεται προς χαρακτήρες πιο απλούς και συνηθισμένους. Το σενάριο που γράφει, μαζί με τον Ράφαελσον, βασίζεται σε ένα θεατρικό του Ούγγρου συγγραφέα Μίκλος Λάζλο και δεν περιλαμβάνει πριγκιπάτα ή πολυτελή μεγαλοαστικά σαλόνια αλλά το ζεστό μικροαστικό σύμπαν ενός μαγαζιού.

    Ενώ κρατά την απαράμιλλη χάρη της γραφής του, ο Λιούμπιτς εδώ αλλάζει, έρχεται κοντά σε ένα πιο «καθημερινό» τύπο χαρακτήρων και σε ένα πιο πλατωνικό είδος σχέσης - ίσως για αυτό το λόγο το «The Shop Around the Corner» να παρομοιάζεται από πολλούς με τα φιλμ του Κάπρα. Ο Τζέιμς Στιούαρτ και η Μάργκαρετ Σάλιβαν φτιάχνουν ένα όμορφο ζευγάρι με πειστική χημεία, χάρη και στον ικανό χειρισμό των κωμικών σκηνών. Διόλου τυχαία που 58 χρόνια αργότερα η υπέροχη κεντρική ιστορία ενέπνευσε και το επιτυχημένο ριμέικ «Έχετε Μήνυμα Στον Υπολογιστή Σας» με πρωταγωνιστές τους Τομ Χανκς και Μεγκ Ράιαν.

  • Νινότσκα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Νινότσκα

    Mε το σλόγκαν «H Γκάρμπο γελάει!» αλλά με πιο σημαντικό γεγονός ότι μαζί με αυτήν γελάει και το κοινό, ο Λιούμπιτς σερβίρει ένα ακόμη από τα γνωστά κωμικά κοκτέιλ του. Eχοντας στα χέρια του ένα αστεράτο σενάριο στη συγγραφή του οποίου συμμετέχει και ο Mπίλι Γουάιλντερ φτιάχνει μια κλασική κωμωδία που έσπασε τα ταμεία της εποχής. Tρεις απίθανοι Pώσοι πράκτορες βρίσκονται στο Παρίσι. H αποστολή που τους έχει αναθέσει το σοβιετικό καθεστώς υποτίθεται ncos είναι η πώληση πρώην αυτοκρατορικών διαμαντιών, αλλά εκείνοι έχουν αφεθεί για τα καλά στη γλυκιά ζωή των εστιατορίων και των καλών κρασιών. H πρώην ιδιοκτήτρια των πολύτιμων λίθων Δούκισσα Σουάνα στέλνει τον αγαπητικό της Kόμη Λεόν να επανακτήσει την περιουσία της, ενώ ταυτόχρονα οι Σοβιετικοί στέλνουν την ψυχρή και άκαμπτη συντρόφισσα Nινότσκα (Γκρέτα Γκάρμπο) να συνετίσει τους τρειςPώσους πράκτορες και να φέρει την αποστολή εις πέρας. Oι εξελίξεις όμως είναι ραγδαίες όταν η σκληρή κομμουνίστρια, που βλέπει τον Πύργο του Aϊφελ cos αλάνθαστη μεταλλική κατασκευή και τον έρωτα ως απλή χημική ένωση, σαγηνεύεται από τον Λεόν, αλλά και τον δυτικό τρόπο ζωής.

  • O Στρατηγός

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    O Στρατηγός

    Υποτιμημένος για δεκαετίες, ο «Στρατηγός» ορίζει καλύτερα από κάθε άλλη κωμωδία του βωβού αυτό που χάθηκε για πάντα με την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου: την εκρηκτική δυναμική των εικόνων, που παράγουν το γκαγκ σαν κλασική μουσική.

  • Μωρέ, Κουράγιο!

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μωρέ, Κουράγιο!

    Τις πραγματικά κλασικές κωμωδίες μπορείς να τις εξακριβώσεις στην πράξη: όταν μια ολόκληρη σκοτεινή αίθουσα γελάει εν έτει 2012 με μια ταινία που γυρίστηκε εκατό χρόνια πριν, τότε μάλλον δεν χωρά αμφιβολία για την διαχρονικότητά της. Αυτό είναι το στοίχημα της επανέκδοσης του «Safety Last!» και φαίνεται εξαρχής κερδισμένο. Εκτός του ότι η ταινία αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες, αν και λιγότερο ξακουστές, στο είδος της, θα συστήσει τώρα σε ένα νεώτερο κοινό την φιγούρα ενός έξοχου μα παραγνωρισμένου κωμικού που άκουγε στο όνομα Χάρολντ Λόιντ και ο οποίος ουδέποτε απήλαυσε της εκτενούς αναγνώρισης ενός Μπάστερ Κίτον και ενός Τσάπλιν.

    Πνευματικό του τέκνο εξ ολοκλήρου, το «Safety Last!» (που επανακυκλοφορεί στην Ελλάδα με τον ανόητο τίτλο «Μωρέ, Κουράγιο!») αντλεί το παιχνιδιάρικο χιούμορ του από τα παθήματα ενός καθημερινού και καλοκάγαθου ήρωα κατά την επαφή του με έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για ανθρώπους όπως αυτός και κορυφώνεται σε μια από τις διασημότερες σεκάνς του σινεμά: έναν αξέχαστο συνδυασμό γέλιου και αγωνίας καθώς ο ηθοποιός κρέμεται από τους δείχτες ενός γιγαντιαίου ρολογιού, αρκετούς ορόφους πάνω από τη γη και με την πόλη να δεσπόζει κάτω από τα πόδια του.

    Λουκάς Κατσίκας

  • Μπουτίκ Για Αυτόχειρες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μπουτίκ Για Αυτόχειρες

    Μια σύγχρονη πόλη καλύπτεται από ένα πέπλο μιζέριας και απαισιοδοξίας. Οι κάτοικοί της βυθισμένοι στην κατάθλιψη ψάχνουν απεγνωσμένα τρόπο για να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Οι αυτοκτονίες σε δημόσιο χώρο απαγορεύονται και τιμωρούνται με αυστηρό πρόστιμο, το οποίο προφανώς επιβαρύνει τους συγγενείς του αυτόχειρα.

    Σε αυτό τον κόσμο, όπου ακόμα και τα περιστέρια επιχειρούν ελεύθερες αυτοκαταστροφικές πτώσεις, υπάρχει μια οικογενειακή επιχείρηση που θησαυρίζει, μια μπουτίκ που προσφέρει στους πελάτες της αυτό που τόσο επιζητούν: λύσεις και προιόντα αυτοκτονίας. Ο κύριος Μισιμά, η γυναίκα και τα δύο τους παιδιά βρίσκονται πάντα εκεί, έτοιμοι να εξυπηρετήσουν τους ενδιαφερόμενους και να τους βοηθούσουν να διαλέξουν το θάνατο που τους ταιριάζει. Θηλιές όλων των μεγεθών, δηλητήρια για κάθε γούστο, περίστροφα και ξιφολόγχες, όλα βρίσκονται προς πώληση, αυστηρά τοις μετρητοίς.

    Σε αυτό το μικρό μαγαζάκι του τρόμου όμως, οι ισορροπίες διαταράσσονται με τη γέννηση του τρίτου παιδιού της σκοτεινής φαμίλιας, του μικρού και πάντα χαμογελαστού Αλαν. Ο Αλαν φυσικά δεν ταιριάζει καθόλου με το περιβάλλον του. Ο μπόμπιρας είναι πάντα ευδιάθετος, κάνει όνειρα για το μέλλον και γενικά αποσυντονίζει την πνιγερή ατμόσφαιρα της οικογένειας και του μαγαζιού. Απηυδισμένος απʼ την άχαρη και μουντή ζωή των τριγύρω του, καταστρώνει ένα σχέδιο μαζί με τους πιτσιρικάδες φίλους του έχοντας ένα και μόνο σκοπό: να διώξει τη δυστυχία από τη καθημερινότητα μιας ολόκληρης πόλης.

    Στην καινούρια ταινία του, ο Πατρίς Λεκόντ («Ο Εραστής της Κομμώτριας», «Ο Δήμιος του Σαν Πιέρ»), διοχετεύει το μαύρο χιούμορ του ομότιτλου βιβλίου του Ζαν Τουλέ σε ένα καλοφτιαγμένο animation βίντατζ αισθητικής που φλερτάρει με τον κόσμο του Τιμ Μπάρτον ενώ ταυτόγχρονα επιστρατεύει το φορμά του μιούζικαλ για να πυροδοτήσει την αφήγησή του.

    Και αν μέχρι ενός σημείου τα καταφέρνει καλά, βασισμένος κυρίως στο μακάβρια αστείο σύμπαν που δημιουργεί (το οποίο συνειρμικά φέρνει στο νου την «Οικογένεια Ανταμς» του Μπάρι Σόνενφελντ) στη συνέχεια η επιλογή του Γάλλου σκηνοθέτη να περιχαρακώσει την ταινία σε ένα στενό και πολιτικά ορθό πλαίσιο αφήνει ανεκμετάλευτες τις δυνατότητες της ιστορίας. Έτσι, το «Μπουτίκ για Αυτόχειρες» παρά τις προσδοκίες που καλλιεργεί κατά τη διάρκεια του για ανευ όρων ενήλικη διασκέδαση, ακολουθεί τελικά την ασφαλή οδό και μοιάζει να απευθύνεται κυρίως σε ένα κοινό νεαρής ηλικίας.

  • Μπαμπούλες Πανεπιστημίου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μπαμπούλες Πανεπιστημίου

    Εκ των υστέρων, μοιάζει προφανές: η φούσκα της Pixar, του στούντιο που πρωτοπορεί τα τελευταία χρόνια στο σινεμά με τις έξυπνες, πρωτότυπες και συγκινητικές ιστορίες του, ήταν προορισμένη να σκάσει. Κάποια στιγμή, ορισμένα θεματικά μοτίβα θα αναδύονταν για να προδώσουν τον εφησυχασμό των ιστοριών, ενοχλητικές συνήθειες θα έκαναν την εμφάνισή τους για να μαρτυρήσουν μια διάθεση για τεμπελιά και, το χειρότερο όλων, η πρωτοτυπία και το ρίσκο του καινούριου θα έδιναν την θέση τους στις ασφαλείς επιλογές.

    Και αυτό που παρατηρούμε τώρα είναι το «μετά» τη φούσκα αυτή, την άχαρη περίοδο όπου το στούντιο προσπαθεί να πείσει ότι υπάρχει ουσιαστικό νόημα για να επιδιώξει τα σίκουελ και πρίκουελ των γνωστών ιστοριών του αντί να κυνηγήσει κάτι το καινούριο. Οι «Μπαμπούλες Πανεπιστημίου» είναι απλώς η ταινία που έρχεται να συμβολίσει ό,τι ανησυχητικό για την κατεύθυνση που έχει πάρει η εταιρεία.

    Η δεύτερή μας επίσκεψη στον κόσμο της «Μπαμπούλες Α.Ε.» μάς πάει πίσω στην εποχή που ο Σάλι και ο Μάικ, καλύτεροι φίλοι στη μετέπειτα ζωή, γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο και αντιπάθησαν ο ένας τον άλλον αμέσως, κυρίως εξαιτίας των μεγάλων διαφορών τους: το φυσικό ταλέντο του πρώτου δίπλα στην αφοσίωση και την πειθαρχία του δεύτερου όσον αφορά τις σπουδές τους. Η τύχη θα τα φέρει έτσι όμως, που θα πρέπει να μάθουν να δουλέψουν μαζί σαν ομάδα, αν θέλουν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους και να γίνουν Φοβιστές.

    Απολύτως αξιοπρεπής και σε γενικές γραμμές διασκεδαστική, η ταινία αδικείται εν μέρει από το τάιμινγκ της κυκλοφορίας της: αν οι τίτλοι αρχής έφεραν όποιο άλλο logo πλην της Pixar, οι «Μπαμπούλες» θα κέρδιζαν κυρίως επαίνους για τον καλό τους ρυθμό, τον ευφάνταστο σχεδιασμό και την αβίαστη χημεία των δύο κεντρικών ηρώων, που σχηματίζουν ένα ιδανικό δίδυμο ακόμη και όταν είναι στα μαχαίρια.

    Η αντίρρηση, όμως, είναι η ίδια με εκείνη που έμεινε ως επίγευση και από το «Brave»: το να περιμένεις λιγότερα από το συγκεκριμένο στούντιο είναι πια ιδιαίτερα δύσκολο, μετά από όλα όσα μας έχουν δείξει ότι μπορούν και φιλοδοξούν να κάνουν. Έτσι, ακόμη και μια καλοφτιαγμένη ιστορία σαν κι αυτή του συγκεκριμένου πρίκουελ φαίνεται λίγη ακριβώς επειδή πρόκειται για πρίκουελ: ένα συμπαθές και καλοφτιαγμένο αναμάσημα μιας ιστορίας, το σημαντικότερο, το πιο πρωτότυπο και το πιο φρέσκο κομμάτι της οποίας έχουμε ήδη ακούσει.

  • Σαββατοκύριακο στο Hyde Park

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σαββατοκύριακο στο Hyde Park

    Σε όλη την διάρκεια της κινηματογραφικής καριέρας του, ο Μπιλ Μάρεϊ έχει βρεθεί άφθονες φορές καταδικασμένος να δίνει τον καλύτερο εαυτό του σε ταινίες που δεν αξίζουν κάτι τέτοιο. Μέσα σε ένα διάστημα περισσότερο των τριάντα χρόνων, από τότε δηλαδή που ξεκίνησε τους ρόλους του στο σινεμά, ο σπουδαίος ηθοποιός έχει έρθει πάμπολλες φορές αντιμέτωπος με μέτριες σεναριακές δουλειές, ανεπαρκείς σκηνοθεσίες και συμβατικά φιλμικά σχέδια. Το «Σαββατοκύριακο στο Hyde Park» είναι μια από τις φορές αυτές.

    Στα χαρτιά τουλάχιστον η δημιουργία του Ρότζερ Μίτσελ ίσως έμοιαζε χαριτωμένη, διηγούμενη πώς στην διάρκεια ενός διημέρου του 1939, ο Φράνκλιν Ρούζβελτ και η σύζυγός του φιλοξενούν το βασιλικό ζεύγος της Αγγλίας στο σπίτι τους στην πόλη Χάιντ Παρκ, κοντά στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης.

    Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας Βρετανός μονάρχης επισκέπτεται την Αμερική: η Αγγλία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης με τη Γερμανία, και οι βασιλείς της αναζητούν απεγνωσμένα την υποστήριξη του Ρούζβελτ.

    Οι διεθνείς σχέσεις, όμως, περνούν μέσα από την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων του Προέδρου, καθώς η μητέρα, η σύζυγος και οι ερωμένες του συνωμοτούν, με αποτέλεσμα το σαββατοκύριακο να έχει μπόλικα απρόοπτα, ανάμεσά τους κι αυτό στο οποίο η Λόρα Λίνεϊ, στον ρόλο της γειτόνισσας, μακρινής εξαδέλφης και ερωμένης του Ρούζβελτ, προσφέρει στον πρόεδρο μια γαργαλιστικής φύσεως χειρωνακτική εργασία.

    Παρά τις γενναιόδωρες αφορμές κουτσομπολιού που συναντά κανείς στο φιλμ, ωστόσο, τα πάντα ακολουθούν μια φρόνιμη και καθωσπρέπει πεπατημένη που επιχειρεί να χειριστεί με όσο το δυνατόν πιο διακριτικό τρόπο και φινετσάτο χιούμορ ένα πικάντικο γαϊτανάκι χαρακτήρων και συμπεριφορών.

    Σκηνοθέτης πλησίον της διεκπεραίωσης στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα το «The Mother»), ο Μίτσελ χειρίζεται την ταινία με την λογική μιας ανάλαφρης δραματικής κομεντί καταστάσεων που δείχνει να χρειάζεται υποτυπώδη καθοδήγηση πίσω από την κάμερα και μοιάζει να βασίζεται ως επί το πλείστον στις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών του.

    Τι να σου κάνει, παρ' όλα αυτά, η σταθερά συμπαθής Λίνεϊ ή ένας απολαυστικός Μπιλ Μάρεϊ όταν, αντί για μια δημιουργία αντάξια του σπιρτόζικου ταλέντου τους, καλούνται να υποστηρίξουν ένα κινηματογραφικό καλαμπουράκι, από αυτά που βοηθούν να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα μια επίσκεψη στην σκοτεινή αίθουσα; Μάλλον όχι πολλά.

  • Η Αγάπη Δεν Έρχεται Μόνη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Αγάπη Δεν Έρχεται Μόνη

    Ο ορκισμένος εργένης και κυνηγός ποδόγυρων Σάσα ζει μόνος (εντάξει, τις δουλειές τις κάνει η μαμά), δουλεύει περιστασιακά σαν μουσικός, δεν έχει καμία κατεύθυνση στη ζωή του και αυτό τον βολεύει μια χαρά. Η Σαρλότ έχει μια υπεύθυνη δουλειά, δύο πρώην, τρία παιδιά και μια οργανωμένη ύπαρξη. Η μεταξύ τους έλξη δημιουργεί, φυσικά, τεράστια προβλήματα αλλά και προκαλεί ένα απότομο ξύπνημα για τον Σάσα: μήπως αυτή είναι η αγάπη που περίμενε; Και τι συμβαίνει τώρα που δεν έρχεται μόνη αλλά περιτριγυρισμένη από μια ζωή έτοιμη;

    Αν έχετε δει έστω και λίγες ρομαντικές κομεντί, μπορείτε βάσει των παραπάνω να φανταστείτε ήδη κάποιες κλισέ στιγμές που πρέπει να έχει μια τέτοια ιστορία που σέβεται τον εαυτό της: μια χαριτωμένη συνάντηση και αυτόματη, αβίαστη χημεία, μια παρεξήγηση που καταστρέφει τα πάντα μέχρι να λυθεί με μια κουβέντα και ένα απεγνωσμένο σπριντ, ίντριγκες από ζηλιάρηδες αντίζηλους, το ταξίδι ενός ήρωα προς την νέα, υπεύθυνη ζωή του συνοδεία προφανούς, συναισθηματικής μουσικής.

    Και το «Η Αγάπη Δεν Έρχεται Μόνη» είναι ένοχο όλων αυτών, και με το παραπάνω, με τους πρωταγωνιστές να χάνουν σιγά σιγά τις προσωπικότητές του για να βολέψουν τις υπερβολικά νοικοκυρεμένες και σακχαρώδεις εξελίξεις και να υπακούουν στις μη ρεαλιστικές επιταγές της καλογυαλισμένης πλοκής.

    Ευτυχώς, όμως, έχει ευλογηθεί με τις αναπάντεχα σέξι, απενεχοποιημένα αστείες και με αβίαστη χημεία παρουσίες του Γκαντ Ελμαλέχ και της Σοφί Μαρσό, πρόθυμων να 'πουλήσουν' δεξιοτεχνικά όλες τις κωμικές στιγμές, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν να κάνουν με σωματική κωμωδία, όλες εκείνες τις απολαυστικές τούμπες, γκάφες και πανικόβλητους αυτοσχεδιασμούς του ζευγαριού, όταν προσπαθούν να κρατήσουν τη σχέση τους κρυφή.

    Είναι αυτές οι πινελιές που αποζημιώνουν ευχάριστα για τις όποιες ευκολίες (και ναι, είναι πολλές αυτές οι ευκολίες) και τελικά ο λόγος που, παρόλο που η ταινία είναι εύπεπτη και βαθιά ανώδυνη, είναι ταυτόχρονα και ένας ιδιαίτερα ευχάριστος τρόπος να περάσεις ευχάριστα ένα βράδυ χωρίς πολλές κινηματογραφικές απαιτήσεις.

  • Ψαρεύοντας Σολομούς Στην Υεμένη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ψαρεύοντας Σολομούς Στην Υεμένη

    Είναι άραγε το ψάρεμα σολομών στην Υεμένη τόσο βαρετό όσο υπόσχεται ο τίτλος της νέας κομεντί στην οποία πρωταγωνιστεί ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ; Ευτυχώς όχι, χάρη στη χαριτωμενιά του τελευταίου και την εξίσου ευχάριστη παρουσία της Έμιλι Μπλαντ στο πλευρό του. H ιστορία είναι πρωτότυπη - ένας ιχθυολόγος που δουλεύει για την βρετανική κυβέρνηση (ΜακΓκρέγκορ) κουβαλιέται κατόπιν άνωθεν εντολής στην Υεμένη από νεαρή μάνατζερ (Μπλαντ) για λογαριασμό ενός ζάμπλουτου Σεΐχη, ώστε να δημιουργήσει από το μηδέν μέρος ψαρέματος σολομών-, το εσωτερικό σύμπαν του φιλμ καλοφτιαγμένο και το ξεκίνημα της ταινίας δίνει υποσχέσεις (που όμως δεν εκπληρώνει).

    Το πρόβλημα είναι η νερόβραστη προσέγγιση του Λάσε Χάλστρομ (της επιτυχημένης "Σοκολάτας"), που μπολιάζει το φιλμ με τη γλυκερή σκηνοθετική ματιά του, αφαιρώντας κάθε αιχμή από το πολιτικό λαυράκι που κρύβεται στο σκηνικό της αραβικής χώρας και τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των βρετανικών αρχών και του Σεΐχη. Το βιβλίο του Πολ Τόρντεϊ, στο οποίο βασίστηκε η ταινία, ακολουθεί την καθαρόαιμα σατιρική βρετανική παράδοση, αλλά ο Σουηδός Χάλστρομ θέλησε να παραδώσει μία πιο-straight-δε-γίνεται κομεντί.

    Πατώντας στα ασφαλή μονοπάτια της γραφικότητας των καταστάσεων πιέζει τους δύο πρωταγωνιστές να ακολουθήσουν τους κανόνες του rom-com αφαιρώντας από τον ρυθμό και την αβίαστη εξέλιξη της ταινίας. Όπως και να 'χει, αν είστε διατεθειμένοι να "τσιμπήσετε" στο δόλωμα μιας ακόμη καλοκαιρινής κομεντί, δε θα μείνετε απογοητευμένοι.

  • ...Ούτε στον εχθρό μου!

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    ...Ούτε στον εχθρό μου!

    Όπως και οι πρόσφατοι «Άθικτοι», το «Ούτε Στον Εχθρό Μου» είναι άλλη μια ηθογραφική κωμωδία για δύο εντελώς αντίθετους χαρακτήρες (πλούσιος-μορφωμένος-ευγενικής καταγωγής-καθώς πρέπει, φτωχός-αμόρφωτος-τυχάρπαστος-αυθόρμητος) που (υποτίθεται ότι) κατοικούν στην σημερινή Γαλλία και ενώνουν τις ζωές τους και μαθαίνουν απαραίτητα Μαθήματα Ζωής στην πορεία: από τη μια, ο ένας μαθαίνει να είναι υπεύθυνος, από την άλλη ο άλλος να διασκεδάζει την ζωή.

    Ακούγεται εντελώς κλισέ, και είναι, όσο δεν φαντάζεστε - εκεί όμως που οι «Άθικτοι» είχαν τουλάχιστον δύο σχετικά καλογραμμένους χαρακτήρες και καλοκουρδισμένους ηθοποιούς (ο εξαιρετικός Ομάρ Σι όντως έπειθε ότι μπορεί να αλλάξει την ζωή σου με την ενέργειά του), η ταινία της Αν Φοντέν δεν ισοδυναμεί με τίποτα περισσότερο από ένα άθροισμα ξαναζεσταμένων κλισέ που ακολουθούν μια εξαντλημένη πια φόρμουλα, χωρίς καμία επιλογή του σεναρίου ή της σκηνοθεσίας δεν προδίδει ιδιαίτερη έμπνευση ή φροντίδα για την ιστορία.

    Θέλοντας να τονίσει την απόσταση μεταξύ αυτών των δύο πόλων όμως (και τους χωρίζουν τα πάντα, χωρίς υπερβολή) ξεχνά να καλλιεργήσει αρκετά τους χαρακτήρες και την χημεία τους ώστε η επακόλουθη εξέλιξη της σχέσης να μην μοιάζει αστεία - και όχι με την καλή έννοια - και φυσικά να μην έχει τίποτα να προσφέρει, έστω και χιουμοριστικά, για το δεδομένο ταξικό χάσμα που χρησιμοποιεί για κωμικό εφέ.

    Η Ιζαμπέλ Ιπέρ μπορεί να παίξει τον ρόλο της σνομπ, ανέραστης βασίλισσας των πάγων στον ύπνο της αλλά χρειαζόταν τουλάχιστον έναν αντάξιο παρτενέρ για να ρίξει τις άμυνές της - και ο Μπενουά Πελβουρντ μπορεί να είναι συμπαθής αλλά ποτέ δεν προβάλλει την χαρισματική συμπεριφορά που θα μπορούσε να πείσει για τις τεράστιες αλλαγές που εμπνέει ο χαρακτήρας του, κυρίως όταν καλείται να υπερασπιστεί τις πιο λεπτές πτυχές του αβανταδόρικου ρόλου του, που καταλήγει γρήγορα καρικατούρα.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Αστερίξ και Οβελίξ στη Βρετανία

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αστερίξ και Οβελίξ στη Βρετανία

    Οι ένδοξες ρωμαϊκές λεγεώνες, οδηγημένες από τον Καίσαρα, έχουν εισβάλλει στη Βρετανία. Ένα μόνο χωριό εξακολουθεί να αντιστέκεται, αλλά οι δυνάμεις του έχουν αρχίσει να εξασθενούν. Η Βασίλισσα των Βρετανών στέλνει τον έμπιστο αξιωματικό της Αντικλίμαξ στη Γαλατία, για να ζητήσει βοήθεια από ένα άλλο χωριό, φημισμένο για τη γενναία του αντίσταση στους Ρωμαίους… Στο μεταξύ, ο Αστερίξ κι ο Οβελίξ έχουν αναλάβει μια ευαίσθητη αποστολή: να κάνουν άντρα τον Γιακλωτσίξ, τον μπελαλή ανιψιό του Αρχηγού, που έχει το μυαλό του μόνο στα κορίτσια και τη μουσική. Όταν ο Αντικλίμαξ τους περιγράφει την απελπιστική κατάσταση, οι Γαλάτες του δίνουν ένα βαρέλι με το διάσημο μαγικό τους φίλτρο, και ο Αστερίξ κι ο Οβελίξ τον συνοδεύουν πίσω στην πατρίδα του, σέρνοντας μαζί και τον Γιακλωτσίξ. Έξαλλος, ο Καίσαρας αποφασίζει να επιστρατεύσει τους Νορμανδούς ως μισθοφόρους, για να συντρίψουν τους Βρετανούς μια και καλή. Στο Λονδίνιουμ, ο Γιακλωτσίξ ερωτεύεται την Οφηλία, την αξιαγάπητη αρραβωνιαστικιά του Αντικλίμαξ, ενώ ο Οβελίξ γοητεύεται από τη δασκάλα της. Με την προσοχή τους αποσπασμένη από την αποστολή, οι ήρωές μας χάνουν το βαρέλι και ο Γιακλωτσίξ πέφτει αιχμάλωτος των Νορμανδών. Σύντομα Γαλάτες, Βρετανοί, Νορμανδοί και Ρωμαίοι μπλέκονται σ' ένα τρελό κυνηγητό για ν' αποκτήσουν το μαγικό φίλτρο, από το οποίο εξαρτάται η σωτηρία ενός έθνους…

  • Ποτέ Δεν Είναι Αργά

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ποτέ Δεν Είναι Αργά

    Το ότι το Χόλιγουντ έχει εμμονή με τη νεότητα δεν είναι μυστικό: Οι καλύτεροι ρόλοι γράφονται για τις ηλικίες μεταξύ των 20 και των 40, οι πιο δημοφιλείς σταρ βρίσκονται σε αυτό το ηλικιακό γκρουπ και - φυσικά - οι περισσότερες ταινίες απευθύνονται στο αγαπημένο κοινό των διαφημιστών: από 14 έως 44. Όταν λοιπόν ένα στούντιο αποφασίζει να ποντάρει σε μια κομεντί με μεσήλικες πρωταγωνιστές βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα μεγάλο στοίχημα: πώς κάνεις cool ένα κόνσεπτ τόσο περιθωριοποιημένο στην ποπ κουλτούρα;

    Εδώ, ο Ντέιβιντ Φράνκελ («Ο Διάβολος Φοράει Πράντα») αναλαμβάνει να ζωντανέψει την προβλέψιμα ρουτινιάρικη ιστορία της Κέι (Μέριλ Στριπ) και του Άρνολντ (Τόμι Λι Τζόουνς), οι οποίοι μετά από 30 χρόνια γάμου, συνειδητοποιούν πως χρειάζεται τελικά να προσπαθήσουν για να αποτρέψουν τον αργό θάνατο της σχέσης τους.

    Το ζευγάρι, που διαθέτει επιτυχημένη καριέρα και ενήλικα πλέον τέκνα στους τέσσερις ορίζοντες, κουρασμένο από την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητά του, επισκέπτεται την πόλη Great Hope Springs (εξ ου και ο αυθεντικός τίτλος) ώστε να συναντήσει έναν θαυματουργό σύμβουλο γάμου (Στιβ Καρέλ).

    Η ιδέα είναι οικεία για τη μεγαλύτερη μερίδα των θεατών και το έδαφος πρόσφορο για πρωτότυπη κωμωδία, αλλά το κλισεδιασμένο σενάριο δεν βοηθάει ιδιαίτερα τον Φράνκελ, ο οποίος επαναπαύεται στην ερμηνευτική δεινότητα των πρωταγωνιστών του.

    Τόσο η Στριπ όσο και ο Τζόουνς χτίζουν τους χαρακτήρες βασισμένοι σε σεναριακό υλικό ποιότητας πολύ κατώτερης των δεδομένων τους, ενώ ο συνήθως σπιρτόζος Καρέλ δεν έχει τον απαιτούμενο χώρο (ή τις ατάκες) για να βάλει την δική του προσωπική πινελιά στο φιλμ.

    Το αποτέλεσμα είναι μια νυσταλέα απόπειρα σε ένα δυνάμει προκλητικό κόνσεπτ - και οι συνέπειες για το μέλλον παρόμοιων (και πιθανότατα πιο γενναίων) παραγωγών απομένει να φανούν.

    Φυσικά, για κάθε γερο-φοβικό στούντιο υπάρχει ένας Μίκαελ Χάνεκε, ωστόσο ο κόσμος θα ήταν (λιγάκι) καλύτερος εάν το χολιγουντιανό σύστημα είχε περισσότερο χώρο για ταινίες και περφόρμερς μιας κάποιας ηλικίας. Εάν πάλι είδατε το τρέιλερ και καταφέρατε να μην βαρεθείτε, σπεύσατε στο σινεμά: what you see is what you get!

  • Παπαδόπουλος & ΣΙΑ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Παπαδόπουλος & ΣΙΑ

    Μπορεί να είναι δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς για κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα και ιδιαίτερα την οικονομική κρίση σε αφηγηματικές ταινίες και να αποφύγει τα κηρύγματα, να θίξει τόσο πολύπλοκα προβλήματα χωρίς να γίνει προφανής ή συγκαταβατικός, αλλά φαίνεται σχεδόν αδύνατο να το κάνει μέσα από κωμωδία χωρίς αυτή να είναι μαύρη όσο το χάλι που μας περιβάλλει. Όταν επιλέγεις να θίξεις μέσα από μια μετριοπαθή και φιλγκούντ κωμωδία χαρακτήρων σαν το «Παπαδόπουλος και Σία», δεν μπορείς παρά να αυτοπεριοριστείς σε προφανή δηκτικά σχόλια για το 'κακό' σύστημα και συναισθηματικές απεικονίσεις των 'καλών' απλών ανθρώπρων (λες και το σύστημα δεν αποτελείται από ανθρώπους), να αυτοπεριοριστείς τελικά στη μετριότητα.

    Όχι ότι σε γενικές γραμμές η ταινία έχει να παρουσιάσει ιδιαίτερες πρωτοτυπίες στους υπόλοιπους τομείς. Στην ιστορία του απόμακρου Αγγλοκύπριου επιχειρηματία που χάνει τα πάντα στην τραπεζική κρίση και πρέπει να ξεκινήσει από το μηδέν και συγκεκριμένα το εστιατόριο fish n' chips με τον για χρόνια χαμένο αδελφό του, όλα τα κουρασμένα στερεότυπα που μπορεί να φανταστεί από μια κωμωδία που μπλέκει Έλληνες χαρακτήρες στο εξωτερικό με κοινωνικό σχόλιο είναι εδώ: ο αυθεντικός Έλληνας είναι ανεύθυνος, καταφερτζής αλλά ξέρει να χαίρεται τη ζωή (κάτι που δείχνει χορεύοντας αυθόρμητα συρτάκι), ο αφομοιωμένος στην ξένη γη αδελφός είναι αλλοτριωμένος, παγωμένος και τελικά δυστυχής έχοντας ξεχάσει ποιο είναι το νόημα της ζωής (το θυμάται χορεύοντας συρτάκι), οι μεγαλο-τραπεζίτες μόνο διχαλωτή γλώσσα και ουρά δεν έχουν (τόσο σατανικοί είναι) και - φυσικά - το μπουζούκι συνοδεύει μερικές από τις πιο κεντρικές κωμικές σκηνές, έτσι για να μην ξεχάσει κανείς ότι πρόκειται για ένα μάτσο τρελο-Έλληνες.

    Σε μια καλογυρισμένη ιστορία που κινείται συμπαθητικά αλλά φοβερά αναμενόμενα από την αρχή ως το τέλος της, με καλοπροαίρετα αλλά μάλλον αφελή διδάγματα, η αναπάντεχη όαση είναι οι ερμηνείες, κυρίως αυτές των δύο κεντρικών ηθοποιών. Ο Γιώργος Χωραφάς, που έχει τον πιο στερεοτυπικό λέγε-με-Αλέξη-Ζορμπά ρόλο της ταινίας, ευτυχώς αντιστέκεται στις πολλές ευκολίες με ένα, αν όχι φρέσκο, τουλάχιστον συμπαθητικό τρόπο αλλά η πραγματική τύχη είναι η αποτελεσματική χημεία του με τον πρωταγωνιστή Στίβεν Ντιλέιν - όταν αυτοί οι δύο μοιράζονται την οθόνη, η ταινία είναι στα καλύτερά της. Ο Ντιλέιν, ένας από τους πιο παραγνωρισμένους σύγχρονους ηθοποιούς της Βρετανίας, είναι για ακόμη μία φορά υπέροχος: βρίσκει βάθος σε έναν ρόλο που εύκολα θα μπορούσε να γίνει αντιπαθής και βρίσκει τρόπο να τον κάνει να προχωρήσει χωρίς διάθεση επίδειξης - μια μετρημένη, συγκινητική παρουσία σε μια θάλασσα υπερβολής.

  • Ξενοδοχείο για Τέρατα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ξενοδοχείο για Τέρατα

    Όσο συχνά οι γονείς είναι απόντες στις ταινίες κινουμένων σχεδίων, άλλο τόσο είναι ασφυκτικά υπερ-προστατευτικοί δίνοντας το απαραίτητο αντίβαρο στη μητέρα όλων των ιστοριών των παιδικών ταινιών: να βρεις τον εαυτό σου, να πετάξεις μακριά, να μεγαλώσεις.

    Είναι η πρώτη φορά, βέβαια, που ο υπερπροστατευτικός πατέρας είναι μια φιγούρα που οι άλλες ιστορίες χρησιμοποιούν ως «κακό» τους: ο Κόμης Δράκουλας έχει φτιάξει το ιδανικό χώρο για όλους τους συναδέλφους του τα τέρατα μακριά από τον κίνδυνο των ανθρώπων, και μεγαλώνει μόνος την κόρη του, πασχίζοντας να μην την αφήσει να βγει ποτέ στον κόσμο όπου και κινδυνεύει από τη μισαλλοδοξία και την προκατάληψη. Η άφιξη ενός νεαρού θνητού θα φέρει προφανώς τα πάνω κάτω στη ζωή του πατέρα και τον έρωτα στη ζωή της κόρης...

    Χωρίς να γίνεται προσβλητικό ή κακόγουστο είτε στην προσέγγιση της ιστορίας είτε στον σχεδιασμό του, το «Ξενοδοχείο Για Τέρατα» είναι εγκλωβισμένο σε μια μετριότητα που ναι μεν το τοποθετεί πάνω από τις «Τίνκερμπελ» και «Μπάρμπι» αυτού του κόσμου αλλά δεν μπορεί να φτάσει τα ύψη των πραγματικά κλασικών ταινιών του είδους. Όλα μένουν συμπαθητικά αλλά και κάπως ανέμπνευστα, λες και η αρχική ιδέα ενός τέτοιου μέρους ήταν αρκετή και όποια άλλη ουσιαστική προσθήκη περιττή, λες και ο υπερκινητικός ρυθμός και ο βομβαρδισμός με εικόνα, κίνηση και παιδαριώδη αστεία θα μπορέσει χορτάσει το κοινό άνω των δέκα ετών, που θεωρητικά θέλει να ακούσει κάτι το διαφορετικό.

    Η σκηνή που εισάγει τους πελάτες του ξενοδοχείου ξεχειλίζει από ιδέες αλλά εύχεσαι να υπήρχε ένας Τιμ Μπάρτον για να τα σχεδιάσει με μεγαλύτερη φαντασία, τα όποια γκόθικ στοιχεία των τεράτων εξαλείφονται για να προτιμηθεί η χιουμοριστική απεικόνισή τους, και η ιστορία κινείται προβλέψιμα και επίπεδα ακόμα και μετά την άφιξη του θνητού εκδρομέα με την ανυποψίαστη φλυαρία και το φυσικό ταλέντο στη διασκέδαση, ίσως και το μεγαλύτερο συν της ταινίας.

  • Εδώ κι Εκεί

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εδώ κι Εκεί

    Όπως κι άλλες ταινίες που χωρίζονται σε δύο ή παραπάνω μέρη, το «Εδώ κι εκεί – Ραντεβού στο Βελιγράδι» εξελίσσει παράλληλα τις ιστορίες του, αλλά τελικά αδυνατεί να υποστηρίξει επαρκώς και το «εδώ» και το «εκεί». Για την ανισότητα αυτή δεν ευθύνεται ο συμπαθέστατος Μπράνισλαβ Τριφούνοβιτς, ο οποίος υποδύεται τον Μπράνκο, όμως η ιστορία του μετανάστη που παλεύει να κερδίσει τα προς το ζην παρά τις συνεχείς αναποδιές, ιστορία που έχουμε δει τόσες φορές, είναι καταδικασμένη να ωχριά πλάι στη φρέσκια ματιά στο ώριμο ρομάντζο στην άλλη μεριά του Ατλαντικού.

    Η ταινία καταφέρνει να συλλάβει το μαύρο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό των ανθρώπων της πόλης του Βελιγραδίου, καθώς και την ήσυχη απελπισία τους. Το κεντρικό ζευγάρι, με τους άριστα ταιριασμένους ηθοποιούς, αναπάντεχα δημιουργεί κάτι το πολύ τρυφερό, το οποίο σώζει τελικά το μερικές φορές υπερβολικά χαμηλών τόνων σύνολο με την εκνευριστικά πανταχού παρούσα ανάλαφρη και κωμική μουσική. Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2009 και η επίσημη πρόταση της Σερβίας για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας την ίδια χρονιά.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Απ Τα Κόκαλα Βγαλμένα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Απ Τα Κόκαλα Βγαλμένα

    «Απ'τα κόκαλα βγαλμένα των Ελλήνων τα ιερά, I will survive, I will survive»: To τραγούδι που έγραψαν οι Burger Project για την ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα («Μπραζιλέρο», «Βαλκανιζατέr») συνοψίζει άψογα την οδύσσεια ενός ορθοπεδικού στο ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο αλλά και την εγχώρια μενταλιτέ. Ο Έλληνας σκηνοθέτης συνεχίζει στον δρόμο που τον καθιέρωσε ως δημιουργό και υπογράφει άλλη μία σατιρική ντραμεντί, όπως μόνο εκείνος ξέρει να τις φτιάχνει.

    Βάζοντας στο στόχαστρο αυτή τη φορά το δημόσιο σύστημα υγείας, αποδίδει με ευστοχία την σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που επικρατεί σε αυτό, χωρίς να συγκρατείται ή να κάνει χάρες. Ήρωάς του είναι ένας νεαρός γιατρός (Αργύρης Ξάφης) που ξεκινά την καριέρα του με όνειρα κι ελπίδες, για να καταλήξει μονομάχος απέναντι στο υπερτροφικό τέρας του αθάνατου ελληνικού δημοσίου. Σύμμαχός του ένας Κύπριος συνάδελφος (Δημήτρης Ήμελλος), με καλή καρδιά ο οποίος συχνά παλινδρομεί ανάμεσα σε σωστό και λάθος, χαρίζοντάς μας μερικές από τις πιο πετυχημένες στιγμές του φιλμ.

    Στην πραγματικότητα, κάποιος που γνωρίζει τη λειτουργία των νοσοκομείων εκ των έσω, μπορεί να επιβεβαιώσει πως η απεικόνιση του Γκορίτσα είναι περισσότερο ρεαλιστική παρά γκροτέσκα-υπερβολική, γέρνοντας τη ζυγαριά από την σάτιρα προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Φυσικά, δεν μιλάμε για έναν ρεαλισμό τύπου Κεν Λόουτς αλλά για μια πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, στην οποία ευτυχώς το χιούμορ παίζει κυρίαρχο ρόλο. Μια ματιά στην τωρινή κατάσταση της χώρας εξάλλου, αποδεικνύει πως «κάθε ομοιότητα με πραγματικές καταστάσεις» είναι πέρα για πέρα αληθινή.

    Έχοντας στα θετικά την ηθελημένα μουντή αλλά εντυπωσιακή φωτογραφία και τις εξαιρετικές ερμηνείες, το «Απ'τα Κόκαλα Βγαλμένα» αδικείται μόνο από την επεισοδιακή του δομή (είναι βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα) και από ένα ελαφρώς εκβιαστικό φινάλε. Με 8 υποψηφιότητες στα φετινά βραβεία της Ακαδημίας, το φιλμ αναμένεται να βρει πλατιά απήχηση σε ένα κοινό που έχει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με περισσότερους από έναν χαρακτήρες - κι αν όχι με κάποιον από τους κεντρικούς, σίγουρα με τους ασθενείς που ξεροσταλιάζουν στους διαδρόμους, περιμένοντας έναν γιατρό.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Σύζυγος για Ενοικίαση

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σύζυγος για Ενοικίαση

    Ανταμ Σάντλερ. Τζένιφερ Ανιστον. Δύο ιερά τέρατα της κωμωδίας ενώνουν τις δυνάμεις τους με σκοπό να μας πεθάνουν στα γέλια. Ή και όχι, αφού οι πιο πιθανές παρενέργειες της ταινίας είναι ο εκνευρισμός και η υπνηλία. Η υπόθεση, γελοία πέραν κάθε προφανούς προσχήματος αληθοφάνειας, θέλει τον Σάντλερ εργένη που φορά βέρα για να ρίχνει γκόμενες και την Άνιστον πιστή βοηθό του που αναγκάζεται να το παίξει σύζυγος όταν το αφεντικό της ερωτεύεται νεαρά. Αναγκάζονται να ταξιδέψουν μαζί στη Χαβάη για να πείσουν τη νέα κατάκτηση ότι βρίσκονται στα πρόθυρα του χωρισμού και κάπου εκεί αρχίζουν τα μπερδέματα -λέμε τώρα.

    «Μα γιατί δε λέει την αλήθεια;», ίσως εύλογα αναρωτηθεί κανείς και η απάντηση βρίσκεται φυσικά στα φράγκα. Πώς θα κρατούσε αλλιώς αυτό το διαμαντάκι σχεδόν δύο ώρες; Χοντροκομμένο, διδακτικό και family friendly, υπακούει πιστά το τρίπτυχο αξιών του Άνταμ Σάντλερ. Όπως ωραιότατα το έθεσε και ο Πιτ Τράβερς, «μια ιδανική ταινία για ραντεβού, αλλά μόνο αν βγείτε με κάποιον που μισείτε».

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Μια Φορά Κι Ένα Μωρό

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μια Φορά Κι Ένα Μωρό

    Ο Νώντας, «άνθρωπος της νύχτας» που έχει φορτωθεί (ως πατέρας εν αγνοία του) το μωρό μιας ξεχασμένης πρώην του, συναντά τον Αλκιβιάδη, έναν χρεωμένο βιοτέχνη εσωρούχων, που προσπαθεί να αυτοκτονήσει στις σιδηροδρομικές ράγες. Αφού τον σώζει, οι δυο τους παίρνουν τους δρόμους για να παραδώσουν τη μικρή στη μητέρα της...

    Ελεύθερη διασκευή της γαλλικής κομεντί «Τρεις εργένηδες και ένα μωρό» με τον Νίκο Ζαπατίνα να σκηνοθετεί το δίδυμο των Πέτρου Φιλιππίδη και Σάκη Μπουλά, σε μια ταινία δρόμου. Σε ένα ελληνικό buddy movie την εποχή της οικονομικής κρίσης, με άλλα λόγια, όπου το χαριτωμένο μωρό είναι στο επίκεντρο των πιο αστείων γκαγκ, ενώ τα υπόλοιπα -σενάριο και ερμηνείες- εξελίσσονται σαν τυφλοσούρτης, χωρίς πολλά, πολλά.

    Ο Νίκος Ζαπατίνας και ο Πέτρος Φιλιππίδης έχουν συνεργαστεί ξανά στις κωμωδίες «Εξάπαξ» και «Ο Ηλίας του 16ου».

    Α.Δ

  • Hangover Part II

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Hangover Part II

    Το φαινόμενο «Hangover» προσγειώθηκε στη ζωή μας δυο καλοκαίρια πριν, με στόχο να τσεπώσει τα θερινά μας λεφτουδάκια, παρέχοντας όμως σε αντάλλαγμα ανόθευτη διασκέδαση και την υπόσχεση για γέλιο μέχρι δακρύων. Η επιτυχία ήταν απόλυτη και μπροστά στο μεγαλείο του υποκλίθηκαν κοινό και κριτικοί, αγκαλιάζοντας αυτό το υπέροχο bromance με ένα μίγμα καφρίλας και τρυφερότητας, απευθείας ανάλογο με εκείνο που πρόσφερε η ταινία. Στη βιομηχανία ονείρων της δυτικής ακτής όμως, το καλό το πράγμα σπανίως αφήνει την τελευταία του πνοή πριν αποστραγγιστεί από κάθε πιθανή υπόνοια κέρδους κι έτσι το επόμενο «Hangover» μπήκε αυτόματα στα σκαριά.

    Πώς αντέδρασε μπροστά στην ευκαιρία ενός δεύτερου γύρου του θριάμβου ο δημιουργός του, Τοντ Φίλιπς; Με ένα συνδυασμό ανασφάλειας, βαρεμάρας και αρκετού αυτοσαρκασμού. Αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί κατέφυγε στην αρχή της ελάχιστης ενέργειας. Αλλάζοντας μονάχα το φόντο από την πρώτη ιστορία στη δεύτερη, κράτησε μία προς μία τις σεναριακές ανατροπές κι έδωσε ακριβώς αυτό που υπόσχεται ο τίτλος: το Hangover νούμερο δύο. Δεν υπάρχει άνω και κάτω τελεία που να υπόσχεται μια άλλη περιπέτεια, νέες διαστάσεις στους χαρακτήρες ή κρυφά χαρτιά. Αυτό που βλέπεις παίρνεις και στην περίπτωσή μας είναι το πρώτο «Hangover» αλλά στην Ταϊλάνδη - και με λιγότερο αστείους διαλόγους.

    Το κρίσιμο ερώτημα είναι: «δουλεύει»; Τα γέλια -ή τουλάχιστον κάποια από αυτά- είναι εκεί. Και ειδικά για τους αμύητους στον κόσμο του «παρεονίου» θεατές (εάν υπάρχουν ακόμη) θα είναι αρκετά. Για όλους τους άλλους, εμάς που λατρέψαμε το «Hangover» από το πρώτο μέχρι το τελευταίο του λεπτό σα να ήταν μια ιστορία-θρύλος που επιβιώνει στις ανδρικές παρέες και με κάθε διήγηση γίνεται πιο υπερβολική, η δεύτερη δόση είναι λίγη. Κι αν ο Φίλιπς γελά μετα-ειρωνικά με την μαγκιά του να πουλήσει χρυσό το ίδιο πράγμα για δεύτερη φορά, σχολιάζοντας με έναν τρόπο και την μάταιη φύση του σίκουελ, το δικό μας χαμόγελο μένει μισό.

    Των παραγωγών πάλι όχι, αφού τρίβουν τα χέρια τους με τις εισπράξεις-ρεκόρ, ετοιμάζοντας ήδη το τρίτο μέρος, κρατώντας ίδια την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά. Γίνεται τουλάχιστον το επόμενο να το γυρίσουν στην Αθήνα;

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ο Κος Πόπερ Και Οι Πιγκουίνοι Του

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Κος Πόπερ Και Οι Πιγκουίνοι Του

    Η ιδέα μιας ταινίας για ένα εργασιομανές κάθαρμα που παραμελεί την πρώην γυναίκα και τα παιδιά του - ενώ είχε ορκιστεί πως δεν θα φερόταν όπως ο δικός του πατέρας - και τελικά αλλάζει την ζωή του όταν κληρονομεί μισή ντουζίνα πιγκουίνους ακούγεται συναρπαστική, έτσι; «Όχι φυσικά» είναι η δική μας απάντηση και η απορία γιατί δεν σκέφτηκαν το ίδιο και τα στελέχη του στούντιο που χρηματοδότησε την παραγωγή θα μείνει μάλλον για πάντα αναπάντητη. Ο λόγος για τον οποίο ο Τζιμ Κάρεϊ ένιωσε την ανάγκη να συμμετάσχει παραμένει εξίσου ασαφής, αν και υποψιαζόμαστε πως πιθανόν σχετίζεται με τα μηδενικά που συνόδευαν την επιταγή της αμοιβής του.

    Η ιστορία (κακός οικογενειάρχης δένεται με άκυρο ζώο/πρόσωπο και μετατρέπεται σε καλό οικογενειάρχη) είναι τόσο γνωστή που πρέπει να διασκευαστεί σε λαϊκό παραμύθι, ενώ οι καλές στιγμές του Τζιμ Κάρεϊ είναι μετρημένες στα δάχτυλα, κάνοντας ακόμη και τους ημι-ψηφιακούς πιγκουίνους να φαίνονται πιο αστείοι. Σε κάθε περίπτωση, την μεταφορά αυτή του ομώνυμου κλασικού βιβλίου του 1938, πιθανότερο είναι να απολαύσουν τα παιδιά - και κυρίως τα μικρότερα από αυτά.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ο Μεγάλος Έρωτας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Μεγάλος Έρωτας

    Στην ουσία η πρώτη έγχρωμη ταινία του Πιερ Ετέξ ακολουθεί τα βήματα δυο πολύ γνωστών αμερικανικών ταινιών: του κλασικού «Επτά Χρόνια Φαγούρα» («The Seven Year Itch», 1955) του Μπίλι Γουάιλντερ, στην οποία η Μέρλιν Μονρόε αποπλανεί τον βαριεστημένο από τη συζυγική ζωή γείτονά της (Τομ Ιγουελ) και της παλαιότερης κωμωδίας «Η Κρυφή Ζωή του Γουόλτερ Μίτι» («The Secret Life of Walter Mitty», 1947), με τον Ντάνι Κέι στον ρόλο ενός καθημερινού τύπου, ο οποίος φαντάζεται τον εαυτό του να κάνει όλα όσα ποτέ δεν μπόρεσε ή δεν τόλμησε.

    Εδώ, ένας νεαρός άντρας (Ετέξ) συμβιβάζεται στους ρυθμούς της ήρεμης και τακτοποιημένης ζωής του, κάνοντας έναν κατά συνθήκη γάμο με την κόρη πλούσιου επιχειρηματία (την υποδύεται η πραγματική σύζυγος του Ετέξ, Αν Φρατελινί). Καθώς εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος στην επιχείρηση του πεθερού, η ρουτίνα της καθημερινότητας στη μικρή πόλη τους (το φιλμ γυρίστηκε στην Τουρ, όπου ο Ετέξ είχε γυρίσει την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, «Rupture») καλά κρατεί μέχρι που αποφασίζει να προσλάβει μια όμορφη γραμματέα (Νικόλ Καλφάν), την οποία και ερωτεύεται.

    Αυτό όμως που ενδιαφέρει τον Ετέξ είναι να δείξει τις φαντασιώσεις του κεντρικού ήρωα σε σχέση με το τι θα ήθελε να κάνει μαζί με την κρυφή αγαπημένη του. Οι σκηνές ονείρου βγάζουν το γέλιο της ταινίας και οι πιο εμπνευσμένες είναι εκείνες με τα κρεβάτια να διασχίζουν τη γαλλική ύπαιθρο. Ο «Μεγάλος έρωτας» είναι επίσης η ταινία του Ετέξ με τους περισσότερους διαλόγους, οι οποίοι στην ουσία δίνουν τη θέση τους στα τρομερά γκαγκ των προηγούμενων ταινιών του, λόγος για τον οποίο η κριτική της εποχής στάθηκε κάπως επιφυλακτική απέναντί της.

    Γιάννης Ζουμπουλάκης

    [Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, τεύχος Καλοκαίρι 2011]

  • Καθρέφτη, Καθρεφτάκι Μου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Καθρέφτη, Καθρεφτάκι Μου

    Υπέροχα κοστούμια αλλά και λαμπερές εικόνες σε μια μεγαλόπνοη κομεντί φαντασίας, που ωστόσο δεν στέκεται στο ύψος των προσδοκιών, «φυλακισμένη» σε μια άστοχη και αρκετά βαρετή ιστορία.

    Μετά τον χαμό του βασιλιά, η Χιονάτη μπλέκει στα δίχτυα της δολοπλόκου βασίλισσας και μητριάς της που «γονατίζει» τους υπηκόους της με φόρους ενώ γοητεύεται σφόδρα από έναν πρίγκιπα. Τσαντισμένη με τη Χιονάτη που αποτελεί απειλή για τα γαμήλια σχέδιά της, η βασίλισσα κάνει ό,τι μπορεί με τον παντοδύναμο μαγικό καθρέφτη της για να τη βγάλει από τη μέση αλλά λογαριάζει λάθος γιατί το χλωμό κορίτσι συνεργάζεται με μια παρέα νάνων, κάτι σαν «κλέφτες και αστυνόμους» του δάσους, και τα βάζει με την κακιά μητριά με το σπαθί της (στην κυριολεξία)...

    Διαφορετική εκδοχή του πασίγνωστου παραμυθιού των αδελφών Γκριμ στηριγμένη πάνω σε ένα σενάριο με σατιρικές αιχμές και δάνεια από άλλα παραμύθια αλλά και μεγαλόπνοη εικαστική άποψη. Ωστόσο, η ανατρεπτική διάθεση των συντελεστών μένει μόνο στα χαρτιά μιας και το αποτέλεσμα διαψεύδει τις προσδοκίες. Το χιούμορ είναι αμήχανο και άγευστο, το στόρι αδιάφορο, το κομμάτι με τους νάνους μοιάζει παράταιρο με το υπόλοιπο παραμύθι, ενώ η σκηνοθεσία του ταλαντούχου, κατά τα άλλα, Τάρσεμ Σινγκ («Το κελί», «Αθάνατοι»), δεν έχει νεύρο. Το μόνο που σώζει την κατάσταση είναι τα υπέροχα κοστούμια - πρωτότυπα έργα τέχνης, όλα σχεδιασμένα από τη βραβευμένη με Oσκαρ Εϊκο Ισιόκα («Δράκουλας»), που, δυστυχώς, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.

    Άντα Δαλιάκα

  • Μα Πώς Τα Καταφέρνει!

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μα Πώς Τα Καταφέρνει!

    Όχι, ο τίτλος δεν αναφέρεται στην καριέρα της Σάρα Τζέσικα Πάρκερ. Προσφέρει όμως άφθονη τροφή για κακεντρέχη σχόλια για μία ηθοποιό που ανήκει (μαζί με την πρωταθλήτρια Τζένιφερ Άνιστον) στην κατηγορία των άχρωμων και αδιάφορων πρωταγωνιστριών, οι οποίες, αν όχι ατάλαντες, τότε σίγουρα υπερεκτιμημένες και ανυπόφορα τυποποιημένες, μας έμειναν αμανάτι ως ανεπιθύμητη κληρονομιά από τα τηλεοπτικά σούπερ χιτ «Sex and the City» και «Τα Φιλαράκια» αντίστοιχα. Η ανούσια κινηματογραφική καριέρα τους αποτελεί αναγκαίο κακό – συνέπεια της υπερεκμετάλλευσης μίας επιτυχίας που σίγουρα δεν οφειλόταν στις ίδιες. Σε τι μπορεί λοιπόν να αποδώσει κανείς την εμπορική επιτυχία των άνοστων κομεντί τους, των οποίων κανείς δεν θυμάται ούτε καν τους τίτλους; Μάλλον στην απήχησή τους στο σχεδόν αποκλειστικά γυναικείο κοινό της φιλμογραφίας τους, που βλέπει στην κοινότοπα χαριτωμένη εμφάνισή τους όχι την απειλή μιας εξωπραγματικής ομορφιάς αλλά μία συνηθισμένη γυναίκα που από τη μία διεκδικεί το δικαίωμα στην ατέλεια και από την άλλη εκπληρώνει τη φαντασίωση της επαγγελματικής και προσωπικής επιτυχίας και την εξωφρενική πρόσβαση στα πανάκριβα πατούμενα του Μανόλο Μπλάνικ.

    Σε αυτό το μοτίβο και με στόχο το ίδιο κοινό κινείται και το τελευταίο της πόνημα, «Μα Πώς τα Καταφέρνει!», το οποίο προσπαθεί μάταια να αποσπάσει γέλιο από τις απεγνωσμένες προσπάθειες μίας εργαζόμενης μητέρας να τα βγάλει πέρα με δύστροπα αφεντικά και ακόμα πιο απαιτητικά κουτσούβελα. Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, η παρουσία της Πάρκερ αποτελεί το μικρότερο πρόβλημα αυτής της νερόβραστης, άτολμης κομεντί, της οποίας το σενάριο βρίθει από κλισέ και οι «έξυπνες» ατάκες μοιάζουν βγαλμένες από αυτόματο μηχάνημα. Με όλη την εξωφρενική ίντριγκά που τις περιβάλλει, ακόμα και οι τηλεοπτικές «Νοικοκυρές σε Απόγνωση» μοιάζουν να πατούν πιο γερά στην πραγματικότητα. Αντίθετα, βασισμένη στο ομώνυμο best seller μυθιστόρημα της Άλισον Πίρσον, η Αλίν Μπρος ΜακΚένα, σεναριογράφος των «Ο Διάβολος Φορούσε Πράντα» και «27 Φορέματα», βρίσκεται στο ναδίρ της έμπνευσής της, καταφεύγοντας σε φτηνά τεχνάσματα και ξεσκονίζοντας έναν παλιομοδίτικο όσο και εξωπραγματικό φεμινισμό, τον οποίο οι σύγχρονες εργαζόμενες γυναίκες, που πασχίζουν καθημερινά να εξισορροπήσουν επαγγελματική και προσωπική ζωή, σίγουρα θα βρουν φαιδρό και όχι αστείο.

    Θανάσης Πατσαβός

  • The Muppets

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    The Muppets

    Τα αγαπημένα Muppets επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος και τη μεγάλη οθόνη με ένα σόου αποφασισμένο να σπάσει τον τέταρτο τοίχο χωρίς να θυσιάσει σταλιά από την παιδική αφέλεια για την οποία έγινε διάσημο.

    Η αγαπημένη τηλεοπτική σειρά του Τζιμ Χένσον, παρότι είχε κατεβάσει ρολά από το 1981, παρέμενε ζωντανή μέσα από τακτικά tv specials και φυσικά τις προηγούμενες ταινίες (“The Muppet Christmas Carol”, “The Muppet Caper”, κ.α.). H αλήθεια είναι όμως ότι μέχρι τη στιγμή που ο ταλαντούχος Τζέισον Σίγκελ (“Forgetting Sarah Marshall”) αποφάσισε να γράψει προσφάτως τη δική του ιστορία με τις θρυλικές μαριονέτες, ο αγαπημένος μας βάτραχος και η γλυκιά του γουρουνίτσα έτειναν να γίνουν συγκινητικό απολίθωμα της ποπ κουλτούρας.

    Το “The Muppets” έρχεται να βάλει ξανά λοιπόν αυτό το τηλεοπτικό ορόσημο στο ποπ παιχνίδι, για να μαθαίνουν οι μικροί (που πιθανόν να μην έχουν ιδέα ποιος είναι ο Κέρμιτ) και να συγκινούνται οι παλαιότεροι. Το καταφέρνει; Υιοθετώντας τη σουρεάλ αθωότητα από το πρώτο κιόλας λεπτό, το φιλμ μας συστήνει τα αδέρφια Γκάρι (Τζέισον Σίγκελ) και Γουόλτερ (ένα muppet που έχει εμμονή με το σόου των Muppets), που μέσα από διάφορα προβλεπόμενα ευτράπελα αναλαμβάνουν να συγκεντρώσουν τα διασκορπισμένα και ξεχασμένα Muppets για μία τελευταία (;) παράσταση.

    Χωρίς προσπάθεια να τηρήσει τα προσχήματα για κάποια εξεζητημένη αφήγηση, το “The Muppets” αγκαλιάζει τον κλισέ πυρήνα του, με τα ηθελημένα ακραία γλυκανάλατα τραγούδια και τα προφανή αστεία για να φέρει στον 21ο αιώνα την αυτοαναφορική διάσταση του σόου. Με εμφανίσεις από την Έμιλι Μπλαντ (σε ρόλο βοηθού της Μις Πίγκι, η οποία έχει γίνει διευθύντρια της Vogue) και τον Τζακ Μπλακ (κατά βάση δεμένο και φιμωμένο, προς τέρψη του ακροατηρίου) αλλά και πολλά κάμεος (Νιλ Πάτρικ Χάρις, Γούπι Γκόλντμπεργκ, Τζιμ Πάρσονς, Σελίνα Γκόμεζ, κ.α.), τα meta-αστεία δίνουν και παίρνουν - είναι στα γκαγκς καθεαυτά που το κωμικό στοιχείο σε στιγμές χωλαίνει.

    Ναι, το “The Muppets” θα μπορούσε να είναι πιο αστείο και πιθανόν πιο εφευρετικό αλλά για την ώρα αυτή η αναπάντεχη ανάσταση μίας αγαπημένης τηλεοπτικής συνήθειας που φέρνει στο τραπέζι πολλά περισσότερα από την κλασική νοσταλγολαγνεία μας αρκεί - και με το παραπάνω.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ο Ζωολογικός Μας Κήπος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Ζωολογικός Μας Κήπος

    Προβλέψιμη feelgood κομεντί με μελοδραματικές πινελιές, από τον άνθρωπο που κάποτε μας έδωσε το “Singles” και το “Almost Famous”.

    O Mατ Ντέιμον, αφού αναδείχθηκε “καλύτερος χήρος σε θρίλερ” με το “Contagion” του Στίβεν Σόντερμπεργκ, είπε να δει τι εστί χήρος σε ρομαντική κομεντί και βούτηξε στα ρηχά νερά του “Ζωολογικού μας Κήπου”. Eκεί, ενσαρκώνει τον συγγραφέα Μπέντζαμιν Μι - στην αληθινή ζωή του οποίου βασίζεται χαλαρά η ταινία.

    Ο Μπέντζαμιν είναι ένας από αυτούς τους καθόλα κατασκευασμένους κινηματογραφικούς χαρακτήρες γύρω στα σαράντα, με την υπέροχη οικογένεια, το τέλειο σπίτι, την αξιοζήλευτη δουλειά και την πλούσια κόμη, που κάποια στιγμή τους συμβαίνει κάτι πολύ κακό και πρέπει να το ξεπεράσουν με τη χάρη που τους διακρίνει. Στην προκειμένη περίπτωση, η πανέμορφη και πανέξυπνη γυναίκα του Μπέντζαμιν, με την οποία είναι πολύ ερωτευμένος, πεθαίνει και τον αφήνει μονάχο με δύο παιδιά.

    Τι κάνει λοιπόν ο ήρωάς μας; Μάλλον δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις και από τον τίτλο: αγοράζει έναν ζωολογικό κήπο. Γιατί, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, και η απάντηση είναι τόσο απλή όσο το ότι είδε την κόρη του να χαμογελάει ευτυχισμένη ανάμεσα σε ζωάκια, ενώ βρίσκονταν σε αναζήτηση νέου σπιτιού.

    Στην απόφασή του δεν έπαιξε κανένα ρόλο ότι εκεί δουλεύουν ήδη η πιο καυτή διαχειρίστρια ζωολογικού κήπου στην ιστορία της ανθρωπότητας, Κέλι (Σκάρλετ Τζοχάνσεν), αλλά και η εξίσου ποθητή στο εφηβικό ηλικιακό γκρουπ Λίλι (Ελ Φάνινγκ). Ναι, οι δύο νεαρές κοπέλες θα βοηθήσουν εν τέλει πατέρα και γιο να βγουν από τη μαύρη κατάθλιψη που τους πλακώνει.

    Μα είναι όλα τόσο προφανή και κλισεδιασμένα στο τελευταίο πόνημα του Κάμερον Κρόου; Με εξαίρεση την παρουσία του Τόμας Χέιντεν Τσερτς στο ρόλο του αδερφού του Μπέντζαμιν, ο οποίος κάποια στιγμή παρομοιάζει την οδήγηση στο γεμάτο ψάρια, βρωμερό αυτοκίνητό του με το “Altered States” του Κεν Ράσελ, η απάντηση είναι, δυστυχώς, ναι.

    Τα κουτάκια με τις εξελίξεις της πλοκής τσεκάρονται το ένα μετά το άλλο, καθώς οι χάρτινοι χαρακτήρες, ως ξεκάθαρα οχήματα της ιστορίας, περιφέρονται σε έναν ζωολογικό κήπο (που ομολογουμένως έχει πολύ λίγα ζώα) ξεστομίζοντας ατάκες που λειτουργούν πολύ καλύτερα στον γραπτό λόγο απ' ό,τι στον προφορικό.

    Φαίνεται πως ο Κάμερον Κρόου έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει όλους εκείνους που τον έχουν ανακηρύξει στον πιο άνισο σκηνοθέτη της τελευταίας 20ετίας. Ευτυχώς για εκείνον, ο Ματ Ντέιμον διαθέτει τον μαγνητισμό και την ανθρωπιά που θα συγκινήσουν εκείνους που δεν θα ενοχληθούν από τα κακόγουστα και προφανή κλουβιά του “Ζωολογικού μας Κήπου”.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Οι Aδελφοί Μπλουμ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Aδελφοί Μπλουμ

    Το ίδιο πρόβλημα βέβαια που έχει και ο εν λόγω αδερφός (ο Μπλουμ, του υπέροχα μελαγχολικού Άντριεν Μπρόντι) το έχουμε και οι θεατές από ένα σημείο κι έπειτα, καθώς η χαριτωμένη και γλυκιά ταινία του Τζόνσον δεν ξέρει πότε πρέπει να βάλει φρένο στην απάτη-μέσα-στην-απάτη-μέσα-στην-απάτη ώστε να μας κάνει να νοιαστούμε και πάλι.


    Φυσικά για να μας πειράξει το οτι η ταινία δεν ξέρει πού να τελειώσει, σημαίνει οτι μας έχει εξαρχής κερδίσει, χάρη στον Γουες Άντερσον-συναντά-το-"Prestige" χαρακτήρα της. Το "Brick", η πρώτη ταινία του Τζόνσον, παραήταν επαρμένη και γεμάτη με εξυπνάδα, που κατέληγε χωρίς χώρο να αναπνεύσει, και αν εν μέρει το ίδιο ατόπημα επαναλαμβάνεται, τουλάχιστον η ιστορία των δύο αδερφών στο κέντρο της δίνει στους "Αδερφούς Μπλουμ" μια καρδιά που χτυπάει.


    Ο Μαρκ Ράφαλο και ο Μπρόντι έχουν χημεία που σε κουβαλάει για όλο το δίωρο, όσες κούφιες ανατροπές κι αν αντέξεις, το φινάλε είναι συγκινητικό, η Ρίνκο Κικούτσι της "Βαβέλ" δίνει το κάτι παραπάνω με το βουβό της β' ρόλο ως ειδήμων στα εκρηκτικά ονόματι Μπανγκ Μπανγκ, και το σχόλιο που επιχειρεί η ταινία πάνω στην φύση εξαπάτησης κάθε ιστορίας δικαιολογεί την ύπαρξή του χάρη στην ιδιαίτερα προσωπική νότα που του προσδίδει η ευαίσθητη ύπαρξη του αδερφού Μπλουμ.

    Ο οποίος, καθώς περνά την ταινία διερωτώμενος αν η αγάπη που νιώθει για την απολαυστικά εκκεντρική πλούσια με όρεξη για περιπέτεια (υπέροχη η Ρέιτσελ Βάις στο ρόλο) είναι αληθινή ή μέρος της απάτης, έχει ένα ή δυο πράγματα να πει σε όσους αισθάνθηκαν ποτέ πως δεν ελέγχουν την πορεία της ζωής τους.


    Αληθινό κρίμα, καθώς αν αυτή η τόσο αστεία και τρυφερή ταινία δε χανόταν στα δαιδαλώδη μονοπότια που η ίδια έσκαψε για τον εαυτό της, θα μιλούσαμε για κάτι αληθινά εξαιρετικό. Όπως και νά'χει, χαίρεσαι που υπάρχει.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Το Κορίτσι από το Μονακό

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Κορίτσι από το Μονακό

    Mετριότατη κωμική γαλλικουριά που χωρίς να είναι δα και ιδιαίτερα διασκεδαστική στο πρώτο της μισό, κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα στο δεύτερο ημίχρονο, εισάγοντας μια ίντριγκα που κάνει το όλο πακέτο πιο δραματικό από όσο αντέχει να γίνει. Ή, αν το κοιτάξουμε από την ανάποδη, η ταινία στο σύνολό της είναι πολύ πιο αφελής και σαχλή από όσο αξίζει το θέμα που πάει να αγγίξει.


    Το χτίσιμο των χαρακτήρων δεν ολοκληρώνεται (αν ποτέ μας ενδιέφερε) και η όλη μίξη των διαφόρων στοιχείων αυτού του κωμικού θρίλερ δεν βρίσκει σε κανένα σημείο κάποια αποτελεσματική ισορροπία. Ένα αστεράκι για τη Λουίζ Μπουργκουάν που έχει ήδη αποσπάσει κάποιες πρώιμες συγκρίσεις με τη Μπριζίτ Μπαρντό, την οποία σαφώς και είχε ως πρότυπο εδώ.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ








  • Τα Μάθατε Για Τους Μόργκαν;

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Μάθατε Για Τους Μόργκαν;

    Ο Χιου Γκραντ και η Σάρα-Τζέσικα Πάρκερ υποδύονται ένα δυναμικό ζευγάρι της Νέας Υόρκης, τους Πολ και Μέρυλ Μόργκαν, που ενώ είναι πολύ επιτυχημένοι επαγγελματικά και κοινωνικά, μεταξύ τους έχουν αποξενωθεί. Κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς τους να σώσουν τον γάμο τους, έχουν την ατυχία να γίνουν μάρτυρες σε έναν φόνο και αναγκάζονται να μπουν σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και να μετακινηθούν σε μια μικρή πόλη της αμερικανικής επαρχίας.

    Με ψεύτικες ταυτότητες, οι δύο Νεοϋορκέζοι αστοί τα βρίσκουν δύσκολα στην προσαρμογή τους στη ζωή εκεί, όπου όλοι οπλοφορούν και ασχολούνται ο καθένας με τα κουτσομπολιά του άλλου. Μια κωμική περιπέτεια ξεκινά καθώς, ενώ κρύβονται να ξεφύγουν από έναν πληρωμένο δολοφόνο, έρχονται ξανά κοντά ο ένας στον άλλο και τελικά αναθεωρούν τις προτεραιότητες στη ζωή τους.

    Υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία ταινιών που δεν είναι ούτε αρκετά καλές ούτε αρκετά κακές ώστε να αξίζει να ειπωθούν για αυτές δυο σοβαρές απόψεις. Ταινίες που δε προσβάλλουν με το περιεχόμενό τους (όπως το "Ugly Truth" για παράδειγμα) ούτε και σε συμπαρασύρουν με το ρομαντικό τους δραμεντί στοιχείο (σαν το "Love Actually") που το έχουμε και πρόσφατο λόγω Χριστουγέννων, και το θυμόμαστε και κάθε φορά που βλέπουμε τον Χιου Γκραντ να κάνει τα γνωστά του κόλπα.

    Υπάρχουν ταινίες σαν τους "Μόργκαν". Όπου κάθε ατάκα προσγειώνεται σε μια θάλασσα από χλιαρά μειδιάματα, όπου κάθε εξέλιξη συμβαίνει εν μέσω πλήρους αδιαφορίας, και όπου δυο φωτογενείς σταρ με έξοχο κωμικό timing χαραμίζονται πλήρως από μια παραγωγή που δεν προσπαθεί να κάνει ή να είναι τίποτα. Για ετούτο τον θρίαμβο του Μετρίου γράφτηκε πως "Δεν είναι ο ήχος τριζονιών που ακούς καθώς βλέπεις αυτή την ταινία. Είναι ο ήχος νεκρών τριζονιών." Και αυτό τη συνοψίζει απόλυτα διότι πολύ απλά, είναι προτιμότερο να φεύγεις από την αίθουσα εξοργισμένος με μία (κακή) ταινία, παρά αισθανόμενος αυτό το επιβλητικό Τίποτα.

  • Ricky: Τα Φτερά Ενός Αγγέλου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ricky: Τα Φτερά Ενός Αγγέλου

    Ο Φρανσουά Οζόν, πάλαι ποτέ «τρομερό παιδί» του γαλλικού σινεμά, δεν κάνει ποτέ την ίδια ταινία. Από exploitation δράματα μέχρι φιλμ νουάρ, κι από μιούζικαλ μέχρι ερωτικά memento, πάντα ο στόχος του είναι να πειραματιστεί με έναν καινούργιο τρόπο αφήγησης. Με μία νέα, άγνωστή του φόρμα. Η αναγκαιότητα της ιστορίας του, όμως, παραμένει ο στιβαρός άξονας. Πάντα κάτι άλλο ελλοχεύει κάτω από στρώσεις επιτηδευμένης κινηματογραφικής επιδερμίδας. Κάτι που ο κάθε θεατής πρέπει να ανακαλύψει από μόνος του, ξεφλουδίζοντας το περιτύλιγμα.

    Αναμφισβήτητα, ο «Ρίκι» αποτελεί την πιο εκκεντρική απόδειξη των πειραματικών του προθέσεων. Συνδυάζοντας μία ιδέα που προέκυψε από ολιγοσέλιδο διήγημα της Ροζ Τρεμάν με στοιχεία κοινωνικού νεορεαλισμού, ευρήματα μαγικού ρεαλισμού, ειδικά εφέ, αλλά και τόνους off-beat κωμωδίας ο Οζόν τολμά να γεννήσει το πιο σουρεαλιστικό μωρό της κινηματογραφικής ιστορίας.

    Ενα μωρό-σύμβολο. Ενα μωρό-προϊόν ενός μεγάλου έρωτα, που όταν όμως πέσει στη ρουτίνα της καθημερινότητας... κάνει φτερά. Τι συμβαίνει στα ζευγάρια όταν ο έρωτας... φεύγει από το παράθυρο; Η γυναίκα αισθάνεται απόρριψη, κατηγορεί τον άντρα, ο άντρας αισθάνεται πίεση, εξαφανίζεται. Ενας φαύλος κύκλος που θα σπάσει μόνο αν ο σύγχρονος άνθρωπος σταματήσει να προσμένει το θαύμα του φτερωτού θεού να επιστρέψει από τους ουρανούς και κάνει ο ίδιος μια νέα αρχή.

    Είναι στα μάτια και στις αποσκευές του κάθε θεατή να χαρακτηρίσει το καινούργιο φιλμικό μωρό του Οζόν χαριτωμένο εύρημα ή να το απορρίψει ως... σκηνοθετική τερατογένεση. Τολμηρό στις υπερρεαλιστικές του ακρότητες, μπουσουλάει σε τεντωμένο σκοινί: arthouse πείραμα, ή σκέτη... μπαλαφάρα;


    ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

  • New in Town

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    New in Town

    Η Λούσι Χιλ είναι φιλόδοξη, εργασιομανής και ανεβαίνει σταθερά τη σκάλα της επιτυχίας σε πολυεθνική που έχει την έδρα της στο Μαϊάμι. Λατρεύει την πόλη που ζει, τα χρήματα που βγάζει και τον βίο που διάγει ως πλουσιοπάροχα αμοιβόμενο στέλεχος. Όταν χρειάζεται να μετακομίσει στο παγωμένο Μαϊάμι για να εξασφαλίσει την προαγωγή της, θα ανακαλύψει ότι η ζωή είναι κάτι παραπάνω από ακριβά αυτοκίνητα και αστραφτερά Μανόλο Μπλάνικ.


    Η ρομαντική κομεντί που έχουμε δει μόνο εκατό φορές πιο πριν, με πλοκή που αρνείται ορκισμένα να ξεστρατίσει από τις χιλιοπαιγμένες συμβάσεις του είδους και τη Ρενέ Ζελβέγκερ να κάνει ό,τι μπορεί χωρίς όμως να καταφέρνει να πείσει ως το δυναμικό θηλυκό που θα πατούσε επί πτωμάτων για να κλείσει τη δουλειά. Μια ταινία βγαλμένη από το εργοστάσιο παραγωγής των chick flicks εν όψει Χριστουγέννων, που δε θα απογοητεύσει τους χάρντκορ φαν του είδους.


    ΦΑΙΔΡΑ ΒΟΚΑΛΗ

  • Η Γυμνή Αλήθεια

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Γυμνή Αλήθεια

    Η Άμπι Ρίχτερ (Κάθριν Χέιγκλ - η γνωστή Ίζυ στο Grey's Anatomy) είναι μία ρομαντική παραγωγός πρωινών εκπομπών που ψάχνει διακαώς τον κο Τέλειο!

    Η καθημερινότητά της "χτυπάει ξαφνικά κόκκινο", όταν το αφεντικό της επιβάλει στην ομάδα της τον Μάικ Τσάντγουει (Τζέραλντ Μπάτλερ - 300, P.S. I Love You), έναν σκληροπυρηνικό τύπο της τηλεόρασης που υπόσχεται να 'ξεράσει' στον αέρα όλη την γυμνή αλήθεια για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών.

    Τα πράγματα μπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο Μάικ, για να αποδείξει στην Άμπι πως δεν είναι ένας αναξιόπιστος "τσαρλατάνος" αλλά κάποιος που καταλαβαίνει σε βάθος τις συμπεριφορές των ζευγαριών, προσφέρεται να τη βοηθήσει στην κατάκτηση του κύριου Τέλειου.


    Φυσικά η κατάληξη είναι προφανής, αλλά αυτό δεν είναι το πρόβλημα σε αυτή την προσβλητικά στερεοτυπική και βαθύτατα συντηρητική εκδοχή του πολέμου τον φύλων. Εδώ οι γυναίκες ζουν σε ουτοπικές φαντασιώσεις και οι άντρες είναι πίθηκοι που έχασαν το τρένο της εξέλιξης, σε αυτό που τραγικά καταλαβαίνει κανείς πως είναι η διεστραμμένη ιδέα δύο γυναικών σεναριογράφων για το τι θα ήθελαν οι άντρες από μια ρομαντική κομεντί. Η Κάθριν Χάιγκλ που πέρσι γκρίνιαζε για την αντιμετώπιση των γυναικείων χαρακτήρων στο "Με την Πρώτη" του Τζαντ Άπατοου (που την έκανε σταρ), εδώ έχει "κωμική" σκηνή με στρινγκ-δονητή. Πόσο φεμινιστικό.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Έτσι Πήραμε Το Γούντστοκ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Έτσι Πήραμε Το Γούντστοκ

    Το ταξίδι του Ανγκ Λι στο ιστορικό τριήμερο, γεμάτο peace and music, είναι ίσως πιο απροσδόκητο ακόμα και από το, παραδομένο άδικα στην πυρά από τους οπαδούς του κόμικ, «Hulk». Πρώτον, εξαιτίας της ανάθεσης ενός βιβλίου τυπικά αμερικάνικου, όπως το αυτοβιογραφικό «Taking Woodstock: A True Story of a Riot, a Concert, and a Life» του Ελιοτ Τάιμπερ, στο βλέμμα ενός Ασιάτη σκηνοθέτη. Δεύτερον, και για όσους δεν μπαίνουν προϊδεασμένοι στην αίθουσα, εξαιτίας του κέντρου δράσης της ταινίας, που ποτέ δεν ενδιαφέρεται για τον θεωρούμενο ως πυρήνα των γεγονότων του Γούντστοκ. Τρίτον, επειδή ο Ανγκ Λι παραβαίνει τον κανόνα που θέτει η ίδια του η ταινία και απλώνει τα πόδια πέραν του παπλώματος.

    Η λαϊκή σοφία λέει ότι όποιος θυμάται το Γούντστοκ δεν το έζησε, και στην περίπτωση του Ελιοτ Τάιμπερ το πνιγμένο στα παραισθησιογόνα ευφυολόγημα αποκτά μια παράδοξη επιβεβαίωση: 34χρονος διακοσμητής από τη Νέα Υόρκη που προσπαθεί να τα βρει με την ομοφυλοφιλία του και λοιπά ζητήματα ενοχών απέναντι στους γονείς του, ο Τάιμπερ θα γίνει από τους σημαντικότερους αφανείς ήρωες του Γούντστοκ, αλλά στην ουσία θα μείνει ένας εξωτερικός παρατηρητής του. Η περσόνα του θεωρητικά ταιριάζει γάντι στον Ανγκ Λι, που χρειάζεται έναν εξίσου «εξωγήινο» πρωταγωνιστή για να παίξει εκτός έδρας. Κόβοντας και ράβοντας τις αναμνήσεις του Τάιμπερ στα μέτρα του, ο Λι θα κρατήσει τον αμήχανο ήρωά του στην, πολυτάραχη ούτως ή άλλως, περιφέρεια των πραγμάτων και θα κατευθύνει τη γνωριμία του με την κοιλάδα του Γούντστοκ ως μια ψυχεδελική κοσμογονία.

    Πού χάνει λοιπόν την αίσθηση του μέτρου το «Taking Woodstock»; Πρόχειρα μιλώντας, στην ξεχειλωμένη του διάρκεια και στον όχι σαφή σεναριακό του προσανατολισμό. Εχω την αίσθηση όμως ότι, πίσω από αυτά τα ελαττώματα, κρύβεται η αδυναμία του Ανγκ Λι να πάρει το εκατό τοις εκατό από την ιστορία του, να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την κωμική της δυναμική και την εντελώς ιδιόμορφη θέση του ήρωά του απέναντι στην ιστορία που γράφεται γύρω του. Σε αντίθεση με ταινίες του όπως η «Παγοθύελλα» και το «Brokeback Mountain», ο Ανγκ Λι δε θα κλείσει τα αυτιά του στις Σειρήνες της Μεγάλης Ιστορίας, και μάλιστα μιας εξιδανικευμένης εκδοχής της. Αν το έκανε κι εδώ, θα επρόκειτο για άθλο.


    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ

  • Κι Αν Σου Κάτσει;

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Κι Αν Σου Κάτσει;

    Το μεγαλείο μπορεί να κρύβεται πίσω από την πιο απλή σκέψη, και η κοσμοθεωρία του φίλτατου Γούντι είναι ένας τέτοιος μικρός θρίαμβος, όπως ξεδιπλώνεται στο νέο του φιλμ, από σενάριο που ανασύρθηκε από κάποιο συρτάρι του.


    Κάτι μάλλον εμφανές καθώς δομικά ή στυλιστικά η ταινία δεν αποτελεί φυσική συνέχεια των αναζητήσεων του εξαιρετικού "Vicky Cristina Barcelona" (το καλύτερό του φιλμ εδώ κι τουλάχιστον 11 χρόνια), αλλά καταφέρνει να πει αυτό που θέλει όπως και να 'χει.


    Ο Γούντι Άλεν δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο αυτή τη φορά σε ένα αληθινό του alter ego, καθώς ο σπουδαίος κωμικός Λάρι Ντέιβιντ (θρυλικός στην Αμερική ως δημιουργός των σειρών "Seinfeld" και "Curb Your Enthusiasm") αποτυπώνει με φυσικότητα όλο τον φιλοσοφημένο κυνισμό του Γούντι δίχως να ξεπέφτει σε κανένα βεβιασμένο ερμηνευτικό τρικ, στηρίζοντας μια ιστορία όσο απλή πρέπει ώστε να έχει τη μαγική ικανότητα να σε καθαρίζει συναισθηματικά τη στιγμή ακριβώς που το χρειάζεσαι.


    Τόσο προφανές κι όμως τόσο αληθινό, το "Whatever Works" (δηλαδή ό,τι λειτουργεί για τον καθένα, και δηλαδή καμία σχέση με τον ατυχή ελληνικό τίτλο που θυμίζει διαφήμιση του Τζόκερ) μιλάει με αμεσότητα και χιούμορ για όλες τις τυφλές τιμονιές της ζωής που όσο κι αν χαράξεις στρατηγικές εκείνη θα σε οδηγήσει αλλού, και μοναδική σου αποστολή παραμένει το να αποδεχτείς και να εκτιμήσεις τα καλά λιμάνια όταν έχεις αράξει σε αυτά, έστω και προσωρινά. Μιλώντας για την αστρονομική απιθανότητα του να βρεθείς σε μια κατάσταση που αληθινά λειτουργεί, ο Γούντι Άλεν έφτιαξε ένα ακομα μικρό διαμάντι που σίγουρα τα καταφέρνει.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • (500) Μέρες Με Τη Σάμερ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    (500) Μέρες Με Τη Σάμερ

    Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Ανασφαλές αγόρι συναντά cool αποστασιοποιημένο κορίτσι, αγαπούν και οι δυο τους Smiths, θα τα φτιάξουν, το soundtrack κελαηδάει στους ρυθμούς κάποιας αγαπημένης indie μπαλάντας, τα χρώματα και η αισθητική αποτελούν ένα ακόμα εικόνισμα στο ναό του Γουες Άντερσον, και έχουμε και τη Ζόι Ντεσανέλ για το κερασάκι στην τούρτα. Ναι, είναι μία ακόμα indie ρομαντική κομεντί, από αυτές που το εργοστάσιο της Fox Searchlight κατασκευάζει με φοβερή ακρίβεια σε ετήσια βάση.


    Αλλά όχι. Γιατί αυτή δεν είναι μια ερωτική ιστορία. Και γιατί ο βιντεοκλιπάς Μαρκ Γουεμπ χωράει στα τρισχαριτωμένα του κάδρα πικρή συναισθηματική αλήθεια που τρία "Τζούνο" και πέντε "Little Miss Sunshine" μαζί δε θα είχαν ιδέα πού να την βρουν. Η ιστορία του Τομ και της Σάμερ παρουσιάζεται με έναν απολαυστικά μη-γραμμικό τρόπο, ώστε στη μία σκηνή να βρισκόμαστε στην 150ή μέρα και να βλέπουμε το ζευγάρι στα πρόθυρα της διάλυσης και στην επόμενη να γυρίζουμε στη 40ή και να τους βλέπουμε να ζουν ένα παρόμοιο σκηνικό για πρώτη φορά, μόνο τότε ήταν ευτυχισμένοι. Ο Γουεμπ τεμαχίζει την ιστορία του όχι για το εφέ, αλλά επειδή επανατοποθετώντας τα γεγονότα σα να επρόκειτο για μια σειρά αλληλένδετων αναμνήσεων, εντείνει κάθε συναίσθημα χαράς ή λύπης, και ταυτόχρονα ολοκληρώνει ένα έξοχο σχόλιο πάνω στην αποσύνθεση μιας σχέσης που δεν χτύπησε σε τοίχο επειδή συνέβη κάποιο ακραίο γεγονός, αλλά επειδή το ζευγάρι δεν ήξερε πώς να μη φθαρεί.


    Η ταινία δεν αποφεύγει όλα τα εκνεριστικά indie κλισέ (η πανέξυπνη και ώριμη δεκάχρονη αδερφούλα του Τομ, οι βεβιασμένες μουσικές αναφορές, η Ζόι Ντεσανέλ να παίζει απλώς τη Ζόι Ντεσανέλ) αλλά προσφέρει αρκετές ανάσες φρεσκάδας και αλήθειας, συνδυάζει στιλ, φόρμα και ουσία, δεν επιλέγει κανέναν εύκολο δρόμο, και διαθέτει σκηνές που θα σκέφτεσαι και ανατριχιάζεις, μήνες αφού έχεις δει την ταινία. Η σκηνή ανθολογίας του split-screen μεταξύ ελπίδας και πραγματικότητας είναι σχεδόν σπαρακτική, ενώ το μουσικό νούμερο των Hall & Oates πετυχαίνει να σου φορέσει ένα τεράστιο χαμόγελο χωρίς να γίνεται υπερβολική. Ο Μαρκ Γουεμπ στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του επιτυγχάνει δύσκολες ισορροπίες, ανανεώνει το κουρασμένο είδος της ρομαντικής κομεντί, και μας υποχρεώνει να κοιτάξουμε προσεκτικά το μέλλον του.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Μη σπρώχνεις, έρχομαι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μη σπρώχνεις, έρχομαι

    Ο Πίτερ Χάιμαν, 40αρης επιχειρηματίας, βιάζεται να επιστρέψει από ένα επαγγελματικό ραντεβού στην Ατλάντα πίσω στο σπίτι του στο Λος Αντζελες για να προλάβει τη γέννηση του πρώτου του παιδιού. Ο Ιθαν Τράμπλεϊ, επίδοξος ηθοποιός, ετοιμάζεται κι αυτός για ταξίδι στο Χόλιγουντ με το όνειρο να κάνει καριέρα σε τηλεοπτική σειρά.

    Αφού γνωρίζονται σ’ ένα τραγελαφικό τροχαίο ατύχημα μπροστά στο αεροδρόμιο, αμφότεροι πετιούνται έξω από την πτήση ελέω αντιτρομοκρατικών μέτρων με απαγόρευση εισόδου σε οποιοδήποτε αεροπλάνο. Σε πλήρη απόγνωση και χωρίς πορτοφόλι, ο Πίτερ θα δεχθεί διστακτικά την πρόταση του Ιθαν να μοιραστούν ένα ενοικιαζόμενο αμάξι για να επιχειρήσουν να πάνε στο Λος Αντζελες οδικώς... Περιττό να πούμε ότι πολλά τρελά θα συμβούν στον δρόμο στο «Μη σπρώχνεις έρχομαι», όσα κατά κανόνα συμβαίνουν σε μια ταινία που πάει να συνδυάσει τη δράση μιας ανάλαφρης road movie με το χιούμορ μιας κωμωδίας περί αναγκαστικής συνύπαρξης δύο διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων τύπου Τζακ Λέμον - Γουόλτερ Ματάου.

    Το άκρως εύστοχο κάστινγκ θέλει εδώ ως αταίριαστο ζευγάρι τον σοβαρό, αγχωμένο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και τον επιπόλαιο, μονίμως μαστουρωμένο Ζακ Γαλιφιανάκη και είναι κυρίως χάρη στη μεταξύ τους χημεία που το φιλμ του Τοντ Φίλιπς στέκεται στα πόδια του. Όχι ότι κάποια οπτικά (το γαλλικό μπουλντόγκ του Ιθαν, η περιβολή του τελευταίου, η σκηνή του αυνανισμού) ή λεκτικά γκανγκς (οι μιμήσεις ηθοποιών του Ιθαν, η όλη σεκάνς στο σπίτι μιας εμπόρου ναρκωτικών) έστω το πλείστον χοντροκομμένα δεν βγάζουν γέλιο.

    Απλά, είναι πρωτίστως χάρη στη γλώσσα του σώματος, στις γκριμάτσες και στην εκφορά των δύο πρωταγωνιστών που γαλβανίζονται με χιούμορ, στο πλαίσιο ενός κατά τα λοιπά άνισου σεναρίου με εντελώς αποπροσανατολιστικά κομμάτια (περιττή, αλλά και κακοστημένη η σεκάνς στα μεξικανικά σύνορα) κι έναν προκάτ συναισθηματισμό (εννοείται πως οι δύο ήρωες θα καταλήξουν φίλοι καρδιακοί, μοιραζόμενοι εμπειρίες και μυστικά από τη ζωή τους). Ωστόσο επειδή δεν είναι το πειστικό εκείνο που ενδιαφέρει εδώ, αλλά το αστείο, οι φίλοι της παλαβής φάρσας αλά «Hangover» επίσης του Τοντ Φίλιπς και με πρωταγωνιστή τον Γαλιφιανάκη δεν θα απογοητευθούν.

    Ο σκηνοθέτης Τοντ Φίλιπς και ο ελληνικής καταγωγής Ζακ Γαλιφιανάκης συνεργάζονται αυτόν τον καιρό για τρίτη φορά σε ένα σίκουελ της περσινής επιτυχίας τους «The hangover» που θα δούμε στις αίθουσες τον Μάιο.

    Ρόμπυ Εκσιέλ

  • Τα Οπωρόφορα της Αθήνας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Οπωρόφορα της Αθήνας

    Στην αρχή «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» ήταν ένα βιβλίο. Του Σωτήρη Δημητρίου. Ένα εξαιρετικό βιβλίο (εκδόσεις Πατάκη) που κατάφερε το ακατόρθωτο: να συνδυάσει τον πυκνό δοκιμιακό λόγο με την παιγνιώδη αφήγηση. Και μόνο που σκέφτεται κανείς αυτόν τον συνδυασμό πέφτει πάνω στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Δοκιμιακές και παιγνιώδεις ταυτόχρονα, δεν παίρνουν τίποτε στα σοβαρά, ούτε καν τον εαυτό τους.
    Στην πραγματικότητα οι ταινίες του Παναγιωτόπουλου είναι παιχνίδια. Κι ο ίδιος τρελαίνεται γι αυτή τη λέξη: «λέμε ότι ο τάδε ηθοποιός "παίζει" σ΄ αυτή την ταινία» είχε πει κάποτε «ή ότι η ταινία "παίζεται" στον τάδε κινηματογράφο. Ποτέ δεν λέμε ότι ένα ηθοποιός ?στοχάζεται? σε μια ταινία».

    Κι όμως μέσα σ΄ αυτό το συνεχές παιχνίδι του, ο Παναγιωτόπουλος αναδεικνύεται ο πιο διανοούμενος από όλους τους Ελληνες σκηνοθέτες- κάθε ταινία του είναι κι ένα πλήρες ιδεολογικό σχήμα. Παντελώς ανοιχτό βέβαια και αντισυμβατικό.

    Ετσι λοιπόν τα «Οπωροφόρα» του Δημητρίου του ταίριαξαν γάντι. Μια εκπληκτική ευκαιρία για ανοιχτή συζήτηση γύρω από την τέχνη και την διαδικασία της δημιουργίας. Και ταυτόχρονα μια χοντρή αγορίστικη πλάκα. Μια κωμωδία που παίζει και στοχάζεται ταυτόχρονα.

    Οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας αφομοιώνονται ο ένας μέσα στον άλλο. Είναι το ίδιο πρόσωπο χωρισμένο στα δύο. Ο ένας είναι συγγραφέας (Λευτέρης Βογιατζής) και αναλύει τον μηχανισμό της λογοτεχνίας σε μια Ρωσίδα οικιακή βοηθό (Αλεξία Καλτσίκη) που δεν ξέρει γρι ελληνικά. Κι ο άλλος ένας αλαφροΐσκιωτος σαλτιμπάγκος (Νίκος Κουρής) που, ελεύθερος στους δρόμους, απολαμβάνει σύκα, μούρα και φραγκόσυκα σκαρφαλώνοντας σε δέντρα και πειράζοντας τους περαστικούς. Η παράλληλη σύγκρουσή τους ξεδιπλώνεται μέσα σε μια υπέροχη Αθήνα η οποία έχει μεταμορφωθεί, ειδικά για την περίσταση και εκθέτει αυθάδικα το κρυμμένο cult πρόσωπό της.

    Κρατώντας σχεδόν αυτούσιο το κείμενο του Σωτήρη Δημητρίου ο Παναγιωτόπουλος καταφέρνει κι αυτός κάτι ακατόρθωτο: μια λογομάχος ταινία που διαβάζεται ή ίσως ένα εικονοφάγο βιβλίο που βλέπεται.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Πάλι Εσύ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πάλι Εσύ

    Η Disney προσπαθεί να πλασάρει την Κρίστεν Μπελ ως την νέα Τζένιφερ Άνιστον (aka βασίλισσα της ρομαντικής κομεντί) με αμφισβητούμενη επιτυχία. Aρχής γενομένης με τις “Διακοπές στη Ρώμη”, η συνέχεια δύσκολα θα μπορούσε να είναι χειρότερη - δυστυχώς ωστόσο δεν είναι και πολύ καλύτερη. Εκεί που συναντιούνται τα κακέκτυπα των “Mean Girls” και του “Γάμου του Καλύτερού Μου Φίλου” ξεκινά το “Πάλι Εσύ”, επαληθεύοντας ένα προς ένα τα κλισέ του είδους.

    Η Μάρνι είναι το ασχημόπαπο που όλοι βασανίζουν στο λύκειο και τελικά μεταμορφώνεται σε κύκνο-υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων πολυεθνικής. Φυσικά, η επιστροφή της σπίτι συνεπάγεται την αντιπαράθεσή της με τη βασανίστρια των σχολικών της χρόνων, η οποία ποζάρει ως μέλλουσα νύφη της. Και τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν καταφθάνει για τον γάμο η θεία της τελευταίας (Σίγκουρνι Γουίβερ), που ήταν το αντίστοιχο mean girl για την μητέρα της Μάρνι (Τζέμι Λι Κέρτις). Οι δύο καρατερίστες αποτελούν και τις μοναδικές ανάσες φρεσκάδας της ταινίας.

    Χάνοντας κάθε ευκαιρία να αξιοποιήσει την αρχική ιδέα για λίγο αυθεντικό γέλιο, το φιλμ κατορθώνει να ομογενοποιήσει ακόμη και την υπέροχη (αν και υπερ-εκτεθιμένη τελευταία) Μπέτι Γουάιτ, σε έναν αχταρμά προβλεψιμότητας και ατολμίας.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Cheri

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Cheri

    Ο απαγορευμένος έρωτας, o συγχρονισμός (ή η απουσία του) και κυρίως το γήρας, η αναπόφευκτη φθορά του σώματος κατακλύζουν τo βιβλίο “Cheri” της Κολέτ, στο οποίο βασίζεται η ταινία. Εκεί, η τολμηρή Γαλλίδα εξετάζει αποστασιοποιημένα τον έρωτα μιας 50χρονης εταίρας με τον 20χρονο γιο της φίλης της, ραγίζοντας την καρδιά και του πιο ψυχρού αναγνώστη, μπροστά στην μάχη μιας γυναίκας με τον ανίκητο χρόνο. Ο Φρίαρς, που γύρισε το “Cheri” πριν την άρτι αφιχθείσα “Επιστροφή της Tamara Drewe”, μοιάζει να κρατάει το κλειδί για αυτό το θηλυκό σύμπαν, βάζοντας τις σωστές ερωτήσεις στα χείλη των χαρακτήρων του.

    Σε γνώριμο έδαφος, παρόμοιο με εκείνο των “Επικίνδυνων Σχέσεων”, ο Βρετανός σκηνοθέτης τοποθετεί προσεκτικά τον έναν απέναντι στον άλλον χαρακτήρες που αφήνονται στα πάθη τους για να οδηγηθούν στην καταστροφή. Η Μισέλ Φάιφερ είναι η ιδανική επιλογή για τον ρόλο της Λεά, της μεσήλικης πόρνης με τα φρέσκα χαρακτηριστικά, που ερωτεύεται, παρά τις προσπάθειές της για το αντίθετο. O νεαρός Cheri, ο αγαπημένος της, έχει όλα τα καλά και τα κακά ενός 20χρονου αγοριού: ομορφιά, σφριγηλότητα, πάθος αλλά και ανωριμότητα, εγωισμό και την δυνατότητα να πληγώσει πολύ εύκολα μια ερωτευμένη γυναίκα. Πώς μπορεί να τελειώσει μια τέτοια υπόθεση;

    Η Κολέτ, παρότι διαθέτει εξαιρετική βιβλιογραφία, με πλούσιες ιστορίες, είναι δύσκολη στην μεταφορά γιατί μεγάλο μέρος της αφηγηματικής εξέλιξης βασίζεται στα συναισθήματα των χαρακτήρων και όχι σε γεγονότα. Ο Φρίαρς, που εδώ τελεί και χρέη αφηγητή, μοιάζει να το γνωρίζει καλά και αφήνει την ηρωίδα του να δηλητηριάζεται από το πέρασμα του χρόνου σιγά-σιγά, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού μην μπορώντας να αντιμετωπίσει τον παρηκμασμένο εαυτό της.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Μόνο το Σεξ δεν φτάνει

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μόνο το Σεξ δεν φτάνει

    Το βασικό ερώτημα που θέτει η ταινία -αν αποφασίσουμε να την πάρουμε σοβαρά, παρότι η ίδια δεν βοηθάει και τόσο- είναι το εξής: Μπορούν δύο φίλοι να κάνουν σεξ χωρίς να μπει ο έρωτας στη μέση; Προφανές, θα πείτε. Είμαστε στον 21ο αιώνα, γύρω στα 50 χρόνια μετά την σεξουαλική απελευθέρωση άρα δύο άνθρωποι, ακόμη και δυο φίλοι, μπορούν να πέσουν μαζί στο κρεβάτι και να μην ερωτευτούν την άλλη μέρα το πρωί. Αυτά συμβαίνουν όμως στον πραγματικό κόσμο, γιατί στο σύμπαν της ταινία "Μόνο Το Σεξ Δεν Φτάνει" - όπως έσπευσε να μας πληροφορήσει ο Έλληνας διανομέας.

    Ο Άστον Κούτσερ με την Νάταλι Πόρτμαν έχουν ένα είδος χημείας που αποκτά ενδιαφέρον στην μεγάλη οθόνη αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να κουβαλήσουν όλη την -υπερσυντηρητική στον πυρήνα της- ιστορία, που αρχίζει να ασθμαίνει κάπου στα μισά της διαδρομής. Κι αν η ιδέα του αταίριαστου ζευγαριού στο οποίο το ένα από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη αποφεύγει την δέσμευση μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό υλικό για κομεντί (βλέπε "500 Μέρες Με Τη Σάμερ"), δεν συμβαίνει το ίδιο όταν το αρχικό κόνσεπτ αρχίζει να μπάζει νερά. Θέλοντας να είναι φευγάτο για να προσελκύσει τους singles αλλά και αγαπησιάρικο γιατί και τα ζευγάρια έχουν ψυχή, το φιλμ μετατρέπεται σε ένα μπάσταρδο συνονθύλευμα βαρεμάρας με μερικές σκηνές δήθεν καυτού σεξ. Ευτυχώς, καταλήγει να είναι τόσο ευκολοξέχαστο που ούτε ο ίδιος ο Ιβάν Ράιτμαν ("Ghostbusters") θα θυμάται ότι το σκηνοθέτησε, για να έρχεται σε δύσκολη θέση.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Μην Πυροβολείτε Τη Γιαγιά: Πατέρας Και Γιος Εν Δράσει

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μην Πυροβολείτε Τη Γιαγιά: Πατέρας Και Γιος Εν Δράσει

    Το είπε ο Μάρτιν Λόρενς στο τέλος του "Μην Πυροβολείτε τη Γιαγιά 2", αλλά ποιος τον άκουσε... "Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να σκάσει ξανά μύτη η Γιαγιά". Μάλλον δεν πήραμε αρκετά σοβαρά την απειλή του και, κάπως έτσι, η διαβόητη Big Momma βρέθηκε ξανά μπροστά μας, εκεί που δεν το περιμέναμε. Ο φοβερός πράκτορας Μάλκολμ του FBI αναλαμβάνει μια ακόμη μυστική αποστολή, αυτή τη φορά μαζί με τον θετό γιο του, ο οποίος είναι μάρτυρας σε φόνο. Αναγκάζονται να μπουν ινκόγκνιτο σε κολλέγιο θηλέων και, ναι, σωστά μαντέψατε, γι'αυτό πρέπει να μεταμφιεστούν σε γυναίκες.

    Η crossdressing εμφάνιση είναι πολύ επιτυχημένη ομολογουμένως - κάτι που δεν ισχύει όμως για το σενάριο και τα υποτιθέμενα αστεία του. Όταν εξάλλου όλα τα γκαγκς εξαρτώνται από ένα μοναδικό εύρημα (αγόρι είναι ντυμένο κορίτσι και γουστάρει άλλα κορίτσια), η ιστορία δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά -πόσο μάλλον στο τρίτο σίκουελ. Μια σειρά χορευτικών και τργουδιών προσπαθούν να δώσουν στο φιλμ έναν “Glee” αέρα, αλλά αν βρίσκετε το τηλεοπτικό σόου ελαφρώς πληκτικό, τότε εδώ μετά βίας θα μπορέσετε να αντισταθείτε στην επιθυμία να κόψετε τις φλέβες σας. Δεν το ευχόμαστε ούτε στον χειρότερο εχθρό μας.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Εργένηδες Για Μια Εβδομάδα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εργένηδες Για Μια Εβδομάδα

    Η ιδέα της νέας κωμωδίας των αδελφών Μπομπ και Πίτερ Φαρέλι που ήδη δουλεύουν επάνω στην επόμενη δουλειά τους για το "Τρίο Στούτζες", προδιαθέτει για το αναρχίζον, πολιτικά μη ορθό χιούμορ που έκανε το δίδυμο γνωστό με επιτυχίες όπως το «Κάτι τρέχει με τη Μαίρη»: δύο ανήσυχοι 40άρηδες φίλοι παίρνουν «άδεια» μίας εβδομάδας από τις συζύγους τους να εκτονωθούν όπως αυτοί νομίζουν.

    Τα πιο αστεία -και αναγνωρίσιμα από τον καθένα- σημεία της ανάπτυξης αυτής της έξυπνης ιδέας είναι οι σκηνές που δείχνουν την ανικανότητα των δύο προσωρινών εργένηδων να ξεφύγουν από την πρακτική αλλά και συναισθηματική ρουτίνα της έγγαμης ζωής που έχουν συνηθίσει εδώ και 15 χρόνια.

    Κρίμα, ωστόσο, που όσο προχωρεί η δράση, τόσο πιο υστερικό και χονδροειδές γίνεται το φιλμ, με αποκορύφωμα το εντελώς άτσαλο σε γκαγκ αλλά και αταίριαστα ηθοπλαστικό φινάλε. Ρ.Ε

  • Κάποτε Στη Ρώμη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Κάποτε Στη Ρώμη

    Τηλεοπτικού προσανατολισμού ρομαντική κομεντί, βγαλμένη από παλιά καλή Φίνος Φιλμ, η οποία έχει την μοναδική ικανότητα να την βρίσκουν βαρετή ακόμη και μουλτιπλεξάδες, μόνιμοι κάτοικοι εμπορικών κέντρων.

    Καριερίστα νεοϋορκέζα( Κρίστεν Μπελ) επισκέπτεται τη Ρώμη για τον γάμο της αδερφής της όπου ως δια μαγείας βρίσκει τον άντρα της ζωής της (Τζος Ντιχαμέλ). Η μαγεία όμως δεν τελειώνει εκεί καθώς η συμπαθής ξανθιά κάνει το μεγάλο λάθος να μαζέψει 5 νομίσματα απ’ το Φοντάνα Ντι Τρέβι με συνέπεια να ενεργοποιηθούν τα αρχαία ξόρκια της «Αιώνιας Πόλης» και οι κάτοχοί τους να την ερωτευτούν παράφορα. Αυτά ως προς το ερωτικό κομμάτι.

    Στο κομεντί κομμάτι, το φιλμ χαρακτηρίζεται από την έλλειψη στοιχειώδους αίσθησης του χιούμορ. Την παρτίδα προσπαθούν να σώσουν οι εμφανίσεις ? τσόντες διάσημων ηθοποιών (Ντάνι Ντε Βίτο, Αντζέλικα Χιούστον) οι οποίοι όμως χρησιμοποιούνται περισσότερο ως διακοσμητικά φυτά σε γραφείο παρά για να συνεισφέρουν πραγματικά στην ταινία. Το κινηματογραφικό πέρασμα του Σακίλ Ο’ Νιλ κάπου προς το τέλος του φιλμ έρχεται ακριβώς στην ώρα του για να σε αποτελειώσει.

    Όταν πια αυτό το ονειρικό παραμύθι φτάσει στο τέλος και η ξανθιά νεράιδα σας αγγίξει με το ραβδάκι της μην αναρωτηθείτε γιατί σας μυρίζει βατόμουρο.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Επαγγελματίας Καρδιοκατακτητής

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Επαγγελματίας Καρδιοκατακτητής

    Η σεναριακή ιδέα είναι από ατόφιο χρυσάφι και η εκτέλεσή της, ευτυχώς, συνοδεύεται από ανάλογες δόσεις φαντασίας και εφευρετικότητας. Με τον ήρωα να αποτελεί ένα ερωτικό ισοδύναμο του Τζέιμς Μποντ, η στρατηγική σαγήνης που ακολουθείται είναι εξίσου θεαματική και μη αληθοφανής, από τα επιδέξια ζογκλερικά σε έναν ουρανοξύστη σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση στα ιαπωνικά.

    Η ταινία του, προερχόμενου από τον χώρο της διαφήμισης και των τηλεταινιών, Πασκάλ Σομέλ πουλάει το ελκυστικό πακέτο μέσα από ένα σόου όχι υπερβολικά «στημένο», που ισορροπεί ανάμεσα στις αναπόφευκτες δυνατές δόσεις χλιδής και τα αλυσιδωτά γκαγκ που παραδόξως αποπνέουν αυθορμητισμό, ενισχύοντας το πρωταγωνιστικό ζευγάρι με δυνατούς δεύτερους ρόλους (ο Φρανσουά Νταμιέν ως βοηθός του Αλέξ είναι σκέτη αποκάλυψη). Όσο για τους Ρομάν Ντουρί ? Βανεσά Παραντί, μπορεί να μην είναι Κάρι Γκραντ- Γκρέις Κέλι, αλλά ανάμεσά τους κυκλοφορεί ο ηλεκτρισμός που μπορεί να μετατρέψει ακόμα και τα κλισέ της ρομαντικής κομεντί σε στιγμές αυθεντικής σαγήνης.

    Κωνσταντίνος Σαμαράς

  • Σηκωτός Για Τη Συναυλία

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σηκωτός Για Τη Συναυλία

    Μια ακόμη ταινία που φέρει την ‘υπογραφή’ του Τζαντ Άπατοου ("Superbad", "Παρθένος Ετών 40") φαρδιά-πλατιά, παρότι ο ίδιος δεν εκτελεί παρά χρέη παραγωγού. Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκολας Στόλερ (δημιουργού του επίσης ‘απατοϊκού’ "Όταν Με Παράτησε η Σάρα"), το "Σηκωτός Για τη Συναυλία", κάτω από το προφανές προκάλυμμα του γκροτέσκου σλάπστικ κρύβει μια κωμωδία με κότσια κα φαντασία. Το κεντρικό στόρι είναι βατό και προβλέψιμο: κακομοίρης πρέπει να φέρει σε περας αποστολή που περιλαμβάνει το ίνδαλμά του σε συναυλία, το ίνδαλμά του τον βασανίζει, το ίνδαλμά του τον βασανίζει λίγο ακόμη, ωχ- θα χάσουνε τη συναυλία, α-τελικά προλάβανε τη συναυλία, ναι- τελικά θα μείνουν φίλοι για πάντα. Ο Στόλερ, ωστόσο, χωρίς να αποφεύγει τα κλισέ, αντίθετα, γιγαντώνοντάς τα με πονηριά και μαεστρία, καταφέρνει να περάσει υπογείως μερικά από τα πιο διασκεδαστικά διεστραμμένα αστεία που είδαμε τελευταία στη μεγάλη οθόνη.

    Χρησιμοποιώντας στο ρόλο του σάπιου ροκ σταρ τον Άλντους Σνόου (Ράσελ Μπραντ) τον αντιπαθή χαρακτήρα που γνωρίσαμε στη "Σάρα Μάρσαλ", ο Στόλερ ξεκινάει βάζοντας τον πήχυ ψηλά, προσκαλώντας μας παιχνιδιάρικα να δούμε με άλλο μάτι πώς στεκόμαστε απέναντι στις προκαταλήψεις μας ως θεατές. Απέναντί του τοποθετεί, στο κέντρο της ιστορίας, τον Άαρον, τον σχεδόν εξίσου αντιπαθητικό και ταυτισμένο με τις ταινίες του Άπατοου Τζόνα Χιλ, στο ρόλο του κακομοίρη υπαλλήλου που τραβάει τα πάνδεινα μέχρι να φτάσουν στην περιβόητη συναυλία. Τα 100 περίπου λεπτά που μεσολαβούν βέβαια μέχρι να γίνει αυτό θυμίζουν βόλτα με ρόλερ κόστερ: σε απογειώνουν όσο γρήγορα σε ρίχνουν, αδιαφορώντας παντελώς για τις απότομες αλλαγές ταχυτήτων- τόσο που γίνεται διασκεδαστικό.

    Η πιο feel-good ταινία της εβδομάδας περιλαμβάνει σκηνές άγριας κραιπάλης με αλκόολ, τρελά ναρκο-τριπ, τον βιασμό ενός άντρα, τον Λαρς Ούλριχ από τους Metallica στο ρόλο του εαυτού του κι ένα τρίο διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Όχι ακριβώς η μέση mainstream κωμωδία, ε; Εκεί ακριβώς όμως έγκειται η μαγκιά του Στόλερ: έχοντας στα χέρια του το πιο ανώδυνο σενάριο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει, στήνει μια κωμική εκδοχή του ?Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας?, με τον Παφ Ντάντι να δίνει ρέστα ως πωρωμένο αφεντικό του Άαρον. Τελικά, η απαράδεκτη μετάφραση του "Get Him to the Greek (Theater)" σε "Σηκωτός Για τη Συναυλία" είναι μάλλον το μεγαλύτερο μειονέκτημα αυτής της απολαυστικής κωμωδίας.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Gran Torino

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Gran Torino

    Ενας συντηρητικός βετεράνος της Κορέας που ζει στα λιγοστά τετραγωνικά της ιδιοκτησίας του, με μοναδική παρέα μια καλά συντηρημένη Gran Torino των 70s, αναγκάζεται να κάμψει το ρατσιστικό του μένος και να υπερασπιστεί τα νεότερα μέλη μιας γειτονικής οικογένειας Κινέζων μεταναστών.



    Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους το «Gran Τorino» είναι ίσως η πιο προσωπική ταινία την οποία σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνίστησε ποτέ ο Κλιντ Ιστγουντ. Ο Γουολτ Κοβάλσκι μοιάζει με τον τέλειο συνδυασμό του αδέκαστου «Βρώμικου Χάρι», του μοναχικού Φράνκι Νταν από το «Μillion Dollar Βaby» και του πεισματάρη Γουίλιαμ Μάνι των «Ασυγχώρητων». Στην πραγματικότητα ο Γουολτ Κοβάλσκι είναι ο φόρος τιμής του Ιστγουντ σε όλους τους ρόλους των «σκληρών» αντρών που υποδύθηκε τις τελευταίες έξι δεκαετίες και, την ίδια στιγμή, ένας μελαγχολικός αποχαιρετισμός στα όπλα για έναν ηθοποιό που αναγκάστηκε να πάρει το νόμο στα χέρια του περισσότερες από μια φορές.

    Ο Κοβάλσκι, όμως, τόσο μέσα από τις σαφείς αναφορές του στους συνονόματους ήρωες του «Vanishing Ρoint» και του «Λεωφορείο Ο Πόθος», όσο και μέσα από τη σωματική ερμηνεία του Ιστγουντ, είναι ταυτόχρονα και ο απόλυτος αντιήρωας του σήμερα. Ενα γερασμένο άλογο που αρνείται να σταματήσει να τρέχει όταν όλα γύρω του μοιάζουν να το έχουν ήδη σκοτώσει, επειδή έχει γεράσει.

    Σε τελική ανάλυση, ο Κοβάλσκι είναι η ίδια η Αμερική που προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα της (ιδανικά εκφρασμένα στην καλογυαλισμένη επιφάνεια μιας Gran Torino των 70s) την ίδια στιγμή που οι νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συγκρούσεις επιβάλλουν νέα ήθη ανοχής και συνύπαρξης. Πολύ γρήγορα, ο Κοβάλσκι θα συνειδητοποιήσει πως ο μετανάστης «εχθρός» της ιδιοκτησίας του και των ακλόνητων ιδανικών του μοιράζεται μαζί του περισσότερα κοινά από ότι διαφορές. Στην ουσία, η δική του απομόνωση από μια κοινωνία που τον θεωρεί ήδη ξοφλημένο και «άχρηστο» είναι το ίδιο περιθώριο στο οποίο προσπαθεί να επιβιώσει η οικογένεια των Κινέζων που καταπατά το φρεσκοκουρεμένο γκαζόν του. Η συνάντηση τους, ακριβώς σε εκείνο το σημείο που το παρελθόν αναγκάζεται πλέον να παραδώσει τα ηνία στο μέλλον, δεν κάνει όμως το «Gran Τorino» μόνο μια ταινία για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά κυρίως ένα μελαγχολικό δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη αντοχή.

    Ο Ιστγουντ - στον πιο ήσυχα σπαρακτικό ίσως ρόλο της καριέρας του- αφήνει τις ρυτίδες του να αφηγηθούν γενναιόδωρα την ιστορία της ζωής του και, σαν το αγαπημένο του αυτοκίνητο, αρνείται να μπει στο γκαράζ, επιλέγοντας να διεκδικήσει την ανοιχτή λεωφόρο για όσα χρόνια ακόμη μπορεί να τη διασχίσει. Οι ανάσες του είναι βαριές, το πείσμα του να αποδείξει πως το σώμα του αντέχει τον κάνει αξιολύπητο, ο θυμός του θυμίζει σκυλί που φωνάζει αλλά δεν δαγκώνει και, για πρώτη φορά, ο εκδικητής του αφήνει τους προσωπικούς του δαίμονες να σκιάσουν την ηθική του. Είναι όμως η γενναιοδωρία του (ως σκηνοθέτης, ηθοποιός, άνθρωπος και καλλιτέχνης) που, σε μια σπάνια στιγμή κινηματογραφικής καθαρότητας, τον αναγάγει σε ένα σύμβολο πιο σημαντικό από οποιονδήποτε ήρωα υποδύθηκε ποτέ στη ζωή του.

    Και αν ισχύει πως αυτός ο Κοβάλσκι είναι η τελευταία φορά που ο κόσμος θα δει τον Ιστγουντ μπροστά από την οθόνη, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος για να μην υποκλιθούμε χωρίς ίχνος αναστολής.


    ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ

  • Fanboys

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Fanboys

    Αυτό που δεν ξέρουν και ούτε υποψιάζονται (καθότι fanboys, όπως λέει κι ο τίτλος) είναι πως το Ιερό τους Δισκοπότηρο δεν είναι παρά μια κινηματογραφική προσβολή, αλλά η γλυκιά ταινία του Kάιλ Νιούμαν αποφεύγει έξυπνα την παγίδα του concept της κάνοντας όλη την περιπέτεια των 5 φίλων να είναι για το ταξίδι κι όχι για τον προορισμό.


    Ο οποίος προορισμός είναι γεμάτος αμφιβόλου ποιότητας χιούμορ στοχευμένου αποκλειστικά σε μια hardcore μερίδα του κοινού που δεν αγαπάει απαραιτήτως το "Star Wars", αλλά θα πρέπει να ξέρει να ξεχωρίσει τον Γουίλιαμ Σάτνερ μέσα σε σκιές, να πιάσει την εμφάνιση του Μπίλι Ντι Γουίλιαμς ως Δικαστή Ράινχολντ και να αντιλαμβάνεται το κλείσιμο του ματιού της εμφάνισης του Χάρι Νόουλς.


    Τα αστεία γενικώς είναι χοντροκομμένα και βασίζονται αποκλειστικά στην ποπ αναφορά και στις καμέο εμφανίσεις, αλλά αν δεν είχατε άγνωστες λέξεις στην προηγούμενη πρόταση θα βρείτε πράγματα να γελάσετε. (Υπάρχει μια διπλή εμφάνιση του Σεθ Ρόγκεν που είναι αστεία, φαντάζομαι, με έναν απενοχοποιημένα ανώριμο τρόπο.)


    Οι συναισθηματικές διαδρομές των χαρακτήρων προς την ωρίμανση είναι προφανείς, αλλά καταλήγουν σε μια απρόσμενα ειλικρινή νότα. Και οι μουσικές επιλογές είναι προβλέψιμα '90s, αλλά ποιος στραβώνει όταν ακούει ακόμα και για χιλιοστή φορά τους Chumbawamba;


    Η ταινία δεν έχει ψευδαισθήσεις κουλ μεγαλείου, δεν προσποιείται καν πως μπορεί να πει τίποτα σε κοινό πέραν εκείνου στο οποίο τελικά θα πει κάτι, και δεν θεωρεί καν πως αυτό που λέει είναι και τόσο σημαντικό. Το "Fanboys" απλώς είναι αυτό που είναι. Μια μικρή, γλυκιά ταινιούλα γεμάτη αστεία με τα οποία θα γελάγατε σίγουρα το 1998.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Ξενοδοχείο για Σκύλους

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ξενοδοχείο για Σκύλους

    Kανείς δεν τη ζήτησε αλλά μια ακόμα σκυλοπεριπέτεια είναι γεγονός, μέρος της συνεχιζόμενης εκστρατείας του Hollywood να μετατρέψει ολόκληρη την παραγωγή της σε ταινίες με πρωταγωνιστές τα συμπαθή αν και ολίγον ανόητα τετράποδα, ταινίες συνήθως αντίστοιχης ευφυίας.


    Η ταμπέλα της παιδικής ταινίας δεν δικαιολογεί την απόλυτη αφέλεια, καθώς ακόμα και στον πρόσφατο "Bolt" το σενάριο δοκίμαζε να εξερευνήσει με έξυπνο τρόπο κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες (κι ας έμενε από καύσιμα). Ενώ στο "Ξενοδοχείο για Σκύλους" η ταινία εξανλτείται στο όποιο συναίσθημα μας δημιουργήσει η ανάγκη των δύο παιδιών να βρουν ένα σπιτικό γεμάτο αγάπη, ακριβώς σαν αυτό που χαρίζουν στα παρατημένα σκυλάκια της γειτονιάς.


    Οι ιδιαιτερότητες της 16χρονης Άντι και του μικρού αδερφού της Μπρους τους έχουν φέρει σε μια δεινή κατάσταση όπου το ένα ζευγάρι θετών γονιών τους ξεφορτώνει στο επόμενο (οι τωρινοί ερμηνεύονται με απόλυτα βαρισετημένη καρικατουρίστικη μη-διάθεση από τους Κέβιν Ντίλον και Λίζα Κούντροου) κι ενώ είναι τραγικά εμφανές με ποιον τρόπο θα καταφέρουν τελικά να βρουν τη ζεστασιά που τους αξίζει, η χημεία και η σπίθα των δυο πιτσιρικιών σε αυτό τους το ταξίδι είναι που δίνει στο κατά τα άλλα άνευρο και ελάχιστα αστείο φιλμ όλη του την αξία.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Κατασκοπεύοντας Τη Μαμά

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Κατασκοπεύοντας Τη Μαμά

    Τη σήμερον ημέρα είναι πλέον μάταιο να κατηγορούμε τον εκάστοτε ηθοποιό για τις κακόγουστες επιλογές του. Μεγάλοι άνθρωποι είναι, ό,τι θέλουν κάνουν. Μία οι απεργίες, μία ο κορεσμός του επαγγέλματος, κάπως πρέπει να τα βγάλουν κι αυτοί πέρα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις εταιρείες διανομής, που πλέον εξαπολύουν στις ελληνικές αίθουσες τερατουργήματα που στις περισσότερες χώρες του κόσμου κυκλοφόρησαν κατευθείαν σε DVD. Αν πάντως η προοπτική να δείτε τη Μεγκ Ράιαν να προσποιείται τη χοντρή (ως μητέρα νεαρού πράκτορα του FBI) και τον Αντόνιο Μπαντέρας τον ακαταμάχητο (ως εραστή της και κλέφτη διεθνούς φήμης) σας εξάπτει έστω και λίγο την περιέργεια, ίσως τελικά να τα έχω βάλει με λάθος άνθρωπο!

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Τα κελεπούρια

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα κελεπούρια

    Είναι Χριστούγεννα και η οικογένεια Ροντρίγκεζ συγκεντρώνεται στο πατρικό σπίτι στο Σικάγο με την ευκαιρία της νέας χρονιάς που έρχεται, αλλά και της επιστροφής του μικρότερου γιου στα πάτρια εδάφη.
    Ο Τζέσι (Φρέντι Ροντρίγκεζ) γυρνάει από τον πόλεμο και τα αισθήματά του είναι ανάμεικτα καθώς ξανασυναντάει την Μαρίσα (Μέλονι Ντιάζ) που είχε εγκαταλείψει πριν φύγει για το Ιράκ. Η αδερφή του Ροξάνα (Βανέσα Φερλίτο) ζει στην Καλιφόρνια, είναι ηθοποιός και προσπαθεί να κάνει το μεγάλο βήμα στο Hollywood, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός Μαουρίτσιο (Τζον Λεγκουιζάμο) επιστρέφει από τη Νέα Υόρκη με την γυναίκα του Σάρα, (Ντέμπρα Μέσινγκ), που προτιμάει να αφοσιωθεί στην καριέρα της παρά να κάνει ένα παιδί. Από την άλλη πλευρά, η πεθερά της, Άννα (Ελίζαμπεθ Πένια), έχοντας διαφορετική νοοτροπία, την πιέζει συνεχώς για να αποκτήσει εγγόνια και στο μεταξύ ανακοινώνει την απόφασή της να πάρει διαζύγιο από τον Έντι (Άλφρεντ Μολίνα) μετά από 36 χρόνια γάμου!
    Παλιές διαμάχες βγαίνουν στην επιφάνεια, οι εκπλήξεις- ευχάριστες ή δυσάρεστες- διαδέχονται η μία την άλλη και οι οικογενειακοί δεσμοί δοκιμάζονται έντονα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα μέλη της οικογένειας να συνειδητοποιήσουν ότι θα πρέπει να προσπαθήσουν σκληρά για να έρθουν ακόμα πιο κοντά. Το σίγουρο είναι ότι αυτές τις γιορτές δεν θα τις ξεχάσουν ποτέ...

    Πρόκειται για μία ταινία με λατινοαμερικάνικο προσανατόλισμό, καθώς πρωταγωνιστούν τα μέλη μίας τυπικής πουερτορικανικής οικογένειας στο Σικάγο. Ωστόσο, μολονότι αρχικά νομίζουμε ότι θα παρακολουθήσουμε άλλη μία κλισέ ταινία με έντονο το φυλετικό στοιχείο (βλ. Γάμος αλά Ελληνικά και διάφορες άλλες ταινίες με ιταλικές οικογένειες στο επίκεντρο), το παιγνίδι "σώζουν" αφενός μεν οι πολύ καλές ερμηνείες των συντελεστών, με προεξάρχουσες αυτές της Ελίζαμπεθ Πένια και του Αλφρεντ Μολίνα, και η ενδιαφέρουσα στο σύνολό της σεναριακή ιδέα.

    Γεωργία Οικονομου

  • Αυστραλία

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αυστραλία

    Η νέα ταινία του Μπαζ Λούρμαν μας ταξιδεύει στη βόρεια Αυστραλία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μια όμορφη Αγγλίδα αριστοκράτισσα, η Λαίδη Ασλεϊ (Νικόλ Κίντμαν), κληρονομεί ένα αχανές ράντζο. Ντόπιοι μεγαλοκτηνοτρόφοι διεκδικούν τη γη που της ανήκει, ενώ εκείνη συμμαχεί με τον Ντρόβερ έναν σκληροτράχηλο και πεπειραμένο κτηνοτρόφο (Χιου Τζάκμαν). Ο έρωτας μεταξύ τους είναι αναπόφευκτος... Οι δύο τους με βοηθό ένα μικρό αβορίγινα θα οδηγήσουν πάνω από 2.000 ζωντανά στις απέραντες εκτάσεις της πιο απομακρυσμένης γης για να τα πουλήσουν στον στρατό και έτσι να σώσουν το ράντζο.
    Εκεί, έρχονται αντιμέτωποι με τον βομβαρδισμό του Ντάργουιν από τις ιαπωνικές δυνάμεις, που είχαν επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ λίγους μήνες νωρίτερα...


    Μπορεί ο ευφάνταστος και ευφυής στις προηγούμενες δουλειές του Μπαζ Λούρμαν (βλ. Moulin Rouge και Romeo + Juliet) να ονειρεύτηκε να ζωγραφίσει στη μεγάλη οθόνη ένα Όσα Παίρνει ο Ανεμος σε αυστραλιανό φόντο, όμως το όνειρό του αυτό κατέληξε εφιάλτης στα δικά μας μάτια. Γιατί, παρόλο που πρόκειται για μία αυθεντικά λαμπερή υπερπαραγωγή που δεν τσιγκουνεύτηκε το παραμικρό -από αυτές που ο Λούρμαν μας έχει συνηθίσει- παρόλο που το αυστραλιανό σκηνικό αποτελεί από μόνο του ζωντανή διαφήμιση της χώρας, τα προβλήματα της ταινίας είναι αναρίθμητα. Οι ατέρμονοι μαιανδρισμοί της ταινίας, τα σεναριακά ξεχειλώματα, οι κλισέ διάλογοι των πρωταγωνιστών, τα χιλιοειδωμένα ερωτικά βλέμματα, η παντελής απουσία ερωτισμού και χημείας μεταξύ τους και ένας διαρκής υπολανθάνων αμήχανος τόνος του σκηνοθέτη που δεν ήξερε πως να χειριστεί τις μυστικιστικές πτυχές των αβοριγίνων, αλλά και πως να καθοδηγήσει τους πρωταγωνιστές του, ήταν κυρίως αυτά που μας δημιούργησαν ανάμεικτα συναισθήματα κυρίως απογοήτευσης.

    Η Νικόλ Κίντμαν στο ρόλο της Αγγλίδας αριστοκράτισσας έπαιξε χλιαρά και μονοδιάστατα, χωρίς να καταφέρει να μας πείσει αφενός μεν για το φλογερό της έρωτα με τον γοητευτικό κτηνοτρόφο αφετέρου δε για τα μητρικά της αισθήματα που ανέπτυξε για το συμπαθέστατο μικρό αβορίγινα.

    Ο Χιου Τζάκμαν από την άλλη πλευρά "φόρεσε το κοστούμι" του γοητευτικού μυώδη κτηνοτρόφου και αφέθηκε στις ερμηνευτικές ευκολίες που αυτό συνεπάγεται.

    Έτσι, οι άνευρες ερμηνείες των λαμπερών πρωταγωνιστών και η αποτυχία του Λούρμαν να δώσει πνοή στο μακρόσυρτο έπος του και να δημιουργήσει μία θελκτική ατμόσφαιρα, συνιστούν ένα πληκτικό θέαμα που σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα των ημερών.

    Γεωργία Οικονόμου
    georgia.oikonomou@gmail.com
  • Taxidermia

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Taxidermia

    Η ταινία αρχίζει με κάποιον που αυνανίζεται και το πέος του φλέγεται καθώς εκσπερματώνει! Δεν αρκεί αυτό ως προειδοποίηση για το τι θα ακολουθήσει;

    Εικόνες σουρεαλιστικές, παιχνίδια απρόβλεπτα, εξαίσιες υπερβολές, αλλά και ιδέες διάσπαρτες με εμφανείς επιρροές (για να μην πω κλοπές) από τον Κουστουρίτσα και τον Γκρίναγουεϊ. Στην πραγματικότητα η δεύτερη μεγάλου μήκους του 33χρονου Ούγγρου σκηνοθέτη, δίνει περισσότερες υποσχέσεις από αυτές που μπορεί να εκπληρώσει.

    Το «Taxidermia» είναι σπονδυλωτό, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που συνεπάγονται με αυτή τη μορφή: τρεις χρονικές περίοδοι, τρία διαφορετικά σκηνοθετικά στυλ, πολλοί διαφορετικοί ηθοποιοί. Ποικιλία αλλά και κομφούζιο. Το πρώτο μέρος μας πάει στην Ουγγαρία του ’40, θυμίζει τον (ας τον πούμε) «βαλκανικό μαγικό ρεαλισμό» του Κουστουρίτσα κι έχει ήρωα ένα στρατιώτη, ειδικό στις περίπλοκες τεχνικές του αυνανισμού. Το δεύτερο διαδραματίζεται στα χρόνια του κομουνισμού, όπου ο υπέρβαρος γιος αυτού του στρατιώτη αναδεικνύεται πρωταθλητής στο αηδιαστικό σπορ της ταχυφαγίας. Εδώ το στυλ κινείται ανάμεσα στο σλαπστικ και το γκροτέσκο. Ήρωας του τρίτου μέρους είναι ένας ταριχευτής. Στο εντυπωσιακό εργαστήριό του θα δούμε τις πιο ενδιαφέρουσες εικόνες της ταινίας, μολονότι αυτές φέρουν καθαρή τη σφραγίδα του Γκρίναγουεϊ.

    Σοκαριστικό και συχνά δήθεν, αλλά και πρωτότυπο μέσα στην αποκρουστική του γοητεία, το «Taxidermia» είναι ένα έργο διχασμένο κι αναποφάσιστο- καλό το γκροτέσκο, δε λέω, μπορεί όμως να στηρίξει μια ολόκληρη ταινία;

    Ορέστης Ανδρεαδάκης

  • Τζακ Ποτ Στον Έρωτα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τζακ Ποτ Στον Έρωτα

    Χαζοχαρούμενη κομεντί που μπάζει από παντού, με το γνωστό ξεχειλωμένο χαμόγελο της Κάμερον Ντίαζ να αποζημιώνει τον αντρικό πληθυσμό για την παντελή έλλειψη ταλέντου, που την έχει εμποδίσει απ’ το να ερμηνεύσει οτιδήποτε με εκτόπισμα μεγαλύτερο της σαπουνόφουσκας. Για τον Άστον Κούτσερ τα λόγια είναι περιττά. Την Ντεμί Μουρ έχει παντρευτεί ο άνθρωπος!

    Κατόπιν δακρύβρεχτου χωρισμού, σφιγμένο στέλεχος χρηματιστηριακής (Ντίαζ) και ευθυνόφοβος τεμπέλης (Κάτσερ) γνωρίζονται στο Βέγκας, ακολουθώντας την προκαθορισμένη πορεία προς το ιερό. Αντί όμως να κατηγορήσουν το αλκοόλ και να ακυρώσουν αμέσως το γάμο τους - όπως θα έκανε κάθε λογικός άνθρωπος - φροντίζουν να μπλέξουν σε μια σειρά απίστευτων μπελάδων για να μην τελειώσει η ταινία πριν την ώρα της. Η επόμενη μέρα τους βρίσκει να μισούν (φυσικά) ο ένας τον άλλο κατά 3.000.000 πλουσιότεροι! Ναι, τα κέρδισαν στον κουλοχέρη και ναι, τα θέλουν ο καθένας για λογαριασμό του. Σοφός δικαστής φτάνει στη σολομώντια λύση εξάμηνης συμβίωσης μέχρι να μπορέσουν να μοιράσουν τα κέρδη χωρίς να αλληλοσκοτωθούν και το ταξίδι αρχίζει!

    Τα κλισέ διαδέχονται το ένα το άλλο με την ταχύτητα του φωτός και... Μετά Ήρθε ο Έρωτας. Εν ολίγης, εάν δεν σας πειράζει να σας περνάνε για κορόϊδο (το ‘χουμε ξαναδει το παραμύθι) σπεύσατε! Υπάρχουν και χειρότερα...

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Ανάμεσα Σε Δύο Αντρες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ανάμεσα Σε Δύο Αντρες

    Μία τηλεπαρουσιάστρια σταδιακά αλλάζει πλατώ και από εκείνο του δελτίου καιρού μεταφέρεται ανάμεσα σε δύο άντρες. Από τη μία, ο γοητευτικός και πνευματώδης συγγραφέας και από την άλλη ο χλιδάνεργος τύπος με τα εκατομμύρια, τις Πόρσε και τα πανάκριβα κουστούμια. Από τη μία έχει την εμπερία των γκριζαρισμένων 50 something και από την άλλη τα νεόπλουτα νιάτα με το ντεκαπάζ στο μαλλί. Κι επίσης, με τον πρώτο λόγω βέρας, αποτελεί την τρίτη της παρέας ενώ με τον δεύτερο έχει την αποκλειστικότητα και τα διαμάντια, τα οποία όπως λέει μια άλλη ξανθιά συνάδελφος της είναι παντοτινά. Άντε τώρα να διαλέξει. Ή μάλλον μένει με την επήρεια κεραυνοβόλου έρωτα, αλλά παντρευέται το χρήμα.

    Όλο αυτό το τρίγωνο ζει μια κομεντί made in France με τη ζήλεια, την κτητικότητα, την καταραμένη παρόρμηση εξαιτίας της τρελής επιθυμίας, τα διλλήματα για το ποιο είναι τελικά το σωστό και το λάθος, πόσο σημασία έχει τελικά η μεγάλη διαφορά ηλικίας και μια μικρή δόση χιούμορ να σέρνεται στα κεφάλια και τις καρδιές των πρωταγωνιστών. Εντάξει καλά όλα αυτά αλλά τι θα μου μείνει όταν θα πάω να συζητήσω γι' αυτή μόλις βγούμε από την αίθουσα;

    Η ταινία του Κλοντ Σαμπρόλ με την Λιντιβίν Σανιέ ως την πέτρα του σκανδάλου θα σας αφήσει μάλλον με την αναπάντητη απορία "μήπως έχασα κάτι;" και την επόμενη μέρα ίσως να μη θυμάστε κιόλας τι ακριβώς είδατε .Το "Ανάμεσα Σε Δύο Αντρες" ("La fille coupee en deux") που έχει το κλασσικό μοτίβο γαλλικής ταινίας "μια γυναίκα δύο άντρες", θέλει να γίνει μαύρη κωμωδία αλλά τελικά δεν της βγαίνει. Πλησιάζει την ουσία αλλά την αποφεύγει συνέχεια και καταλήγει σε κάτι που σε βρίσκει αρκετές φορές να κοιτάς το ρολόι παρά την οθόνη. Δεν είναι ότι περιμέναμε καμιά ταινία με προβληματισμούς και βαθύτερα νοήματα, αλλά κάτι light με καλύτερο σενάριο. Όχι και τίποτα άλλο έιναι και το όνομα του monsieur Σαμπρόλ στη μέση.

    Κική Παπαδοπούλου

  • My Super Ex-Girlfriend

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    My Super Ex-Girlfriend

    Συνηθισμένος τύπος τα φτιάχνει εν αγνοία του με μια σούπερ- ηρωίδα. Οταν εκείνη αποδεικνύεται υπερβολικά δεσποτική, εκείνος αποφασίζει να τη χωρίσει, για να δεχτεί μια σούπερ- εκδίκηση από την προδομένη ηρωίδα. Μια σεναριακή ιδέα που θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε μια απολαυστική κωμωδία καταλήγει εδώ σε μια χαμένη ευκαιρία που «μπάζει» από παντού. Διόλου διασκεδαστική, με βαριεστημένες ερμηνείες, σχεδόν μηδενική χημεία από το πρωταγωνιστικό δίδυμο κι ένα σενάριο πιο νευρωτικό κι από την ανασφαλή ηρωίδα του. Κυρίως, όμως, αυτό που τελικά λείπει περισσότερο από αυτή την αισθηματική κωμωδία είναι το ίδιο το αίσθημα. Μετά το ανεκδιήγητο Evolution, ο πάλαι ποτέ επιτυχημένος σκηνοθέτης του είδους Ιβάν Ράιτμαν δείχνει να έχει χάσει κάθε ίχνος ταλέντου.

    Κ.Α.

  • Μία Καλή Χρονιά

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μία Καλή Χρονιά

    Η νέα ταινία του χρυσού ζευγαριού του Μονομάχου Ράσελ Κρόου και Ρίντλεϊ Σκοτ αποδεικνύεται μια καρτ-ποσταλική περιήγηση στα χωριά και τους αμπελώνες της Προβηγκίας, όπου οι άντρες είναι μεγαλόστομοι χαριτωμένοι χωριάτες, οι γυναίκες κινούνται με την ακαταμάχητη αυθάδεια της Μπαρντό, τραπέζια με κρασί, φρέσκο ψωμί και αγριολούλουδα στρώνονται στον ήλιο, γραμμόφωνα παίζουν ανέμελα μποσανόβα και οι αστοί των μεγαλουπόλεων (ξανα)ανακαλύπτουν το νόημα της ζωής στα απλά και στα γήινα.

    Ο Χαρίτωνας συναντά την Πολίτικη Κουζίνα και όλα μαζί κάτι περίεργο που δεν μπορείς αρχικά να αποκρυπτογραφήσεις, ώσπου αποκαλύπτεται σε μια οθόνη που παίζει Τατί στο βάθος πεδίου: ο Ρίντλεϊ Σκοτ επιχειρεί να σκηνοθετήσει σλάπστικ κομεντί αλλοτινών εποχών. Δεν είναι το φάντασμα του Αλμπερτ Φίνεϊ-θείου που περιπλανιέται στους αμπελώνες. Είναι ο Κρόου, που όσο κι αν προσπαθεί δεν διαθέτει ούτε την πλαστικότητα ούτε τη φινέτσα που απαιτεί το συγκεκριμένο σωματικό χιούμορ. Σείεται, πέφτει, μουρμουρά, πιτσιλιέται, μορφάζει και ξανασηκώνεται. Και μας φέρνει σε αμηχανία - όπως και όλη η ταινία.

    Στοιχηματίζουμε ότι λόγω ονομάτων και feel-good ατμόσφαιρας θα «περπατήσει» στα ταμεία, αλλά στην καταγραφή της ιστορίας, αν κάποιος ρωτήσει για «Σκοτ του 2006», δεν θα το θυμόμαστε ως καλή χρονιά.

    ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

  • Σάρλοτ Η Αραχνούλα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σάρλοτ Η Αραχνούλα

    Ο Γουίλμπουρ, ένα ζωηρό γουρουνάκι, «υιοθετείται» από ένα κοριτσάκι, μόνο όμως η φιλία του με την πανέξυπνη αράχνη Σάρλοτ μπορεί να το σώσει από την επικείμενη χριστουγεννιάτικη σφαγή.

    Συμπαθέστατη μεταφορά του ομώνυμου κλασικού βιβλίου που έγραψε το 1952 ο Ι.Μπ. Γουάιτ (συγγραφέας και του Ποντικομικρούλη), η οποία όμως απευθύνεται στο παιδικό κοινό.
    Τα μηνύματα/ διδάγματα που περιλαμβάνει δεν παρουσιάζονται με επιτακτικό στυλ, αφήνοντας την απλοϊκή αλλά όμορφη ιστορία να ξετυλιχθεί με ενδιαφέρον. Από την άλλη, η συγκέντρωση τόσων διάσημων για να δανείσουν τις φωνές τους στα ζώα της φάρμας (από τον Ρέντφορντ και τη Ρόμπερτς ως την Οπρα Γουίνφρεϊ) μοιάζει περιττή: το ενήλικο κοινό που θα εκτιμούσε ένα τέτοιο καστ μάλλον θα αποκοιμηθεί κάπου στη μέση της κατά τα άλλα γλυκύτατης ταινίας. Αυτό θα πει χάσιμο της παιδικής αθωότητας...

    Κ.Α.

  • Ηθικόν Ακμαιότατον

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ηθικόν Ακμαιότατον

    Χρόνια μετά, « Οι Γενναίοι Της Σαμοθράκης» επανασυνδέονται με αφορμή την κηδεία ενός φίλου και ξαναρχίζουν τις παλαβομάρες τους, αναπολούν το παρελθόν, αυτοσαρκάζονται για τη λήθη ιδεολογιών και πεποιθήσεων.

    Θεμιτή η επιστροφή του Τσαρουχά μετά την ανέλπιστη επιτυχία της προηγούμενης ταινίας του, ό,τι όμως έκανε με την « Επέλαση Των Βαρβάρων» ο Ντενί Αρκάν, συγκινώντας τους πάντες, εδώ μοιάζει με πρόχειρο αστείο τηλεοπτικής αισθητικής. Χωρίς κωμικό timing, ο Τσαρουχάς σκηνοθετεί τις σκηνές που θα έπρεπε να βγάζουν το περισσότερο γέλιο, δηλαδή τις τρέλες των παλιόφιλων, σαν αμήχανο χαβαλέ, αφήνοντας έκθετους τους ηθοποιούς. Οσο για το θέμα της κρίσης της μέσης ηλικίας, δεν ξεφεύγει από τα άφθονα κλισέ του είδους.

    Θ.Π.

  • Ο Καλύτερος Μου Εχθρός

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Καλύτερος Μου Εχθρός

    Ο Ακίλε είναι μια τυπική περίπτωση Iταλού αστού. Κατάφερε να μπει στα «μεγάλα σαλόνια» χάρη στον γάμο του με την πλούσια ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου που διευθύνει. Μια κλοπή θα αποτελέσει την αρχή της προσωπικής του καταστροφής, αλλά και την αφορμή για να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την «κανονική» του ζωή.

    «Ο Καλύτερος Μου Εχθρός» δεν αποτελεί τον ορισμό μιας απλής κι ανάλαφρης κωμωδίας. Το σενάριο είναι καλά δομημένο στο πρώτο μισό του φιλμ και η παραγωγή βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ο Κάρλο Βερντόνε μπορεί να μην είναι ένα γνήσιο σκηνοθετικό ταλέντο, αλλά είναι ένας προικισμένος κωμικός. Τυπική περίπτωση Ιταλού ηθοποιού, που με τις γκροτέσκο κινήσεις του και την υπερβολή μπορεί να προκαλέσει το μειδίαμα ακόμα και του πιο κακοδιάθετου θεατή. Εξάλλου, η μεσογειακή προέλευση της ταινίας βοηθάει αρκετά το ελληνικό κοινό στο να βρει κοινά πατήματα με την αίσθηση του χιούμορ που χρησιμοποιεί ο Βερντόνε.

    Όμως τα καλά στοιχεία του «Ο Καλύτερος Μου Εχθρός» φτάνουν μέχρι εκεί. Τα αναρίθμητα κλισέ της ταινίας και η «δραματική» του κατάληξη, με την αναμενόμενη επικράτηση του «καλού» που βρίσκεται μέσα σε όλους τους ανθρώπους (δεν ξέρω αν κάτι σας θυμίζει αυτό...), σου αφήνουν μια γεύση απογοήτευσης. Επίσης, το «εύκολο» χιούμορ που χρησιμοποιεί ο Βερντόνε αρχίζει να γίνεται κουραστικό μετά το πρώτο ημίωρο. Τα αστειάκια που αναπαραγάγουν τα σεξουαλικά, ομοφοβικά και φυλετικά στερεότυπα (ο μεθύστακας Άγγλος για παράδειγμα) αραδιάζονται στη σειρά για να προκαλέσουν το ενστικτώδες γέλιο του κοινού.

    Επίσης, ο Σίλβιο Μουτσίνο δεν πείθει για την αυθεντικότητα της υποκριτικής του δεινότητας. Τέλος, τα πλάνα των δραματικών σεκάνς, με τα μακρόσυρτα κοντινά στα βουρκωμένα πρόσωπα των ηθοποιών, μάλλον δεν θα οδηγήσουν τον Βερντόνε στην υποψηφιότητα για Όσκαρ.

    Κρατάμε τα θετικά στοιχεία, λοιπόν, και ετοιμαζόμαστε για ένα ευχάριστο δίωρο - από το οποίο, ωστόσο, δεν θα έχουμε και πολλά να θυμηθούμε μόλις περάσουμε την πόρτα της εξόδου του κινηματογράφου...

    ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ

  • Αλεξίσφαιροι Ντετέκτιβ 3

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αλεξίσφαιροι Ντετέκτιβ 3

    Στην καρδιά του Παρισιού υπάρχει ένα τρομερό μυστικό. Στο Λος Άντζελες, ο Πρεσβευτής Χαν είναι έτοιμος να το αποκαλύψει καθώς έχει στην κατοχή του συγκλονιστικά νέα στοιχεία, σχετικά με την εσωτερική οργάνωση των Τριάδων - του πιο δυνατού και διαβόητου συνδικάτου εγκλήματος στον κόσμο. Ο Πρεσβευτής έχει ανακαλύψει την ταυτότητα του Σάι Σεν, που αποτελεί την ‘καρδιά’ της τόσο εξαπλωμένης εγκληματικής κλίκας, και είναι έτοιμος να αποκαλύψει το μυστικό στο Παγκόσμιο Ποινικό Δικαστήριο... όμως η σφαίρα ενός δολοφόνου τον αναγκάζει να σωπάσει.
    Οι Τριάδες θα φτάσουν ως εκεί που χρειάζεται προκειμένου να σιγουρευτούν ότι τα μυστικά τους θα μείνουν βαθιά κρυμμένα, και μόνο μια ελπίδα υπάρχει για να τις σταματήσει...
    Ο ντετέκτιβ του αστυνομικού τμήματος του Λος Αντζελες Κάρτερ και ο επιθεωρητής Λι πηγαίνουν στην Πόλη του Φωτός για να σταματήσουν την παγκόσμια εγκληματική συνωμοσία και να σώσουν τη ζωή μιας παλιάς τους φίλης, της ενήλικης πια κόρης του Πρεσβευτή Χαν, της Σο Γιανγκ.
    Δεν γνωρίζουν ούτε την πόλη, ούτε τη γλώσσα ούτε καν τι ακριβώς ψάχνουν, αλλά το κυνηγητό θα τους αναγκάσει να διασχίσουν την πόλη, από τα βάθη του παριζιάνικου αποχετευτικού συστήματος ως την κορυφή του Πύργου του Άιφελ προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες του κόσμου και να σώσουν την κατάσταση.

    Μετά την επιτυχία-φαινόμενο του Αλεξίσφαιροι Ντετέκτιβ, το 1998 και του Αλεξίσφαιροι Ντετέκτιβ 2, το 2001, οι δημιουργοί της ταινίας κάλεσαν ξανά το σεναριογράφο Τζεφ Νέιθανσον, να χτίσει το σεναριακή δομή για τη συνέχεια των περιπετειών των Κάρτερ και Λι.
    Δυστυχώς, όμως, η νέα αυτή περιπέτεια δεν καταφέρνει να προσεγγίσει ούτε στο ελάχιστο τη δυναμική των δύο προηγούμενων ταινιών. Χιλιοειπωμένες ατάκες και αστεία, αναμενόμενη εξέλιξη και κορυφώσεις «εξασθένησαν» τόσο την ταινία, που ούτε τα «μαγικά» ακροβατικά του Τσάκι Τσαν ούτε τα αστεία του Κρις Τάκερ ούτε τα γρήγορα περάσματα των Ρομάν Πολάνσκι και Μαξ Φον Σίντοβ μπόρεσαν να κρατήσουν έστω και στο ελάχιστο το ενδιαφέρον μας.

    Γεωργία Οικονόμου
    goikonomou@e-go.gr
  • Ο Καινούργιος Της Μαμάς Μου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Καινούργιος Της Μαμάς Μου

    Τα σύγχρονα πρότυπα ζωής είναι αδυσώπητα. Όπου και να κοιτάξεις τα πάντα εξυμνούν τη νεότητα... Τα μοντέλα στις μεγάλες διαφημιστικές αφίσες, οι κοπέλες που καταναλώνουν προϊόντα για να μας πείσουν για τη μοναδική τους αξία, τα ρούχα, τα διάφορα gadgets που μοιάζουν εκνευριστικά πολύπλοκά για οποιονδήποτε βρίσκεται κάτω από τα τριάντα... Η γήρανση αντιμετωπίζεται σαν ένα είδος (σχεδόν) ανίατης ασθένειας. Οι κρέμες προσώπου που εξαφανίζουν τις ενοχλητικές ρυτίδες, οι εμφυτεύσεις μαλλιών και τα επίπονα μπότοξ γίνονται τα πανάκριβα φάρμακα για να μπορέσουν οι «άρρωστοι» να κερδίσουν λίγα χρόνια στην εμφάνιση τους... Εξάλλου το φαίνεσθαι έχει γίνει μια από τις κορυφαίες αξίες στην κοινωνία μας (τα έλεγε και ο μακαρίτης ο Γκι Ντεμπόρ στα 60s).

    Η σκηνοθέτρια-σεναριογράφος Έιμι Χέκερλινγκ αποφάσισε λοιπόν να καταπιαστεί με αυτό το θέμα (ίσως με αυτοβιογραφικές αναφορές) και να δημιουργήσει μια ρομαντική κωμωδία. Έβαλε τη Μισέλ Φάιφερ στο ρόλο μιας σαραντάρας τηλεοπτικής παραγωγού, η οποία μετά από χρόνια ερωτικής απραγίας, ερωτεύεται ένα 29χρονο ηθοποιό. Το ειδύλλιο περιπλέκεται ακόμα περισσότερο λόγω της κόρης της, που περνάει τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας.

    «Ο Καινούργιος Της Μαμάς Μου» πετυχαίνει σε κάποια σημεία να βρει έξυπνα σεναριακά πατήματα για να διακωμωδήσει την «κοινωνική κατάρα» που λέγεται μεσήλικας, καθώς και την απέλπιδα προσπάθεια για την ανεύρεση του μαγικού φίλτρου από τους ματαιόδοξους κυνηγούς της νεότητας. Επιπρόσθετα, ο Πολ Ραντ καταφέρνει με την παρουσία του να δώσει μερικές πινελιές ποιοτικού χιούμορ στην ταινία. Αλλά τα στοιχεία που έχουν θετικό πρόσημο σταματάνε κάπου εδώ... Οι γλυκανάλατες καταστάσεις που με επίμονη μας έχει δώσει ως φόρμα το Χόλιγουντ στις συγκεκριμένες ταινίες, κάνουν την εμφάνιση τους ουκ ολίγες φόρες στο φιλμ.

    Η μαμά (Φάιφερ) προσπαθεί απεγνωσμένα να βοηθήσει την κόρη της να βρει αγόρι στο Γυμνάσιο (!) μαθαίνοντας της τα γυναικεία μυστικά, ο εραστής (Ραντ) τρέφει πραγματικά και βαθιά αισθήματα για τη γοητευτική σαραντάρα, η κόρη είναι η καλύτερη του κόσμου και το happy-end έρχεται ως μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία...

    Τέλος, η προσωποποίηση της «μητέρας- φύσης» σε μια παχουλή, ευδιάθετη και γεμάτη πικρόχολα σχόλια καρικατούρα είναι μάλλον ατυχής. Εκτός αν σας γοητεύει η εικόνα της σε ένα κρεβάτι τρώγοντας παγωτό και κουτσομπολεύοντας την Φάιφερ...

    ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ

    antiochos@pegasus.gr

  • T4XI

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    T4XI

    Είναι ο Λικ Μπεσόν ο Τζέρι Μπρουκχάιμερ της γαλλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας; Μάλλον ναι, με το τέταρτο μέρος της υπερεπιτυχημένης (στην Γαλλία) σειράς ταινίων με το «υπερηχητικό» ταξί να επιβεβαιώνει το επιχειρηματικό δαιμόνιο του πάλαι ποτέ ελπιδοφόρου σκηνοθέτη και νυν παραγωγού. Το πρώτο «Τaxi» (1998) ανανέωσε το είδος του... ευρωπαϊκού blockbuster και με την τεράστια εμπορική επιτυχία του ανάγκασε μέχρι και τους Αμερικανούς να γυρίσουν ένα άτυπο ριμέικ.

    Ο Λικ Μπεσόν χτύπησε φλέβα χρυσού και το τι έπρεπε να κάνει δεν ήθελε και πολύ μυαλό...Σίκουελ είναι η λέξη κλειδί και, μετά από δύο μετριότατες συνέχειες, η γνωστή συνταγή επαναλαμβάνεται για τέταρτη φορά. Επικίνδυνος Βέλγος εγκληματίας φυλάσσεται για ένα 24ωρο από το γκαφατζίδικο αστυνομικό τμήμα της Μασσαλίας και, όπως όλοι καταλαβαίνετε, όλα πάνε στραβά. Το δίδυμο του «ιπτάμενου» οδηγού Ντανιέλ και του όχι και τόσο έξυπνου αστυνομικού Εμιλιέν αναλαμβάνει πάλι δράση. Με τις δυνατότητες του «πειραγμένου» ταξί να έχουν εξαντληθεί στα προηγούμενα φιλμ, η ταινία ποντάρει στα συνηθισμένα αλά Κλουζό γκαγκ του επιθεωρητή της αστυνομίας ( Μπερνάρ Φαρσί) και σε κάποιες σινεφίλ κωμικές αναφορές (με το φινάλε να αποτελεί προφανή παρωδία του «Σημαδεμένου» του Ντε Πάλμα).

    Με λίγα λόγια θα γελάσετε σε κάποιες στιγμές, ιδιαίτερα με τις γκριμάτσες του Φαρσί, αλλά δυστυχώς το ταξίμετρο αυτής της «διαδρομής» θα σας φανεί γρήγορα λίγο «τσιμπημένο». Παραλίγο να το ξεχάσω, στο φιλμ παίζει και ο ποδοσφαιριστής Τζιμπρίλ Σισέ... Απόδειξη του γιατί έχει τόσο καιρό να παίξει σοβαρή μπάλα.

    ΝΩΝΤΑΣ ΜΕΡΜΙΓΚΗΣ

  • Ο Κύριος Του Κυρίου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Κύριος Του Κυρίου

    Ο Λάρι Βάλενταιν (Κέβιν Τζέιμς) είναι ένας πυροσβέστης που έχασε την γυναίκα του πριν από μερικά χρόνια και ανατρέφει μόνος του τα δύο παιδιά του. Ο εύσωμος πυροσβέστης αισθάνεται ανασφαλής για το μέλλον των παιδιών του, λόγω της επικινδυνότητας που εμπεριέχει η εργασία του. Για να εξασφαλίσει τα προνόμια που θα του έδινε ένας δεύτερος γάμος, αποφασίζει να παντρευτεί τον συνάδελφο του και καλύτερο του φίλο Τσακ Λέβιν (Άνταμ Σάντλερ)... Ο εικονικός γκέι γάμος των δύο αντρών θα μπει σε περιπέτειες όταν ο ειδικός ερευνητής για οικονομικές απάτες Κλίντον Φίντσερ (Στιβ Μπούσεμι) θα βάλει στο μάτι τους δυο πυροσβέστες και θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ανακαλύψει αν το ζευγάρι είναι πραγματικά γκέι ή όχι. Ο Τσακ και Λάρι θα απευθυνθούν στην «καυτή» δικηγόρο Άλεξ ΜακΝτόνοου (Τζέσικα Μπίελ) για να γλιτώσουν τον βαρύ πέλεκυ της δικαιοσύνης...

    Η ανάλαφρη κωμωδία «Ο Κύριος Του Κυρίου» προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο αντίρροπες σεναριακές εμπνεύσεις. Από την μια να φτιάξει μια gay-friendly ταινία που θα θίγει έμμεσα το ζήτημα των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Από την άλλη, προσπαθεί να προκαλέσει τον γέλωτα των θεατών με τα γνωστά χονδροειδή αστεία. Το αποτέλεσμα μάλλον δεν κρίνεται ικανοποιητικό . Εκτός από μερικές χαριτωμένες στιγμές και κάποια καλογυρισμένα γκαγκς, δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται για την καλύτερη κωμωδία της χρονιάς. Από άλλη μεριά οι σεναριογράφοι της ταινίας προσπαθούν να προκαλέσουν το γέλιο με το να αναπαραγάγουν μια ακραία εικόνα των γκέι (με φτερά και πούπουλα) και με πικρόχολα σεξιστικά σχόλια, ενώ στο τέλος του φιλμ προσπαθούν να ξορκίσουν τις ομοφυλικές καρικατούρες που έχουν δημιουργήσει με ευαίσθητα μηνύματα κοινωνικής ανοχής.

    Η ταινία δεν καταφέρνει λοιπόν να πείσει ούτε για την ευφυΐα του χιούμορ της και πολύ περισσότερο για τον τρόπο που προσεγγίζει το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. Πάντως, δεν θα μπορούσε να περιμένει κάποιος κάτι περισσότερο από μια εμπορική χολιγουντιανή κωμωδία...

    ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ

  • Ο Φίλος Μου Και Εγώ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Φίλος Μου Και Εγώ

    Τι μπορεί να είναι τελικά μια ταινία ενηλικίωσης;

    Καταρχάς, μπορεί να πρόκειται για μια ταινία χωρίς ανήλικους - γιατί η ενηλικίωση δεν αποτελεί θέμα ηλικίας, αλλά το καθοριστικό χτύπημα που σου δίνει η πραγματικότητα όταν πιστεύεις (ή ελπίζεις) ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει τα πρώτα σου όνειρα. Μετά, μια ταινία με ήρωες, αλλά όχι μόνο γι αυτούς -μάλλον για μια εποχή κι έναν τ(ρ)όπο ζωής ο οποίος απλά δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Οπως τα λονδρέζικα swinging 60s κι η μποέμικη ύπαρξη που η «δεκαετία της αμφισβήτησης» χάρισε στους έτοιμους γι αυτήν - για να την πάρει μετά μαζί της από έτοιμους και μη (όπως ο Γουιδνέιλ κι ο Μάργουντ), αφήνοντας τη θέση τους σε ένα νεοσυντηρητικό hangover διαρκείας. Ακόμα, το τέλος της ικανότητας να μεθύσεις - να βγάλεις την πραγματικότητα από το νου σου, δηλαδή, όπως μόνο τα αθώα μυαλά μπορούν κι όπως ο Γουιδνέιλ δεν μπορεί πια να τα καταφέρει, παρά τις (από φιλότιμες έως εξωφρενικές) προσπάθειές του σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

    Ακόμα, ένα φιλμ για την πραγματικότητα που δεν είναι ποτέ όπως τη φανταζόσουν από πριν - έστω κι αν πρόκειται για ένα σαββατοκύριακο σε μια αφιλόξενη εξοχή, με τη βροχή να σε ποτίζει ως την ψυχή σου, χωρίς όμως να την καθαρίζει, να την εξαγνίζει, έστω να την αλλάζει, ώστε να μπορέσει να καλωσορίσει το ξένο αύριο. Μια ταινία για την ενηλικίωση ίσως να είναι ένα δράμα κρυμμένο μέσα σε μια κωμωδία ή ακόμη πιο ταιριαστά, μια κωμωδία που αποκαλύπτεται μέσα από ένα δράμα. Υποχρεωτικά γλυκόπικρη, απρόοπτα ανθεκτική, σαν ένα αγαπημένο φάντασμα της ζωής που άφησες πίσω, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσεις να το εξορκίσεις από το νου και την καρδιά σου. Τι μπορεί να είναι τελικά μια ταινία ενηλικίωσης; Ισως μόνο η υπενθύμιση ότι όλα τελειώνουν. Εκτός ίσως από μια ταινία σαν αυτή. Μαζί της είσαι πάλι στο 69. Ακόμα στο 87. Εκεί που το φάντασμα επιτέλους σε αγκαλιάζει, κι η ελπίδα -με όποια της μορφή- είναι ακόμα ζωντανή.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ

  • Τα Μπαλάκια Της Οργής

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Μπαλάκια Της Οργής

    Η ποιότητα των φαρσοκωμωδιών αμερικανικής καταγωγής είναι εκ προοιμίου αμφισβητήσιμη. Πόσο περισσότερο όταν έχεις να κάνεις με μια παρωδία του στυλ των «Μπαλακίων Της Οργής» η οποία αναλώνεται σε ακραίες καταστάσεις και φαιδρές πλάκες που προκαλούν περισσότερο οίκτο παρά γέλωτα.

    Όλα ξεκινούν όταν ο Ράντι Ντεϊτόνα, πρώην παιδί θαύμα του πινγκ-πονγκ και νυν αποτυχημένος υπέρβαρος performer, επιλέγεται από το FBI για να φέρει εις πέρας μια «δύσκολη» αποστολή! Σκουριασμένος από το αλκοόλ και τα αφράτα μπέργκερ ο Ράντι θα σταλεί σε μια σχολή πινγκ-πονγκ στην Τσάινα Τάουν, για να θυμηθεί τα παλιά του κόλπα. Ο Ντεϊτόνα δεν θα χάσει ούτε ένα γραμμάριο, αλλά θα μάθει και πάλι πώς να χειρίζεται επιδέξια την μικρή ρακέτα και τα μικροσκοπικά μπαλάκια του.

    Η μια χοντράδα διαδέχεται την άλλη και κάθε στοιχείο της ανατολικής παράδοσης γίνεται βορά στα νύχια των σεναριογράφων που θυμήθηκαν εν έτει 2007 το «αξεπέραστο» και λεπτότατο χιούμορ του «Τρελοί Πιλότοι Σε F-16». Το καλλίγραμμο κορμί της καλλονής κόρης του Κινέζου μέντορα του πινγκ-πονγκ θα είναι το μόνο πράγμα που θα κεντρίσει την προσοχή σας, σε μια κωμωδία που καταλήγει να είναι πιο βαρετή και από έναν αγώνα του μη-δημοφιλούς επιτραπέζιου σπορ.

    Γιάγκος Αντίοχος

    antiochos@pegasus.gr

  • Εχει Ο Καιρός Γυρίσματα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εχει Ο Καιρός Γυρίσματα

    Είναι αποτυχημένος σύζυγος, πατέρας και γιος. Η δουλειά του είναι να λέει τον καιρό στις τοπικές ειδήσεις. Περιμένει μια άσπρη μέρα...

    Από την εποχή του «American Beauty», ένα μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής -όχι ακριβώς- mainstream κινηματογραφίας εστιάζεται στους -όχι ακριβώς- losers του αμερικανικού ονείρου. Κάποιοι επιτυγχάνουν ευκρίνεια μέσα στις θολές διαχωριστικές γραμμές και γι αυτό συγκινούν: ο Σαμ Μέντες, ο Τζιμ Τζάρμους, ο Αλεξάντερ Πέιν. Κάποιοι άλλοι χάνουν στα σημεία.

    Οι προθέσεις του Γκορ Βερμπίνσκι είναι καλές. Φαίνεται από τον τρόπο που δεν χαρίζεται στον ήρωά του, τον πετροβολάει με τα αποφάγια του καννιβαλιστικού τηλεοπτικού κοινού, το φλέγμα του ανικανοποίητου πατέρα του ή τα ωμά βλέμματα των παιδιών του. Τον ντύνει με τους γυρτούς ώμους και τη συρτή φωνή του Νίκολας Κέιτζ. Του δίνει για κόρη μία υπέρβαρη έφηβη που κανένας φωτισμός και κανένα σενάριο δεν πρόκειται να την μεταλλάξει σε επιτυχημένη καμπάνια ινστιτούτου. Δυστυχώς όμως το σενάριο αγωνιά να υπογραμμίσει τα προφανή και καταφεύγει στην υπερβολή: το γέλιο, το δάκρυ, η γκάφα και η τρυφερότητα στριμώχνονται σε κάθε ατάκα. Ηλιος και βροχή, ναι. Αλλά και χαλάζι και καύσωνας και ανατρεπτικό θαλασσινό αεράκι; Μάλλον το δελτίο αυτό είναι αναξιόπιστο...

    ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

  • Α Good Woman

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Α Good Woman

    Το θεατρικό έργο του Οσκαρ Γουάιλντ μεταφέρεται στην Ιταλική Ριβιέρα της δεκαετίας του 30. Αλλωστε η θεατρική προέλευση προδίδεται όταν δεν υπάρχει ένας σημαντικός χώρος δράσης και η γοητεία των σκηνικών επισκιάζει την αμεσότητα των καταστάσεων. Ο σκηνοθέτης, προσπαθώντας να... σοβαρέψει το ανάλαφρο κλίμα, προσδίδει άστοχα δραματικά στοιχεία προδοσίας, αποπλάνησης και τελικά απρόσμενης αφοσίωσης.

    Τα αριστοκρατικά σκάνδαλα αφθονούν σε μια κωμωδία παρεξηγήσεων που θέλει να είναι και ρομαντική ταινία εποχής με υποψίες κυνισμού. Η Ελεν Χαντ πάντως δίνει εξαιρετική ερμηνεία ως κοσμική με κακή φήμη που βάζει στο μάτι ευκατάστατους παντρεμένους. Αν μόνο δεν υπήρχαν εμβόλιμες ατάκες από άλλες δουλειές του Γουάιλντ απλώς για να μας θυμίσουν ότι το έργο είναι δικό του...

    Α.Κ.

  • Ολα Τα Λεφτά!

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ολα Τα Λεφτά!

    Οταν η εταιρεία του χρεοκοπεί, ο Ντικ και η γυναίκα του καταφεύγουν στην παρανομία.

    Από τις νεοαποκτηθείσες οικονομικές ανέσεις και πολυτέλειες στην πλήρη οικονομική απελπισία. Ο Ντικ και η Τζέιν Χάρπερ θα περάσουν πολλές, ταπεινωτικές κι επίπονες (ψυχικά και σωματικά) εμπειρίες πριν καταλήξουν τελικά να γίνουν ένα σύγχρονο δίδυμο παρανόμων, κάτι σαν light εκδοχή των Μπόνι και Κλάιντ...

    Μοντέρνο ριμέικ της ομώνυμης κομεντί του 1977 (τότε πρωταγωνιστές οι Τζέιν Φόντα και Τζορτζ Σίγκαλ), χρησιμοποιεί πιο σύγχρονα θέματα όπως το μπότοξ και η λαθρομετανάστευση για να εκμοντερνίσει τις κωμικές του καταστάσεις. Τελικά, όμως, καταφέρνει πολύ λίγα. Αν και ορισμένες σεκάνς είναι αρκετά επιτυχημένες, το γέλιο σπάνια βγαίνει αβίαστα, ενώ, πέραν του Ντικ, κανένας άλλος χαρακτήρας δεν μοιάζει να έχει κάποιο ουσιαστικό βάρος ή βάθος.

    Μετά από μια σειρά αληθινά άξιων επιτυχιών, εμπορικών και καλλιτεχνικών, η ταινία μάλλον θα αποτελέσει απογοήτευση για τους θαυμαστές του Κάρεϊ. Ωστόσο, φαίνεται καθαρά η υποκριτική του ωρίμανση, κυρίως συγκριτικά με παλαιότερους ανάλογους ρόλους, σαν τον «Ψευταρά». Πέραν τούτου, πάντως, η ταινία σίγουρα δεν βγάζει αληθινό τον ελληνικό της τίτλο.

    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΝΔΡΕΑΚΟΥ

  • Σε Είδα Στ Ονειρό Mου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σε Είδα Στ Ονειρό Mου

    Πραγματοποιώντας ελεύθερη πτώση σε ένα οπτικοακουστικό πανδαιμόνιο - του οποίου το θέμα μοιάζει με αυτο-αναφορά στην προηγούμενη ταινία του Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού - ο Μισέλ Γκοντρί μένει από καύσιμα εξαιτίας... της απουσίας του απρόβλεπτου σεναριογράφου της Λιακάδας Τσάρλι Κάουφμαν.

    Τι σημαίνει αυτό; Απλά ότι η πολυετής πείρα του Γκοντρί στον χώρο του βιντεοκλίπ του παρέχει την τόλμη να μετατρέψει σε εικόνα ακόμα και το «κλειδωμένο» δωμάτιο του υποσυνειδήτου, παίζοντας με τα ερεθίσματα της καθημερινότητας και τη χαοτική επεξεργασία τους. Τα μάτια μετατρέπονται σε «διάφανες αυλαίες» ή και... κάμερες, καθώς ο Στεφάν σκηνοθετεί εν αγνοία του την ονειρική πραγματικότητα σαν ένα υποκατάστατο, αντίστοιχο τελικά του ίδιου του σινεμά. Οσο για το ειδύλλιο των δύο ηρώων, ο συνδυασμός ευρωπαϊκού ρομαντισμού και αισθητικής α λα MTV τους μετατρέπει σε φιγούρες θαρρείς βγαλμένες από τα κόμικς κι όμως τόσο ανθρώπινες και απτές.

    Από την άλλη, η εμφανής ανεπάρκεια της σεναριακής δομής αφήνει το συσχετισμό μεταξύ των ονείρων και των «boy meets girl» στοιχείων ανολοκλήρωτο.

    Μένοντας λοιπόν μετέωροι ανάμεσα στις ονειροπολήσεις ενός ντροπαλού νέου, τη φαρσική δυναμική του ευρήματος και κάποιες μεγαλεπήβολες προθέσεις που δεν καταφέρνουν ποτέ να πραγματοποιηθούν ολοκληρωτικά, παρακολουθούμε το Σε Είδα Στ Ονειρό Μου με ένα μόνιμο χαμόγελο αλλά και ένα «κρίμα» ως κατακλείδα, κρατώντας μόνο επιμέρους εικαστικές εξάρσεις, μερικούς σπαρταριστούς διάλογοι και τον 28χρονο ονόματι Μπερνάλ.

    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ

  • Severance

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Severance

    Κεφάλια, χέρια και πόδια κομμένα σε παράταξη κωμικής υπερβολής, αγωνία, τρόμος, μαύρο χιούμορ κι ένας νεαρός σκηνοθέτης που κλείνει συνεχώς το μάτι στον θεατή. Το πιο ξεκαρδιστικό horror action των τελευταίων χρόνων είναι ταυτόχρονα κι ένα υπέροχο βρετανικό φιλμ σκηνοθετικής ευφυϊας και σεναριακής ακρότητας.

    Ολα αρχίζουν με το ταξίδι των υπαλλήλων μιας πολυεθνικής όπλων, οι οποίοι καλούνται να συσφίξουν τις σχέσεις τους. Είναι ένα από εκείνα τα πληκτικά Σαββατοκύριακα (team-building weekend τα λένε) όπου η εργασιακή ομάδα θα ανακτήσει πνεύμα συνεργασίας και θα επιστρέψει, τη Δευτέρα, χαρούμενη και ανανεωμένη στο γραφείο. Τίποτε όμως δεν θα γίνει όπως σχεδιάστηκε.

    Αμα τη αφίξει της στο απομακρυσμένο χωριό της Ανατολικής Ευρώπης, η ομάδα διαπιστώνει ότι βρίσκεται πολιορκημένη από άγνωστης ταυτότητας τρελούς δολοφόνους, οι οποίοι τους τρομοκρατούν, τους πυροβολούν και τους τεμαχίζουν έναν έναν. Χρησιμοποιώντας τέλεια τη δομή του τρόμου, ο σκηνοθέτης του ατμοσφαιρικού Creep με την Φράνκα Ποτέντε (2004), κλιμακώνει την ανατριχίλα στηριζόμενος στο μαύρο βρετανικό χιούμορ. Υπάρχουν σκηνές αληθινά τρομακτικές (το ομολογώ: χρειάστηκε να κλείσω σε αρκετά σημεία τα μάτια μου...), οι κωμικές επιθέσεις όμως είναι τόσο έξυπνες ώστε να ανατρέπουν τα γνωστά κλισέ φρίκης και εν τέλει, να οδηγούν την υπόθεση σε ένα ντελίριο απίθανων καταστάσεων.

    Μία μόνο λέξη: απολαύστε το!

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Φάρμα Story

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Φάρμα Story

    Mια νεαρή αγελάδα λατρεύει τις συνήθειες των ανθρώπων και τις μιμείται όταν λείπει ο ιδιοκτήτης της φάρμας, παρασύροντας και άλλα ζώα της φάρμας. Eντάξει, η νέα ταινία κινουμένων σχεδίων της Nickelodeon είναι καλοφτιαγμένη και σε στιγμές πολύ αστεία. Ωστόσο, αυτή η επαναλαμβανόμενη στις ταινίες του είδους ιστορία των ζώων που υιοθετούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αρχίζει να γίνεται ενοχλητική.

    Παράλληλα, το Φάρμα Story δεν έχει να προσφέρει καμία πρωτοτυπία ούτε στους χαρακτήρες, καθώς όλα τα «συνήθη ύποπτα» είδη του ζωικού βασιλείου βρίσκονται και εδώ, με παρόμοια χαρακτηριστικά ζώων άλλων animated ταινιών. Tα τελευταία χρόνια, η ποσότητα παραγωγής ταινιών κινουμένων σχεδίων είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ποιότητα και με την πρωτοτυπία τους.

    K.A.

  • Μυρμηγκοϊστορίες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μυρμηγκοϊστορίες

    Ενα αγοράκι που γελοιοποιείται καθημερινά από τον νταή της γειτονιάς στρέφει την οργή του στη μυρμηγκοφωλιά της αυλής του. Ο μάγος της μυρμηγκο-αποικίας τον συρρικνώνει στο μέγεθός τους και ο μικρός καταδικάζεται να γίνει μέλος της αποικίας.

    Η καλή ποιότητα του animation, η ιστορία που βασίζεται σε αγαπημένο παραμύθι των μικρών Αμερικανών και ένα από τα πιο εντυπωσιακά καστ που έχουν δανείσει τις φωνές τους σε ταινία κινουμένων σχεδίων δεν επαρκούν για να τη σώσουν από τη μετριότητα. Μεγαλύτερη αδυναμία της, η έλλειψη πρωτοτυπίας, καθώς πρότερες ταινίες του είδους έχουν ήδη υπερκαλύψει το θέμα τόσο της... δύσκολης ζωής των μυρμηγκιών, όσο και της κοινωνικής αδικίας του «δικαίου του ισχυρότερου».

    Κ.Α.

  • Ερωτικα Μαθηματα Για Επαναστατικη Δραση

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ερωτικα Μαθηματα Για Επαναστατικη Δραση

    Ο πρώτος αυθόρμητος στοχασμός που θα μπορούσε κάποιος να κάνει διαβάζοντας τον τίτλο της καινούργιας ταινίας του Νίκου Αλευρά («Πέφτουν Οι Σφαίρες Σαν Χαλάζι...») είναι ότι ο Έρωτας δεν μπορεί να διδαχτεί. Παρόλα αυτά ο φιλόδοξος Δον ΕRωSΑ ΝΙΚΑΤΕ ΜΑHΑN (Νίκος Αλευράς) καταβάλλει απέλπιδες προσπάθειες για να κατηχήσει (θεωρητικά πάντοτε) μια μικρή ομάδα φοιτητών στην τέχνη του Έρωτα, σε ένα ξέφωτο στο μακρινό Ταΰγετο.

    «Τα Ερωτικά Μαθήματα Για Επαναστατική Δράση» διαπνεόμενα από πλατωνικές αρχές και αριστοφανική διάθεση, διακόπτονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από κεφάτα σκετσάκια, αρχαιοελληνικές αναφορές, βωμόλοχα τραγούδια και μια μικρή δόση γυμνού, για να μην διαχωρίζεται η θεωρία από την πράξη. Ο υπερδιδάσκαλος του Έρωτα, ξεκινώντας την ιστορική του ερωτική αναδρομή από την Αρχαία Μυθολογία και φτάνοντας μέχρι το σήμερα, προσπαθεί να εξηγήσει τη συμπαντική αρμονία με μια σαρκαστική και «απογυμνωμένη» οπτική.

    Το low budget δημιούργημα του Νίκου Αλευρά δεν μπορεί να κριθεί για την σκηνοθετική του αρτιότητα ή την κινηματογραφική του δυναμική. Η χαλαρή διάθεση και η εύφορη ατμόσφαιρα των «Ερωτικών Μαθημάτων» είναι το πιο ευχάριστο σημείο της ταινίας, η οποία αρνείται πεισματικά να αποκτήσει οποιαδήποτε επαφή με τη σοβαρότητα.

    Γιάγκος Αντίοχος

  • Οι Γυναίκες των Ονείρων μου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Γυναίκες των Ονείρων μου

    Για δεύτερη φορά μετά το «Μ’Αγαπά, Δε Μ’Αγαπά» (όπου η ψυχασθενής Οντρέ Τοτού ζει έναν κατά φαντασίαν έρωτα με τον Σαμουέλ Λε Μπιάν), η Κολομπανί ασχολείται με μια ανθυγιεινή εμμονή, σε αυτή την περίπτωση όμως μέσα από το πρίσμα της ανάλαφρης κωμωδίας.


    Ο Ρομπέρ δεν είναι ένας επικίνδυνος stalker, ενεργεί περισσότερο ως φύλακας άγγελος των απόμακρων γοησσών της μεγάλης οθόνης, προασπίζοντας τα συμφέροντά τους.
    Η περιήγηση της Κολομπανί στο βασίλειο των σταρ και των παιδιάστικων βεντετισμών τους αποτελεί το πιο διασκεδαστικό κομμάτι της ταινίας, καθώς χειρίζεται χαριτωμένα τα κλισέ της διασημότητας. Μέρος της -έστω και επιδερμικής- σάτιρας οφείλεται στην παρουσία των Ντενέβ και Μπεάρ που θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό υποδύονται την εικόνα που έχουμε γι’ αυτές.


    Μοιραία όμως η Κολομπανί χάνει την ευκαιρία για μια βιτριολική σάτιρα του star system, καθώς η όποια καυστική δράση του σεναρίου εξατμίζεται στο δεύτερο μέρος μέσα από μια σειρά ανώδυνων, κωμικών επεισοδίων εκδίκησης και ένα ζαχαρωμένο φινάλε, όπου οι φωτογενείς μέγαιρες γίνονται αρνάκια και προσγειώνονται απομυθοποιητικά στο επίπεδο του κοινού θνητού.


    Δε γνωρίζω αν αυτό έγινε για να αποφευχθεί οποιαδήποτε κακόβουλη παρεξήγηση σχετικά με το ποιόν των παραπάνω σταρ, η επιλογή αυτή όμως υποβιβάζει την ταινία σε μια άσφαιρη, σαμπανιζέ κομεντί, ιδανική για τη λιγότερο απαιτητική ατμόσφαιρα των θερινών κινηματογράφων.


    ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ


  • Μαδαγασκάρη 2

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μαδαγασκάρη 2

    Το αεροπλάνο είναι στη Μαδαγασκάρη, απ' όπου τα συμπαθέστατα ζωάκια προσπαθούν τώρα να φύγουν ώστε να επιστρέψουν στην "πατρίδα" τους, τη Νέα Υόρκη. Είναι έτοιμο προς απογείωση (όσο έτοιμο μπορεί να είναι ένα αεροπλάνο που έχουν επισκευάσει... πιγκουΐνοι) και έπειτα από λίγα μίλια πτήσης, προσγειώνεται ή μάλλον συντρίβεται με συνοπτικές διαδικασίες, στη μέση του πουθενά... δηλαδή της Αφρικής. Εκεί, καθένας από τους πρωταγωνιστές, ο Άλεξ το συμπαθέστατο λιοντάρι, ο κολλητός τους ο Μάρτι η ζέβρα, ο Μέλμαν η απολαυστική καμηλοπάρδαλη και η αγαπημένη του ιπποποταμίνα Γκλόρια μαζί με τον απίστευτο βασιλιά Τζουλιάν και τους τρομερούς πιγκουίνους, βρίσκει όλο και κάποιον δικό του, αλλά και πάλι μπορεί η Αφρική να συγκριθεί με το "σπίτι" τους στη Νέα Υόρκη;

    Αν και με συγκεχυμένα και προβλέψιμα αναμασημένα ηθικά διδάγματα γύρω από τις αξίες της οικογένειας και της φιλίας, η Μαδαγασκάρη 2 ξεπερνά σίγουρα κατά πολύ την πρώτη version της ταινίας, καθώς είναι πιο δροσερή, πιο πνευματώδης και πιο απολαυστική.
    Σ΄αυτό βέβαια συμβάλλουν -στη μη μεταγλωττισμένη έκδοση- οι εκπληκτικές φωνές του Μπεν Στίλερ στο ρόλο του Λιονταριού και του Ντέιβιντ Σουίμερ (του Ρος από τα φιλαράκια) στο ρόλο της καμηλοπάρδαλης.

    Γεωργία Οικονόμου
    georgia.oikonomou@gmail.com
  • Ο Γιός Του Ράμπο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Γιός Του Ράμπο

    Φανταστείτε το «Στάσου Πλάι Μου» (χωρίς την αστυνομική ίντριγκα), υπό τους ήχους των Duran Duran, με ενισχυμένο το κοινωνικοπολιτικό φόντο και σκηνοθετημένο από τον Τιμ Μπάρτον, αν ήταν Βρετανός. Κάπως έτσι μοιάζει η περιπέτεια του Γουίλ, ο οποίος θα αποδράσει από το θρησκόληπτο περιβάλλον της οικογένειάς του που του απαγορεύει να κάνει ό,τι και οι συνομήλικοι του, από τη στιγμή που θα γνωρίσει τον Λι- φόβο και τρόμο του σχολείου. Μαζί, θα γίνουν μάρτυρες μίας αποκαλυπτικής εμπειρίας όταν θα ανακαλύψουν μια πειρατική κόπια της πρώτης κινηματογραφικής περιπέτειας του Ράμπο - Σιλβέστερ Σταλόνε και θα αποπειραθούν να γυρίσουν τη δική τους εκδοχή.

    Σαφής αλληγορία για τη βία της ενηλικίωσης και τη μεγάλη «απόδραση» από την γκρίζα πραγματικότητα του τριπτύχου «πατρίδα - θρησκεία - οικογένεια», το δεύτερο φιλμ από τον σκηνοθέτη του «Γυρίζοντας Τον Γαλαξία Με Οτοστόπ» μοιράζεται ανάμεσα στη νοσταλγία, την αλά Κεν Λόουτς ηθογραφία και το σινεμά του φανταστικού. Και αν στα δύο πρώτα μοιάζει απλά λίγος, στο πεδίο της «φαντασίας» αποδεικνύεται σχεδόν εφάμιλλος του σύμπαντος του Μπάρτον. Ζωντανεύοντας τις ζωγραφιές του Γουίλ με τρισδιάστατο animation, ο Τζένινγκς δεν περιγράφει μόνο με ακρίβεια τι συμβαίνει στο μυαλό ενός 11χρονου παιδιού αλλά και πόσο ακόμη μια μυθολογία όπως αυτή του all American απέθαντου Ράμπο μπορεί να σημαίνει περισσότερα από τα προφανή.

    Μανώλης Κρανάκης

  • Μικρό Εγκλημα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μικρό Εγκλημα

    Η έμφυτη καλοσύνη του Λεωνίδα και η πίστη του στους ανθρώπους τον κάνουν μάλλον ακατάλληλο για αυτή τη δουλειά παρά τη φιλοδοξία του να μετατεθεί σε ένα πιο συναρπαστικό πόστο στην Αθήνα.
    Η Αγγελική πάλι, κουρασμένη από τις πόζες των πρωινάδικων, σκέφτεται σοβαρά να αποσυρθεί δίπλα στους συγχωριανούς της. Οσο διάφανοι είναι οι χαρακτήρες των δύο ηρώων, άλλο τόσο ευδιάκριτες είναι οι αρετές του «Μικρού Εγκλήματος».


    Χωρίς άγχος να αποσπάσει το γέλιο από τα χείλη του θεατή ή να μετατρέψει σε βαρύγδουπο δράμα το οικογενειακό μυστικό που κινεί τα νήματα της ιστορίας, ο Γεωργίου αρκείται στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που παραπέμπει στη ραθυμία και τη νωχελικότητα της ζωής στα ελληνικά νησιά. Σύντομα όμως τα προτερήματά γίνονται μπούμερανγκ.

    Το γέλιο παραμένει πάντα ελαφρό μειδίαμα και η συγκίνηση ατροφική καθώς η επιδερμική σκιαγράφηση των χαρακτήρων δεν επιτρέπει καμία ταύτιση ή ουσιαστική δραματουργική εξέλιξη. Ο,τι απομένει είναι μια ανάλαφρη ηθογραφία της ελληνικής επαρχίας: άλλοτε ενοχλητικής και αδιάκριτης και άλλοτε τρυφερής και αυθόρμητης.


    Διόλου τυχαία το νησί (η Θηρασιά, αν και δεν κατονομάζεται) παραμένει ο πιο επαρκώς ανεπτυγμένος χαρακτήρας, καθώς προβάλλει ειδυλλιακό αλλά ποτέ καρτποσταλικό, με τις κακές του συνήθειες (τις κακότεχνες ταμπέλες και τους ντελάληδες των rooms to let) πλάι στις σμαραγδένιες παραλίες.

    ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ

  • Slumdog Millionaire

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Slumdog Millionaire

    Η ειρωνία με την καινούργια ταινία του Βρετανού Μπόιλ είναι πως οι ίδιοι κριτικοί που στο παρελθόν κατηγορούσαν τον σκηνοθέτη του «Τrainspotting» για επιδειξιομανία και έλλειψη βάθους, φέτος τον επιβραβεύουν για μια από τις πιο απροκάλυπτα βιρτουόζικες δημιουργίες του. Ισως γιατί, αυτή τη φορά, ο Μπόιλ τους προσφέρει το άλλοθι που αποζητούσαν. Το «Slumdog Μillionaire» μπορεί να κόβει και να ράβει σκηνές με ρυθμούς παροξυσμού ή να δονείται από ένα βομβαστικό σάουντρακ, όπως συνέβαινε σε άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, αυτή τη φορά όμως το βιντεοκλίπ συγχρονίζεται στις παρτιτούρες του κοινωνικού ρεαλισμού, παίζεται με φόντο τις εξαθλιωμένες γειτονιές της Ινδίας, ερμηνεύεται από άγνωστους ηθοποιούς, εκτελείται με απόλυτη αποδοχή της λαϊκότητάς του και κινηματογραφείται με εξωραϊστικό τρόπο που κάνει ακόμη και τα βρωμόνερα μιας λακούβας να μοιάζουν ακαταμάχητα, αρκεί επάνω τους να καθρεφτίζεται λαμπρός ο ήλιος.


    Η ταινία του Μπόιλ αντλεί μεταμοντέρνο αέρα από δυο ετερόκλητες πηγές που, φαινομενικά, μοιάζουν με μακρινοί συγγενείς, στην ουσία όμως παιανίζουν τον ίδιο ύμνο πάνω στον θρίαμβο του ανθρώπου κόντρα στις αντιξοότητες. Η μία πηγή βρίσκεται στον μυθιστορηματικό κόσμο του Κάρολου Ντίκενς. Η άλλη εντοπίζεται στην απενοχοποιημένη ποπ αισθητική των ινδικών δραμάτων και των φανταχτερών επών του Bollywood. Η μεγάλη εξυπνάδα του Μπόιλ είναι, ωστόσο, το να δώσει στα πάντα μια διάσταση φαντασίας και μύθου, ώστε να γνωρίζεις συνεχώς ότι αυτό που παρακολουθείς είναι μόνο μια ταινία. Το «Slumdog Μillionaire» καθιστά εξαρχής σαφές ότι δεν είναι παρά ένα παραμύθι έρωτα και ελπίδας που φυτρώνει μέσα από τους υπονόμους, γεγονός που σε προτρέπει να μην φερθείς με αυστηρότητα στον απλοϊκό του ουμανισμό, σε διαλόγους που ενίοτε σε φέρνουν σε αμηχανία με την κοινοτυπία τους και σε καταστάσεις, την έκβαση των οποίων μπορείς να μαντέψεις στο λεπτό. Ως αμοιβή για την καλή σου διάθεση, το φιλμ σε στολίζει με αναστάσιμες μουσικές, ζαλιστικά πλάνα και σκηνοθετικές ταχυδακτυλουργίες.


    Οσο κι αν υποκλίνομαι, όμως, στις ψυχεδελικές εικόνες του φιλμ, έτσι όπως διασχίζουν τρέχοντας μια ολόκληρη τοιχογραφία ζωής, άλλο τόσο καχύποπτος γίνομαι όταν βλέπω τη φτώχια και τη μιζέρια να φιλμάρονται με μια διαφημιστική αισθητική που καταλήγει σε σημεία να καλλωπίζει τις ίδιες απάνθρωπες συνθήκες που υποτίθεται ότι στηλιτεύει. Δεν μου φαίνεται, εντούτοις, παράξενο που το «Slumdog Μillionaire» θα κερδίσει φέτος τα μεγάλα βραβεία. Η εμφάνισή του συμπίπτει ιδανικά με μια επιτακτική ανάγκη των καιρών για λίγη κινηματογραφική απόδραση, σερβιρισμένη όμως με μια επίφαση κοινωνικής ευαισθησίας. Η ταινία μεταμφιέζει εντέχνως την ελαφράδα της, επιδεικνύει φρενήρη ενέργεια που κολακεύει το μάτι, προσφέρει το τέλειο αντίδοτο στη βαρυθυμία των ημερών, συντάσσει την πιο θερμή έκκληση στην αισιοδοξία, προτείνει μια ρομαντική άποψη περί αγάπης και τύχης και μια ταιριαστή feel good απάντηση σε θεατές που νιώθουν άβολα επειδή ακόμη και το Χόλιγουντ στρέφεται τελευταία προς το πιο σκοτεινό. Είναι ένας ελκυστικός μηχανισμός πρόκλησης συγκινήσεων που εμένα προσωπικά δεν με έπεισε λεπτό.


    ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

  • Ροζ Πάνθηρας 2

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ροζ Πάνθηρας 2

    Μέγα κινηματογραφικό ατόπημα το ριμέικ του «Ροζ Πάνθηρα». Ενας από τους πιο διάσημους κινηματογραφικούς ήρωες, ο επιθεωρητής Κλουζό, που χτίστηκε πάνω στο ερμηνευτικό στυλ του Πίτερ Σέλερς, δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει πρόσωπο. Ακόμη κι αν τον αναλάμβανε ένας λαϊκός κωμικός με εκτόπισμα και ικανότητες παρόμοιες με αυτές του Σέλερς. Στην πρώτη προσπάθειά του (το 2006) ο άξιος και δημοφιλής Στιβ Μάρτιν απέτυχε, έχοντας μάλιστα συνεισφέρει στη συγγραφή ενός σεναρίου με ελάχιστο ενδιαφέρον.Το δεύτερο μέρος είναι χειρότερο και παρά την υποστήριξη του εντυπωσιακού επιτελείου ηθοποιών αποδεικνύεται ακόμη λιγότερο αστείο.

    Στην πραγματικότητα δεν έχω τίποτα άλλο να γράψω γι αυτή την πληκτική φάρσα των κλισέ και του μέτριου γούστου. Θυμάμαι μόνο πού και πού την αξεπέραστη λιτότητα του Πίτερ Σέλερς, αυτό το εκπληκτικό ταλέντο ενός μεγάλου κωμικού. Και λυπάμαι.


    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Με το ζόρι μαζί

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Με το ζόρι μαζί

    Το γεγονός ότι είναι σενάριο της αγαπημένης και αδικοχαμένης Άντριεν Σέλι, καθώς επίσης και η παρουσία των συμπαθητικών Μεγκ Ράιαν και Τίμοθι Χάτον αποτελούν ίσως το μοναδικό λόγο για τον οποίο η ταινία της Σέριλ Χάινς φτάνει στις κινηματογραφικές αίθουσες χωρίς να έχει να επιδείξει κάτι το σημαντικό. Δυστυχώς, όσο κι αν είναι φιλότιμες οι προσπάθειες, η ταινία δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο πάνω στο οποίο μπορούμε να σταθούμε και να αναλύσουμε.

    Αν και η αρχική ιδέα φαίνεται ν’ αναζητά μια σε βάθος εξερεύνηση στις σχέσεις ενός ζευγαριού μέσα από μια πρωτότυπη ιδέα (αιχμαλωτίστε τον/την σύντροφο σας μέσα στο σπίτι και αλλάξτε του/της τη γνώμη) η ταινία μετατρέπεται από τα πρώτα λεπτά σε μια επιφανειακή ερωτική κωμωδία χωρίς φαντασία στους διάλογους, χωρίς πραγματικές κωμικές στιγμές και χωρίς στήριξη από τις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών. Η δράση είναι προβλέψιμη και σχηματική ενώ και η σκηνοθεσία δείχνει απλά ως μια διεκπεραίωση παρά κάτι άλλο.

    Η δημιουργός πάντως φαίνεται ότι προσπαθεί περισσότερο από όσο πρέπει να σκεφτεί πως θα το σκηνοθετούσε η ίδια η Σέλι κι έτσι το αποτέλεσμα καταλήγει να είναι τουλάχιστον αδιάφορο. Τελικά η ιστορία του χαμένου σεναρίου και της κατάληξης του στη μεγάλη οθόνη δείχνει πιο ενδιαφέρουσα και από την ίδια την ταινία.

    Αν λοιπόν τα κριτήρια είναι μόνο κινηματογραφικά τότε η τελική προσπάθεια χάνει σχεδόν σε όλα τα σημεία. Αν όμως βάλουμε δίπλα και τη κρυφή μας νοσταλγία για το πρόσωπο της αξιαγάπητης και γλυκιάς Άντριεν, ίσως τότε τα λάθη και τα αρνητικά να περνάνε σε δεύτερο επίπέδο.


    Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης

  • Σιωπηλός Γάμος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σιωπηλός Γάμος

    Δεν αποτελεί μυστικό πως ο ρουμανικός κινηματογράφος συχνά χτυπάει ενέσεις αδρεναλίνης στον αναιμικό ευρωπαϊκό των τελευταίων χρόνων. Μια σχετικά μικρή χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, τοποθετημένη στην κορυφή των Βαλκανίων συνεχίζει να αναζωογονεί το ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο που παράγει η Γηραιά Ήπειρος. Το "Σιωπηλός Γάμος" είναι η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του ηθοποιού και θεατρικού σκηνοθέτη Οράτιου Μαλέλε. Δεν ακολουθεί την μινιμαλιστική δραματική προσέγγιση των διάσημων συναδέλφων και συμπατριωτών του Κρίστι Πούιου και Κριστιάν Μουνγκίου. Αντίθετα εξετάζει την δυσμενή πολιτική και κοινωνική συγκυρία μέσω μιας σλάπστικ κωμωδίας την οποία τοποθετεί στο 1953 την περίοδο που πέθανε "ο πατέρας των ανθρώπων" Στάλιν. Χρονική στιγμή που αντί να σημάνει την απελευθέρωση των πολιτών απ’ το σοβιετικό ολοκληρωτισμό κατάφερε να τον γιγαντώσει.

    Ο Μαλέλε επιχειρεί την σκιαγράφηση των ανθρώπων και της καθημερινής ζωής ενός χωριού της ρουμανικής επαρχίας. Δίνει έμφαση σε σκηνικά, κοστούμια και τοποθεσίες για να δημιουργήσει την απαραίτητη χωριάτικη ατμόσφαιρα και κάνει σπουδαία δουλειά στο κάστινγκ επανδρώνοντας το μικρό χωριό του με φιγούρες γραφικές που παρά το καταπιεστικό καθεστώτος συνεχίζουν να διατηρούν τα έθιμά και τις καθημερινές τους συνήθειες, την αφυροστομία και τους καθημερινούς ανούσιους καυγάδες. Και όταν τους απαγορεύεται να γλεντήσουν για τον γάμο του χωριού τότε γίνονται εφευρετικοί και διασκεδάζουν κάτω απ’ τη μύτη του εχθρού.Αυτή είναι και η πιο χαρακτηριστική σεκανς του φιλμ που χάρισε και το όνομα στην ταινία. η σκηνή του μιουταρισμένου γαμήλιου τραπεζιού.

    Βέβαια υπάρχουν και αδυναμίες καθώς το φιλμ δεν διατηρεί σφιχτό ρυθμό και μερικές φορές φαντάζει ανώριμο και φλύαρο. Με ένα μικρό μάζεμα και με μια διαρκώς αυξανόμενη ένταση στις σκηνές κορύφωσης σίγουρα θα έπειθε ακόμη περισσότερο. Παρόλα αυτά παραμένει ένα προσιτό παραμύθι στο πλαίσιο της φαρσοκωμωδίας που σατυρίζει το ζυγό του κομμουνιστικού καθεστώτος με μπρίο και φαντασία.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Οικογένεια Σε Παράνοια

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οικογένεια Σε Παράνοια

    Ψέμα; Απόκρυψη της αλήθειας; Όπως και αν προτιμάτε να το εκφράσετε αυτή είναι η βασική έννοια γύρω απ’ την οποία ο Ρέιμοντ ντε Φελίτα ("Two Family House", "Tis Autumn: The Search for Jackie Paris") χτίζει μια κωμωδία που δεν εθελοτυφλεί απέναντι στα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων αλλά τους κλείνει γουστόζικα το μάτι. Υπεύθυνος για την σκηνοθεσία και το σενάριο, ο ντε Φελίτα δημιουργεί ένα μικρό διαμάντι που αστράφτει μέσα απ’ την μάζα του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά. Με ένα σενάριο που δεν βρίθει πρωτοτυπίας αλλά που αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια τα στερεότυπα και τις συμβάσεις μιας οικογένειας που όπως και οι περισσότερες έχει χτιστεί πάνω στις σαθρές βάσεις μικρών ψεμάτων που στην συνέχεια γιγαντώνονται επικίνδυνα.

    Με κοινό παρανομαστή ότι όλη η οικογένεια καπνίζει κρυφά ο καθένας ξεχωριστά έχει το "μυστικό των μυστικών" του που κρύβει. O μπαμπάς επικαλούμενος ότι παίζει πόκερ βρίσκει χρόνο για να σπουδάσει υποκριτική, η μαμά πιστεύει ότι ο άντρας της την απατά αλλά ποτέ δεν το παραδέχεται, η κόρη έχει αποβληθεί απ’ το πανεπιστήμιο και δουλεύει μυστικά ως στριπτιζέζ και ο γιος έχει σεξουαλικές εμμονές με υπέρβαρες γυναίκες και ιδιαίτερα με την γειτόνισσα. Όταν εμφανίζεται ο εξώγαμος γιος του μπαμπά, τότε τα πράγματα ξεπερνούν τα όριά τους και εν είδη αρχαιοελληνικής τραγωδίας στο τέλος όλα αποκαλύπτονται.

    Το "Οικογένεια Σε Παράνοια" αποπνέει μια ζηλευτή φρεσκάδα και μια feelgood αύρα που θα σας κρατήσει για τη μιάμιση ώρα που διαρκεί. Η επιστροφή του Άντι Γκαρσία με τον ρόλο του Βινς είναι απολαυστικότατη ενώ και το καστ που τον πλαισιώνει εκτελεί το χρέος του στο ακέραιο. Τα σκηνοθετικά ευρήματα και οι υπέροχοι διάλογοι καταφέρνουν να απελευθερώσουν τη ταινία απ’ την παγίδα της φαινομενικά κοινότυπης πλοκής ενώ οι διάσπαρτες κινηματογραφοφιλικές αναφορές κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Μην διστάσετε να χαμογελάσετε ένοχα όταν συνειρμικά σας έρθει στο νου και το δικό σας ?μυστικό των μυστικών?.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Τριχωτή Εκδίκηση

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τριχωτή Εκδίκηση

    Αμερικανική κομεντί που ανήκει στην γνωστή κατηγορία ταινιών «για την οικογένεια» αλλά που δεν απευθύνεται στο σύνολό της παρά μόνο στα κάτω των 6 ετών μέλη της. Ο κακός κτηματομεσίτης Νταν Σάντερς θέλει να αποψιλώσει μια μεγάλη δασική έκταση και να χτίσει στην θέση της σπίτια και ένα εμπορικό κέντρο με θέμα την οικολογία. Στην προσπάθειά του αυτή έρχεται αντιμέτωπος με τα ζώα που κατοικούν στο δάσος τα οποία προσπαθούν να σαμποτάρουν το εγχείρημα. Με την απαραίτητη δόση ειδικών εφέ τα ζωάκια στήνουν ευφάνταστες παγίδες στον κτηματομεσίτη στις οποίες αυτός φροντίζει πάντα να πέφτει μέσα. Δυστυχώς όμως αυτό το τραγελαφικό σκηνικό δεν βγάζει γέλιο παρά μόνο σε νήπια των οποίων η βρεφική αθωότητα τους επιτρέπει ακόμα να γελάσουν. Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει και ο απαραίτητος διδακτισμός που χαρακτηρίζει τις συγκεκριμένου είδους ταινίες και την προέλευσή τους.

    Το «Τριχωτή Εκδίκηση» είναι μια ταινία για παιδιά που ακόμα και από εκπαιδευτικής άποψης κρίνεται ανεπαρκής και αναχρονιστική. Υποτιμάει την νοημοσύνη των μικρών θεατών της και δεν καταφέρνει σε κανένα σημείο να μεταφέρει πραγματικά το πράσινο μήνυμα. Και επειδή όντως ισχύει πως ο πλανήτης μας έχει φτάσει σε οριακό σημείο το μόνο σίγουρο είναι ότι ταινίες σαν και αυτή σίγουρα δεν δημιουργούν οικολογική συνείδηση στις νέες γενιές που έρχονται. Απλά ανακυκλώνουν μια απαρχαιωμένη οπτική που θέλει τα παιδιά να έχουν άγνοια των προβλημάτων και φυσικά των μεθόδων επίλυσής τους.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Γράμματα Στην Ιουλιέτα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γράμματα Στην Ιουλιέτα

    Με φόντο την διάσημη για την ομορφιά της ιταλική Τοσκάνη και με βάση την πιο ρομαντική ιστορία που γράφτηκε ποτέ, η νέα ταινία του Γκάρι Ουίνικ (Νύφες Σε Πόλεμο) δείχνει ότι θα έχει σίγουρη επιτυχία. Και γιατί όχι; Τα χαρακτηριστικά του είδους είναι εδώ σε αφθονία και η ρομαντική κομεντί αποκτά ακόμα έναν τίτλο στον μακρύ κατάλογο της.

    Η ηρωίδα, βρισκόμενη μπροστά στο μνημείο της γνωστής ηρωίδας του Σαίξπηρ συναντάει την ομάδα εθελοντών, που σκοπός της είναι να απαντά σε γράμματα - προς την Ιουλιέτα - όσων γυναικών αναζητούν συμβουλές σχετικά με τον έρωτα. Μαγεμένη με τον ρομαντικό χαρακτήρα αυτής της εργασίας, γίνεται η αιτία να εμπνεύσει μια γυναίκα που έγραψε ένα γράμμα το 1951 και να ταξιδέψει ξανά ως την Ιταλία για να βρει τη χαμένη για χρόνια αγάπη της. Όπως καταλαβαίνουμε από νωρίς δεν θα είναι η μόνη που θα αναζητήσει και θα ανακαλύψει ξανά τον έρωτα.

    Προβλέψιμη, συγκινητική, με προφανείς διάλογους και με τις απαραίτητες ανατροπές η ταινία κινείται σε ασφαλείς δρόμους, ενώ η γραφικότητα της περιοχής και η αναπαράσταση της θα μπορούσαμε να πούμε ότι φτάνει σε επίπεδα τουριστικής διαφήμισης. Από την άλλη το καστ περιλαμβάνει μεν συμμετοχές από διαφορετικές σχολές (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Βανέσα Ρεντγκρεϊβ), αλλά στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η αντιπροσωπευτική φιγούρα του είδους, Αμάντα Σίφριντ.

    Όσοι λοιπόν αναζητούν τον ρομαντισμό στην καθημερινότητα τους δεν μπορούν παρά να συγκινηθούν και να φαντασιωθούν ότι ο έρωτας μπορεί να αποδειχθεί πιο δυνατός από τον σύγχρονο κυνισμό.

    Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης

  • Η Πρώτη Σελίδα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Πρώτη Σελίδα

    Επανέκδοση του 1974, η "Πρώτη Σελίδα" είναι ένα μαύρο αλληγορικό έπος το οποίο πάνω απ’ το άρμα της κωμωδίας καυτηριάζει μια απ’ τις μεγαλύτερες πληγές την σύγχρονης ιστορίας των κοινωνιών: την παρεκτροπή των επαγγελματιών της πληροφορίας. Ο Μπίλι Γουάιλντερ βασισμένος στο θεατρικό κείμενο των Μπεν Χετς και Τσαρλς Μακ Άρθουρ δημιουργεί μια ταινία που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως το φιλμ που μετέδωσε πιο εύστοχα από κανένα άλλο, την ιογένεια και παρακμή του κλάδου της δημοσιογραφίας.

    Το κείμενο αναλαμβάνουν να αναδείξουν οι ογκόλιθοι της υποκριτικής Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάου γεγονός που εκτοξεύει το επίπεδο σε δυσθεώρητα ύψη. Σε πλήρη αρμονία με το σενάριο ,Λέμον και Ματάου φροντίζουν με κάθε ατάκα, με κάθε κίνηση του σώματος και με κάθε γκριμάτσα τους να χαρίζουν σε πρώτο επίπεδο το γέλιο. Σε δεύτερο επίπεδο η σλάπστικ σάτιρα αναλαμβάνει να ξεγυμνώσει την παρακμή ενός επαγγέλματος προορισμένου για λειτούργημα το οποίο κατέληξε να εξουσιάζει αλόγιστα την ευτυχία και το μέλλον των ανθρώπων. Η "Πρώτη Σελίδα" είναι ένα φιλμ που στην πραγματικότητα εξετάζει το πώς η δίψα για δόξα, καριέρα και χρήματα μπορούν να υποσκιάσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα και τον σεβασμό για τον έτερο. Δεν παίρνει αποστάσεις και αναπτύσσει την προβληματική απ’ την θέση του υποκείμενου που συμμετέχει μιας ατέρμονης και αλαζονικής κούρσας στην οποία το παρόν υπονομεύεται από ένα ουτοπικό μέλλον που δεν έρχεται ποτέ.

    Η ταινία του Γουάιλντερ θα παραμένει επίκαιρη όσο ακόμα ο αδίστακτος εκδότης της εφημερίδας Γουόλτερ Μπερνς θα παραμένει η Βίβλος των απανταχού ?εκδοτών?. Κατά τον ίδιο τρόπο, η πληροφορία θα παραμένει ένα ακόμη όπλο που χρησιμοποιήθηκε ανάποδα. Η γραμμή στην "Πρώτη Σελίδα" είναι λεπτή και μερικές φορές η ταινία δεν συνιστά τίποτα λιγότερο από ένα προσεχτικά καλυμμένο με κωμικά πέπλα δράμα, το οποίο ξετυλίγεται σε όλο του το μεγαλείο μέχρι και το ειρωνικό φινάλε.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • I Love You Phillip Morris

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    I Love You Phillip Morris

    ?Αυτή η ιστορία συνέβη στ’ αλήθεια. Πραγματικά συνέβη. Αλήθεια!?. Με αυτούς τους τίτλους ξεκινά η κωμωδία με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο "I Love You Philp Morris", που αφηγείται την ακόμη πιο ιντριγκαδόρικη ιστορία του κυρίου Στίβεν Ράσελ - ενός τυπικού παντρεμένου κρυφο-γκέι, ο οποίος όταν είδε τον χάρο με τα μάτια αποφάσισε να βγει από την ντουλάπα του και να ρουφήξει τη ζωή ως το μεδούλι. Ο Τζιμ Κάρεϊ, σε έναν (ακόμη) ρόλο ζωής ερμηνεύει με ασυναγώνιστο μπρίο τον πληθωρικό Ράσελ, που αποτελεί τον ορισμό του "larger than life" χαρακτήρα.

    Σύζυγος, πατέρας,μπάτσος,κρυπτοομοφυλόφιλος, πλαστογράφος, κατάδικος, δραπέτης, ψεύτικος δικηγόρος, καταχραστής, ξανά δραπέτης, ο Στίβεν/ Κάρεϊ βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα στην δήθεν κερδισμένη απόλυτη ελευθερία του, με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν του Φρανκ/ Ντι Κάπριο στο "Πιάσε με Αν Μπορείς".

    Το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Γκλεν Φικάρα και Τζον Ρέκουα, του διδύμου που υπέγραψε το προ επταετίας δηλητηριώδες σενάριο του "Bad Santa", παρουσιάζεται στην Ελλάδα πριν ακόμη βρει το δρόμο του για τις αμερικάνικες αίθουσες. Με ανατρεπτικό θέμα, τολμηρές γκέι σκηνές και χιούμορ που αγγίζει τον σουρεαλισμό, η ταινία αποθάρρυνε τους, ασυνήθιστα, δειλούς Αμερικάνους διανομείς, που ακόμη την αντιμετωπίζουν σαν καυτή πατάτα. Κι ενώ οι σκηνοθέτες επέλεξαν να ακολουθήσουν το, παραδοσιακά πιο ανώδυνο, μονοπάτι της κωμωδίας τελικά μοιάζουν να βρέθηκαν εν μέρει με την πλάτη στον τοίχο, καθώς η ενδογενής σεναριακή υπερβολή σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά δοτικές ερμηνείες και την εξίσου πληθωρική σκηνοθεσία, οδήγησαν το φιλμ στη γραφικότητα και τους χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας.

    Οπως ο Στίβεν Ράσελ, αυτός ο μέγας νάρκισσος, γίνεται χαμαιλέοντας για ζήσει ευτυχισμένος, έτσι και η ταινία ταλαντεύεται ανάμεσα στις διάφορες υπο-πλοκές και μεταμφιέζεται πότε σε ξεκαρδιστική κομεντί, πότε σε συγκινητικό ρομάντζο και πότε σε περιπέτεια με σασπένς. Μέσα σε όλο αυτό το κυνηγητό όμως, ο θεατής μπορεί να χαθεί, όπως φαίνεται να χάθηκαν οι σκηνοθέτες. Αναμφίβολα, το έργο τους ήταν δύσκολο, το βήμα τολμηρό και οι πολύ καλές στιγμές που χαρίζει ο "Philip Morris", αποτελούν αξιομνημόνευτο ενθύμιο. Ωστόσο, όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, το γεγονός ότι η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα είναι το μόνο που μας πείθει για την αλήθεια της.

    Βόκαλη Φαίδρα

  • Σαμπρίνα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σαμπρίνα

    Μια ακόμη επανέκδοση βρίσκει τον δρόμο προς τα θερινά σινεμά με τη σταχτοπούτα Όντρεϊ Χέπμπορν να έχει (όπως και κάθε καλοκαίρι) την τιμητική της. Αυτή τη φορά πρωταγωνιστεί μαζί με τους Χάμφρι Μπόγκαρτ και Γουίλιαμ Χόλντεν στο "Sabrina" (βασισμένο στο θεατρικό έργο "Sabrina Fair" του Σάμιουελ Τέιλορ), μια ρομαντική κομεντί που υπογράφει ο σπουδαίος Μπίλι Γουάιλντερ.

    Εδώ όμως. το άστρο του σπουδαίου Βιεννέζου σκηνοθέτη και σεναριογράφου μάλλον αχνοφαίνεται και σίγουρα δεν λάμπει όπως στα "Με Διπλή Ταυτότητα", "Μερικοί το Προτιμούν Καυτό" και "Η Λεωφόρος της Δύσης". Το σενάριο φαντάζει λιγότερο αιχμηρό ενώ οι κωμικές δόσεις του, αδυνατούν να αντισταθμίσουν το ροζ συννεφάκι αγάπης που πλανάται πάνω από ένα φιλμ που δεν βρίσκει την χρυσή τομή μεταξύ ρομάντζου και κωμικών ευρημάτων. Ακόμα και έτσι όμως οι χαρακτήρες και οι ηθοποιοί που τους υποδύονται καταφέρνουν να μετατρέψουν σκηνές όπου δεν υπάρχει η παραμικρή σεναριακή κορύφωση σε ελκυστικές σεκάνς. Σε γενικές γραμμές το όλο ζήτημα περιστρέφεται γύρω απ’ την υποκειμενική άποψη του θεατή για την Χέπμπορν. Αν τη θεωρείς γοητευτική και κομψή (που μάλλον είναι δύσκολο να θεωρείς το αντίθετο) τότε τα υπόλοιπα έχουν ελάχιστη σημασία.

    Παρά τις όποιες αδυναμίες του, το φιλμ δεν περνάει αδιάφορο. Σε πρώτο επίπεδο εκπληρώνει στο μέγιστο τον σκοπό δημιουργίας του καθώς είναι διασκεδαστικό, αρκούντος χορταστικό και φυσικά αστράφτει σαν γκλίτερ. Σε δεύτερο επίπεδο διαφοροποιείται, έστω και ελάχιστα, απ’ την πεπατημένη της ρομαντικής κομεντί προσθέτοντας μια κάπως γκρίζα και σκιώδη πινελιά πάνω απ’ το ερωτικό τρίγωνο, δημιουργώντας έτσι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Στο τρίτο και σε όλα τα επόμενα επίπεδα είναι σίγουρα πολύ καλύτερο απ’ το αναιμικό ριμέικ του 1995 με σκηνοθέτη τον Σίντνεϊ Πόλακ και πρωταγωνιστή τον Χάρισον Φορντ.

    To "Sabrina" δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα χολιγουντιανό παραμύθι όπου το ξεπουπουλιασμένο παπάκι μετατρέπεται σε κύκνο. Κλασσική συνταγή, το καλούπι δεν έσπασε και έτσι είναι παραπάνω από θεμιτό, μισό αιώνα μετά, σύγχρονες ερωτικές κομεντί που δεν διαφοροποιούνται στο παραμικρό να αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση. Προφανώς και η ταινία του Γουάιλντερ ακόμη και μέσα απ’ την βιτρίνα της είναι ανώτερή τους.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Το Φάντασμα Της Ελευθερίας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Φάντασμα Της Ελευθερίας

    Πραγματικά είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με ακρίβεια τα όσα συμβαίνουν σ΄αυτή τη ταινία, όχι επειδή έχουμε να κάνουμε με κάτι το εντελώς εξωφρενικό, αλλά επειδή όντως δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο, αφού τα πάντα χρησιμοποιούνται για να πετύχει ο δαιμόνιος Ισπανός αυτό που είχε στο νου του. Το τι είχε στο νου του βέβαια είναι μία άλλη ιστορία και δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί.

    Πρωτοποριακός και σωστά προκλητικός ο Μπουνιουέλ χλευάζει τη κοινωνία, τον κλήρο και γενικότερα όλα αυτά που έχουν σηματοδοτήσει εδώ και αιώνες ένα καλά καμουφλαρισμένο πισωγύρισμα ή αν προτιμάτε ένα faux βήμα προόδου. Δεν είναι ανίερος, είναι ρεαλιστής κι επειδή συχνά πυκνά δυσκολευόμαστε ακόμα και τώρα να καταλάβουμε μερικά από τα πλάνα του , ας είναι αυτό ένα ακόμα ακλόνητο αποδεικτικο στοιχείο ενός μυαλού που δούλευε σε ασυνήθιστα υψηλές στροφές. (τι έπαιρναν αλήθεια τότε;;)

    Αν και χιλιοπαιγμένη όλο και κάτι καινούργιο θα σας αποκαλύψει για μία ακόμα φορά.

    Μανώλης Κιλισμανής

  • Killers

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Killers

    Καινούρια ταινία για τον Ρόμπερτ Λούκετιτς, σκηνοθέτη των κινηματογραφικών πονημάτων (στην κυριολεξία) "Η Εκδίκηση της Ξανθιάς" και "Γυμνή Αλήθεια". Ρομαντική κομεντί με ισχυρές δόσεις περιπέτειας ή και το αντίθετο αν προτιμάτε. Το φιλμ προσπαθεί να βαδίσει στα ανέπαφα απ’ τον χρόνο χνάρια του "Μπόνι και Κλάιντ" αλλά όπως και οι περισσότερες αντίστοιχες απόπειρες, χάνει γρήγορα τον δρόμο του.

    Παρόλα αυτά είναι αναπόφευκτος ο χρονικός διαχωρισμός του φιλμ σε δύο μέρη.

    Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε ένα απ’ τα πιο αδέξια κινηματογραφικά ζευγάρια της χρονιάς, τους Άστο(ν) Κούτσερ και Κάθριν Χέιγκλ να πρωταγωνιστούν σε τόσο προβλέψιμες σεκάνς όσο και το δελτίο καιρού του Λονδίνου. Τα γκρο πλαν στους κοιλιακούς του Κούτσερ δίνουν και παίρνουν ενώ η Χέιγκλ (οι φαν του "Grace Anatomy" την γνωρίζουν) μοιάζει και είναι εκτός κλίματος. Σε γενικές γραμμές, οι κλισέ διάλογοι, το αλλεπάλληλο ποζάρισμα, και η νύστα κυριαρχούν στο πρώτο μέρος.

    Στο δεύτερο μέρος κάποιος απ’ τους συντελεστές προφανώς συνειδητοποιεί ότι ολόκληρη ταινία έτσι δεν βγαίνει οπότε το καστ (στο σύνολό του) αρχίζει να επιδίδεται αποκλειστικά στο πιστολίδι. Ο ήρωας μας, έχει αποσυρθεί απ’ την ενεργό δράση του επαγγελματία δολοφόνου και μένει με την αγαπημένη του σε μια μικρή και ήσυχη πόλη. Μια μέρα όμως για άγνωστο λόγο επικηρύσσεται έναντι αδρής αμοιβής και τότε αρχίζουν οι απόπειρες δολοφονίας εις βάρος του οι οποίες αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο ώσπου στο τέλος παρακολουθούμε όλους τους κατοίκους των φιλήσυχων προαστίων να διαγωνίζονται για το ποιος θα τον δολοφονήσει πρώτος.

    Αυτό είναι ακριβώς το σημείο όπου το φιλμ αυτοσατυρικά μετατρέπεται σε φαρσοκομωδία και προσφέρει χαβαλετζίδικης υφής γέλιο στους ήρωες που άντεξαν το πρώτο μισό. Όσοι συνειδητά αποφασίσετε να το δείτε να είστε σίγουροι ότι ακόμη και το στερεότυπο τέλος θα σας κάνει να πανηγυρίσετε.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Το Έτερον Ήμισυ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Έτερον Ήμισυ

    Ο Φαίδων και η Βίκυ, ζευγάρι ψυχαναλυτών που ειδικεύεται στη «θεραπεία γάμων», μένουν αποσβολωμένοι όταν η ηλικιωμένη θεία του πρώτου «καθαρίζει» εν ψυχρώ τον επί χρόνια σύζυγό της. Ξεκινώντας για την κηδεία, γνωρίζουν καθ' οδόν ένα άλλο παντρεμένο ζεύγος, πληθωρικό στις εκδηλώσεις λατρείας και μίσους που τρέφει ο ένας για τον άλλον. Αυτό που μαθαίνουν ο Φαίδων και η Βίκυ στην πορεία είναι πως κληρονομούν από τους μακαρίτες το αχούρι που μένει το αλλοπρόσαλλο ζεύγος στα βόρεια προάστια, αχούρι για το οποίο ο Φαίδων θα κάνει τα πάντα προκειμένου να το αποκτήσει...

    Σκηνές με εμπνευσμένο αλλά και σκηνές με χοντροκομμένο χιούμορ συνθέτουν τούτη την κωμωδία σχέσεων - σχόλιο πάνω στον θεσμό του γάμου, υπό τη σκηνοθεσία του Βαγγέλη Σεϊτανίδη, ο οποίος κρατάει σφιχτά το τέμπο της αφήγησης. Στα πλην, η υστερία στο ξεκίνημα της ταινίας και ο -αλά θεατρική επιθεώρηση- παράταιρος σουρεαλισμός των σκηνών που διαδραματίζονται, υποτίθεται, στον παράδεισο ανάμεσα στους πρωτόπλαστους. Στα συν, η ερμηνεία της Δάφνης Λαμπρόγιαννη, η οποία ξεχωρίζει με την εκφραστικότητα και τον συναισθηματισμό της από το καστ των γνωστών ηθοποιών.

    Αντα Δαλιάκα

  • Σκοτ Πίλγκριμ Εναντίον Των 7 Πρώην

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Σκοτ Πίλγκριμ Εναντίον Των 7 Πρώην

    Αφαιρέστε (χειρουργικά) τον Eντγκαρ Ράιτ από το πλευρό του Σάιμον Πεγκ και του Νικ Φροστ (το τρίο πίσω από τα απολαυστικότατα «Hot Fuzz» και «Shaun of the Dead») και τι απομένει; Ενας από τους πιο γαργαλιστικούς Βρετανούς σκηνοθέτες των τελευταίων ετών και το πιο πρόσφατο πόνημά του. Αν όλα πάνε καλά, ο Ράιτ ίσως ακολουθήσει τα βήματα του Τέρι Γκίλιαμ όταν ξέφυγε από τα δεσμά των Μόντι Πάιθονς - με ελαφρώς πιο ηλιόλουστο ρεπερτόριο βέβαια. Διότι, ο Ράιτ όχι μόνο πήγε στο Χόλιγουντ ασυνόδευτος, αλλά ζήτησε και τα ρέστα του, σκηνοθετώντας μία από τις πιο κεφάτες μεταφορές κόμικς όλων των εποχών.

    Δίνοντας κουράγιο στις ηττημένες φατριές των κομιξάδων που είχαν ορκιστεί να μην ξαναπατήσουν ποτέ το πόδι τους σε σκοτεινή αίθουσα μετά την ημι-αποτυχημένη διασκευή του «Kick-Ass», ο Ράιτ στοιχημάτισε στον εαυτό του και βγήκε κερδισμένος. Σε αντίθεση με τον Ααρον Τζόνσον («Kick-Ass»), ο Μάικλ Σέρα δεν κρύβει καλογραμμένους κοιλιακούς κάτω από τα βαρετά T-shirt του, ούτε έχει καμιά διάθεση να καθαρίσει τους δρόμους από την ανθρώπινη βρώμα. Απλά έτυχε να ερωτευτεί μια αναμαλλιασμένη άγνωστη με σκοτεινό παρελθόν και για να κερδίσει την καρδιά της πρέπει πρώτα να κατατροπώσει τους επτά πρώην της. Που είναι φυσικά πολύ πιο σατανικοί και εμφανίσιμοι από τον ίδιο.

    Παραγεμίζοντας την ταινία με pop culture αναφορές για την πιτσιρικαρία του 21ου αιώνα, ο Ράιτ κινδυνεύει να αφήσει απ’ έξω όσους δεν μεγάλωσαν με Playstation, αλλά στο τέλος τα καταφέρνει αφού ο Σκοτ Πίλγκριμ είναι ο πιο γνήσια ρομαντικός hi-tech ήρωας που ξεπήδησε ποτέ από τη μετά-«Street Fighter» εποχή. Εξοπλισμένος με πολλαπλές ζωές, μπόνους και επτά διαφορετικές πίστες (ισάριθμες με τους κακούς που πρέπει να κατατροπώσει), ο Σκοτ τις τρώει αλύπητα στο όνομα της αγάπης αλλά πάντοτε βγαίνει κερδισμένος. Αντιμέτωπος με ένα εξάτομο graphic novel, ο Ράιτ υιοθετεί παραδοσιακούς κομίστικους μηχανισμούς (βλέπε «μπαλονάκια») προκειμένου να συμπυκνώσει το ασυμμάζευτο υλικό του σε λιγότερο από δύο ώρες, αφήνοντας τους πολυάριθμους ήρωές του να αναπνεύσουν ελεύθερα.

    Οι μόνοι που ενδέχεται να λαχανιάσουν λιγάκι είναι οι θεατές, αφού ο ρυθμός είναι ανελέητος και ενδέχεται να σας βγάλει νοκ άουτ πολύ πριν από τον μικροκαμωμένο πρωταγωνιστή. Ποιος θα φανταζόταν ότι ο ασθενικός Μάικλ Σέρα θα προέκυπτε Κομανέτσι - αν και τέτοιου είδους προϊστορικές αναφορές δεν έχουν καμία θέση στο νέο κινηματογραφικό πάνθεον. Εξάλλου, όταν η Κομανέτσι έπαιρνε το χρυσό στους Ολυμπιακούς, ο Σέρα ήταν μόλις 12 ετών!

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Η Ζωή Όπως Την Ξέρουμε

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Ζωή Όπως Την Ξέρουμε

    Ναι ναι, καλά το καταλάβατε, πρόκειται για μια ακόμα ρομαντική κομεντί. Μπορεί να έχουμε δει δεκάδες τα τελευταία χρόνια αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο. Μπορεί να είναι το ίδιο προβλέψιμα και με τον ίδιο τρόπο ρομαντικά αλλά προφανώς κάποιοι τις απολαμβάνουν.

    Η συγκεκριμένη λοιπόν, πρωτότυπη σίγουρα δεν είναι, ούτε έχει κάποιο έξυπνο χιούμορ. Δύο φαινομενικά αντίθετοι χαρακτήρες ανακαλύπτουν πόσο ταιριάζουν και θα ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί. Το μόνο που ίσως θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι η συγκίνηση που μπορεί να προκαλούν κάποιες στιγμές στην ιστορία. Ωστόσο για να μην είμαστε και τόσο αρνητικοί, οι φαν του είδους θα περάσουν καλά

    Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η Κάθριν - "Grey’s Anatomy"- Χειγκλ και ο Τζος Ντιχάμελ ενώ στη σκηνοθετική καρέκλα βρίσκουμε τον Γκρεγκ Μπερλάντι. Το σενάριο είναι των Ίαν Ντάιτσμαν & Κρίστιν Ρασκ Ρόμπινσον στην πρώτη τους κινηματογραφική απόπειρα.

    Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης

  • Η Επεισοδιακή Επιστροφή Της Ταμάρα Ντρου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Επεισοδιακή Επιστροφή Της Ταμάρα Ντρου

    Μετά την εξαιρετική «Βασίλισσα» και το αρκετά καλό «Cheri» ο, μάλλον άνισος, Στήβεν Φριάρς στραβοπάτησε πάλι διασκευάζοντας να δημοφιλές κόμικ της Πόσι Σίμοντς που δημοσιευόταν επί πολλά χρόνια σε βρετανικές εφημερίδες. Πρωταγωνίστριά του μια χυμώδης πρωτευουσιάνα η οποία επιστρέφει στο χωριό που γεννήθηκε, δημιουργώντας ερωτικές αναταράξεις και φαντασιώσεις σε μικρούς και μεγάλους.

    Η αγγλική επαρχία θα μπορούσε να είναι το ιδανικό περιβάλλον για μια ταινία που δεν έχει αποφασίσει αν είναι κομεντί ή δραμεντί και η Τζέμα Αρθερτον με το δολοφονικό σορτσάκι της θα μπορούσε να είναι η ιδανική πρωταγωνίστρια. Και ίσως είναι, εδώ που τα λέμε, αφού η ταινία μάλλον δεν διεκδικεί τίποτε παραπάνω από την ελαφρότητά της: ακόμα και το απρόσμενα δραματικό φινάλε, δέχεται την πνοή του κατάμαυρου βρετανικού χιούμορ και σε κάνει να θες να την ξαναδείς ολόκληρη από την αρχή και με διαφορετικό μάτι.

    Το πρόβλημα ωστόσο εντοπίζεται στην αδυναμία της συνοχής των χαρακτήρων και της πλοκής. Εχει κάτι παράξενο αυτή η ταινία: στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι δυσλειτουργικό και τίποτε δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Καταπληκτικοί Βρετανοί ηθοποιοί που ζουν τους ρόλους τους κι όμως μοιάζουν να περνούν βαριεστημένα έξω από αυτούς. Οξυδερκή αστεία που δεν σου αφήνουν παρά ένα λειψό μειδίαμα. Δράματα που δεν σε αφορούν. Πλοκή χαλαρή, χωρίς ενδιαφέρον και χωρίς ουσιαστικές κορυφώσεις.

    Και σε μια γωνιά ο, 70χρονος πια, σκηνοθέτης των «Επικίνδυνων Σχέσεων» συνειδητοποιεί ότι ακόμη κι αν θεωρείται ένας από τους καλύτερους Βρετανούς δημιουργούς, αληθινά μεγάλο χρυσό βραβείο (Οσκαρ, Καννών, Βερολίνου, Βενετίας, BAFTA κλπ) δεν έχει πάρει ακόμη.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Πεθαίνω στα Γέλια

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πεθαίνω στα Γέλια

    Δύο ταινίες σε μία, η τρίτη προσωπική (και είναι αληθινά πολύ προσωπική) δουλειά του Τζαντ Απατοου υποφέρει από την αβέβαιή της προσέγγιση σε μεγάλες θεματικές, καθώς επιχειρεί να πει πολλά (για τη ζωή, για την τέχνη, για την κωμωδία, για τα προσωπεία, καθώς και για το κατά πόσο είμαστε ικανοί να αλλάξουμε όταν μας δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία) αλλά ο στόχος ξεπερνά τις δυνάμεις του σκηνοθέτη του «Με Την Πρώτη».


    Δύο ιστορίες αναπτύσσονται παράλληλα στο γενικά εξαιρετικό πρώτο μέρος του φιλμ. Από τη μία αναπαράγεται με ιδιαίτερα αποτελεσματικό και αυθεντικό τρόπο όλη η κουλτούρα του κυκλώματος του stand-up comedy, πλήρες με μια σειρά από καμέο γνωστών και όχι τόσο γνωστών προσώπων, και με τους δεύτερους ρόλους των Τζόνα Χιλ, Τζέισον Σουόρτσμαν και Οντρεϊ Πλάζα να συμπληρώνουν την ιστορία του νεαρού κωμικού Αϊρα, που υποδύεται ο Σεθ Ρόγκεν.


    Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Απατοου εξερευνά το πορτρέτου ενός αντιήρωα (στου οποίου το πρόσωπο μάλλον βλέπουμε το μέλλον του Αϊρα) και την αναζήτηση της προσωπικής του εξιλέωσης. Ο βετεράνος Τζορτζ Σίμονς (ο Ανταμ Σάντλερ σε έναν ρόλο θαρραλέο) έχει περάσει όλη του τη ζωή πικραμένος από την πραγματικότητα του ονείρου του, συμπεριφερόμενος άθλια στους πάντες γύρω του και στον εαυτό του. Οταν μαθαίνει πως πρόκειται να πεθάνει θα επιχειρήσει να επαναπροσδιορίσει τη ζωή και τις σχέσεις του, σε ένα πορτρέτο που όμως δεν ολοκληρώνεται ποτέ εξαιτίας σεναριακών κινήσεων απολύτως σπασμωδικών.


    Ο Απατοου, παρ’ όλη τη διάθεση και τη θέληση του να εξελιχθεί δημιουργικά, δεν έχει ιδέα πώς να τιθασεύσει τις ιδέες και το υλικό του σε μια ταινία δυόμισι ωρών, στριμώχνοντας σε μια καταστροφική τρίτη πράξη μια σειρά από εξελίξεις που θα χρειάζονταν επεισόδια μισής τηλεοπτικής σεζόν για να αναπνεύσουν. (Απολύτως συνεπές με τον Απατοου αυτό, καθώς την κορυφαία δραματική στιγμή της καριέρας του την έζησε ως σεναριογράφος και παραγωγός του «Freaks & Geeks».)


    Τα διαφορετικά νήματα ποτέ δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν μια πλήρη φιλοσοφία, αφήνοντάς μας να θαυμάζουμε μόνο επί μέρους πτυχές του φιλμ. Κατά ένα περίεργο τρόπο, τα πάντα σε αυτή την ταινία μοιάζουν σαν να είναι υπερβολικά πολλά, κι όμως όχι αρκετά.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Επικίνδυνες Μαγειρικές

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Επικίνδυνες Μαγειρικές

    Το ενδιαφέρον με αυτή την ταινία, είναι ότι είναι ταινία. Παράλογο; Καθόλου, αφού ένας μεγάλος αριθμός από τις (λεγόμενες εμπορικές) ελληνικές ταινίες των τελευταίων μηνών, δεν είναι καν ταινίες- δεν είναι καν σινεμά.

    Τα πολλά εισιτήρια και τα, ενδεχομένως αποτελεσματικά, αστεία δεν είναι αρκετά για να προβιβάσουν ένα έργο κινουμένων εικόνων από την τηλεοπτική κατηγορία στην κατηγορία του κινηματογράφου.

    Οι «Επικίνδυνες Μαγειρικές» λοιπόν ξεκινούν από αυτό το σημείο: κινηματογραφική σκηνοθεσία, κινηματογραφικός φωτισμός και μοντάζ, κινηματογραφικές ερμηνείες και σενάριο γραμμένο για το πλαίσιο και το μέγεθος της κινηματογραφικής οθόνης. Η αναζήτηση προτερημάτων ή ελαττωμάτων έπεται. Αυτό που προέχει είναι η κινηματογραφικότητα.

    Κι επειδή στην Ελλάδα το αυτονόητο δεν ήταν ποτέ «αυτομάτως νοητό», καλό είναι να υπογραμμίζουμε την κινηματογραφικότητα των κινηματογραφικών ταινιών (και να επιβραβεύουμε τους δημιουργούς και τους παραγωγούς τους) διότι σε λίγο καιρό, στη μεγάλη οθόνη, δεν θα βλέπουμε παρά τα σκουπίδια της μικρής.

    Βασισμένη στο εξαιρετικό ομότιτλο βιβλίο του Αντρέα Στάικου η ταινία του Βασίλη Τσελεμέγκου βάζει τον έρωτα δίπλα στη μαγειρική με σκοπό να επιτύχει ένα επικούρειο μπιγκ μπανγκ αισθήσεων και αισθητικής. Δεν τα καταφέρνει πάντα, οι αρετές της, ωστόσο, είναι ορατές.

    Ένας διάσημος σεφ μεγάλων εστιατορίων (Γιώργος Χωραφάς) τα φτιάχνει με μια όμορφη αινιγματική γυναίκα (Κάτια Ζυγούλη). Στη σχέση τους, η υψηλή μαγειρική και οι σπάνιες εκλεπτυσμένες γεύσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο. Εκείνη όμως τα φτιάχνει και με ένα νεότερο μάγειρα (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), ο οποίος δουλεύει σε κουζίνες καραβιών και ειδικεύεται σε γεύσεις και πράξεις πολύ πιο ωμές και γήινες από αυτές του ανταγωνιστή του. Σημαντική λεπτομέρεια: και οι δύο αντεραστές κατοικούν στον ίδιο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας. Το τρίγωνο θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα και κωμικές ανατροπές. Α, ναι η ταινία είναι κομεντί.

    Εκτός από την κινηματογραφικότητα λοιπόν, υπάρχει και εντιμότητα. Παντού στην ταινία αυτή. Και μια κάποια αισθητική ερεθιστική. Αναμενόμενο. Για ερωτικό τρίγωνο μιλάει και θα ήταν υποκρισία να την ψέξουμε επειδή είναι γεμάτη προκλητικές σκηνές ερώτων- σε όλες τις στάσεις και με πολλούς συνδυασμούς. Και πολύ καλά γυρισμένες μέσα σ΄ ένα πλαίσιο παραγωγής εξαίσιο που έχει εξ αρχής θέσει τους σωστούς όρους.

    Η Ζυγούλη είναι όμορφη, αλλά (ας το θέσω ευγενικά μιας και είναι η πρώτη της εμφάνιση) η ομιλία, η έκφραση και η άρθρωση δεν είναι τα δυνατά σημεία της. Από εικόνα βεβαίως σκίζει. Καλοί και οι δύο άνδρες και καλή η μεταξύ τους χημεία. Στο κάτω της γραφής το θέμα μας οδηγεί περισσότερο στη μεταξύ τους σχέση (ανταγωνιστική- συμπληρωματική- φιλική- επαγγελματική) και λιγότερο στη σχέση τους με την γυναίκα.

    Εν κατακλείδι: απλή ταινία, διασκεδαστική και έντιμη. Απολαύστε την και μην ζητάτε περισσότερα από αυτού του είδους το (εμπορικό) σινεμά, διότι οι Λάρισες και οι Καρδίτσες καραδοκούν.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Δε Σκέφτομαι, Άρα Υπάρχω

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Δε Σκέφτομαι, Άρα Υπάρχω

    Γνωρίσαμε τον Νόα Μπάουμπαχ με το "Kicking and Screaming". Toν αγαπήσαμε όταν έγραψε το σενάριο για τις "Υδάτινες Ιστορίες" του Γουες Αντερσον και σκηνοθέτησε τoυς "Δεσμούς Διαζυγίου" ("The Squid and the Whale"). Toν στραβοκοιτάξαμε όταν γύρισε το "Η Μαργκό πάει στο Γάμο" και τώρα, με το "Greenberg" ήρθε η ώρα να (ξανα)πάρει στην καρδιά μας τη θέση που του αξίζει: αυτή ενός αγαπημένου φίλου, που μπορεί να μην τον βρίσκουμε πάντα στις καλές του αλλά το χιούμορ και η ζεστασιά του τον κάνουν ακαταμάχητο.

    Εδώ, καταπιάνεται με έναν ακόμη προβληματικό χαρακτήρα, τον 40άρη Ρότζερ Γκρίνμπεργκ, που φτάνει στο Λος Αντζελες μετά από ένα νευρικό κλονισμό για να μείνει στο άδειο σπίτι του αδερφού του, που λείπει σε διακοπές. Ο Γκρίνμπεργκ του όσο πρέπει στεγνού και μεσήλικα Μπεν Στίλερ είναι εσωστρεφής, μονόχνωτος και ιδιαζόντως νευρωτικός. Περιτριγυρισμένος από παλιούς φίλους, νεόχτιστες πισίνες και τους λόφους του Μπέβερλι Χιλς, περνάει μια υπαρξιακή κρίση συναισθηματικής ένδειας εν μέσω απόλυτης υλικής αφθονίας.

    Αυτό που κάνει τον Γκρίνμπεργκ να διαφέρει από τους άλλους χαρακτήρες του Μπάουμπαχ ωστόσο είναι η συναναστροφή του τη νεαρή και καλωσυνάτη Φλόρενς, την οποία ενσαρκώνει η DIY ενζενί Γκρέτα Γκέρουιγκ. Η θερμότητα και η γήινη γλυκήτητα της τελευταίας διαπερνά την οθόνη και φυσικά δεν μπορεί να αφήσει ανέγγιχτο τον πρωταγωνιστή. Μέσα από τη σχέση τους, ο Γκρίνμπεργκ αρχίζει να αποδέχεται τον εαυτό του και να κατακτά ένα κομματάκι από την πολυπόθητη ωριμότητα. Τετριμένο; Μπορεί -αλλά τόσο αληθινό και ιδιόρρυθμο που ζεσταίνει την καρδιά.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Νιάτα σ΄ έξαψη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Νιάτα σ΄ έξαψη

    Όχι, δεν πρόκειται ούτε για ντοκιμαντέρ για την εξεγερμένη νεολαία του Δεκέμβρη, όπως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από τον (αγγλικό) τίτλο, ούτε πρόκειται για μια νέα εκδοχή της Λολίτας, όπως αφήνει να εννοηθεί η αφίσα. Το «Νιάτα σε Έξαψη» (Youth in Revolt) είναι μία ακόμα ταινία ενηλικίωσης, μία ακόμα εφηβική ρομαντική κωμωδία. O Μιγκέλ Αρτέτα βέβαια αλλάζει λίγο τα δεδομένα, βασιζόμενος στην πετυχημένη εφηβική σειρά μυθιστορημάτων του Σ. Ντ. Πέιν με πρωταγωνιστή τον Νικ Τουίσπ.

    Οι ήρωές του δεν είναι συνηθισμένοι Αμερικανοί έφηβοι: ακούν Σερζ Γκενσμπούρ και Σινάτρα, τους αρέσει ο Φελίνι και ο Όζου. Ο Νικ γνωρίζει την Σίνι και, για να την κατακτήσει, πρέπει να αφήσει το καλοκάγαθο και διανοουμενίστικο προφίλ του και να γίνει πραγματικά κακός. Για να το καταφέρει, υιοθετεί ένα alter ego, που τον καθοδηγεί στο παιχνίδι καταστροφής. Τελικά γίνεται τόσο κακός, που καταλήγει καταζητούμενος από την αστυνομία αλλά και από τους περισσότερους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν. Στα συν της ταινίας η ερμηνεία του Μάικλ Σέρα, γνωστού μας από το Juno, που ενσαρκώνει επιτυχημένα τον διπλό του ρόλο. Τον πλαισιώνουν επάξια στους δεύτερους ρόλους, ο Στιβ Μπουσέμι, ο Ζακ Γαλιφιανάκης και ο Ρέι Λιότα.

    Ωστόσο, αντί να εκμεταλλευτεί τα πρωτότυπα στοιχεία της πλοκής ή να αναδείξει περισσότερο τη σκοτεινή πλευρά του Νικ, στην πορεία η ταινία γοητεύεται από τα κλισέ και το εύκολο χιούμορ. Αν λοιπόν δεν είστε έφηβος και σε έξαψη ή δεν ψάχνετε μια ευχάριστη κωμωδία για Κυριακή απόγευμα, θα πρότεινα να νοικιάσετε καλύτερα το «Animal House» (το γνωστό μας Θηριοτροφείο) και να απολαύσετε για μια ακόμα φορά τα πραγματικά Νιάτα σε Έξαψη.

    Μιχάλης Μάτσας

  • Δεν Είναι Για Τα Μούτρα Σου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Δεν Είναι Για Τα Μούτρα Σου

    Ο Κερκ, ένας κοκαλιάρης, μάλλον ασχημούλης υπάλληλος ασφαλείας στο αεροδρόμιο του Πίτσμπεργκ, δεν έχει και πολλά να περιμένει από την τυπικά ρουτινιάρικη καθημερινότητά του. Περνά την ώρα του θεωρητικολογώντας για τη ζωή και τις γυναίκες μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους και φίλους του, ενώ δεν πάει πολύς καιρός που τα χάλασε με τη Μόλι, επίσης συνάδελφο, η οποία τώρα έχει παραδόξως σπιτωθεί από την ιδιόρρυθμη πολυμελή οικογένεια του Κερκ και μάλιστα μαζί με τον νέο της φίλο! Ωσπου τη ρουτίνα έρχεται να σπάσει η Μόλι, μια πανέμορφη εκρηκτική διοργανώτρια εκδηλώσεων.

    Ο Κερκ βρίσκει το ξεχασμένο της τηλέφωνο στον έλεγχο, κι εκείνη για να το ανακτήσει και να τον ευχαριστήσει του δίνει ραντεβού σ’ ένα πάρτι. Σύντομα γίνεται φανερό ότι τον γουστάρει: εκτός από συμπαθής, έξυπνος και αστείος, ο Κερκ της μοιάζει και «ασφαλής» συγκριτικά με όλους τους ψωνισμένους πρώην της. Εκείνος, όμως, είναι στ’ αλήθεια έτοιμος να χειριστεί μια σχέση με μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα; Στην πραγματική ζωή είναι μάλλον απίθανο να πετύχεις έναν ασουλούπωτο «σπασίκλα» της εργατικής τάξης να κυκλοφορεί χέρι με χέρι με μια καλλονή μοντέρνα, καριερίστα και μεγαλοαστή. Κι όμως, ο νεοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Τζιμ Φιλντ Σμιθ σε κάνει όχι απλά να δεχθείς την πιθανότητα μιας τέτοιας γνωριμίας και συνύπαρξης, αλλά και να ακολουθήσεις τη σύμβαση χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις.

    Οπλο του είναι ένα διακριτικό φλερτ με τον ρεαλισμό, που κυρίως προκύπτει από τα πειστικά διαλογικά μέρη των αταίριαστων εραστών και τη φυσικότητα στις ερμηνείες των Τζέι Μπαρούσελ και Αλις Ιβ - και τα δύο υπεραρκετά για να καλύψουν μια ευπρεπέστατη μέσα στον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα μελέτη πάνω στο πολύ σύνηθες σύνδρομο της χαμηλής αυτοεκτίμησης, που είτε εξαρχής αναχαιτίζει τον αυθορμητισμό και το πλησίασμα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους είτε βαθμιαία υψώνεται σαν τοίχος σε μια ήδη υπό εξέλιξη σχέση.

    Δεν λέμε, είναι ουκ ολίγες οι φαρσικές χοντράδες που παραπέμπουν στη σεξοκωμική λογική mainstream νεανικών επιτυχιών (από «American pie» μέχρι αδελφούς Φαρέλι), όμως ακόμα κι αυτές απαλύνονται από την ειλικρίνεια και τη συναισθηματική γενναιοδωρία του φιλμ, το οποίο ομολογούμε πως μας προέκυψε σαν μία από τις πιο ευχάριστες χολιγουντιανές εκπλήξεις της χρονιάς.

    Ρόμπυ Εκσιέλ

  • Ο Πρωτάρης

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Πρωτάρης

    Ταινία που κατάφερε να αιχμαλωτίσει για λίγο στο φακό της μια στιγμή της σύγχονρης ιστορίας, το αριστούργημα του Μάικ Νίκολς υπήρξε ταινία-σταθμός για μια ολόκληρη γενιά, και με τρόπο μαγικό καταφέρνει να διατηρεί και σήμερα τη γοητεία της. Η κάμερα του Νίκολς αφουγκράζεται το αδιέξοδο μιας αμερικάνικης κοινωνίας που αντιδρά βουβά στην πληγή του Βιετνάμ, ουσιαστικά μη αντιδρώντας καθόλου.


    Ο Μπέντζαμιν του Ντάστιν Χόφμαν (σε μια σημαδιακή ερμηνεία) μοιάζει απομονωμένος από τα πάντα γύρω του καθώς εμπλέκεται σε μια ερωτική κατάσταση από την οποία δεν ξέρει πώς να ξεφύγει. Το γενικώς θαυμάσιο καστ (η Αν Μπάνκροφτ έγραψε κινηματογραφική ιστορία με την κυρία Ρόμπινσον της) φέρνει στη ζωή ένα σπιρτόζικο σενάριο, αλλά είναι ο -απολύτως δίκαια βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθεσίας- Μάικ Νίκολς που το απογειώνει, κοιτώντας με χιούμορ και ευαισθησία την ιστορία ενός ανθρώπου που είπε πολλά σε πολλούς.


    Χωρίς εφετζίδικες στερεοτυπικές '60s-ίλες (ναρκωτικά, ροκ, παιδιά λουλουδιών, έντονες πολιτικές δηλώσεις), ο εξαιρετικός δημιουργός καταφέρνει παρ'όλ'αυτά να ζωντανέψει την αίσθηση της εποχής με ανατριχιαστική αλήθεια.


    Παραδίδοντας στην πορεία μια σειρά από κλασικές σκηνές, από την αφέλεια του "Κυρία Ρόμπινσον, προσπαθείτε να με αποπλανήσετε;" μέχρι το σιωπηλό ραντεβού, μέχρι φυσικά κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας με την άκρως συναισθηματική μουσική των Simon & Garfunkel. Here's to you, κύριε Νίκολς.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Στεγνό Καθάρισμα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Στεγνό Καθάρισμα

    Το σκηνικό και τις ατάκες τις έχετε ξαναδεί αμέτρητες φορές. Οι χαρακτήρες κατοικούν μόνο στον φανταστικό κόσμο των χιπ ανεξάρτητων ταινιών του αμερικάνικου κινηματογράφου που μοιάζουν να υπάρχουν μόνο για να γεμίζουν θέσεις στο φεστιβάλ του Σάντανς.


    Είναι δύσκολο να νιώσεις τους πόνους τους και να μοιραστείς τις χαρές τους, γιατί δε νιώθεις στιγμή την αλήθεια της κατάστασής τους. Η εκτέλεση εδώ είναι ικανή, κυρίως επειδή η ταινία διαθέτει ένα φοβερά συμπαθές καστ έστω κι αν μπορείς από την αρχή να προβλέψεις κάθε μία αντίδραση του καθενός διαμέσου της ιστορίας. Η Εϊμι Ανταμς (δις υποψήφια για Οσκαρ) θα γουρλώσει τα μάτια και θα στραβομουτσουνιάσει με γλυκό τρόπο, η Εμιλυ Μπλαντ (που σχεδόν είχε κλέψει την παράσταση στο "Ο Διάβολος Φορούσε Πράντα") θα φυσάει και θα ξεφυσάει γυρνώντας τα μάτια της με μια αμερικάνικη προφορά που σε πολλά σημεία αποσπάει το θεατή, και ο Αλαν Αρκιν (που επαναλαμβάνει... υποθέτει κανείς.... το ρόλο που του έδωσε το Οσκαρ στο "Little Miss Sunshine") απλά είναι ο Αλαν Αρκιν.


    Οι ιστορίες αυτών των χαρακτήρων δεν είναι πάντα αδιάφορες, και μάλιστα δεν είναι λίγες οι στιγμές που θα το κλέψουν το γλυκόπικρο χαμόγελο.

    Και ο Κλίφτον Κόλινς Τζούνιορ και η Μέρι Λιν Ράσκαμπ (η Κλόι του 24, επιτέλους σε έναν ρόλο που της ταιριάζει γάντι) δίνουν πόντους στην ταινία με τους πετυχημένους περιφερειακούς ρόλους τους. Αλλά όσο κι αν το ταξίδι είναι γλυκό και συναισθηματικό, το γεγονός οτι γνωρίζεις σχεδόν κάθε του στροφή, συνυπολογίζοντας και το γεγονός οτι κάποια πράγματα μένουν στον αέρα στο φινάλε, εξαφανίζει τη μαγεία και αφήνει μια αίσθηση επανάληψης.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Ο κατάσκοπος που γύρισε από το Ρίο! Μυστικός Πράκτορας Oss 117

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο κατάσκοπος που γύρισε από το Ρίο! Μυστικός Πράκτορας Oss 117

    Ταινία που στον τίτλο της εμφανίζει αποσιωποιητικά εν είδη κλεισίματος ματιού σε συνδυασμό με θαυμαστικό προς υπογράμμιση του πόσο Τρελή Κωμωδία! είναι, νομίζω πως με σχεδόν μαθηματική βεβαιότητα δε μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά προσβλητικά ανόητη. Φταίει όμως ο Γάλλος καλλιτέχνης να πληρώνει τα σπασμένα των μεταφραστών;


    Στην πραγματικότητα καθόλου δε τον νοιάζει τι πιστεύουμε, καθώς η ταινία είναι δεύτερη στην -για κάποιο λόγο- δημοφιλή σειρά κωμικών κατασκοπικών περιπετειών που αναπόφευκτα θα μας επισκεφτεί για τρίτη φορά στο εγγύς μέλλον. Εδώ ο κατάσκοπος-σούργελο επιστρέφει από το Κάιρο, βρίσκει νέα αποστολή στο Ρίο, και στη διαδρομή σχολιάζει με τρελά κλεισίματα του ματιού και παγωμένες εξυπνάδες ό,τι κατασκοπική ευκολία μπορείτε να βάλετε στο μυαλό σας (χωρίς να πολυσκεφτείτε όμως).


    Αν η κωμωδία ήταν αμερικάνικη θα λεγόταν "Spy Movie 2", θα βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο 'χιούμορ', αλλά θα αντάλλαζε τη νοσταλγία αυτού του φιλμ για άκρατο κυνισμό. Η -εξόφθαλμη έστω- απουσία του οποίου αποτελεί και το μοναδικό λόγο για τον οποίο η ταινία του Μισέλ Αζαναβίτσιους δεν είναι κατακριτέα και μόνο για την ύπαρξή της. Δεν την κάνει καλή αυτό, βέβαια, απλώς ασήμαντη.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Όχι Μόνο Φίλοι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Όχι Μόνο Φίλοι

    Μόλις έξι μήνες μετά την αποτυχημένη απόπειρα της Νάταλι Πόρτμαν να κάνει μέινστριμ κωμωδία με το ατυχέστατο "Μόνο το Σεξ Δε Φτάνει", το "Όχι πια φίλοι" καταφτάνει με πανομοιότυπο κόνσεπτ και τον άχαρο ρόλο να πείσει ότι έχει λόγο ύπαρξης, παρόλο που ελάχιστα διαφέρει από την ταινία που προηγήθηκε: δυο φίλοι επιλέγουν την χωρίς δεσμεύσεις σωματική επαφή, πιστεύοντας ότι ο έρωτας ζει μόνο στις σαχλές ρομαντικές κομεντί. Όμως, τι έκπληξη, ο έρωτας δεν ζει μόνο στις σαχλές ρομαντικές κομεντί και σύντομα βρίσκονται εν μέσω παρεξηγήσεων που συμβαίνουν μόνο στις ταινίες (η μεν ακούει τον δε να λέει για αυτήν κάτι που δεν το εννοεί αλλά την πληγώνει κτλ), μεγαλειωδών εκδηλώσεων αγάπης και ενός νερόβραστο, ηθικολογικό χάπι εντ - όσο και αν η ταινία επιχειρεί να σατιρίσει αυτά ακριβώς τα κινηματογραφικά κλισέ, πέφτει στην παγίδα τους αμέσως μετά.

    Τα καλά νέα είναι ότι οι δύο χαρισματικοί πρωταγωνιστές Κούνις-Τίμπερλεϊκ έχουν πολύ περισσότερη χημεία σε σχέση με το μάλλον αποτυχημένο ζευγάρωμα Κούτσερ-Πόρτμαν και το σενάριο αντέχει κανά μισάωρο πριν καταρρεύσει από το βάρος των κλισέ του, δίνοντας στο εν τω μεταξύ μερικές πραγματικά ειλικρινείς σκηνές για τις ενήλικες σχέσεις σήμερα (οι δύο παράλληλοι χωρισμοί στην αρχή και η πρώτη συνεύρεση του ζευγαριού με τις ειλικρινείς ερωτοαπαντήσεις για τα σώματά τους, τα καθαρά χαϊλάιτ). Μένει τώρα να δούμε αν το Χόλιγουντ θα καταφέρει να βγάλει μια πραγματικά ειλικρινή ταινία για friends with benefits, χωρίς να προδίδει την απροθυμία του να εγκαταλείψει το ζαχαρένιο ιδεώδες του έρωτα που αυτό γέννησε και συντηρεί.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Μια Ημέρα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μια Ημέρα

    Είκοσι χρόνια, δύο άνθρωποι, μία ημέρα. Η Έμα και ο Ντέξτερ γνωρίζονται το βράδυ της αποφοίτησής τους από το κολέγιο, φλερτάρουν, νιώθουν έλξη, αλλά μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι σαν φίλοι.

    Από τότε, ως πλατωνικοί εραστές, συναντώνται κάθε χρόνο στην ημερομηνία της γνωριμίας τους, ημέρα που τυχαίνει να είναι η 15η Ιουλίου, οπότε και η γιορτή ενός αγίου κατά την οποία ό,τι συμβαίνει θα επαναλαμβάνεται συνεχώς.

    Αντίθετοι άνθρωποι οι ήρωες του ομότιτλου μπεστ σέλερ του Ντέιβιντ Νίκολς, το οποίο έχει πάρει πολλά εύσημα για το χιούμορ του, μεταφέρονται στο σινεμά με τους Αν Χάθαγουεϊ και Τζιμ Στέρτζες στους πρώτους ρόλους και μια σκηνοθέτιδα με ιδιαίτερη ματιά στο είδος του ρομαντικού δράματος, τη Δανή Λόνε Σέρφινγκ.

    Κι όμως, εδώ ιδιαιτερότητα δεν υπάρχει. Το φιλμ εξελίσσεται σαν ένα τυποποιημένο ρομάντζο στην πάροδο του χρόνου, ευτυχώς με κάποιες συγκινητικές στιγμές και λίγες αστείες σκηνές σε τοπία-καρτ ποστάλ της Βρετανίας και της Γαλλίας. Τι κι αν τσαλακώνει ή ξετσαλακώνει η Χάθαγουεϊ την εμφάνισή της και ο Στέρτζες, ως νεαρός Ντέξτερ, είναι φτυστός ο Τζάρβις Κόκερ των Pulp στα νιάτα του, η χημεία και η σπίθα του βιβλίου δεν υπάρχει πουθενά κι ας έγραψε το σενάριο ο ίδιος ο Νίκολς.

    Άντα Δαλιάκα

  • Jack and Jill

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Jack and Jill

    Ο Άνταμ Σάντλερ υποδύεται δύο εξίσου εξοργιστικούς ρόλους σε μια κωμωδία-αποθέωση του κακού γούστου.

    Έχοντας ήδη εξαντλήσει όλη τη καλή πίστη που εξασφάλισε με την παρουσία του στο «Punch Drunk Love» ή την αυτογνωσία του στο «Funny People», το εργοστάσιο 'κωμωδίας' που ακούσει στο όνομα Άνταμ Σάντλερ επιστρέφει με άλλη μια ξεκαρδιστική ταινία και έχει επιτέλους την ευκαιρία να δοκιμάσει ένα φετίχ που μοιράζεται με σχεδόν όλους τους κακόγουστους κωμικούς των ΗΠΑ: την (κακή) γυναικεία μεταμφίεση. Όσοι λοιπόν θεωρούσατε ότι ένας Σάντλερ δεν είναι αρκετός σε μια ταινία (το γιατί πρέπει να το συζητήσετε με τον ψυχολόγο σας), μπορείτε εδώ να απολαύσετε διπλή δόση – ο ζάμπλουτος και πετυχημένος αδερφός και η ζουρλή, άξεστη αντρογυναίκα αδελφή του, που του φορτώνεται στην τεράστια έπαυλή του και ενοχλεί την τέλεια ζωή του.

    Φυσικά η ταινία ανήκει στον Σάντλερ και μόνο αυτόν. Όλοι ανεξαιρέτως οι δεύτεροι χαρακτήρες είναι εκεί για να αντιδρούν στην μονοδιάστατη, ανέκφραστη κωμωδία του, και στην πλειοψηφία τους το κάνουν με μια προφανή αποστασιοποίηση, που μάλλον δημιουργείται από την αίσθηση του εγκλωβισμού τους. Ο Αλ Πατσίνο καταστρέφει λίγο ακόμα από την εικόνα του για μυστηριώδεις λόγους (χρειάζεται χρήματα; Τον εκβιάζουν με κάποιο τρόπο;), ενώ ο Σάντλερ απολαμβάνει την ευκαιρία να ρίξει τα στάνταρ του καλού γούστου με ιλιγγιώδη ταχύτητα: χιούμορ της τουαλέτας, ρατσιστικά στερεότυπα και μια ανατριχιαστικά μισανθρωπική ματια, τα συνήθη συστατικά δηλαδή των ταινιών του.

    Φυσικά όλη αυτή η δυσωδία που αναδύεται από την ταινία, αναιρείται βιαστικά τα τελευταία λεπτά χάρη στο γλυκερό της φινάλε γιατί, εκτός των άλλων, ο συν-σεναριογράφος Σάντλερ δεν έχει τα κότσια να μείνει πιστός στο μισανθρωπισμό που έχει ξεράσει η ταινία του για μιάμιση ώρα και επιδιώκει ένα χάπι εντ για να μη βγει κανένας δυσαρεστημένος. Ανεκδιήγητο.

    Χριστίνα Λιάπη

  • 6+1 Απιστίες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    6+1 Απιστίες

    Χοντροκομμένη, άνιση αλλά και εύστοχη κωμωδία που βασίζεται στις χαρισματικές παρουσίες των Ντιζαρντάν και Λελούς για να αποζημιώσει για τα τηλεοπτικής λογικής σκετσάκια της, που ξεχειλώνουν γρήγορα.

    Μία από τις πιο διασκεδαστικές ενδείξεις του πόσο αναπάντεχη ήταν η επιτυχία του "Artist", που έφτασε τον πρωταγωνιστή του Ζαν Ντιζαρντάν, μέχρι τα Όσκαρ, είναι η ταινία που εκείνος επέλεξε για να την ακολουθήσει: όποια και αν είναι η 'σωστή' (έξυπνη, ευυπόλυπτη, οτιδήποτε) κίνηση για να εκμεταλλευθεί κανείς την φήμη και το κύρος που απολαμβάνουν οι οσκαρικοί νικητές, αυτή σίγουρα δεν είναι οι "6+1 Απιστίες".

    Η χοντροκομμένη, άνιση αλλά και ενίοτε εύστοχη κωμωδία, που επιστρέφει τον Ντιζαρντάν στο είδος των ρόλοων που τον έκαναν διάσημο, πρόκειται ουσιαστικά ένα κολάζ από τηλεοπτικής λογικής σκετσάκια που στην πλειοψηφία τους ξεχειλώνουν σχετικά γρήγορα, αφήνοντας μόνο τους χαρισματικούς πρωταγωνιστές τους, Ντιζαρντάν και Λελούς, να αγωνίζονται να τα σώσουν ως το τέλος. Υιοθετώντας την χαρακτηριστικά γαλλική αμοραλιστική (και ενίοτε μια ενοχλητικά σεξιστική) νοοτροπία, τα καλύτερα σκετσάκια είναι αυτά που στοχεύουν σε κάτι παραπάνω από το εφηβικά χυδαίο χιούμορ και υπαινίσσονται πιο σκοτεινές πτυχές στην κατά συρροήν μοιχεία των πρωταγωνιστών, όπως η ξεκαρδιστική συνάντηση των Ανώνυμων Άπιστων ή ο ολονύχτιος τσακωμός που φέρνει κοσμογονικές αποκαλύψεις μοιχείας εκατέρωθεν σε ένα παντρεμένο ζευγάρι.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Ο Μαύρος Γάτος Του Έρωτα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Μαύρος Γάτος Του Έρωτα

    Παρότι αποτελεσματικός ως σύμβουλος γάμων, ο Ζιλιέν είναι πραγματική καταστροφή στις προσωπικές του σχέσεις.

    Από τα παιδικά του κιόλας χρόνια, γρουσουζεύει κάθε θηλυκό που ερωτεύεται, ενώ πολλές φεύγουν από δίπλα του με σοβαρές σωματικές βλάβες.

    Κι ενώ είναι πλέον πεπεισμένος πως δεν πρόκειται ποτέ να βρει τον αληθινό έρωτα, γνωρίζει μια όμορφη καριερίστα, η οποία δεν θ' αργήσει να ανακαλύψει την ολέθρια επιρροή του...

    Η ιδέα μπορεί να μη σφύζει από πρωτοτυπία, έχει όμως τα φόντα για το στήσιμο μιας κωμωδίας με μαύρο χιούμορ και αμοραλιστική διάθεση, πόσω μάλλον όταν μιλάμε για γαλλική παραγωγή...


    Αντ' αυτού, ο σκηνοθέτης προτιμά την ασφαλή οδό τής τυπικά γλυκερής χολιγουντιανής κομεντί. Προβλέψιμα μπερδέματα, ξαναζεσταμένα γκαγκς, φλυαρία και ένα μάλλον αμήχανο πρωταγωνιστικό ζεύγος που προσπαθεί αλλά δεν πολυκαταφέρνει να δώσει φρεσκάδα στη συνταγή. Συμπέρασμα: προβλέψιμα μπερδέματα και φλυαρία.

    Ρ.Ε


  • Φιλενάδες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Φιλενάδες

    Έχοντας ήδη εξασφαλίσει τον τίτλο της πιο εμπορικής «ακατάλληλης» γυναικείας ταινίας στην ιστορία του κινηματογράφου και αφού έφαγαν λάχανο την Kάρι, την Σαμάνθα και τα άλλα κορίτσια, οι «Φιλενάδες» προσγειώνονται και σε αυτή την γωνιά της Ευρώπης, φιλοδοξώντας να μετατραπούν στο νέο «παρεόνι» μας για το καλοκαίρι - αν δεν το έχουν κάνει ήδη. Με την αδιαμφισβήτητη θεά της κωμωδίας Κρίστεν Γουίγκ στο τιμόνι, βλέπουμε τον αέρα του Saturday Night Live να τρυπώνει στο μέινστριμ, κατοχυρώνοντας στο παγκόσμιο κινηματογραφικό λεξιλόγιο ένα νέο είδος: την έξυπνη γυναικεία κωμωδία.

    Εκεί η Άνι (Κρίστεν Γουίγκ) βλέπει καθημερινά την ζωή της να καταρρέει: τα νέα τόσο από το επαγγελματικό όσο και από το συναισθηματικό μέτωπο είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά, γι' αυτό όταν η καλύτερή της φίλη, Λίλιαν (Μάγια Ρούντολφ), ανακοινώνει ότι αρραβωνιάζεται είναι δύσκολο να μοιραστεί την ευτυχία της. Κι ενώ η μελλόνυμφη επιλέγει εκείνη ως βασική της παράνυμφο, στο πάρτι των αρραβώνων εμφανίζεται μια επικίνδυνη αντίπαλος στο πρόσωπο της ατσαλάκωτης Έλεν (Ρόουζ Μπερν): είναι όμορφη, πλούσια, σικάτη και οργανωτικό ψυχάκι, απειλώντας την τιμητική θέση της Άνι - προς τέρψη ενός κοινού που μέχρι το τέλος της ταινίας είναι πιθανό να κυλιέται στο πάτωμα από τα γέλια.

    Οι άντρες, τα ρούχα και το σεξ είναι σίγουρα μερικά από τα πράγματα που απασχολούν τις γυναίκες σήμερα αλλά ευτυχώς δεν είναι μόνο αυτά. Και η Γουίγκ μαζί με την συν-σεναριογράφο της, Άνι Μούμολο, αντιλήφθηκαν με εξυπνάδα πως κανένα άλλο chick flick μέχρι σήμερα δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με όλα όσα σνόμπαρε το «Sex & the City» - κυρίως την πραγματικότητα δηλαδή. Εδώ η φιλία μεταξύ γυναικών παρουσιάζεται -για πρώτη φορά από κωμωδία - στις πραγματικές της διαστάσεις: άγρια, ανταγωνιστική, ταξική (σε μια ευχάριστα αναπάντεχη προσθήκη) και κυρίως σωτήρια - όταν είναι αληθινή.

    Γιατί οι «Φιλενάδες» μπορεί να διαθέτουν μικρά ατοπήματα ή να τραβάνε στα άκρα μερικά από τα γκαγκς για χάρη του εύκολου γέλιου - ή ίσως και του ανδρικού κοινού - αλλά στον πυρήνα τους δεν αποτελούν μια συρραφή αστείων περιστατικών, παρά αφηγούνται μια αληθινή ιστορία για τον εμφύλιο πόλεμο - και την ειρήνη - του αδύναμου φύλου. Και όπως στην καλύτερή σου φίλη μπορείς να συγχωρέσεις τα χοντροκομμένα αστεία ή τα παρορμητικά ολισθήματα, δεν μπορείς παρά να κάνεις το ίδιο και με τις «Φιλενάδες».

    Φυσικά, τα καύσιμα για την ιδέα δεν θα μπορούσε να τα έχει βάλει άλλος από τον άτυπο δημιουργό του «bromance», Τζαντ Άπατοου, ο οποίος είδε το τελευταίο του πόνημα να ξεπερνά ακόμη και το πολύ επιτυχημένο δικό του φιλμ «Με την Πρώτη», ενώ στην σκηνοθετική καρέκλα η κοσμική δικαιοσύνη κάθισε τον Πολ Φέιγκ, δημιουργό της επώδυνα αληθινής - όσο και αστείας - τηλεοπτικής σειράς «Freaks and Geeks». Η αληθινή δύναμη της ταινίας όμως δεν είναι άλλη από την δημιουργό και πρωταγωνίστριά της: η Κρίστεν Γουίγκ τα δίνει όλα στο ρόλο της λούζερ Άνι αποδεικνύοντας πως το ταλέντο της δεν αναλώνεται μόνο στις κωμικές στιγμές αφού ανταπεξέρχεται το ίδιο εξαίσια και στα δραματικά κομμάτια του φιλμ.

    Κάποτε είχαμε αναρωτηθεί ελαφρώς προβοκατόρικα στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ αν «μπορούν οι γυναίκες να κάνουν σινεμά». Δίπλα στο ερώτημα αυτό, κάποιος είχε θέσει μία άλλη - εξίσου προβοκατόρικη - απορία: «μπορούν οι γυναίκες να είναι πραγματικά αστείες;» Η Κρίστεν Γουίγκ και οι «Φιλενάδες» της καθιστούν την ερώτηση άκαιρη και περιττή.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Πες Μου Τ' Όνομά Σου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πες Μου Τ' Όνομά Σου

    Ο Μισέλ Λεκλέρκ ενορχηστρώνει την κοσμογονική συνάντηση μιας δήθεν ακροαριστερής Γαλλο-Αλγερινής με Γάλλο, κεντρώο, πολιτικώς ορθό οικολόγο και το αποτέλεσμα είναι μια ευχάριστη ρομαντικό-πολιτική κομεντί. Με ευρήματα που φέρνουν στο μυαλό «Νευρικό Εραστή», «Αμελί» και μια δόση ίντι παραξενιάς με μέινστριμ κατεύθυνση, το «Πες Μου τ' Όνομά Σου» μας υπενθυμίζει το αυτονόητο, ότι δηλαδή εκτός από την εμφάνιση, και τα ονόματα που δίνουμε στα πράγματα πολλές φορές απατούν.

    Λευκός γάμος, μετανάστευση, μπούρκα, παιδοφιλία και αρχή της προφύλαξης, όλα τα οικογενειακά και κοινωνικά ταμπού της γαλλικής κοινωνίας πέφτουν στο τραπέζι για να γίνουν αντικείμενο σάτιρας, άλλοτε εκνευρίζοντάς μας με τον διδακτισμό του τρόπου κι άλλοτε ξαφνιάζοντάς μας με απροσδόκητα χαμόγελα. Ακόμη κι αν δεν είναι τόσο ριζοσπαστική όσο θα ήθελε ή θα μπορούσε, η ιδέα του Λεκλέρκ, αντί να εγκλωβιστεί στο ιδιαζόντως γαλλικό θέμα της, λειτουργεί σε περισσότερο από ένα επίπεδα. Εξάλλου, εκτός από μία ερμηνεία-δυναμίτη από τη Σαρά Φορεστιέ μας χαρίζει και την αυτο-γελοιοποίηση του πάλαι ποτέ ισχυρού Λιονέλ Ζοσπάν. Και οι μέρες μας απαιτούν τον αυτο-σαρκασμό περισσότερο από ποτέ.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Φιλίες Και Έρωτες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Φιλίες Και Έρωτες

    Κανείς δεν περιμένει από μία χολιγουντιανή ρομαντική κομεντί σεναριακές ανατροπές, επαναστατικές τεχνικές ή βαθυστόχαστα διλήμματα που να μην εξαντλούνται στο «ή τη μία ή την άλλη». Περιμένει όμως τουλάχιστον μια διάρκεια που να μην φτάνει, αγκομαχώντας, κοντά τις δύο ώρες ενώ θα μπορούσε να διαρκεί 30 λεπτά λιγότερα. Ειδικά στην περίπτωση που, όπως στο «Φιλίες και Ερωτες», το φινάλε ουρλιάζει από νωρίς και καμία προσπάθεια δεν γίνεται για μια έστω τόση δα λοξοδρόμηση από τα κλισέ.

    Στην προκειμένη περίπτωση η λιγότερο αστραφτερή (και λιγότερο εκνευριστική) Ρέιτσελ είναι φυσικά ερωτευμένη με τον αρραβωνιαστικό της κολλητής της ήδη από το πανεπιστήμιο, η δημοφιλής ξανθιά Ντάρσι κακομαθημένη και εγωπαθής και το αρσενικό μήλον της έριδος καλογυμνασμένο αλλά ξενέρωτο. Ευτυχώς που υπάρχει και ο σαρκαστικός καλύτερος φίλος της Ρέιτσελ για να σπάει τη μονοτονία με καμιά εξυπνάδα.

    Κι ύστερα απ' όλα αυτά, ενώ θα περίμενε κανείς τουλάχιστον ένα ξεγυρισμένο ξεμάλλιασμα και μερικά γαμοσταυρίδια, το χάπι εντ μας βγάζει προκλητικά τη γλώσσα. Τουλάχιστον, η ούτως ή άλλως πάντοτε ενοχλητική Κέιτ Χάντσον αποτελεί ταιριαστά χαιρέκακη επιλογή ως απατημένη αρραβωνιάρα.

    Θανάσης Πατσαβός

  • Πρωινό Ξύπνημα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πρωινό Ξύπνημα

    Οταν βλέπεις δύο μεσήλικες σούπερ σταρ να πρωταγωνιστούν σε κομεντί, την οποία μάλιστα σκηνοθετεί ο σκηνοθέτης του Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ, δύο λέξεις σου έρχοναι στο μυαλό: Είναι Μπερδεμένο -η περσινή απόπειρα της Νόρα Έφρον να λανσάρει το είδος της γεροντο-κομεντί. Ευτυχώς, το Πρωινό Ξύπνημα δεν είναι τέτοια περίπτωση, παρότι εκμεταλλεύεται στο έπακρο την γοητεία των γκριζαρισμένων πρωταγωνιστών του για να προσελκύσει ένα κοινό πέρα από εκείνο που αγαπάνε οι διαφημιστές (18-35).

    Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για άλλη μία ρομαντική κομεντί, αλλά για εργασιακή, που φέρνει ξανά στη μεγάλη οθόνη το πολλάκις αγαπημένο τηλεοπτικό πλατό. Κάποιοι αναπόφευκτα θα το συγκρίνουν με το Κύκλωμα για να υπογραμμίσουν την ελαφρότητά του, ωστόσο το Πρωινό Ξύπνημα -παρόλο που δεν διαθέτει τη σπιρτάδα ενός σεναρίου γραμμένου από τον Γουάιλντερ ή τον Στάρτζες- έχει κάτι από το ρυθμό και τη διάθεση των κωμωδιών εκείνου του Χόλιγουντ. Ο Χάρισον Φορντ δίνει την καλύτερη ερμηνεία του εδώ και χρόνια, θυμίζοντάς μας τους λόγους που έγινε τόσο μεγάλος σταρ. Δεν φοβάται να ξεδιπλώσει την κωμική του φλέβα, φέρνοντας συχνά στο μυαλό τον Γουόλτερ Ματάου -στο πολύ πιο όμορφο βέβαια.

    Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας ωστόσο είναι η Ρέιτσελ ΜακΆνταμς. Στο ρόλο της χαωμένης Μπέκι φέρνει τη σπίντα που λείπει από το υπόλοιπο φιλμ, δένοντας άψογα με τον Χάρισον Φορντ. Χωρίς να διεκδικεί τη στάμπα του αριστουργήματος, το Πρωινό Ξύπνημα θυμίζει πιο πολύ κάτι στο οποίο θα μπορούσε να παίζει η Κάθριν Χέμπορν και όχι η Κάθριν Χέιγκλ - κι αυτό είναι πάντα καλό.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Αγάπησα Ένα Ζόμπι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αγάπησα Ένα Ζόμπι

  • Οδηγός Αισιοδοξίας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οδηγός Αισιοδοξίας

    Όλα ξεκίνησαν από το αναπάντεχο ντεμπούτο του: Με το σεξουαλικά φορτισμένο οικογενειακό δράμα του «Spanking the Monkey», ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ συστήθηκε το 1994 ως μια ασυνήθιστη περίπτωση δημιουργού. Δουλεύοντας μέσα σε σαφή χολιγουντιανά πλαίσια και γνώριμα κινηματογραφικά είδη, ο σκηνοθέτης υπηρέτησε για τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της καριέρας του ένα ριψοκίνδυνο θεματικά σινεμά της μοντέρνας ανθρώπινης νεύρωσης, των δυσλειτουργικών σχέσεων, των ηρώων που αποδεικνύεται ότι έχουν άφθονους εσωτερικούς δαίμονες να παλέψουν και του χιούμορ που μπορούσε να πηγάζει από τις πιο αναπάντεχες περιοχές.

    Όλα αυτά άγγιξαν το αποκορύφωμα και πιθανόν τα όριά τους με το «I ♥ Huckabees» (2004), ένα παράτολμο προσωπικό σχέδιο που ο Ράσελ αποκλείεται να είχε υλοποιήσει αν δεν είχε προηγηθεί η μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία που συνάντησαν πέντε χρόνια πριν οι «Τρεις Ηρωες». Μόνο που η ντελιριακή και εντελώς καμικάζι υπαρξιακή φάρσα του δεν φρόντισε μόνο να μοιράσει τους κριτικούς αγρίως σε δυο στρατόπεδα (εκείνους που το υποστήριξαν και εκείνους που το μίσησαν) αλλά κυρίως συνετρίβη στα ταμεία, βάζοντας απότομο φρένο στην ξέφρενη δημιουργική πορεία του σκηνοθέτη.

    Μετά την αποδοκιμασία που συνάντησαν οι «Huckabees» και μια ατυχέστατη προσπάθειά του να ολοκληρώσει μια σάτιρα με τίτλο «Nailed», ο Ντείβιντ Ο. Ράσελ συνειδητοποίησε προφανώς ότι το να τολμάς να είσαι διαφορετικός δεν χαίρει πάντα εκτίμησης στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο, γι' αυτό και έκρινε σωστότερο το να προσαρμοστεί σε φιλικότερες στον χρήστη συνταγές.

    Κάπως έτσι ανέλαβε να γυρίσει κατόπιν παραγγελίας του πρωταγωνιστή και παραγωγού Μαρκ Γουόλμπεργκ την ταινία «The Fighter», παραδίδοντας ένα αξιοπρεπές δράμα και κερδίζοντας έτσι την αυτόματη εύνοια των οσκαρικών ψηφοφόρων, οι οποίοι χάρισαν στην ταινία εφτά υποψηφιότητες.

    Κάτι παρόμοιο συμβαίνει τώρα και με τον «Οδηγό Αισιοδοξίας», μια σχετικά παράδοξη περίπτωση σκρούμπολ κομεντί στην οποία ένα τυπικό boy meets girl ειδύλλιο υπονομεύεται εξαρχής από το γεγονός ότι χτίζεται ανάμεσα σε δυο λίαν απροσδόκητους εμπλεκόμενους: Ενα μανιοκαταθλιπτικό άντρα ο οποίος μετά το εξιτήριό του από το ψυχιατρείο προσπαθεί να πάρει την κατεστραμμένη του ζωή και πάλι στα χέρια του και μια νευρωτική νεαρή χήρα η οποία τον πείθει να συμμετάσχουν σε ένα διαγωνισμό χορού, προσφέροντάς του ως αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να προσεγγίσει την πρώην σύζυγό του.

    Σεναριογράφος και σκηνοθέτης αυτού του ιδιόρρυθμου προξενιού ανάμεσα σε δυο εκρηκτικές ιδιοσυγκρασίες, ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ πλαισιώνει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι του με μια εξίσου εξεζητημένη πινακοθήκη δευτερευόντων χαρακτήρων και τοποθετεί την δράση στο περιβάλλον ενός μονότονου προαστείου της Φιλαδέλφεια το οποίο λειτουργεί ως ιδανική αντίστιξη στις απανωτές εκκεντρικότητες που διαδραματίζονται στην οθόνη.

    Οι μυστηριώδεις μέθοδοί του με τους ηθοποιούς αποδίδουν στο μεταξύ και πάλι καρπούς, σπρώχνοντας τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο να παραδώσει την καλύτερη ερμηνεία του από την εποχή του «Ο Πρόεδρος, Ένα Ροζ Σκάνδαλο και Ενας Πόλεμος» (δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δηλαδή), χρωματίζοντας με ποικίλλες αποχρώσεις την Τζένιφερ Λόρενς και μεταμορφώνοντας τον μέχρι πρότινος άχαρο Μπράντλεϊ Κούπερ σε έναν εκφραστικό και εναλλακτικό ζεν πρεμιέ.

    Παρά τις επιμέρους αρετές του, ωστόσο, ο «Οδηγός Αισιοδοξίας» φαίνεται να παίρνει την αλλοτινή τρέλα που περιείχε το σινεμά του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ και να τη μετατρέπει σε προσφιλή φόρμουλα, κατάλληλη για όλους τους θεατές. Ο άνθρωπος που ξεκίνησε την καριέρα του με ένα χιουμοριστικό αιμομεικτικό δράμα («Spanking the Monkey»), παρήγαγε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες κωμωδίες καταστάσεων μέσα από την ελεγχόμενη υστερία του «Φλερτάροντας τις Συμφορές» (1996) και τόλμησε να αστειευτεί με ένα ολότελα σοβαρό θέμα όπως είναι ο πόλεμος και οι ασυδοσίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στους «Τρεις Ηρωες» (1999), εδώ ακολουθεί τον δρόμο του ασφαλούς.

    Οτιδήποτε παράξενο και άβολο υπάρχει στο φιλμ μεταφράζεται σταδιακά σε ανώδυνο και χαριτωμένο, το χάπι εντ γίνεται αυτοσκοπός και τηλεγραφείται από πολύ νωρίς, τα ψυχικά νοσήματα των δυο ηρώων αποδεικνύονται ένα απλό αφηγηματικό όχημα που υπάρχει μόνο και μόνο για να κατορθώσει να τους φέρει πιο κοντά και τα πάντα δείχνουν να υπηρετούν μια απλή επίκληση στις θεραπευτικές αλχημείες της αγάπης.

    Όσο για την ραδιούργα ανατρεπτική διάθεση που κάποτε χαρακτήριζε και δονούσε την φιλμογραφία του σκηνοθέτη, εδώ πλέον εξημερώνεται. Ετσι ώστε να είναι πανέτοιμη για την βραδιά των Οσκαρ και σίγουρη ότι δεν θα εγκαταλείψει την τελετή απονομής με άδεια χέρια...

  • Εντιμότατοι Απατεώνες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εντιμότατοι Απατεώνες

    Οι αδελφοί Κοέν διασκευάζουν ελεύθερα την "Κλέφτρα" (1967) του Ρόναλντ Νιμ και ο Μάικλ Χόφμαν σκηνοθετεί την ιστορία ενός Αγγλου εκτιμητή έργων τέχνης, που θέλει να εκδικηθεί το άξεστο και προσβλητικό αφεντικό του, πάμπλουτο μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης, οργανώνοντας μια εις βάρος του απάτη με την αγοραπωλησία ενός ψεύτικου πίνακα του Μονέ.

    Αμερικανική παραγωγή, γυρισμένη στο Λονδίνο, η επιστροφή των Κοέν στο μέινστριμ σινεμά είναι μια φαρσοκωμωδία, που φέρει κάποια στοιχεία από την κατά κανόνα επικεντρωμένη στην ανθρώπινη ματαιοδοξία και βλακεία θεματική τους, αλλά με ελάχιστη πρωτοτυπία και μετρημένες αστείες στιγμές.

    Η ανύπαρκτη χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και η αμηχανία πρυτανεύουν εδώ, το ίδιο και τα στερεότυπα, είτε αυτά σχετίζονται με τους κανόνες τους σλάπστικ, είτε με ρατσιστικά αστεία από το χρονοντούλαπο των χολιγουντιανών κωμωδιών.

  • Νομοταγείς Τύποι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Νομοταγείς Τύποι

    Αν στο άκουσμα του πρωταγωνιστικού τρίο των «Νομοταγών Τύπων» ενθουσιαστήκατε με τον συνδυασμό μερικών από τους σημαντικότερους ηθοποιούς που κόσμησαν ποτέ το σινεμά, τα νέα είναι άσχημα. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση ο Αλ Πατσίνο, ο Κρίστοφερ Γουόκεν και ο Άλαν Άρκιν να μην έχουν κάτι να δώσουν ακόμη και στους πιο αδύναμους ρόλους,οι ταινίες, όμως, που επιλέγουν δεν είναι αντίστοιχα του ταλέντου τους και των δικών μας προσδοκιών - οι «Νομοταγείς Τύποι» δυστυχώς πέφτουν σε αυτήν την κατηγορία.

    Όχι όσο προσβλητική όσο αποβράσματα όπως το «Jack and Jill» ούτε καταστροφή όπως το «Righteous Kill», η άχρωμη και άοσμη ταινία απλώς αδυνατεί να σταθεί επάξια δίπλα στα ονόματα των πρωταγωνιστών της, μεταπηδώντας βίαια από είδος σε είδος - απο τη μια, η γηριατρική σεξο-κωμωδία και από την άλλη, το μελαγχολικό μαφιόζικο δράμα - και αποτυγχάνοντας τελικά και στα δύο.

    Όλη η ιστορία χωρά σε ένα μόνο βράδυ και συγκεκριμένα το πρώτο βράδυ μετά την αποφυλάκιση του Βαλ (Πατσίνο), ο οποίος εξέτισε πολυετή ποινή χωρίς να καρφώσει κανέναν από τους συνεργάτες του ή τους εχθρούς του. Έτοιμος να συνεχίσει την έντονη ζωή του ο Βαλ πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό, τις γυναίκες, τη νυχτερινή ζωή και την παρανομία, όμως ο καλύτερος του φίλος (Γουόκεν) έχει ένα δυσάρεστο καθήκον με προθεσμία το επόμενο πρωί...

    Ο πρωτάρης σκηνοθέτης (και αναγνωρίσιμος ηθοποιός) Φίσερ Στίβενς κινηματογραφεί το δίχως στόχο ή ιδιαίτερη πρωτοτυπία σενάριο του επίσης πρωτάρη Νόα Χάιντλ, που μοιάζει να φτάνει σε στιγμές ουσίας σχεδόν τυχαία, χωρίς να το έχει κερδίσει με δική του προσπάθεια και κόπο.

    Αντίθετα όλα αυτά που αξίζουν στους «Νομοταγείς Τύπους» προέρχονται (αναμενόμενα ίσως) από τους ηθοποιούς του ή, μάλλον, όλων αυτών που είναι οι ηθοποιοί του και ο τρόπος που αλληλοσυμπληρώνονται - ακόμα και όταν ο Αλ Πατσίνο υπερβάλλει, όπως συχνά κάνει, όταν ο Γουόκεν επιμένει χαμηλότονα, ή ο Άρκιν θυμίζει και παλιότερες κωμικές του στιγμές. Μαζί, βρίσκουν στιγμές αλήθειας και αυθεντικής συγκίνησης (στις σοβαρές στιγμές - οι πιο ανάλαφρες στιγμές δεν σώζονται με τίποτα) και πείθουν ως παλιοσειρές με αληθινή νοσταλγία για τις παλιές καλές μέρες. Μήπως ένιωσαν και οι ίδιοι μια ανάλογη νοσταλγία, για τις δικές τους κινηματογραφικές καλές στιγμές; Γιατί οι «Νομοταγείς Τύποι», και όλες οι αντίστοιχες νερόβραστες ξεπέτες των πρόσφατων χρόνων από τέτοιους θρυλικούς ηθοποιούς, σε κάνουν να την νιώθεις.

  • The Hangover 3

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    The Hangover 3

    Αν μοιράζεστε το μεγαλύτερο παράπονο από το «The Hangover Part II» με την πλειοψηφία των θεατών και βρήκατε εξοργιστικά τεμπέλικο το αναμάσημα της πλοκής και σχεδόν κάθε μίας σκηνής, τα νέα για τον επίλογο της τριλογίας είναι καλά. Αν πάλι η όρεξή σας για να του δώσετε μια ευκαιρία προκύπτει από τις ευχάριστες αναμνήσεις που σας άφησε η πρώτη, αναπάντεχα αποτελεσματική ταινία, τότε τα νέα είναι, για άλλη μια φορά, δυσάρεστα.

    Παρόλο που ο σκηνοθέτης Τοντ Φίλιπς ισχυρίζεται ότι οι παράλληλες πλοκές και τα σχεδόν ίδια αστεία των δύο πρώτων ταινιών θα αναγνωριστούν ως ιδιοφυείς κωμικές αποφάσεις στο μέλλον, η πορεία της τρίτης ταινίας δείχνει ότι μάλλον δείλιασε να επιχειρήσει το ίδιο ξανά. Έτσι, το τρίτο «Hangover», πέρα από το κεντρικό πρωταγωνιστικό τρίο και το μονίμως απηχθέντα φίλο τους, απομακρύνεται από τη συνήθη φόρμουλα (δεν υπάρχει καν τον hangover του τίτλου) και δοκιμάζει κάτι το ριζικά διαφορετικό - σε τέτοιο βαθμό που με το ζόρι το αποκαλείς πια κωμωδία.

    Η σφιχτή, αστυνομικής ταινίας πλοκή του πρώτου κεφαλαίου (και της απομίμησής της από το δεύτερο) εγκαταλείπεται για μια πολύ πιο απλή ιστορία, αν και στον ολοένα και πιο εξωφρενικό κόσμο της σειράς, όπου μια παρέα φίλων συνεχίζει να μπλέκει με τον υπόκοσμο, διάφορα ζώα συναντούν τον Δημιουργό τους υπό τις πιο απίθανες συνθήκες (τι εμμονή κι αυτή), και οι διάλογοι παίζουν μονίμως, άλλοτε πετυχημένα, άλλοτε όχι, σκοινάκι με τα όρια της πολιτικά ορθής αξιοπρέπειας, το «απλός» είναι σχετικό.

    Ο Άλαν (Ζακ Γκαλιφιανάκης), πιο ανισόρροπος από ποτέ αφού αρνείται να πάρει τα φάρμακά του εδώ και έξι μήνες, προκαλεί ένα μεγάλο ατύχημα σε αυτοκινητόδρομο και οι φίλοι του αποφασίζουν να τον βάλουν σε μια ειδική κλινική, όπου θα αντιμετωπίσει τα προβλήματά του - αν και, με την κακεντρέχεια που διέπει τις ταινίες αυτές, μπορείς και να πιστέψεις ότι θα τον ξεφορτωθούν εκεί για πάντα. Φυσικά, αυτό δεν είναι παρά η αφορμή για ένα ακόμη ταξίδι των τεσσάρων, το οποίο διακόπτεται απότομα από τον μαφιόζο Τζον Γκούντμαν, ο οποίος σε αντάλλαγμα για τη ζωή του Νταγκ (Τζάστιν Μπάρθα) ζητά από τους τρεις εναπομείναντες να εντοπίσουν τον κύριο Τσάου, που έχει αποδράσει από τη φυλακή στη Μπανγκόκ.

    Αυτό που ακολουθεί είναι περισσότερο μια περιπέτεια με γκαγκ που έχουμε ακούσει και δει δεκάδες φορές (κυρίως με το πόσο ξεκαρδιστικά 'αλλούτερος' είναι ο Άλαν - και έχουν πια τελειώσει όλες οι φρέσκιες ιδέες του Γαλιφιανάκη σε αυτόν τον τομέα), χαρακτήρες που έχουν κουράσει (ο κύριος Τσάου δεν αντέχεται σε μεγάλες δόσεις) και άφθονο χονδροειδές χιούμορ, παρά μια ατόφια κωμωδία με νέες ιδέες και λόγο ύπαρξης.

    Η χημεία των τριών πρωταγωνιστών είναι αβίαστη και ενίοτε διασκεδαστική - ταυτόχρονα, όμως, είναι το μόνο σωτήριο στοιχείο μιας ταινίας τόσο βαριεστημένης και κουρασμένης που αναρωτιέσαι κι αν οι ίδιοι οι συντελεστές της ήθελαν να την κάνουν.

  • Δεν Κρατιέμαι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Δεν Κρατιέμαι

    Ένα τεχνικό πρόβλημα θα κάνει άνω κάτω μια υπερατλαντική πτήση. Οι χειριστές αναγκάζονται να κάνουν κύκλους πάνω από το ισπανικό έδαφος, έχοντας προηγούμενα φροντίσει να... ναρκώσουν τους επιβάτες της οικονομικής θέσης για να μη δημιουργηθεί πανικός, ενώ οι τρεις άρρενες αεροσυνοδοί, όλοι τους γκέι, ο ένας μάλιστα εραστής του μπαϊσέξουαλ πιλότου, σκαρφίζονται διάφορους τρόπους για να καθησυχάσουν τους λιγοστούς επιβάτες της μπίζνες - ανάμεσά τους μια παρθένα μέντιουμ, έναν απατεώνα τραπεζίτη, μια επαγγελματία ντομινατρίξ, έναν σταρ σαπουνόπερας κι έναν μπράβο της μεξικανικής μαφίας!

    Για τη νέα του δουλειά, την εμπρόθετα κιτσάτη κωμωδία «Δεν κρατιέμαι!», ο Ισπανός σκηνοθέτης είπε να θυμηθεί τον... παλιό χαβαλεδιάρη εαυτό του, της εποχής του «Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια» ή του «Λαβύρινθου του πάθους».

    Με μια πολυπρόσωπη ιλαροτραγωδία λιγότερο χοντροκομμένη μεν στιλιστικά από εκείνα τα πρωτόλεια (αυτό θα έλειπε, ύστερα από 35 χρόνια φιλμογραφίας) και σαφώς πιο σύνθετη σε σύλληψη (το αεροσκάφος ως μικρογραφία της σημερινής Ισπανίας της κρίσης, με τους εκπρόσωπους της εξουσίας, της υποκρισίας και της διαφθοράς να αλωνίζουν, ενώ ο λαός κείτεται ναρκωμένος), πάντως ανάλογης περιφρονητικής διάθεσης απέναντι σε καθετί πολιτικά ορθό.

    Κρίμα, ωστόσο, που τούτη η αυθάδεια εκφράζεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από άχαρα επαναλαμβανόμενα σεξουαλικά ανέκδοτα και μια υστερία απόλυτα ευθυγραμμισμένη με εκείνη των χαρακτήρων - και κυρίως των μελών του πληρώματος. Μια υστερία, δηλαδή, που μοιάζει να λειτουργεί σαν αυτοσκοπός, υπονομεύοντας τα όποια νόστιμα ευρήματα στις υπό διαπλοκή ιστορίες και εξαντλώντας την υπομονή μας.

  • Οι Εργένισσες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Εργένισσες

    Το θηλυκό αντίστοιχο του «Hangover» ή μήπως άλλη μια κωμωδία στα πρότυπα των «Φιλενάδων»; Οχι, ακριβώς. Η υπόθεση θέλει τρεις φίλες, πρώην συμμαθήτριες, να ξαναβρίσκονται ως παράνυφες στον γάμο της Μπέκι, του αουτσάιντερ της παρέας, που εξαιτίας της εμφάνισης και της συμπεριφοράς της, θεωρούσαν ανέκαθεν ότι ο γάμος της ήταν εκτός... κάδρου.

    Δίνοντάς τα όλα στο ιδιωτικό τους πάρτι, τη νύχτα πριν από τον γάμο, οι παράνυφες από... την κόλαση σκίζουν μέχρι και το νυφικό της νύφης και τρέχουν και δεν φτάνουν. Μια τεράστια απόσταση χωρίζει τούτη τη φαρσοκωμωδία από την πρωτοτυπία του «Hangover», αλλά και από την καυστική και ταυτόχρονα ρεαλιστική εξαλλοσύνη των οσκαρικών «Φιλενάδων». Οι «Εργένισσες», με το τρίο των αναίτια μονοδιάστατων και αντιπαθητικών γυναικείων χαρακτήρων -στα όρια της μισανθρωπίας- είναι απλώς άλλη μια απόδειξη πως η αμερικανική κινηματογραφία εύκολα αφήνει χώρο για φτηνές απομιμήσεις.

  • Ξέχασέ Το

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ξέχασέ Το

    Η Πόρσια Νέιθαν, μια μάλλον συντηρητική και άκρως συγκεντρωτική στη δουλειά της υπάλληλος αξιολόγησης αιτήσεων εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, εν όψει μιας πιθανής προαγωγής στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, παθιάζεται με την περίπτωση ενός αυτοδίδακτου αγοριού, μαθητή ενός παλιού της συμφοιτητή στο εναλλακτικό, αγροτικού τύπου σχολείο που διευθύνει ο τελευταίος...

    Οσο αδιάφορα ηχούν εξαρχής τα παραπάνω, άλλο τόσο αδιάφορα παραμένουν στη νέα κομεντί του Πολ Βάιτζ («Για ένα αγόρι») με τίτλο «Ξέχασέ το!» ελέω ενός παραφορτωμένου, ανισοβαρούς δραματικά σεναρίου και μιας σκηνοθεσίας που δεν επιτρέπει στον θεατή τη στοιχειωδέστερη έστω ταύτιση με χαρακτήρες ή καταστάσεις. Στον νου μένουν μονάχα κάποια καλογραμμένα διαλογικά μέρη, ένα ή δύο αποτελεσματικά στιλιστικά ευρήματα και η παρουσία της πάντα εκφραστικής Τίνα Φέι.

  • Τα Παλιόπαιδα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Παλιόπαιδα

    Το αγαπημένο και χιλιοχρησιμοποιημένο γόνιμο έδαφος για την εμπορική κωμωδία παγκοσμίως, η ανδρική ανωριμότητα και ανευθυνότητα ανεβαίνουν (ή κατεβαίνουν, όπως το πάρει κανείς) αρκετά επίπεδα στα «Παλιόπαιδα», που αποθεώνουν την απόλυτη φαντασίωση για τον καλώς εννοούμενο παλιμπαιδισμό και προσπαθούν να μιλήσουν για τα όρια ανάμεσα στο να μεγαλώνεις απλώς και στο να ωριμάζεις.

    Μετά τον αρραβώνα τους, ο Τομά και η κοπέλα του επισκέπτονται τους γονείς της για να γνωριστούν. Ο πατέρας της, όμως, έχει βουλιάξει στην κατάθλιψη μέσης ηλικίας, πιστεύοντας ότι η ζωή του έχει τελειώσει πριν καν την ευχαριστηθεί. Όταν λοιπόν αποφασίσει να κάνει όλα όσα λαχταρά ακόμη, σέρνει μαζί του και τον - διστακτικό, αλλά μόνο στην αρχή - Τομά στις διάφορες κραιπάλες και περιπέτειες. Προφανώς αυτό δεν συμβαδίζει με τη νέα ζωή του Τομά και τα προβλήματα και οι παρεξηγήσεις ξεκινούν...

    Το αρχικό και κεντρικό της εύρημα είναι μάλλον μπανάλ, αλλά τα αστεία και τρυφερά «Παλιόπαιδα» ευτύχησαν όσον αφορά την επιλογή των δύο πρωταγωνιστών τους, Αλέν Σαμπά και Μαξ Μπουμπλίλ, που πετυχαίνουν στην εντέλεια το προφίλ του αξιαγάπητου ζαβολιάρη και σώζουν τους χαρακτήρες του από τον αναμενόμενο κίνδυνο - είναι σχεδόν πάντα εγωκεντρικοί, πολλές φορές ανόητοι, αλλά ποτέ πραγματικά αντιπαθείς.

    Η δική τους παιχνιδιάρικη χημεία είναι αρκετά δυνατή ώστε να σώσει την ταινία από τα αναμενόμενα αφηγηματικά ατοπήματα και την απογοητευτική αμέλεια που δείχνει το σενάριο σε όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες: οι γυναίκες είναι εκείνες που πρέπει να βάλουν σε τάξη τους «άτακτους» και στέκονται πιο πέρα, με επικριτικό βλέμμα, όσο εκείνοι ξεδίνουν.

    Ακόμη και με αυτές τις ευκολίες, όμως, τα «Παλιόπαιδα» παραμένουν εύστοχα και διασκεδαστικά - και αρκετά ρεαλιστικά, παρά τις φαντασιώσεις που αποθεώνουν.

  • Frances Ha

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Frances Ha

    Ξαναβρίσκοντας ένα δημιουργικό μονοπάτι από το οποίο φαίνεται να είχε ξεστρατίσει εδώ και μερικές ταινίες, ο δημιουργός του «The Squid and the Whale» (ή «Δεσμοί Διαζυγίου», όπως ήταν ο ελληνικός τίτλος) συνεργάστηκε στο σενάριο με την πρωταγωνίστριά του, την αλλοτινή indie βασίλισσα των mumblecore ταινιών η οποία εδώ εμφανίζεται ως μια πλήρως σχηματισμένη και μαγνητική ηθοποιός.

    Μαζί έφτιαξαν σχεδόν από το τίποτα ένα γλυκύτατο και ακαταμάχητο μικρό φιλμ πάνω στις ελπίδες και τις διαψεύσεις μιας ονειροπαρμένης 27χρονης που προσπαθεί να βρει νόημα στην ενήλικη ζωή της και παράλληλα να επιβιώσει σε μια σημερινή, ασπρόμαυρη Νέα Υόρκη όταν απομένει χωρίς δουλειά, χωρίς σχέση και χωρίς την αγαπημένη της φιλενάδα.

    Πάμφθηνο και σχεδόν χειροποίητο ως παραγωγή, γεμάτο αυτοβιογραφικά στοιχεία, το φιλμ, που άνοιξε το 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, διατηρεί μια ευπρόσδεκτη ανάλαφρη διάθεση ακόμη και στις πιο μελαγχολικές του στιγμές, είναι σκηνοθετημένο και ερμηνευμένο με έναν αφοπλιστικό παιχνιδιάρικο τρόπο και περιέχει μερικά από τα πιο ρεαλιστικά και ζωντανά κομμάτια διαλόγου που έχουν ακουστεί τελευταία στο σινεμά.

    Οι περισσότεροι θεατές είναι αναπόφευκτο να συγκρίνουν το φιλμ με τις Νεοϋορκέζικες κομεντί του Γούντι Αλεν, η αλήθεια όμως είναι ότι το κεφάτο «Frances Ha» αποτελεί στην ουσία ένα φόρο τιμής στο γαλλικό σινεμά του '60, στη φρεσκάδα που είχαν οι ταινίες του Φρανσουά Τριφό με τον Ζαν Πιέρ Λεό, στη νεανική ορμή που δονούσε το «Bande a Part» του Γκοντάρ και στις υπέροχες μουσικές του Ζορζ Ντελρί από εκείνη την εποχή.

    Κυρίως, όμως, το αξιαγάπητο φιλμ απευθύνει ένα ερωτικό γράμμα στην πρωταγωνίστριά του. Φανερώνοντας ένα φυσικό ταλέντο στην κωμωδία και έναν αυθορμητισμό που είναι βέβαιο ότι δεν βασίζεται σε κάποιο σεναριακό σκάρφισμα αλλά πηγάζει από μέσα της, η Γκρέτα Γκέργουιγκ είναι μια ηθοποιός που χαίρεσαι να βλέπεις.

    Στο «Frances Ha», μέσα από την γοητευτική ατσαλιά της, την απρόβλεπτη κινησιολογία της, την άγαρμπη σεξουαλικότητα, τις άφθονες στιγμές αμηχανίας και το διαρκώς καλοπροαίρετο βλέμμα της πλάθει μια ηρωίδα που απολαμβάνεις να παρακολουθείς. Και που εύχεσαι να μπορούσες να συναντούσες και στην κανονική σου ζωή.

  • Ανοιχτοί Λογαριασμοί

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ανοιχτοί Λογαριασμοί

    Ο Τσάρλι Μπρόνσον είναι ένας αξιοπρεπής πολίτης μιας νυσταλέας μικρής πόλης της Καλιφόρνια, αρραβωνιασμένος με την κοπέλα των ονείρων του. Ή μήπως όχι; Το πραγματικό και εγκληματικό παρελθόν του θα επανέλθει στο προσκήνιο όταν ο Τσάρλι αναγκαστεί να αφήσει πίσω το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων για να συνοδέψει την κοπέλα του στο Λος Άντζελες. Η συμμορία ενάντια στην οποία κατέθεσε (η πρώην συμμορία του δηλαδή) βρίσκεται στα ίχνη του, όπως και ο υπεύθυνος για αυτόν αστυνομικός μαζί με τον πρώην της κοπέλας του - όλοι τους με άγριες διαθέσεις.

    Ο ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα κωμικός ηθοποιός Νταξ Σέπαρντ αρπάζει την ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του ως πρωταγωνιστής και μάλιστα κωμικής ταινίας δράσης, συνυπογράφοντας σκηνοθεσία και σενάριο στην ιστορία αυτή που αδέξια προσπαθεί να ισορροπήσει μερικούς ακραίους κωμικούς χαρακτήρες και καταστάσεις με σκηνές δράσης και καταδίωξης.

    Για εκείνον το πείραμα είναι πετυχημένο (προσαρμόζεται εύκολα στις απαιτήσεις του πρωταγωνιστικού ρόλου και κάνει ένα συμπαθέστατο ζευγάρι με την, σύντροφό του και στην πραγματικότητα, Κρίστεν Μπελ) αλλά η ταινία αδυνατεί να ξεχωρίσει με όποιο τρόπο και παραμένει μια επίπεδη περιπέτεια της σειράς, χωρίς έναν αναπάντεχο παράγοντα - ακόμη και η υποτίθεται τολμηρή εμφάνιση του Μπράντλεϊ Κούπερ στον θεωρητικά αβανταδόρικο ρόλο του τζιβά σαδιστή κακού στερείται τελικά φαντασίας και ιδεών για να μείνει στη μνήμη, όπως δηλαδή και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.

  • Όταν Θέλουν οι Γυναίκες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Όταν Θέλουν οι Γυναίκες

  • Ακάλυπτος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ακάλυπτος

    Παμπόνηρος μεγαλομεσίτης ο «Ακάλυπτος» (Πέτρος Φιλιππίδης), τον οποίο πρωτογνωρίσαμε στην τηλεοπτική σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» (τον ρόλο είχε ο Αντώνης Καφετζόπουλος), μεταπηδά στον κινηματογράφο όπου το στόρι τον θέλει να κάνει μπίζνες με ισχυρή υπουργό της κυβέρνησης καθώς και με ηγούμενο μεγάλης μονής για μίζες από «φιλέτα» που πασάρει σε Λίβυους αγοραστές.

    Μέχρι και την Ακρόπολη αποπειράται να πουλήσει ο Νεοέλληνας απατεώνας και μπλέκει τον παλιόφιλό του «Τίγρη» (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης) σ' αυτό, όμως το χιούμορ, τα γκανγκ και η όλη σκηνοθεσία είναι τόσο άγουστα και «μπαγιάτικα» που αναρωτιέσαι γιατί να γίνονται ακόμη τέτοιες κωμωδίες.

    Καρικατούρες αντί για χαρακτήρες, υποτυπώδεις οι ερμηνείες, το ελληνικό σινεμά, δηλαδή, στα χειρότερά του κι ας προσδίδει λίγο ενδιαφέρον στη θέαση η ίντριγκα στη μέση του φιλμ που παραπέμπει στην επικαιρότητα.

  • Μικρές Εξεγέρσεις

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μικρές Εξεγέρσεις

  • Almanya - Καλωσήρθατε Στην Γερμανία

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Almanya - Καλωσήρθατε Στην Γερμανία

    Η Γερμανία, ως η μεγάλη ηττημένη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε ο πληγωμένος γίγαντας που για να σταθεί ξανά στα πόδια του άνοιξε τα σύνορα σε ξένους εργάτες που με τα φθηνά εργατικά τους χέρια κατάφεραν να την αναστηλώσουν σε χρόνο ρεκόρ. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Τούρκοι, οι οποίοι μέχρι και σήμερα διατηρούν πολυπληθείς κοινότητες σχεδόν σε όλες τις πόλεις της χώρας.

    Το «Almanya - Καλώς Ηρθατε στη Γερμανία» μας γυρίζει πίσω στη δεκαετία του '60, όταν ο Χουσεΐν αποφασίζει να μεταναστεύσει από τα βάθη της Ανατολίας στην Γερμανία της ραγδαίας ανάπτυξης, με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του.

    Γυρίζοντας στην σημερινή εποχή, ο συμπαθής Τούρκος βλέπει τα εγγόνια του που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία να γνωρίζουν ελάχιστα πράγματα για την πατρίδα του παππού τους. Οταν ο 6χρονος εγγονός του μπλέκει σε έναν καβγά στο σχολείο όπου αμφισβητείται η εθνική του ταυτότητα, τότε ο Χουσεΐν αποφασίζει πως έχει έρθει η ώρα να διηγηθεί σε όλους την ιστορία της οικογένειας και της μακρινής πατρίδας τους.

    Η Γιασεμίν Σαμντερελί δεν θέλει να χαλάσει τις καρδιές κανενός. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνει κανείς από μια ταινία που εγκλωβίζεται στα feelgood στεγανά της, αποφεύγοντας να κάνει το οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο για το μεταναστευτικό ζήτημα και επιλέγοντας να μην θίξει έστω και μέσα από ένα κωμικό πρίσμα, προβλήματα που ταλανίζουν μέχρι και σήμερα τη Γερμανία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη.

    Αντιθέτως, η σκηνοθέτης περιορίζεται σε μια συμβατική κινηματογράφηση της ιστορίας της και βασίζεται, απ' τη μία σε μια υποτιθέμενη ρετρό σκηνογραφική προσέγγιση που ακουμπά τα όρια του λαογραφικού κλισέ και απ' την άλλη σε γραφικούς χαρακτήρες που ενώ στοχεύουν στην διακωμώδηση των στερεοτύπων της κουλτούρας δύο λαών, φλερτάρουν τελικά περισσότερο με την καρικατούρα. Το «Almanya - Καλώς Ηρθατε στη Γερμανία» είναι ένα φιλμ ευχάριστο, με ανάλαφρες χιουμοριστικές πινελιές το οποίο όμως αδικεί τον εαυτό του και δεν βρίσκει ποτέ το θάρρος να γίνει καυστικό αξιοποιώντας τις δυνατότητες του θέματος που προσεγγίζει.

  • Υψηλή Μαγειρική

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Υψηλή Μαγειρική

    Μπορεί μια ταινία, μια κατά τα άλλα συμπαθητικά φτιαγμένη, αξιοπρεπής, καθ'όλα μη προσβλητική ταινία, να καταδικαστεί από την ίδια της της ασημαντότητα; Γιατί, αν κάτι ξεχωρίζει στην ιστορία της προσωπικής σεφ του Φρανουσά Μιτεράν, είναι ακριβώς η απουσία οποιασδήποτε ενδιαφέρουσας και εξωτικής γεύσης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την μεταφορά της στην μεγάλη οθόνη και να την κάνει να ξεχωρίσει από τις τόσες και τόσες εμπορικές ταινίες του γαλλικού σινεμά.

    Η εξαιρετική ερμηνεία, βέβαια, της υποψήφιας για Σεζάρ Κατρίν Φρο, μετρημένη αλλά και συγκινητική όπου χρειάζεται, σημαίνει ότι τουλάχιστον ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι μια άκρως ελκυστική δημιουργία, παθιασμένη με τη δουλειά της, αφοσιωμένη στο καθήκον της να προσφέρει ό,τι καλύτερο και αποφασισμένη να αντιμετωπίσει την εχθρική συμπεριφορά ενός αποκλειστικά ανδροκρατούμενου κόσμου στις κουζίνες των Ηλυσίων Πεδίων.

    Ακόμη χειρότερο, κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία είναι εκεί και απλώς σπαταλούνται: η παρουσία μιας γυναίκας σε μια τόσο υψηλή θέση και οι ειρωνείες που αντιμετωπίζει και λόγω του φύλου της, οι προσπάθειές της να αναδείξει τη απλή σπιτική κουζίνα σε πείσμα των τάσεων που θέλουν μόνο την 'υψηλή' μαγειρική να έχει θέση στα επίσημα γεύματα και η αγάπη της για οργανικά, φρέσκα προϊόντα, σε συνδυασμό με το πηγαίο μεράκι της σε ό,τι έχει να κάνει με το (τόσο όμορφα κινηματογραφημένο, τόσο φοβερά γαλλικό) φαγητό.

    Καμία από αυτές τις πλευρές της ιστορίας, όμως, δεν χρησιμοποιείται αρκετά δυναμικά ώστε να προσδώσει στην ιστορία της Ορτάνς το βάθος που της λείπει ή κάτι το πραγματικά αξιομνημόνευτο, ενώ οι σκηνές που διαδραματίζονται στην Ανταρκτική λίγα χρόνια αργότερα, όπου η Ορτάνς δούλεψε για ένα διάστημα, αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την ταινία, μην έχοντας καμία θέση παρά μόνο ως μια - φοβερά μπανάλ - μέθοδο εισαγωγής του θεατή στην ιστορία.

    Η ταινία, πάντως, δεν ενδίδει στον πειρασμό να παραφουσκώσει τα γεγονότα με υπερβολή ή προφανείς συμβολισμούς: το φαγητό εδώ, και ευτυχώς, δεν είναι μια αλληγορία για την χαρά που φέρνει η Ορτάνς στο προεδρικό μέγαρο, την απόλαυση ή κάτι αντιστοιχα κλισέ όπως συνηθίζει το σινεμά.

    Αυτό που μένει δεν είναι και πολύ. Προδίδεται από μια έλλειψη ουσίας, από μια ενοχλητική αίσθηση καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας ότι αυτή η ιστορία είναι πολύ λίγη και περιορισμένης οπτικής, ότι δεν ανοίγεται ποτέ σε κάτι παραπάνω από την περιγραφή της ως «η ταινία για την προσωπική σεφ του Μιτεράν» - τόσο απλά, τόσο πεζά.

  • Κι Αν Ζούσαμε Όλοι Μαζί;

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Κι Αν Ζούσαμε Όλοι Μαζί;

    Μπορεί η Άνι, ο Ζαν, ο Κλοντ, ο Άλμπερτ και η Τζιν να πλησιάζουν στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους, αλλά παραμένουν αδερφικοί φίλοι για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Όταν λοιπόν η προοπτική της μετακόμισης σε οίκο ευγηρίας αρχίζει να φαντάζει ως πιθανότητα για τους περισσότερους από αυτούς, επαναστατούν και αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Τους ακολουθεί ένας φοιτητής εθνολογίας, που εξετάζει στο διδακτορικό του τη ζωή των υπερήλικων.

    Η ιδέα ενός κοινόβιου 75άρηδων προσφέρει άφθονο υλικό για χιούμορ, πρωτότυπα γκαγκς, αλλά και αναμενόμενα λυπηρές διαπιστώσεις για τη φθορά του χρόνου και τη ματαιότητα της ύπαρξης, που όμως η ταινία φροντίζει να εκμεταλλευτεί μονάχα σε σημεία. Καταφεύγοντας σε κλισέ μονοπάτια, το «Κι Αν Ζούσαμε Όλοι Μαζί» προσπαθεί εμφανώς να αποφύγει την αληθινή διάσταση των γηρατειών, χρυσώνοντας το χάπι σε νέους και μεγαλύτερους θεατές, που πολύ θα ήθελαν να γεράσουν σαν την αγέρωχη Τζέιν Φόντα. Η τελευταία, με άπταιστη γαλλική προφορά και αγέραστη φινέτσα δίνει στην ταινία τις πιο απολαυστικές νότες, παρέα με το υπόλοιπο ηλικιωμένο καστ.

    Εάν πάντως θέλετε να δείτε μία ταινία για το τι σημαίνει πραγματικά να γερνάς, προτιμήστε την σπαραχτικά αληθινή «Αγάπη» του Μίκαελ Χάνεκε. Αν πάλι δεν είστε προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, το «Κι Αν Ζούσαμε Όλοι Μαζί», ίσως είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεστε.

  • Buenos Aires Σ' Aγαπώ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Buenos Aires Σ' Aγαπώ

    Ανάμεσα στα βαριά δράματα, τα σοβαρά (ή και σοβαροφανή) φιλμ «με μηνύματα» και τις σινεφίλ δημιουργίες που συνήθως επικρατούν στις υποψηφιότητες των Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας (και δεν είναι και η μόνη κατηγορία στην οποία συμβαίνει αυτό), στην περσινή τελική εννιάδα βρέθηκε και μια αναπάντεχη πρόταση από τη Δανία - μια κωμωδία για κρίση μέσης ηλικίας, γαμήλια προβλήματα και ποδόσφαιρο!

    Είναι δείγμα της καλής διάθεσης που δημιουργεί αβίαστα το «Buenos Aires, Σ' Αγαπώ» το γεγονός ότι μπόρεσε να σπάσει την παράδοση αυτή και να ξεχωρίσει πέρα από τη γενέτειρά του, παρά τα προφανή ψεγάδια του και τους περιορισμούς που ξεκινούν ήδη από το θέμα του. Εξάλλου, η ιστορία του μάλλον αποτυχημένου αν και αφοσιωμένου στη δουλειά του Δανού επιχειρηματία, που φτάνει στην Αργεντινή για να διεκδικήσει πίσω την σύζυγό του πριν την τελική υπογραφή του διαζυγίου τους, μοιάζει σχεδόν επίτηδες φορτωμένη με κλισέ από το πρώτο κιόλας λεπτό: ο μπερδεμένος μεσήλικας σε κατάθλιψη, ο κυκλοθυμικός έφηβος, ο εραστής-εφιάλτης για τον σύζυγο, η ζέστη της Αργεντινής, οι φωνακλάδες ντόπιοι που χορεύουν παθιασμένο τανγκό, και όποιο άλλο στερεότυπο μπορεί να φανταστεί κάποιος για μια ξένη χώρα.

    Μετά όμως η ταινία βρίσκει έναν λιγότερο βεβιασμένο ρυθμό και ευτυχώς αναθέτει στην ερμηνεία του συμπαθέστατου πρωταγωνιστή της το μεγαλύτερο κομμάτι της κωμωδίας, ενώ στην πορεία τα καρτποσταλικά κλισέ ατονούν κάπως για να δώσουν την θέση τους σε μερικές πραγματικά διασκεδαστικές αλλά και γλυκόπικρες στιγμές. Η ταινία δεν γίνεται ποτέ απαραίτητα αξέχαστη αλλά στην πορεία διαπιστώνεις ότι περιέργως κατέληξες να συμπαθείς τον καθένα από αυτούς (ναι, ακόμη και τον ακατοίκητο σωματαρά ποδοσφαιριστή) παρά τα κάποια κλοουνίστικα μειονεκτήματά τους, τα οποία και εκμεταλλεύεται η ταινία για κωμικούς σκοπούς.

    Στα ατού της ταινίας, ο χειρισμός της γλυκύτατης σχέσης του γιου με μια ντόπια κοπέλα: καθόλου συγκαταβατικός, πέρα για πέρα αληθινός και η τέλεια αντίθεση με το έτερο κεντρικό ζευγάρι της πλοκής που βρίσκεται στην άλλη άκρη του φάσματος των ερωτικών σχέσεων.

  • Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα

    Δύο γλυκύτατες γηραιές κυρίες προσκαλούν μοναχικούς ηλικιωμένους στο σπίτι τους, τους σκοτώνουν με δηλητηριασμένο κρασί και ο παρανοϊκός αδελφός τους θάβει τα πτώματα στο κελάρι, πιστεύοντας ότι είναι θύματα κίτρινου πυρετού! Οι νεκροί πληθαίνουν και όταν ένας εξίσου παρανοημένος ανιψιός φτάνει στο σπίτι, η κατάσταση ξεπερνά τον έλεγχο.

    Δηλητηριώδες και κατάμαυρο, αναπολογητικό απέναντι στον θάνατο και χαριτωμένα παράξενο, η ταινία, που μοιάζει κάπως παράταιρη στην γενικότερη φιλμογραφία του Φρανκ Κάπρα, αποτελεί μια θαυμάσια κακόβουλη φάρσα γεμάτη καταιγιστική κωμική δράση και σουρεαλιστικά παράδοξα. Η θεατρική δομή και η ελαφρά υπερβολική ερμηνεία του Κάρι Γκραντ ελάχιστα μειώνουν την ακατάπαυστη φρενίτιδα του αποτελέσματος, που αποτελεί εξαίρετο παράδειγμα κωμικού τάιμινγκ και ηθελημένου κουρδίσματος των ηθοποιών εκ μέρους του Κάπρα προς την κωμική υπερβολή.

  • Potiche

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Potiche

    Η γαλλική λέξη του τίτλου αυτής της κωμωδίας, κυριολεκτικά, σημαίνει «βάζο» και κατ' επέκταση δηλώνει κάποιον που είναι διακοσμητικός, που δεν εκφέρει γνώμη, που δεν μιλάει. Μια «γλάστρα» δηλαδή.

    Αυτόν ακριβώς το ρόλο παίζει στη ζωή της η Σουζάν Πουζόλ (Κατρίν Ντενέβ) καθώς ο αυταρχικός εργοστασιάρχης σύζυγός της (Φαμπρίς Λουκινί) της στερεί τον λόγο επί τριάντα ολόκληρα χρόνια. Μέχρι την στιγμή που η κατάσταση θα ανατραπεί στην οικογένεια και θα μεταμορφωθεί αυτός σε «γλάστρα».

    Κινούμενος μέσα στην πολύχρωμη κιτς πλαστικότητα της δεκαετίας του 70 ο σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν διασκευάζει το ομώνυμο θεατρικό του Πιέρ Μπαριγέ με την φιλοδοξία να επαναλάβει την επιτυχία των «Οκτώ Γυναικών» - διάσημου επίσης θεατρικού.

    Ο συγγραφέας του όμως, ο Ρομπέρ Τομά, σαφώς έγραφε καλύτερα έργα από τα ιδιαιτέρως εμπορικά, αλλά πάντως μπουλβάρ, έργα του Μπαριγέ, ενώ το υπόλοιπο καστ (Ζεραρ Ντεπαρντιέ, Καρίν Βιάρ, Τζουντίθ Γκοντρές) σε καμία περίπτωση δεν πετυχαίνει την ιδανική χημεία των «Οκτώ Γυναικών».

    Γυρισμένο εξ ολοκλήρου στο Βέλγιο το «Potiche» διατηρεί ωστόσο την κωμική ελαφράδα του απλού λαϊκού θεάματος και προσφέρει μια ανώδυνη διασκέδαση που σε γεμίζει και σε αδειάζει με την ίδια ακριβώς ευκολία.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Μεσάνυχτα στο Παρίσι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μεσάνυχτα στο Παρίσι

    Η νέα ταινία του αγαπημένου μας νευρωτικού Νεοϋορκέζου σκηνοθέτη αφηγείται της περιπέτειες ενός νεαρού wannabe συγγραφέα (Όουεν Γουίλσον), καθώς διακοπεύει στο Παρίσι, μαζί με την μνηστή του (Ρέιτσελ ΜακΆνταμς). Εκείνος είναι ρομαντικός, ονειροπόλος και θα ήθελε να έχει γεννηθεί σε μια άλλη εποχή. Εκείνη είναι ρεαλίστρια, με τετράγωνη λογική και της αρέσει να προσγειώνει τον αρραβωνιαστικό της στην πραγματικότητα.

    Όταν όμως αυτός ένα βράδυ χάνει το δρόμο του για το ξενοδοχείο τριγυρνώντας στο Παρίσι, βρίσκει τον τρόπο να μεταφέρεται στη δεκαετία του '20 και κάνει το όνειρό του για μια άλλη ζωή πραγματικότητα- μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Πόσο πραγματική είναι όμως μια φαντασίωση όταν τη ζούμε; Και μπορούμε να ζήσουμε στ' αλήθεια στο παρελθόν;

    Αυτά και άλλα πολλά αναρωτιέται ο αειθαλής Γούντι σε ένα ονειρεμένα κινηματογραφημένο στουντιακό Παρίσι με το γνωστό του σαρκαστικό χιούμορ, που εδώ είναι στα καλύτερά του. Ο επίδοξος συγγραφέας μας γίνεται ξαφνικά κολλητός με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, γνωρίζει τον Σκοτ Φιτζέραλντ, μπεκροπίνει με τον Νταλί και δίνει στην Γερτρούδη Στάιν να διαβάσει το μυθιστόρημά του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, γνωρίζει την υπέροχη Αντριάν της Μαριόν Κοτιγιάρ και νιώθει για πρώτη φορά τι σημαίνει να σε κάνει αθάνατο ο έρωτας.

    Φέρνοντας στο νου το «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου», ο Γούντι Άλεν χρησιμοποιεί εδώ ένα ακόμη πιο πετυχημένο mise-en-abyme, βάζοντας την αγγελική Αντριάν να πλήττει στην εποχή της και να νοσταλγεί την Μπελ Επόκ. Τόσο απλά, ο Γούντι σηκώνει την κουρτίνα και φανερώνει πως το παρελθόν φαίνεται πάντα πιο όμορφο - επειδή δεν είναι παρόν.

    Κι αν η ζωή φαίνεται παράταιρη ή λίγη, είναι μάλλον «επειδή δεν έχουμε αγαπήσει ποτέ. Ή αγαπάμε λίγο. Το ίδιο είναι», όπως δηλώνει ο «Χέμινγουεϊ» της ταινίας. Για να απαντήσει αργότερα η «Γερτρούδη»: «Δουλειά του καλλιτέχνη είναι να βρει το αντίδοτο σε όλη αυτή την κενότητα και τη ματαιότητα». Και ο Γούντι Άλεν ευτυχώς -ακόμη κι αν επαναλαμβάνεται ή αρθρώνει το προφανές- ξέρει ακριβώς πώς να το κάνει.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • From Prada To Nada

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    From Prada To Nada

    Όταν η Έιμι Χέκερλινγκ το 1995 διασκεύαζε ελευθέρως το «Έμμα» της Τζέιν Όστιν, μετατρέποντάς το στην ταινία-ωδή για τα 90s «Clueless: Το Κορίτσι του Μπέβερλι Χιλς», δεν φανταζόταν ποτέ ότι άνοιγε την πόρτα σε απομιμήσεις-εξαμβλώματα, προορισμένα μάλιστα για συγκεκριμένο φυλετικά ακροατήριο. Γιατί το «From Prada To Nada» δεν είναι παρά μια τηλεοπτικής μενταλιτέ μεταφορά του μυθιστορήματος «Περηφάνια και Προκατάληψη», που ξεδιάντροπα στοχεύει στην εντός ΗΠΑ μειονότητα από την οποία προέρχεται και o σκηνοθέτης του φιλμ, Έιντζελ Γκαρσία.

    Η Καμίλα Μπελ και η Αλέξα Βέγκα ενσαρκώνουν τις χαροκαμένες αδερφές που αναγκάζονται να συμβιβαστούν με την πατρική απώλεια και χρεοκοπία, μετακομίζοντας σε πασέ μεξικανικό προάστιο. Χρησιμοποιώντας το αγαπημένο χολιγουντιανό όχημα γέλιου «πρώην αριστοκράτης-νυν μπατίρης», το «Prada» εκμεταλλεύεται τις εννοιολογικές παραπομπές του τίτλου προς μία καταναλωτική σάτιρα αλλά τελικά καταλήγει με μία νερόβραστη και generic σαπουνόπερα, προφανής όσο και διδακτική.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ένας Μικρός Παράδεισος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ένας Μικρός Παράδεισος

    Η χειραφετημένη και ανεξάρτητη καριερίστα Κέιτ Χάντσον μαθαίνει ότι έχει καρκίνο, ερωτεύεται τον ογκολόγο της Γκαέλ Γκαρσία Μερνάλ και παίρνει μαθήματα ζωής από τον... Θεό-Γούπι Γκόλντμπεργκ; Από την αρχή το νέο πρότζεκτ της Νικόλ Κασέλ, που πριν από μερικά χρόνια μας είχε δώσει το ανέλπιστα συγκρατημένο και υπόκωφο «The Woodsman», με τον Κέβιν Μπέικον-παιδεραστή, έμοιαζε με κακόγουστο αστείο.

    Τα καλά νέα είναι ότι το «Ένας Μικρός Παράδεισος» δεν είναι η φρικαλέα ταινία που φανταζόμασταν. Το σενάριο ακολουθεί την πεπατημένη της παραδοσιακής χολιγουντιανής ντραμεντί: λίγο χαμόγελο, λίγο φλερτ και ακόμα περισσότερα χαρτομάντηλα. Η ιδέα της Γούπι Γκόλντμπεργκ ως έγχρωμος θηλυκός Θεός είναι χαριτωμένη ακόμα κι όταν σε παραδεισένιο ψηφιακό φόντο αραδιάζει τσιτάτα που μοιάζουν βγαλμένα από εκλαϊκευμένα βιβλία αυτοβοήθειας. Και στους δεύτερους ρόλους, παρά το ελάχιστο περιθώριο που διαθέτουν, ηθοποιοί όπως η Κάθι Μπέιτς και η Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ κάνουν τη μικρή διαφορά.

    Τα κακά νέα είναι ότι το σενάριο δεν κάνει καμία προσπάθεια να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη πορεία του· ούτε καν η εκνευριστικά στωική στάση της ηρωίδας που, λίγο πριν τινάξει τα πέταλα, αποφασίζει να δοκιμάσει για πρώτη φορά να αφεθεί στα δίχτυα του έρωτα. Πόσο μάλλον όταν αυτός έρχεται στο πρόσωπο του Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, ο οποίος μοιάζει σαν ψάρι έξω από το νερό και φαντάζει σχεδόν ατροφικός δίπλα στην Κέιτ Χάντσον – σωματικά κι όχι ερμηνευτικά!

    Οι ισορροπίες αποδεικνύονται τελικά εκμηδενιστικές, μετατρέποντας την ταινία σε ένα χαριτωμένο τίποτα και αφήνοντάς μας να περιμένουμε εις μάτην ένα φιλμ που θα αντιμετωπίσει το ριψοκίνδυνο αυτό θέμα, με τα απαραίτητα κότσια: δίχως την κουραστική μελούρα αλλά και με λιγότερο ανώδυνο χιουμοράκι.

    Θανάσης Πατσαβός

  • Ο Δικτάτορας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Δικτάτορας

    Είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι, ο Σάσα Μπάρον Κόεν είναι αυτή την στιγμή ο πιο περιπετειώδης και αντισυμβατικός κωμικός που υπάρχει στο σινεμά. Ο θρασύτατος τρόπος με τον οποίο κατόρθωσε να θολώσει τα νερά μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας στις ταινίες «Bruno» και «Borat», ή να παραβιάσει με τα ίδια φιλμ καλά συντηρημένα ταμπού και πολιτικά ορθές αντιλήψεις που εξακολουθούν να καταδυναστεύουν την τέχνη και τη μοντέρνα ζωή μπορεί να μην ανταποκρίνεται στο καλό γούστο και στο χιούμορ όλων, στην ουσία όμως αποτελεί ένα θαρραλέο και άκρως πολιτικοποιημένο είδος κωμωδίας.

    Τρία χρόνια αφότου αλώνισε μερικές από τις πιο απροσδόκητες τοποθεσίες του πλανήτη ως Αυστριακής καταγωγής γκέι τηλεοπτικός παρουσιαστής στο σποραδικά διασκεδαστικό «Bruno», ο 40χρονος Βρετανός ηθοποιός αφήνει την γενειάδα του να μακρύνει, φορά τα βαριά παρασημοφορεμένα ρούχα ενός μονάρχη και προσπαθεί να κάνει οτιδήποτε περνά από το χέρι του προκειμένου η δημοκρατία να μην φτάσει ποτέ στο νοτιο-αφρικανικό κρατίδιο το οποίο με κόπο έχει καταφέρει να κυβερνά τυραννικά τόσα χρόνια! Αυτή την ανατρεπτική κωμική ιδέα, που φέρνει αμυδρά στο μυαλό τα σουρεαλιστικά ευρήματα τα οποία συναντούσαμε στις κλασικές δημιουργίες των αδελφών Μαρξ, ο Σάσα Μπάρον Κόεν προσπαθεί να την επεξεργαστει με βάση του ένα σενάριο που μοιάζει περισσότερο με συρραφή αστείων επεισοδίων, παρά με μια συμπαγή δουλειά. Αφοσιωμένος στο να εκτοξεύει αυθάδικες σατιρικές βολές σε πολυάριθμες κατευθύνσεις, ασχέτως του πόσες από αυτές θα πετύχουν πραγματικά τους στόχους τους, ο Κόεν επιδεικνύει κι εδώ την οικεία προσβλητική κωμική ρουτίνα του, αυτή την φορά, ωστόσο, την περιφέρει ανεβασμένος επάνω σε ένα εξαιρετικά αδύναμο σεναριακό όχημα.

    Πρώτη συνεργασία του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη Λάρι Τσαρλς στην οποία δεν υιοθετείται το ύφος και η λογική ενός ψευδοντοκιμαντέρ, ο «Δικτάτορας» δεν πάσχει μόνο από συγγραφική ανεπάρκεια αλλά προδίδεται και από μια εντελώς συμβατική αφήγηση. Υποτυπώδες σκηνοθετικά, χωρίς τις τακτικές σοκ των πολύ πιο αποτελεσματικών κωμικά προκατόχων του και με ελάχιστες ξεκαρδιστικές (πόσω μάλλον εμπνευσμένες) στιγμές, το φιλμ εξαντλεί πολύ γρήγορα το άλλοθι της αντιδραστικής σάτιρας. Κι αυτό που μένει πίσω είναι μια παρέλαση από σεξίστικα, σκατολογικά και παιδαριώδη ως επί το πλείστον αστεία, τα οποία κατορθώνουν να προσβάλλουν ελάχιστους και να διασκεδάσουν ακόμη λιγότερους.

  • Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στη Στεριά

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στη Στεριά

    Σε πλήρη απαρτία οι κεντρικοί ήρωες και το πρωτότυπο καστ της υπερ-επιτυχίας του 2005 "Σειρήνες στο Αιγαίο", μεταφέρονται από τις βραχονησίδες των θαλάσσιων ελληνοτουρκικών συνόρων στη σημερινή Αθήνα των μεταναστών, των διαδηλώσεων, του καλπάζοντος εγκλήματος, της πολιτικο-οικονομικής παραλυσίας.

    Επίκεντρο της πολυπρόσωπης πλοκής είναι η αναζήτηση της μικρής Πακιστανής Νουρί από τον Κρητικό Σταυρακομαθιακάκη, "αποστολή" στην οποία θα συνδράμουν όλοι οι παλιοί σύντροφοι με τις ικανότητες και τις γνωριμίες τους.

    Ο επεισοδιακός εντοπισμός της μικρής τραβάει σε μάκρος και τα... φινάλε είναι πολλά, πάντως οι ερμηνείες, με πρώτο τον Ορφέα Αυγουστίδη, είναι απολαυστικές, το σύνολο πιο συγκροτημένο από την προηγούμενη ταινία μυθοπλασίας του Νίκου Περάκη "Ψυχραιμία" και οι σατιρικές του βολές, εύστοχες και επίκαιρες, δείχνουν για μία ακόμη φορά πόσο καλά ξέρει να αφουγκράζεται (σε συνεργασία με τη μόνιμη συν-σεναριογράφο του, Κατερίνα Μπέη) την τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα.

    Ρόμπυ Εκσιέλ

  • Πώς να Κλέψετε Έναν Ουρανοξύστη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πώς να Κλέψετε Έναν Ουρανοξύστη

    Ο κόσμος θα ήταν ένα καλύτερο μέρος αν ο Έντι Μέρφι δεν είχε δουλέψει την τελευταία δεκαετία. Δεν θα είχε υλοποιήσει τα σχέδιά του για αναβίωση του «Καθηγητή για κλάματα», δεν θα είχε μιλήσει σε ζώα ως «Dr Doolittle», δεν θα είχε στείλει το «Πλούτο Νας» στο διάστημα, δεν θα μας είχε γονατίσει με τα φρικτά «Μπαμπάδες νταντάδες", «Norbit» και τόσα άλλα. Τα τραύματα που προκάλεσαν αυτά και τόσα άλλα πρότζεκτ (εξαιρείται φυσικά ο Γάιδαρος στις ταινίες Σρεκ) έχουν κάνει το θέαμα του Έντι Μέρφι μπροστά από την κάμερα να φαντάζει άκρως ανησυχητικό. Περιέργως στο «Πώς να κλέψετε έναν ουρανοξύστη» ο Μέρφι επιστρέφει στην ίδια μανιέρα, θυμίζοντας ταυτόχρονα όμως γιατί αυτή η μανιέρα τον έκανε σταρ. Παίζοντας απέναντι στον Μπεν Στίλερ, που παίζει ιδανικά το σοβαρό αντίβαρο στην φωνακλάδικη, φλύαρη κωμωδία του, ο Μέρφι καταλήγει να είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια της κωμωδίας δράσης - σχεδόν εύχεσαι, όσο δύσκολο κι αν ακούγεται αυτό, ο ρόλος του να ήταν μεγαλύτερος.

    Κατά τα άλλα, η ταινία είναι μια συμπαθέστατη, εντελώς ανώδυνη αλλά ανάλαφρη και ενίοτε ξεκαρδιστική κωμωδία που κάνει το λάθος να θέλει να γίνει κωμωδία δράσης στο δεύτερο μισό της, σπαταλώντας το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του καστ της, που αποτελείται μάλιστα κι από ηθοποιούς που σπάνια έχουν την ευκαιρία να κάνουν κωμωδία. Αυτό το μούλτι κούλτι σύνολο, που είναι κάτι σαν την άχρηστη εκδοχή της «Συμμορίας των 11» (ο Κέισι Άφλεκ συμμετέχει και στις δύο, μπέρδεμα αυτό), με την αβίαστη χημεία που μοιράζεται και την γνήσια συμπάθεια που προκαλεί, είναι τελικά και το μεγαλύτερο προσόν της, και αυτό που ίσα ίσα σώζει την ταινία από τις (ισοπεδωτικές, όπως συνήθως) ευαισθησίες του Μπρετ Ράτνερ (τριλογία «Αλεξίσφαιροι Ντετέκτιβ»), που προσπαθεί από ένα σημείο και πέρα να πουλήσει το όχι και τόσο περίτεχνο σχέδιο σαν το απόλυτο γρίφο, και τους ανίδεους συνωμότες ως ακροβάτες και ζογκλέρ ανάλογα με την περίσταση.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Ο Θεός της Σφαγής

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Θεός της Σφαγής

    Δύο ζευγάρια καθισμένα γύρω από μια πρόφαση σπαράζονται εξωθώντας την κωμωδία και δοκιμάζοντας το δράμα. Ο αστικός καθωσπρεπισμός βγαίνει από το προστατευτικό του κέλυφος και μολύνει τα πάντα κι η θεατρική δομή αναζητά μια άλλου είδους κινηματογραφικότητα.
    Ο Πολάνσκι παίζει και πάλι με τους κλειστούς χώρους και τα πρόσωπα των εξαιρετικών ηθοποιών του, διασκευάζοντας το ομότιτλο θεατρικό της Γασμίνα Ρεζά (στην Ελλάδα το είδαμε πέρσι σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή με τους Γιάννη Βούρο, Κάτια Δανδουλάκη, Γιάννη Φέρτη και Κατιάνα Μπαλανίκα.)

    Δυο, άγνωστα μεταξύ τους, ζευγάρια βρίσκονται στο ίδιο σπίτι. Η Κέιτ Γουίνσλετ και ο Κρίστοφ Βαλτς είναι γονείς ενός παιδιού που χτύπησε άγρια και έσπασε το δόντι του παιδιού της Τζόντι Φόστερ και του Τζον Σ. Ράιλι. Τώρα οι τέσσερίς τους θα πρέπει να τα βρουν, να αντιμετωπίσουν την κατάσταση πολιτισμένα και να δώσουν τέλος στο παιδικό αυτό ατύχημα.

    Η Ρεζά όμως δεν έχει σκοπό να μείνει στην επιφάνεια, ούτε να αναζητήσει τις αιτίες του παιδικού καυγά. Έτσι η αρχική περιγραφή και οι λεπτομέρειες των μικρών παιδικών τραυμάτων δίνουν την θέση τους σε ένα καινούργιο καυγά, πιο άγριο, πιο αδίστακτο και- στην ουσία- πιο παιδικό από τον καυγά των παιδιών.

    Οι πολιτισμένοι γονείς μεταμορφώνονται σιγά σιγά σε παράξενα ζώα- γελοία και υποκριτικά- και οι μεταξύ τους σχέσεις καταρρέουν. Κανένας συνδετικός ιστός δεν είναι ικανός να συγκρατήσει τα ζευγάρια αυτά που έχουν πάψει, προ πολλού, να πιστεύουν στις όποιες αξίες τους.

    Στην αρχή κρατούν τα προσχήματα ενός υποκριτικού πολιτισμού και μετά βγάζουν νύχια, για να επιτεθούν ο ένας εναντίον του άλλου. Φτιάχνουν πρόσκαιρες συμμαχίες, τις παραβιάζουν και αφήνονται στον κυνισμό και την συνολική απαξίωση του πολιτισμού τους.
    Η μάχη τους θα μπορούσε να ήταν ένα σπλάτερ με ζόμπι: στην πραγματικότητα και οι τέσσερις είναι έτοιμοι να φάνε τις σάρκες τους, χωρίς να καταλαβαίνουν τι ακριβώς κάνουν. Ωθούνται από την μακρόχρονη συζυγική τους πλήξη κι από το μίσος που έχει πάρει τη θέση του έρωτα. Δεν πιστεύουν πια σε τίποτε.

    Πατώντας πάνω στην κωμική-σατιρική γραμμή του θεατρικού ο Πολάνσκι βρίσκει την ευκαιρία να κάνει ένα έργο δωματίου και να ρίξει το βάρος στις ερμηνείες. Δεν επιδεικνύει την βιρτουοζιτέ του, δεν καταφεύγει σε περιττά σκηνοθετικά κόλπα και χτίζει τους χαρακτήρες μένοντας πιστός στο πνεύμα της Ρεζά.

    Αν δεν σας κουράσει το πολύ μπλα-μπλα της θεατρικής δομής θα περάσετε καλά. Εμένα μου άρεσε πάντως.

    Ορέστης Ανδρεαδάκης

  • Μερικοί το προτιμούν καυτό!

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μερικοί το προτιμούν καυτό!

    Δύο αυτόπτες μάρτυρες αιματηρής σφαγής αλλάζουν προσωρινά φύλο και γίνονται μέλη μιας περιοδεύουσας μπάντας προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους...

    Ποιος είπε ότι ο τέλειος κωμικός παρτενέρ του Τζακ Λέμον ήταν ο Γουόλτερ Ματάου; Ακουμπώντας στις στιβαρές βάτες του Τόνι Κέρτις, ο Λέμον χαλαρώνει λίγο το σουτιέν του στο πιο διασκεδαστικό cross dressing στην ιστορία του κινηματογράφου. Η Μέριλιν Μονρό παγιδεύεται ανάμεσα τους, εκτοξεύοντας τις απίθανές ατάκες της με τόση φυσικότητα που α) είτε αυτοσχεδίαζε ανεξέλεγκτα β) είτε πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες της εποχής της!
    Σε κάθε περίπτωση, κλέβει την παράσταση με θριαμβευτική χρήση του κωμικού timing. Ολα τα υπόλοιπα ανήκουν δικαιωματικά στον ταλαντούχο Μπίλι Γουάιλντερ, από το στρατηγικά φωτισμένο φόρεμά της Μονρό μέχρι τα θρυλικά κυνηγητά ακριβείας στους διαδρόμους του ξενοδοχείου.
    Προσωπική μου αδυναμία η «κεραυνοβόλος» έμπνευση του Τόνι Κέρτις να προσποιηθεί τον κληρονόμο της Shell Oil όταν ανακαλύπτει εντελώς τυχαία ένα κοχύλι στο σχήμα του γνωστού logo ενώ λιάζεται στην παραλία! Corporate χιούμορ για τον 21ο αιώνα.

    -ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ

  • Μια Νύχτα στο Μουσείο 2

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μια Νύχτα στο Μουσείο 2

    Η πρώτη "Νύχτα στο Μουσείο" θυμάμαι πως ήταν μια από τις πιο μεγάλες απογοητεύσεις του πρόσφατου εμπορικού σινεμά, όχι γιατί ήταν καμιά φρικτή ταινία ή γιατί δεν διασκέδαζε το -κατά προτίμηση ανήλικο- κοινό της σε λογικά πλαίσια, αλλά επειδή το ίδιο της το κόνσεπτ απαιτούσε κάτι πολύ πιο θεαματικό και εφευρετικό, κάτι που να σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό σε κάθε του στροφή. Eκθέματα που έρχονται στη ζωή! Δεινόσαυροι στους διαδρόμους! Ο Πρόεδρος Ρούζβελτ ερωτεύεται Ινδιάνα! Πολύ απλά, η ταινία όφειλε να είναι σαν μια διαρκής θαυματουργή ανακάλυψη, αλλά τελικά ήταν μια τυπικά ψιλοσυμπαθής κωμωδία του Μπεν Στίλερ. Τρία χρόνια μετά η παρέα επιστρέφει με μπόλικες νέες προσθήκες, και αν προσαρμόσει κανείς τις προσδοκίες του φαντάζομαι δε θα περάσει άσχημα το δίωρό του. Το επίπεδο του χιούμορ, από τους προφανείς μανερισμούς του Στίλερ μέχρι τους προβλέψιμους αναχρονισμούς της Αμίλια (η πάντα ευπρόσδεκτη παρουσία της Έιμι Άνταμς) εξακολουθεί να μην είναι ιδιαίτερα εξεζητημένο, και δυστυχώς η αίσθηση διεκπεραίωσης δε λέει να σύρει τη σκιά της μακριά από το όλο εγχείρημα.

    Ο σκηνοθέτης Σον Λέβι (που μεταξύ της πρώτης "Νύχτας" και του τραγικά ανέμπνευστου ριμέικ του "Ροζ Πάνθηρα" έχει στήσει μια καριέρα πάνω στο αδιάφορο) ενορχηστρώνει την ταινία με ένα τρόπο που περισσότερο καλεί το κοινό να εντυπωσιαστεί παρά όντως το εντυπωσιάζει, ενώ οι χαρακτήρες έχουν γίνει τόσοι πολλοί που δεν υπάρχει χώρος για κάποιον από αυτούς να αναπνεύσει και να κλέψει αληθινά την παράσταση.


    Όμως παρά όλ'αυτά, η εγγενώς θεαματική αρχική ιδέα της ταινίας αρκεί για να κάνει και αυτό το σίκουελ διασκεδαστικό, ενώ το γεγονός και μόνο οτι συγκεντρώνονται σε μια ταινία ιδιόρρυθμοι β' ρόλοι από ένα καστ που περιλαμβάνει τους Ρίκι Τζερβέ, Μπιλ Χέιντερ, Στιβ Κούγκαν, Τζόνα Χιλ και τον φοβερότερο όλων, Κρίστοφερ Γκεστ, κάνει την όλη διαδικασία τουλάχιστον ανεκτή, ακόμα και όταν η πλοκή περνάει άνευρα από το ένα δωμάτιο στο επόμενο.


    Θοδωρής Δημητρόπουλος
  • Έρωτας Αλα Ελληνικά

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Έρωτας Αλα Ελληνικά

    Το «kefi» που μεταμόρφωσε το «Γάμος αλά Ελληνικά» σε εισπρακτικό φαινόμενο, όμως, απουσιάζει πλήρως από αυτή την προσπάθεια της Νία Βαρντάλος να εκμεταλλευτεί την ελληνική της ρίζα για να χτυπήσει ξανά φλέβα κωμικού (ή σκέτου) χρυσού.


    Αν το 2002 τα big fat greek κλισέ της ανατρέπονταν μέσα από ένα -κομμάτι χοντροκομμένο- αλλά τουλάχιστον έξυπνο χιούμορ, εδώ οι παρατηρήσεις της τόσο για τους Ελληνες, όσο και τις υπόλοιπες εθνότητες που συνθέτουν τον πλανήτη του λεωφορείου της είναι τόσο επιδερμικές και φτηνές που κάνουν τις γύψινες απομιμήσεις του Παρθενώνα στα στενά της Πλάκας να μοιάζουν με αυθεντικό έργο από τα χέρια των Ικτίνου και Καλλικράτη.


    Και ναι μεν κανείς δεν περιμένει πολλά από μια συνταγογραφημένη τουριστική ρομαντική κομεντί δεν είναι όμως η εκτέλεση της συνταγής που πήγε στραβά εδώ αλλά ότι σχεδόν όλα τα υλικά μοιάζουν λάθος, μπαγιάτικα αν όχι σαπισμένα. Το ρομάντζο είναι «άβραστο», τα «μαθήματα ζωής» προνηπιακά και το χιούμορ είναι επιπέδου... Poopie Caca: το επώνυμο του Αλέξη Γεωργούλη στο φιλμ το οποίο μεταφράζεται στα ελληνικά σε κάτι σαν «Σκατάκιας Κακάκιας».


    Η κομψότητα και η εξυπνάδα δεν είναι τα μόνα που απουσιάζουν από αυτή την μπαγιάτικη αμερικάνικο-χωριάτικη σαλάτα και το μόνο που διασώζεται είναι τα αρχαία, οι Δελφοί και η Ακρόπολη. Αλλά, ούτως ή άλλως, αυτά επιβίωσαν από πολύ χειρότερες απειλές για να υποκύψουν τώρα σε αυτή την επίθεση ανοησίας και κακογουστιάς.
  • Disco

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Disco

    Το γαλλικό σινεμά για τις μάζες χτυπά και πάλι, με μια κωμωδία που απευθύνεται περισσότερο στους φαν της μόδας της ντίσκο, καταφέρνοντας όμως τελικά περισσότερο να εξηγήσει για ποιο λόγο είναι καλύτερο να παραμείνει κρυμμένη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας από το οποίο δραπέτευσε!


    Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας Ντιντιέ "Τραβόλτα" γίνεται στόχος για μια σειρά εύκολων αστείων καθώς μαζεύει ξανά το παλιό του γκρουπ, τους Bee Kings.
    Οι φίλοι του αφήνουν όλοι τα καθημερινά τους προβλήματα για να τον ακολουθήσουν, θα υπάρξει χορός, θα υπάρξει τραγούδι, και γενικά όλη την ιστορία την υποψιάζεστε.


    Αισθητικά δεν είναι χωρίς το ενδιαφέρον της ταινία, ενώ η Εμανουέλ Μπεάρ κερδίζει πόντους με την ερμηνεία της ως αγαπητηκιάς του Ντιντιέ σε ένα ρόλο που ακούγεται άχαρος αλλά αποδίδεται με απρόσμενη λεπτότητα, αλλά η γενική αίσθηση που μένει είναι εκείνης ενός καμπ θεάματος που δεν είναι σίγουρο πόσο στην πλάκα πρέπει να πάρει τον εαυτό του. (Περισσότερο, σίγουρα.)


    Τελικά την παράσταση κλέβει ο Ζεράρ Ντεπαρτιέ με τις διασκεδαστικά άχαρες κινήσεις του στην πίστα, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει να είναι περήφανη η ταινία. Ή ο Ντεπαρντιέ.


    θΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Ένα Tρελό Τρελό Τζακούζι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ένα Tρελό Τρελό Τζακούζι

    Εν αρχή ην η ρομαντική κομεντί - και μετά μπήκε στο παιχνίδι ο Τζαντ Απατοου. Ο άνθρωπος που εφηύρε το bromedy κι έκανε κουλ τους σπασίκλες, έδωσε ντιρεκτίβα για όλες τις 'αντρο-κωμωδίες' που έμελε να ξεπεταχτούν, με πρώτο και καλύτερο το, σχετικά υποτιμημένο από τους κριτικούς, "Ηangover". Eδώ, έχουμε μια ακόμη κλασική περίπτωση που ακολουθεί πιστά τη συνταγή, αυτή τη φορά παντρεύοντας με σουρεαλιστικά κότσια δυο κόνσεπτ με πρώτη ματιά αταίριαστα: το τζακούζι και το ταξίδι στο χρόνο. Στην πραγματικότητα, όσο και να ελέγχεις τα δύο παραπάνω, αταίριαστα παραμένουν κι αυτό ακριβώς αποδεικνύει τη μαγκιά των δημιουργών της ταινίας, που κατάφεραν να φτιάξουν μια σκρούμπολ φάρσα, πιθανόν αμφισβητίσημης αισθητικής αλλά καθόλου αμφισβητίσιμων προθέσεων.

    Η νοσταλγία για την ανεμελιά της νιότης μασκαρεύεται κάτω από τόνους τραγελαφικών παρεξηγήσεων, σκατολογικού χιούμορ αλλά και δεκάδων αναφορών στην ποπ κουλτούρα -από τον Μάικλ Τζάκσον και τον Αλφι μέχρι το twitter και το βιάγκρα. Οι ευφυείς αναφορές τις ταινίες ωστόσο, δε σταματάνε εκεί. Αντίθετα, επεκτείνονται σε ένα ξεκάθαρα σινεφιλικό τερέν, φέρνοντας στο προσκήνιο με τρόπους προφανείς, ή και λιγότερο, τα σινε-μαστ του '80. Καταρχήν, ο Κρίσπιν Γκλόβερ, ο Τζορτζ ΜακΦλάι της "Επιστροφής στο Μέλλον" αυτοπροσώπως, αλλά και ο Τζον Κιούζακ του "Say Anything" είναι εκεί για να σαρκάζουν και να αυτοσαρκαζονται. Βέβαια, κάποια στιγμή, η δήθεν αστεία ομοφοβία και οι μισογύνικες γελοιότητες ξεπερνάνε τα όρια της υπερβολής αλλά αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του Στίβεν Πινκ, παραγωγού ταινιών-θρύλων, όπως το "High Fidelity" ή το "Grosse Pointe Blank", που εδώ σκηνοθετεί.

    Εάν καταφέρετε να προσπεράσετε τον ανεκδιήγητο ελληνικό τίτλο, θα εκπλαγείτε ευχάριστα, ανακαλύπτοντας την καφρο-κωμωδία του καλοκαιριού. Mπορεί να μην αγγίζει τα επίπεδα coolness ή χιούμορ του περσινού "Hangover" αλλά σίγουρα συνιστάται προς θέαση στον πλησιέστερο θερινό κινηματογράφο.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Valentine s day

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Valentine s day

    Όπως λοιπόν δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το θέμα, έτσι δεν έχουμε να πούμε και πολλά για αυτή την ταινία που δεν το μαρτυρά ήδη ο τίτλος. Πολλά γνωστά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πρόσωπα (Τζούλια Ρόμπερτς, Σίρλει Μακλέιν, Αν Χάθαγουεϊ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Τζέσικα Άλμπα, Πάτρικ Ντέμπσι, Τζένιφερ Γκάρνερ, Τζέιμι Φοξ, και πολλοί ακόμα ) συνθέτουν αυτή την ομάδα ανθρώπων, οι ιστορίες των οποίων άλλοτε περιπλέκονται τυχαία κι άλλοτε απλά συνυπάρχουν στην εντυπωσιακή πόλη των αγγέλων. Συγκίνηση, πάθος, μνήμη, αθωότητα, ψέμα, ειλικρίνεια και φυσικά έρωτας και αγάπη. Όλα τα αυτονόητα και δεδομένα στοιχεία που συνθέτουν μια πετυχημένη συνταγή.

    Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι κατώτερο και των ήδη χαμηλών προσδοκιών. Όχι γιατί αναμέναμε φοβερές ερμηνείες ή μια συναρπαστική ιστορία αλλά γιατί ούτε το αυτονόητο δεν συμβαίνει. Να νιώσουμε ευχάριστα και να παρασυρθούμε για λίγο στο ρομάντζο. Πως ήταν για παράδειγμα το Αγάπη είναι; Ακριβώς το ανάποδο. Εδώ στο τέλος, περισσότερο θέλεις να χωρίσεις αν έχεις σχέση παρά το αντίθετο όπως ίσως θα περιμέναμε.

    Και δεν είναι ούτε κάτι κακόγουστο ούτε κάτι υπερβολικό, απλά είναι-και αυτό είναι χειρότερο-αδιάφορο και υπερβολικά προβλέψιμο. Τα αναμένεις όλα με ακρίβεια εργαστηρίου και στο τέλος δεν έχει απομείνει τίποτα να θυμάσαι.

    Και αν δεν υπήρχαν οι λίγες φωτεινές εξαιρέσεις (βλέπε για παράδειγμα Αν Χάθαγουεϊ )τότε ίσως ούτε αυτές τις γραμμές δεν θα χρειαζόντουσαν.

    Κ.A.

  • Ο Μικρός Νικόλας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Μικρός Νικόλας

    Οι περιπέτειες του γνωστού μας εικονογραφημένου Μικρού Νικόλα παιρνούν πλέον στη μεγάλη οθόνη σε μια τυπικά γαλλική παραγωγή.

    Οι εικονογραφημένες περιπέτειες των Σαμπέ και Γκοσινί με ήρωα τον Μικρό Νικόλα έχουν γαλουχήσει γενιές και γενιές Ευρωπαίων, Γάλλων και μη. Τα τελευταία χρόνια δε, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας αναβίωσης αυτής της παιδικής νοσταλγίας με την επανέκδοση των βιβλίων και τη διοργάνωση εκθέσεων με τα αυθεντικά σκίτσα.

    Τώρα, οι ευφάνταστες περιπέτειες του σκανταλιάρη Νικόλα εξαργυρώνονται και στη μεγάλη οθόνη, όχι όμως και με την απαιτούμενη φαντασία. Ο Νικόλας φοβάται πως η μαμά του είναι έγκυος και οι γονείς του θέλουν να τον ξεφορτωθούν και γι'αυτό αποφασίζει μαζί με τους φίλους του να προσλάβουν γανγκστερ που θα εξαφανίσει το νεογέννητο.

    Το αψεγάδιαστο καστ των μικρών ηρώων θυμίζει περισσότερο ατσαλάκωτα καλομαθημένα πιτσιρίκια παρά τους διαβολάκους του Γκοσινί ενώ η απλότητα των σχεδίων έχει αντικατασταθεί από μια πλούσια παραγωγή, βγαλμένη από εγχειρίδιο του Ζαν-Πιερ Ζενέ. Ο Λορέν Τιράρ σκηνοθετεί μάλλον μια συρραφή επεισοδίων των ιστοριών που αγαπήσαμε με στόχο το γέλιο και τη συγκίνηση χωρίς να πετυχαίνει αβίαστα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και τελικά ο κινηματογραφικός Νικόλας μπορεί να είναι αψεγάδιαστος και αστείος με έναν προφανή τρόπο αλλά χάνει σε αυθεντικότητα.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Πόλεμος Εκτός Προγράμματος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πόλεμος Εκτός Προγράμματος

    Η πρώτη αληθινά σπουδαία ταινία για τον πόλεμο στο Ιράκ (που να μην ονομάζεται "The Hurt Locker") είναι μια βρετανική κωμωδία με ρίζες στην τηλεόραση. Και θα μπορούσε να αφορά τον οποινδήποτε πόλεμο της σύγχρονης ιστορίας, εξ ου και το ίδιο το Ιράκ δεν αναφέρεται ποτέ ευθέως.


    O ιταλοσκοτσέζος Αρμάντο Ιανούτσι μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την πολυβραβευμένη του σειρά "The Thick of It" του BBC και προσγειώνει τον απολαυστικά αθυρόστομο Μάλκολμ Τάκερ (Πίτερ Καπάλντι), διευθυντή επικοινωνίας της αγγλικής κυβέρνησης, στο μέσο των πολιτικών μηχανορραφιών της Ουάσινγκτον λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στο Ιράκ.

    H ίντριγκα πλέκεται περίτεχνα γύρω από το παράλογο κρυφτούλι των λέξεων, σε μια πολιτική πραγματικότητα όπου Υπουργοί απαγορεύεται να εκφραστούν υπέρ ή κατά του πολέμου στο Ιράκ (επειδή υπέρ σημαίνει δέσμευση ενώ κατά σημαίνει άρνηση ενός αναπόφευκτου γεγονότος) και πολιτικοί και στρατιωτικοί τρέχουν στους διαδρόμους της Ουάσινγκτον προσβάλοντας ο ένας τον άλλον με απολαυστικά ευφάνταστες ύβρεις καθώς ψάχνουν να βρουν ποια από τις ανόητα ονομασμένες κρυφές υπο-επιτροπές συζητά για τον πόλεμο και ποια για το πλέξιμο.


    Ο Τζέιμς Γκαντολφίνι των "Σοπράνος" ξεχωρίζει εδώ στο ρόλο ενός στρατιωτικού που δε θέλει τον πόλεμο και τα έχει γενικώς ψιλο-χαμένα, ενώ σημειώνουμε ακόμα την επιστροφή της Αννα Τσλάμσκι (που θυμόμαστε από "Το Κορίτσι Μου") ως μια βοηθός του Υπουργείου Αμύνης των ΗΠΑ η οποία γράφει αναλυτική έκθεση κατά του πολέμου μόνο για να τη δει, με το κατάλληλο πετσόκομμα, να μετατρέπεται σε έγγραφο που τον στηρίζει.


    Η κατάρρευση της ιδεολογίας κάτω από το βάρος μικροπολιτικών συμφερόντων και γραφειοκρατικής φύσης παιχνιδιών με τις λέξεις, σκιαγραφείται με ανατριχιαστική ακρίβεια σε αυτό το χαώδες και ξέφρενο σκηνικό όπου πολιτικοί γίνονται μαριονέτες του ίδιου του απρόσπωπου συστήματος. Και αυτό που θα διαπιστώσουμε έντρομοι, και ενώ δε μπορούμε να σταματήσουμε να γελάμε, είναι πως κανείς τους δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Για οτιδήποτε.


    Εκεί που οι ρυθμοί της "Δυτικής Πτέρυγας" συναντούν την παράνοια στο χείλος της καταστροφής του "SOS Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα", η δράση μεταφέρεται στους διαδρόμους του πολιτικού παρασκηνίου σε μια βιτριολική και ξεκαρδιστική σάτιρα που κρύβει πίσω από τις λέξεις της όση αλήθεια δε θα μπορείτε να αντέξετε.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Ο Τρόπος του Μπάρνεϊ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Τρόπος του Μπάρνεϊ

    Ο Κρίστοφερ Λι είναι ο πιο τρομερός δράκουλας, ο Σον Κόνερι ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ και ο Πολ Τζιαμάτι ο απόλυτος loser των απανταχού δραματικών κομεντί- μόνο που σχεδόν ποτέ δεν χάνει τελείως. Είτε ερμηνεύει τον αποτυχημένο λάτρη κρασιού ("Πλαγίως"), είτε τον εκνευριστικά ιδιόρρυθμο κομίστα ("American Splendor"), ή τον αυτοκαταστροφικό ανθρωπάκο που δεν θέλει να ξεχαστεί (όπως εδώ), ο Τζιαμάτι ποτίζει τον χαρακτήρα με την νωχελική του φάτσα, χωρίς όμως να τον καταπίνει τελείως. Υπάρχει κάτι στο παίξιμό του που είναι απωθητικό και ταυτόχρονα γλυκό, ανθρώπινο, τόσο που παρασύρει τον θεατή σε ιστορίες βαρετής καθημερινότητας, αναδεικνύοντας τις αξιομνημόνευτες στιγμές τους.

    Ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις διασκευάζει το μυθιστόρημα του Μόρντεκαϊ Ρίχτερ και μας προσφέρει ένα γλυκόπικρο ταξίδι στις αναμνήσεις του Μπάρνεϊ (Πολ Τζιαμάτι), ενός τηλεοπτικού παραγωγού, που χρειάστηκε δύο καταστροφικούς γάμους για να βρει την γυναίκα της ζωής του, Μίριαμ (Ρόζαμουντ Πάικ), μόνο για να την απογοητεύσει κι αυτήν. Μέσα από πνευματώδεις αφηγήσεις, που καταλαμβάνουν την κλίμακα από το κωμικό έως το τραγικό, ο "Μπάρνεϊ" μας ξεναγεί από νίκες σε ανατροπές και ήττες για να ξετυλίξει όλο το κουβάρι της πολυτάραχης ζωής του. Κι ενώ πολλές φορές τα νήματα της αφήγησης μπερδεύονται ή τα θραύσματα των ιστοριών κουράζουν, ο θρίαμβος του Τζιαμάτι είναι ότι οδηγεί την ταινία ακούραστα μέχρι το τέλος και από τον ασήμαντο Μπάρνεϊ εξάγει το εξαιρετικό κινηματογραφικό του alter ego.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Ειδικότης Μας Το Έγκλημα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ειδικότης Μας Το Έγκλημα

    Εμμονή γαλλικής προέλευσης με τον Πασκάλ Τομά στη τρίτη του απόπειρα μεταφοράς κλασσικού μυθιστορήματος της Αγκάθα Κρίστι στη μεγάλη οθόνη μετά τα ?Ειδικότης μας το έγκλημα? και "Ωρα Μηδέν?" Το αποτέλεσμα είναι για μια ακόμη φορά κατώτερο του μετρίου με τον Γάλλο πρώην δημοσιογράφο να αποτυγχάνει να δημιουργήσει το παραμικρό κλίμα μυστηρίου και σασπένς στον θεατή που παραμένει έτη φωτός μακριά απ’ το να νιώσει και ο ίδιος ντετέκτιβ.

    Η επιτηδευμένη απλοποίηση και η ιδιότυπη ανάμειξη δύο εκ διαμέτρου ετερόκλητων κουλτούρων, της αγγλικής και της γαλλικής μπορεί να συνεχίζουν ακέραια στο μονοπάτι που χάραξε ο Τομάς με τις δύο προηγούμενες ταινίες του αλλά μάλλον συνιστούν αρνητική παράδοση απ’ την οποία το σινεμά δεν χρειάζεται περαιτέρω δείγματα γραφής. Ακόμη και οι φανατικοί της Βρετανίδας λαίδης του αστυνομικού μυθιστορήματος θα νιώσουν το λιγότερο άβολα μόλις διαπιστώσουν πως ακόμη και απ’ το πρωτότυπο σενάριο ο Γάλλος σκηνοθέτης επιλέγει να διατηρήσει ανέπαφους μονάχα τους χαρακτήρες.

    Στα θετικά του φιλμ πάντως πρέπει να σημειωθούν η καλογυαλισμένη και προσεγμένη παραγωγή, οι γενικά ευχάριστες ερμηνείες και η εν γένει ψυχαγωγική ιδιοσυγκρασία της ταινίας που δεν παραπέμπει σε περαιτέρω προβληματισμούς και αρκείται στην προσπάθεια του να κάνει τον θεατή να περάσει καλά. Μια προσπάθεια βέβαια που από το αποτέλεσμα κρίνεται άκομψη και χοντροκομμένη.


    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Sex and the City 2

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Sex and the City 2

    Κακοφτιαγμένο, κιτς, συντηρητικό και καθόλου αστείο, το δεύτερο μέρος της τηλεοπτικής σειράς ντροπιάζει τις ένδοξες στιγμές της Κάρι, της Σαμάνθα, της Σαρλότ και της Μιράντα .

    Τίποτε δεν έχει μείνει από το τηλεοπτικό «Sex and the City», την σειρά άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε την γυναικεία χειραφέτηση- ή για να το πω αλλιώς τον τρόπο που αποδεχόμαστε το φλερτ ή ακόμη και την απόρριψη.

    Μακριά από τη Νέα Υόρκη οι τέσσερις φίλες μοιάζουν ασπόνδυλες, άχαρες, φιγούρες κιτς σε μια ανούσια και μπανάλ κομεντί της συμφοράς.

    Παντρεμένες πια, εκτός βέβαια από την Σαμάνθα, έχουν φτάσει πια στον πάτο της κατινιάς, στο απόλυτο μηδέν της παλιομοδίτικης συντήρησης. Ούτε σε αποτυχημένα ελληνικά απογευματινά σίριαλ δεν βλέπουμε τις περιπέτειες που ζουν στο πρώτο ημίωρο της ταινίας. Κι εκεί που το καταπίνουμε, με την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει στην συνέχεια, αυτές αποφασίζουν να πάνε στο Αμπου Ντάμπι για να ξεσκάσουν, να αισθανθούν και πάλι νέες και ελεύθερες.

    Τι «Sex and the City» όμως είναι αυτό χωρίς το City; Πως είναι δυνατόν η πόλη που το εξέθρεψε να δίνει τη θέση της στο Αμπού Ντάμπι;

    Η Νέα Υόρκη πέθανε. Ζήτω τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα!

    Κάτω από το περίβλημα λοιπόν της απελευθέρωσης, στο βασίλειο του λογοπαίγνιου και της έξυπνης ατάκας, δεν υπάρχουν πια παρά παλιομοδίτικα κλισέ πέμπτης κατηγορίας. Εκεί που δοξάζονταν το καλό γούστο και το στυλ, βλέπουμε μόνο μικροαστικές αρλούμπες, εξόφθαλμο κιτς και επαναλαμβανόμενη αρλουμπολογία.

    Η απουσία σοβαρής πλοκής χειροτερεύει την κατάσταση και η τεράστια διάρκεια (146 λεπτά) επιτείνει την αφηγηματική χαλάρωση, τις βλακώδεις επαναλήψεις και τα κρύα αστεία.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Ραντεβού Στο Παρίσι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ραντεβού Στο Παρίσι

    Ρομαντική κομεντί, αστυνομικό ή θρίλερ; Το δροσερό αυτό φιλμ φτάνει από το μακρινό 1963 και προσφέρει τρία σε ένα, σαν απολαυστικό παγωτό μέσα στο κατακαλόκαιρο. Όταν ο σκηνοθέτης του "Τραγουδώντας στη Βροχή" αποφασίζει να σκηνοθετήσει ένα θρίλερ α λα Χίτσκοκ, αυτό που προκύπτει δεν είναι τίποτε άλλο από ένα "Ραντεβού στο Παρίσι": έξυπνο, αστείο και πολύ ελαφρύ για να προκαλέσει οποιουδήποτε τύπου thrill - πέρα από αυτό που νιώθουμε όταν ο Κάρι Γκραντ περνάει τα χέρια του γύρω από την Όντρεϊ Χέμπορν.

    Η ιστορία είναι συμπαθητική: η σύζυγος, που δεν γνωρίζει ότι ο άντρας της είναι ένα διπρόσωπο κάθαρμα μέχρι τη στιγμή που πεθαίνει, αναγκάζεται να παίξει το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού στο ονειρεμένο Παρίσι, παρέα με έναν γοητευτικό άντρα, τον οποίο και θα ερωτευτεί παράφορα. Ανατροπές επί ανατροπών, φόνοι, κυνηγητά στο παριζιάνικο μετρό και μονομαχίες σε ταράτσες παλεύουν να δώσουν στο φιλμ τον ανάλαφρα βίαιο αέρα που χρειάζεται για να ταρακουνήσει τους θεατές από τις καρέκλες τους. Καθώς όμως το βάρος πέφτει περισσότερο στις ανάλαφρες και λιγότερο στις βίαιες πινελιές, το αποτέλεσμα είναι μια ρομαντική κομεντί, με caper πασπάλισμα.

    Ο Κάρι Γκραντ πετάει ατάκες τόσο θανατηφόρες που αναρωτιέται κανείς γιατί δεν γράφουν σήμερα έτσι στο Χόλιγουντ ενώ η Όντρεϊ Χέμπορν κάνει τον οίκο Ζιβανσί διάσημο. Η αλήθεια είναι ότι δε χορταίνουμε να τους βλέπουμε μαζί στη μεγάλη οθόνη, και οι καλύτερες στιγμές της ταινίας είναι όταν οι δυο τους μένουν μόνοι, χωρίς κάποια επικείμενη απειλή. Κάπου μεταξύ "Τζέιμς Μποντ" και Φρεντ Αστέρ γωνίας, αυτό το "Ραντεβού" περιγράφεται καλύτερα από την πιο διάσημη ατάκα της μεθυσμένης Ρετζίνα προς τον Πίτερ: "Ξέρεις τι πάει στραβά με σένα; Απολύτως τίποτα".

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Rocknrolla

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Rocknrolla

    H καινούρια ταινία του Γκάι Ρίτσι καταπιάνεται και πάλι με το προσφιλές του θέμα: Ιστορίες απατεώνων στην πόλη του Λονδίνου με φόντο αυτή τη φορά τον κατασκευαστικό τομέα.

    Παρακολουθούμε την προσπάθεια, της «Αγριας Συμμορίας», μίας συμμορίας μικροαπατεώνων, όπου κυρίαρχη μορφή είναι ο 1-2 (Τζέραρντ Μπάτλερ), να απεμπλακεί από την μοίρα της και να καταπιαστεί με ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρότζεκτ στον κατασκευαστικό τομέα. Η Συμμορία θα πέσει στην παγίδα του Λένι, ενός μεγαλοαπατεώνα, μαφιόζου της παλιάς σχολής και κυρίαρχου στο κατασκευαστικό παιχνίδι με τις δωροδοκίες, τον εκφοβισμό και την προστασία που πουλάει. Σ΄αυτούς τους προσθέστε τον Ρώσο μεγιστάνα Γιούρι, ο οποίος επιδιώκει την επένδυση τεράστιων χρηματικών κεφαλαίων στον ίδιο τομέα και χρησιμοποιεί το Λένι για να επιτευχθούν τα μεγαλόπνοα σχέδια του. Επικίνδυνη γυναικεία παρουσία της παρέας η sexy λογίστρια του Ρώσου που όντας εθισμένη στη μεγάλη ζωή και στο ρίσκο, αναθέτει δουλειές στην Αγρια Συμμορία του Μπάτλερ εποφθαλμιώντας τις παράνομες χρηματαποστολές του Ρώσου εργοδότη της.
    Κυρίαρχη παρουσία σ΄όλο αυτό το γαϊτανάκι, η εκκεντρική περσόνα του Rocknrolla ναρκωμανή ροκ σταρ και θετού γιου του Λένι, Τζόνι και το κυνήγι ενός πίνακα.

    Η ταινία, παρόλο που κινείται στους γνώριμους ρυθμούς του Βρετανού σκηνοθέτη με γρήγορες εναλλαγές πλάνων, αρκετή δράση, πολύ ροκ, χιουμοριστικές ατάκες, κυνισμό, υποδόρειο σαρκασμό και μία ρεαλιστική απεικόνιση του λονδρέζικου υποκόσμου, σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει το επίπεδο των «Δύο Καπνισμένων Κανών» και της «Αρπαχτής».
    Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών δεν διακρίνονταν για την αυθεντικότητά τους (ο Τζέραρντ Μπάτλερ ήταν μάλλον απογοητευτικός), ήταν περισσότερο διεκπεραιωτικές και απείχαν χιλιόμετρα από τους αντίστοιχους χαρακτήρες των δύο προαναφερθέντων ταινιών. Όσον αφορά το σενάριο και τη σκηνοθεσία η έλλειψη πρωτοτυπίας και έμπνευσης ήταν εμφανής, ενώ η εμμονή σε κακούς- καρικατούρες περισσότερο θυμηδία προσέφερε παρά ο,τιδήποτε άλλο.

    Γεωργία Οικονόμου
    georgia.oikonomou@gmail.com
  • Τέρατα κι Εξωγήινοι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τέρατα κι Εξωγήινοι

    Aνάλαφρο, διασκεδαστικό και αστείο animation στην παράδοση των περασμένων αντίστοιχων της DreamWorks, και μάλιστα προτιμότερο από την απεγνωσμένη μηχανή πολλαπλών pop culture αναφορών της διαρκώς φθίνουσας σειράς "Σρεκ".


    Αν μη τι άλλο δε νιώθεις πως η ταινία επιχειρεί να σε αποτελειώσει με συνεχή κλεισίματα του ματιού, καταλήγοντας να είναι περισσότερο μια επιστροφή στις ρίζες των ταινιών επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του '50 με λίγο από σύγχρονο χιούμορ για να δέσει το γλυκό.


    Το πρώτο μισό του φιλμ όμως, όπως συνήθως συμβαίνει, εξαντλεί τις όποιες ιδέες και την πλειοψηφία των αστείων, φτάνοντας έτσι μάλλον έρποντας στη γραμμή του τερματισμού. Ακόμα κι έτσι, η συνταγή δε χάνει τη γεύση της χάρη στο εξαιρετικό κάστινγκ φωνών, με τον Χιου Λόρι (ο τηλεοπτικός "House") να κλέβει την παράσταση στο ρόλο μιας κατσαρίδας-τρελού επιστήμονα (από κοντά οι Κίφερ Σάδερλαντ και Σεθ Ρόγκεν, και ο κωμικός πολιτικός σχολιαστής Στίβεν Κολμπέρ στο ρόλο του Προέδρου) και ουκ ολίγες περιπτώσεις χιούμορ που θα σε κάνει να κρατήσεις και λίγο την κοιλιά σου απ'τα γέλια.


    Όχι τίποτα που θα σε ακολουθήσει και την επόμενη μέρα αφού το δεις, και μάλλον όχι καλύτερο του περσινού "Kung Fu Panda", αλλά ικανοποιητικό για αυτό που προσφέρει. Προτιμήστε την 3-D εκδοχή για ακόμα μεγαλύτερη διασκέδαση.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Πίστευε... και γέλα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πίστευε... και γέλα

    Πασίγνωστος Αμερικανός κωμικός (που πιθανότατα να μην έχετε ξανακούσει ποτέ), αποφασίζει να ταξιδέψει ανά τον κόσμο με σκοπό να αποδείξει ότι η πίστη είναι αποτέλεσμα ψυχαναγκαστικών διαταραχών και λοιπών θρησκευτικών νευρώσεων.

    Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο εν λόγω κύριος, ονόματι Μπιλ Μάερ, είναι υπερβολικά αστείος για το καλό του και, όπως κάθε καλός κωμικός, λατρεύει τον ήχο της φωνής του. Χρόνια επιτυχημένης καριέρας ως τηλεοπτικός άθεος έχουν επιβεβαιώσει τις βάσιμες υποψίες του ότι είναι εξυπνότερος από τον υπόλοιπο πλανήτη, με αποτέλεσμα να μη δίνει δεκάρα για τη γνώμη κανενός. Τουλάχιστον όχι πάνω στο επίμαχο θέμα της θρησκείας. Αρα τι ακριβώς προσπαθεί να αποδείξει; Ότι μπορεί να ρεζιλέψει κάθε είδους πιστό σε λιγότερο από δύο λεπτά.


    Η χαώδης και σχεδόν χυδαία σκηνοθεσία του Τσαρλς - ο οποίος δεν διστάζει να προσθέσει φτηνιάρικες χιουμοριστικές σφήνες και εξυπνακίστικους υπότιτλους κάτω από τα λεγόμενα των αντιφρονούντων - δεν βοηθάει ιδιαίτερα την κατάσταση.

    Βολοδέρνοντας από χώρα σε χώρα κι από θρησκεία σε θρησκεία χωρίς συγκεκριμένο πλάνο εκστρατείας, θυμάται ξαφνικά γιατί έκανε το ντοκιμαντέρ 10 λεπτά πριν τελειώσει: μα για να αποδείξει ότι το μόνο που ξέρουν να κάνουν οι θρησκευτικοί ηγέτες είναι να πουλάνε καταστροφολογία επωφελούμενοι από την υπαρξιακή αγωνία των πιστών τους!


    Κρίμα που δεν ενημέρωσε έγκαιρα τον πρωταγωνιστή του, αφού θα ορκιζόταν κάνεις ότι κατά το 95% της διάρκειας είναι πεπεισμένος ότι το ντοκιμαντέρ αφορά τον ίδιο. Ας μην ήταν τόσο αναθεματισμένα αστείος και θα σου 'λεγα εγώ!


    ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
  • Αδιακρισίες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αδιακρισίες

    Μπορούμε να βγάλουμε στα γρήγορα ένα πράγμα από τη μέση: κάθε θεατής θα πρέπει λογικά να περάσει δυο υπέροχες ώρες παρακολουθώντας τη νέα ταινία του Τόνι Γκίλροϊ, σεναριογράφο της τριλογίας του Μπορν και σκηνοθέτη του "Μάικλ Κλέιτον". To σκηνικό είναι ανεμενόμενα ελκυστικό και μαγευτικά φωτογραφημένο από τον Ρόμπερτ Ελσγουιτ (του "Θα Χυθεί Αίμα") καθώς δύο μεγάλοι σταρ μεταπηδούν από τη μία τοποθεσία στην άλλη και τα κατασκοπικά alter ego τους βρίσκουν το δρόμο τους μέσα από μια σειρά ατελείωτων και εξαιρετικά γουστόζικων ανατροπών σε αναζήτηση της μεγάλης μπάζας.


    Η Τζούλια Ρόμπερτς και ο Κλάιβ Οουεν ενώνουν τα μεγάλα τους άστρα για πρώτη φορά μετά το σπουδαίο "Closer" του 2004, δανείζοντας κάτι από τη κοσμπολίτικη λάμψη τους, την σπιρτόζικη χημεία τους και το κωμικό τους timing στις απολαυστικές ένας-προς-έναν σκηνές που παρατίθενται εμβόλιμα στη δράση, επεξηγώντας (ή καλύτερα, ανατρέποντας) όσα έχουμε παρακολουθήσει ως εκείνο το σημείο.

    Ενώ στα πρόσωπα των Τζιαμάτι και Γουίλκινσον, ο Γκίλροϊ βρίσκει το ιδανικό κωμικό αντίβαρο στις σέξι περιπέτειες των κατασκόπων του, όπως υπογραμμίζει η ξεκαρδιστική σκηνή των τίτλων αρχής, όπου τα δυο αφεντικά-καρικατούρες ανταλάσσουν αδέξιες slow-motion γροθιές υπό βροχή σα να βρίσκονταν σε σχολικό προαύλιο.


    Κι ενώ όλα αυτά είναι άκρως διασκεδαστικά, υπάρχει ένα μεγάλο "αλλά", που λέει πως στην κάθε άλλο παρά ευθεία γραμμή που ενώνει μια φανταστική αρχική και μια εφευρετική τελική σεκάνς, ο Γκίλροϊ έχει μετατρέψει σε αυτοσκοπό την ανατροπή, κάνοντας τα πάντα απείρως πιο περίπλοκα και πλαστικά από όσο είχαν ανάγκη να είναι. Στην πρώτη κιόλας απόπειρα επανεκτίμησης, το έργο προκύπτει ολοκληρωτικά κενό, από συναισθήματα, από ουσία, από οτιδήποτε τελοσπάντων πάει ένα βήμα παραπέρα από την αξία του να τραβάει ο σεναριογράφος διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια του θεατή.


    Για τον άνθρωπο που μέσω του παθιασμένου σύγχρονου τραγικού ήρωα Τζέισον Μπορν ουσιαστικά επανακαθόρισε το κατασκοπικό θρίλερ, είναι σίγουρα απογοητευτικό το να αναλώνεται σε μια αστραφτερή φάρσα που δεν τολμά καν να πάει ένα βήμα παραπέρα για να αγγίξει την υπέροχη υστερία ενός "Wild Things". Αυτή η ταινία θα αυτοκαστραφεί σε 5 δευτερόλεπτα.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • Με λένε Στέλλα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Με λένε Στέλλα

    Η «Στέλλα» ανήκει στην κατηγορία των ταινιών που δεν «περιγράφονται με 25 λέξεις». Ετσι η παραπάνω σύνοψη δεν αποκαλύπτει παρά την επιφάνειά της. Τα υπόλοιπα, και πλέον σημαντικά, θα αποκαλυφθούν μόνο σε όσους αφεθούν στις λεπτομέρειες των υποδειγματικών ερμηνειών, στην οξυδέρκεια του συγκινητικού σεναρίου, στην ακρίβεια και την απλότητα της σκηνοθεσίας.

    Για να πάει από το εργατικό 13ο διαμέρισμα του Παρισιού όπου είναι το σπίτι της, μέχρι το αριστοκρατικό 16ο του σχολείου, η Στέλλα θα διασχίσει τα σύνορα ενός άλλου κόσμου. Επιστρέφοντας θα φέρει μια φίλη, την Γκλαντίς, κόρη Εβραίων μεταναστών από την Αργεντινή. Η αντίθεση των δυο διαφορετικών κόσμων -θέμα που έχει απασχολήσει τη Βερέντ και στις προηγούμενες τέσσερις ταινίες της- είναι έντονη. Η Στέλλα θα ανακαλύψει τον κόσμο της προοδευτικής διανόησης και θα αρχίσει να διαβάζει βιβλία της Μαργκερίτ Ντιράς ενώ η Γκλαντίς θα αρχίσει να βλέπει τηλεόραση- συσκευή απαγορευμένη στο σπίτι της.

    Υπό τους ήχους γνωστών τραγουδιών των 70s, τα δυο κορίτσια μπαίνουν το ένα στον κόσμο του άλλου. Η Στέλλα, όμως, συνεχίζει ν αντιμετωπίζει μόνη τον δικό της κόσμο που κι από αυτόν τη χωρίζει μια άβυσσος. Ακούει τους ήχους του καφέ που δεν την αφήνουν να κοιμηθεί, αντιλαμβάνεται ότι κάποιος θαμώνας επιχειρεί να τη βιάσει, βλέπει τη μητέρα της να φιλιέται με τον εραστή της κι, εν τέλει, αρχίζει να δραπετεύει ολοένα και πιο βαθιά μέσα στον εαυτό της.

    Διατηρώντας αυτούσιο τον ρεαλισμό μιας ποιητικής σκληρότητας, η «Στέλλα» συνδυάζει τη νοσταλγία της παιδικής ματιάς με τη σπαρακτική δύναμη της βίαιης ενηλικίωσης. Η μικρή Λεορά Μπαρμπαρά ακινητοποιεί τον φακό με το αφοπλιστικό της βλέμμα, ενώ τον ρόλο του πατέρα της ερμηνεύει ο Μπεζαμάν Μπιολέ, ένα από τα πιο «κακά παιδιά» της νέας γενιάς του γαλλικού τραγουδιού. Εξαιρετικός είναι και ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, σ' έναν από τους τελευταίους ρόλους της ζωής του.


    Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΣΕ ΜΙΑ 70s ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΗ ΕΚΔΟΧΗ. ΕΝΑ ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΦΙΛΜ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΜΙΑΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ 12ΧΡΟΝΗΣ.



    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
  • Πελάτισσα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Πελάτισσα

    Η πελάτισσα του τίτλου (Μπεί) πιστεύει ότι κατέχει το αντίδοτο στις συχνές ερωτικές απογοητεύσεις. Κι όμως, ο ζιγκολό που βρήκε αποδεικνύεται εξ’ ίσου προβληματικός και η σχέση τους ξεφεύγει από την απλή εμπορική συναλλαγή.

    Σκηνοθέτης του «Για Όλα Φταίει το Γκαζόν» -μιας από τις ελάχιστες γαλλικές κωμωδίες που πέτυχαν εμπορικά στην Ελλάδα- η Μπαλασκό αξιοποιεί και πάλι απλές κωμικές φόρμες, με τον πιο προβλέψιμο και αντι-κινηματογραφικό τρόπο.


    Το ενδιαφέρον θέμα της μοναξιάς και του αγοραίου ανδρικού έρωτα, εγκαταλείπεται στη μοίρα του ενώ τα αστεία θυμίζουν σχολικά ανέκδοτα. Η ίδια ωστόσο (σαφώς καλύτερη ηθοποιός από ότι σκηνοθέτης και σεναριογράφος) παίζει την αδελφή της πρωταγωνίστριας και βγάζει γέλιο στις μόνες (δυο ή τρεις) καλές κωμικές σκηνικές της ταινίας.


    Ο Καραβακά τέλος, εξαιρετικός και πολύ αγαπητός στη Γαλλία, κλέβει την παράσταση στον ρόλο του ζιγκολό. Μας θυμίζει κάτι; Στο «Παράδεισος στη Δύση» του Κώστα Γαβρά ήταν ο υπεύθυνος του ελληνικού ξενοδοχείου που είχε καταφύγει ο Ρικάρντο Σκαμάρτσιο.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
  • Γυναικείες Συνωμοσίες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γυναικείες Συνωμοσίες

    Η αντιμετώπιση κάθε εκπροσώπου του γυναικείου φύλου ως πλάσμα επικίνδυνο, εκδικητικό και μοιραίο για κάθε άντρα φαντάζει, πλέον, προκατειλημμένη, κοντόφθαλμη και απαρχαιωμένη. Εκ πρώτης όψεως, αυτές οι «Συνωμοσίες» μοιάζουν να πέφτουν στην παγίδα αυτής της φαλλοκρατικής, στερεότυπης αντίληψης: ο ήρωας τους στοιχειώνεται από θηλυκά αυταρχικά, ψυχρά, πονηρά και αμείλικτα, που τον εμπαίζουν και τον εξευτελίζουν. Καθώς όμως απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα και αποκαλύπτουν ως μοναδικό τόπο εξέλιξής τους το υποσυνείδητού του Αλέξη, οι γυναίκες τους αποκτούν πιο ανθρώπινες διαστάσεις.

    Με έδρα μια Αθήνα εκτός τόπου και χρόνου, αλλόκοτα ερημική και ήσυχη, και κινητήριο δύναμη ένα αναπάντεχο και αυτοσαρκαστικό χιούμορ (που συχνά αναγάγει το αποτέλεσμα σε υγιή κωμωδία), τα επί της οθόνης δρώμενα προσδιορίζονται ως η αναδρομική έκφραση όλων των φόβων των ανασφαλειών και των αποριών ενός συγκεκριμένου άντρα. Ενός ανθρώπου που λίγο μετά τα μισά (ή λίγο πριν το τέλος;) της ζωής του επανεξετάζει την αναπόφευκτα περίπλοκη σχέση που έχει με τη σύζυγο, την αδερφή, την κουνιάδα, την ανιψιά, αλλά και τον γιο, τον γαμπρό και τον πατέρα/πεθερό του για να αναρωτηθεί αν στάθηκε αντάξιος της έκδηλης, τελικά, αγάπης τους. Κρίμα, που όλα τα παραπάνω δεν κινηματογραφούνται με ένα πιο πρωτότυπο, φρέσκο ή τολμηρό τρόπο.

    Ιωάννα Παπαγεωργίου

  • Προσεχώς... Ζάμπλουτοι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Προσεχώς... Ζάμπλουτοι

    Το κυνήγι του χαμένου θησαυρού παίζει ο Μάθιου ΜακΚόναχι με την Κέιτ Χάντσον, και μπορεί ήδη να έχουν ανακαλύψει έναν θησαυρό αλλά εμείς αδυνατούμε να βρούμε το παραμικρό ίχνος χημείας ανάμεσά τους, καθώς και το λόγο που αποφάσισαν να ξαναδοκιμάσουν αφού το ήξεραν από την αρχή (βλέπε το πρώτο ατυχές ζευγάρωμά τους στο «Πως Να Χωρίσετε Σε Δέκα Μέρες»). Μερικοί άνθρωποι όμως δεν μαθαίνουν ποτέ, ακόμα κι αν η μαμά τους κατέστρεψε την καριέρα της παίζοντας τη χαριτωμένη και στη συνέχεια -λόγω ηλικίας- τη διαζευγμένη... Σε περίπτωση που αναρωτιέστε ακόμα πάντως, ο Μάθιου είναι τυχοδιώκτης θησαυροφάγος και η Κέιτ είναι η μέλλουσα πρώην σύζυγός του που αποφασίζει να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Εσείς καλύτερα να μην το κάνετε...

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Ιλουστρασιόν

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ιλουστρασιόν

    Ενας πολιτικός με κρυφές σεξουαλικές διαστροφές, μια δαιμόνια δημοσιογράφος, ένας ψυχίατρος, ένας μάνατζερ και μια σταρ-μαϊντανός συνθέτουν τρία ξεχωριστά σκηνικά, συχνάζουν σε «ταπεινά» μέρη όπως η προεδρική σουίτα του Χίλτον και το Μέγαρο Μουσικής και συναντώνται λίγα λεπτά πριν από το φινάλε, αφού πρώτα έχουν βρεθεί στα πρόθυρα μίας νευρικής κρίσης αποδιδόμενης στην κοινωνική τους θέση.

    Με ευγενή πρόθεση να αναδείξει και να σατιρίσει τις νευρώσεις και την παράνοια κάτω από το ιλουστρασιόν περιτύλιγμα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, ο γνωστός συγγραφέας και σεναριογράφος Διονύσης Χαριτόπουλος (Λίστα Γάμου) ακολουθεί τη συνταγή των «εμπορικών προδιαγραφών» στην πρώτη του αυτή σκηνοθετική δουλειά, επενδύοντας αποκλειστικά στη ρεαλιστική αποτύπωση της υπερβολής. Ενα διαχρονικό και επίκαιρο θέμα γίνεται πλούσια πηγή χιουμοριστικών επινοήσεων, με λαμπερά ονόματα (και τον Γιώργο Καπουτζίδη σε guest εμφάνιση εναλλακτικού θεραπευτή) και σεξουαλικές αναφορές σε μία προσεγμένη παραγωγή με απαστράπτουσες σταγόνες ειδικών εφέ. Η ευθυγράμμιση όμως της πλοκής και η μονότονη από ένα σημείο και μετά διαλογική ανταλλαγή εμμονών και ασήμαντων απωθημένων αποδεικνύουν λανθασμένη την επιλογή να δοθεί τόση βαρύτητα στο σενάριο και δεν μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για μία αυθεντικά καυστική σάτιρα ηθών.

    ΒΑΡΒΑΡΑ ΛΟΥΚΑ

  • Έγκλημα Στο Κολέγιο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Έγκλημα Στο Κολέγιο

    Σύνθετη κατασκευή, δομημένη πάνω σε μια απλή ουσιαστικά ιστορία, η δεξιοτεχνική άσκηση του Τζόνσον καταφέρνει να συνδέσει δυο ανόμοια κινηματογραφικά είδη στο ίδιο ευρηματικό πάντρεμα. Εδώ η νεανική ταινία συναντά το παραδοσιακό φιλμ νουάρ, μαθητές σχολείου συμπεριφέρονται σαν να έχουν ξεπηδήσει από μυθιστόρημα του Ντάσιελ Χάμετ, teenage ήρωες μεταμορφώνονται σε μοιραίες γυναίκες και σκληροτράχηλα πρωτοπαλίκαρα στους άδειους δρόμους μιας καλιφορνέζικης κωμόπολης, ενώ οι ενήλικες απουσιάζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον ιδιόρρυθμο μικρόκοσμο του φιλμ.

    Εχοντας απειροελάχιστα μέσα στη διάθεσή του και με ένα πάθος που βλέπεις να ξεπηδά από κάθε πλάνο, ο πρωτοεμφανιζόμενος Τζόνσον άντλησε ένα ντεμπούτο που απαντά στις ελλείψεις της πλοκής με μια εκπληκτική έμφαση στην τεχνική και την εικονογραφική αντίληψη. Μεγάλο όμως μέρος του φιλμ επωμίζεται επάξια στις πλάτες του κι ο νεαρός πρωταγωνιστής. Με μια νευρώδη ερμηνεία, ο θαυμάσιος Λέβιτ βιώνει την ταινία σωματικά και κινητικά, δυναμιτίζοντας με την παρουσία του μεγάλο μέρος της ρυθμικής και στακάτης αφήγησης. Το φιλμ ανήκει εξ ολοκλήρου σε αυτόν και τον χαρισματικό σκηνοθέτη του.

    Ο Τζόνσον φανερώνει εξυπνάδα ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο πλησιάζει το υλικό του. Μπορεί να δανείζεται από το αστείρευτο λεξιλόγιο του αρχετυπικού νουάρ, καταλήγει εντούτοις να κάνει μια δημιουργία που έχει τον δικό της χαρακτήρα, μιλά (κυριολεκτικά) τη δική της γλώσσα και κατοικεί στο δικό της, ατμοσφαιρικό σύμπαν. Ξεφεύγοντας από τη σκιά ενός απλοϊκού ιδιωματισμού, το φιλμ διαβάζεται κι ως μια εύστοχη μεταφορά πάνω στη νεανική αλλοτρίωση, με το σχολικό προαύλιο να γίνεται προθάλαμος για το σκοτάδι που επιφυλάσσει ο κόσμος των μεγάλων. Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο η ταινία αποκαλύπτει έναν μελαγχολικό τόνο που τη φέρνει πλησιέστερα στον πεσιμισμό και τη φαταλιστική διάθεση των κλασικών δημιουργιών που την ενέπνευσαν.

    ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

  • Αngel-Α

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αngel-Α

    Ο πιο εμπορικός Γάλλος σκηνοθέτης επανέρχεται με ένα ανάλαφρο διάλειμμα πριν το φιλόδοξο Ο Αρθουρ Και Οι Μινιμόι και μας καλεί να τον ακολουθήσουμε χωρίς δισταγμούς και πολύ σκέψη σε μια παραμυθένια αισθηματική κομεντί. Η συνταγή του εύκολη και δραστική: Δημιουργεί αρχικά το πρωταγωνιστικό του δίδυμο με τον απολαυστικό αντιήρωα Ζαμέλ Ντεμπούζ, όχι ιδιαίτερα έξυπνο μα τόσο χαριτωμένα επιπόλαιο και γλυκό και την εντυπωσιακή ξανθή παρουσία δίπλα του. Χρησιμοποιεί εν συνεχεία το ενδιαφέρον αλλά δυστυχώς πάντα υποκείμενο σε αυτόματες συγκρίσεις θέμα του έκπτωτου αγγέλου, «κλέβει» λίγη από τη μαγεία του Παρισιού, το οποίο θεοποιεί με την εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία και ιδού το αποτέλεσμα: Σκηνοθέτης και θεατές το διασκεδάζουν, καθώς η οπτική ομορφιά και η ανάλαφρη κωμική διάθεση δικαιολογούν τον σεναριακό παροξυσμό και καλύπτουν τραβηγμένες σκηνές- όπως αυτή του φινάλε.

    Β.Λ.

  • Epic Movie

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Epic Movie

    Το Χρονικό Της Νάρνια, οι Πειρατές Της Καραϊβικής, ο Τσάρλι Και Το Εργοστάσιο Σοκολάτας κι ο Χάρι Πότερ είναι μερικές από τις σύγχρονες «επικές» επιτυχίες που ατύχησαν να γίνουν επίκεντρο της κακόγουστης σάτιρας της ομάδας «δημιουργών» παρόμοιων ταινιών, όπως τα Scary και Date Movies.

    Χιπ- χοπ μουσικά νούμερα, γκεστ εμφανίσεις «τελειωμένων» ηθοποιών και μιμητές/ κακέκτυπα των πρωταγωνιστών των αυθεντικών ταινιών αποτελούν χαρακτηριστικά τμήματα μιας ανεγκέφαλης κινηματογραφικής παρέλασης. To θετικότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι πως δεν αποτελεί τόσο τραυματική εμπειρία όσο το περσινό Date Movie, καθώς διαθέτει μια δύο καλές ατάκες και σατιρικές ιδέες. Κατά τα άλλα, η κρίσιμη (αλλά, δυστυχώς, ρητορική) ερώτηση είναι γιατί τέτοιου είδους ταινίες φτάνουν στις ελληνικές αίθουσες.

    Κ.Α.

  • Παρέες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Παρέες

    Είναι περιττό να προσπαθήσεις να ταξινομήσεις την καινούργια ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα σε κάποιο κινηματογραφικό είδος. Ο,τι θα ξεκινήσει σαν μία ανάλαφρη κομεντί σχέσεων σε κρίση θα εξελιχθεί γρήγορα σε ένα κλειστοφοβικό θρίλερ μυστηρίου, πριν καταλήξει σε μία ριψοκίνδυνη αλλά και ταυτόχρονα γενναία βουτιά στα προσεκτικά συγκαλυμμένα άδυτα της μέσης ηλικίας.

    Θύματα μίας φαινομενικής ευδαιμονίας, αλλά στην πραγματικότητα θύματα της ίδιας τους της άρνησης να παραδεχτούν ότι έχουν αποτύχει, οι αστοί ήρωες που αποτελούν τις «παρέες» του τίτλου θα βρεθούν εν γνώσει τους παγιδευμένοι σε μία εχθρική επαρχία και συνειδητά κατηγορούμενοι για ένα έγκλημα που λίγο ενδιαφέρει, τελικά αν έχουν στ’ αλήθεια διαπράξει. Στο πρώτο μισό θα αποκαλύψουν με δισταγμό ψήγματα της προσωπικής τους «κρίσης» (προσέξτε με πόση ακρίβεια ο Γκορίτσας τούς καθοδηγεί να ανταλλάσσουν τον τρόμο με την υπεροψία και τη σύγχυση με μία πρόφαση coolness). Στο δεύτερο θα σταθούν αντιμέτωποι σώμα με σώμα και πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στις φοβίες και τις επιθυμίες τους (χωρίς ίχνος προκατασκευασμένης υστερίας και ξεχειλωμένων ντεσιμπέλ). Και, διασχίζοντας ολόκληρη τη διαδρομή από την υποκρισία στην εξομολόγηση - ειρωνικά και εύστοχα την ίδια στιγμή που στο «φόντο» διαδραματίζεται η Μεγάλη Εβδομάδα - θα σταθούν υπόλογοι πρωτίστως απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους, αναζητώντας νομοτελειακά τη δική τους Ανάσταση.

    Ο Γκορίτσας αγαπάει τους ήρωές του. Τους κατανοεί, τους κρίνει, τους ωθεί στα άκρα, αλλά περισσότερο από οτιδήποτε τους γνωρίζει σχεδόν καλύτερα και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Και αυτό δεν μπορεί παρά να του χρεωθεί ως μία πράξη καθαρής γενναιοδωρίας, ειδικά όταν έχει προαποφασίσει πως θα τους ακολουθήσει πιστά μέχρι το όποιο τέλος. Στην καλύτερη και πιο ώριμη στιγμή της έτσι κι αλλιώς ξεχωριστής φιλμογραφίας του, δεν εγκαταλείπει παρά μόνο παροδικά την κοφτερή ενδοσκόπησή του στα θέλω και τα γιατί της γενιάς του, διατηρώντας πάνω από το σκοτάδι στο οποίο θα βυθιστούν οι ήρωές του μία ελαφρότητα τόσο αποκαλυπτική, ώστε θα τη ζήλευε ακόμη και ο (συχνά ανάλογου ύφους και σεναριακών ενδιαφερόντων) Κλοντ Σαμπρόλ. Κι υπογράφοντας, τελικά, ένα αταξινόμητο και ευφυές φιλμικό παιχνίδι αντιθέσεων και προσωπικών «παθών».

    ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ

  • Thank You For Smoking

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Thank You For Smoking

    Αχαρη δουλειά να (κάνεις πως) υπερασπίζεσαι και να προωθείς κάτι το ηθικά αστήριχτο, πόσο μάλλον χωρίς να χάνεις την ψυχραιμία, την αυτοπεποίθηση και τελικά τη συνείδησή σου.

    Οπως και να ‘χει, όμως, δουλειά είναι, και κάποιος πρέπει να την κάνει. Στην περίπτωση της καίριας επιθετικής σάτιρας του Τζέισον Ράιτμαν (ο γιος του Αϊβαν), ο κατ’ επάγγελμα προπαγανδιστής είναι ο Νικ Νέιλορ και δουλειά του να προστατεύσει την ημερήσια παραγωγική διάταξη των καπνοβιομηχάνων από αντίπαλα συμφέροντα.

    Πολύ γρήγορα και ρυθμικά, στο πρώτο κιόλας δεκάλεπτο αυτής της συντομότατης σε διάρκεια αλλά μασίφ σε περιεχόμενο κωμωδίας διαχρονικών καπιταλιστικών ηθών, θα αντιληφθούμε ότι ουδείς από εκείνους που συναναστρέφονται ή πολεμούν τον Νικ δεν είναι αθώος. Σε κανέναν δεν επιτρέπει σταγόνα μακαριότητας το σενάριο του Ράιτμαν (από βιβλίο του Κρίστοφερ Μπάκλετ), ούτε στους δύο μοναδικούς «φίλους» του Νικ (η μια εκπροσωπεί τη βιομηχανία ποτών, ο άλλος των όπλων), ούτε στο αφεντικό, τον Βαρόνο των Καπνών (που αργοπεθαίνει από εμφύσημα), ούτε στη δημοσιογράφο γκόμενά του (που τελικά θα αποπειραθεί να τον ξεφτιλίσει δημόσια), ούτε στον παραγωγό του Χόλιγουντ ή τον καρκινοπαθή πρώην «καουμπόι» των διαφημίσεων της Marlboro (και οι δύο θα εξαγοραστούν με χαρακτηριστική ευκολία), ούτε φυσικά στον ψηφοθήρα, δήθεν σταυροφόρο γερουσιαστή (που χρησιμοποιεί παιδάκια με καρκίνο για να δικαιολογεί τις θέσεις του).

    Μέσα σ’ αυτό τον καταιγισμό των διασταυρούμενων πυρών, ο μόνος που έχει το (αυτονόητο) δικαίωμα να διερωτάται για το τι είναι σωστό και τι λάθος - βάζοντας και εμάς να τεστάρουμε τη θέση μας - είναι ο 10χρονος γιος του Νικ. Είναι το ηθικό επίκεντρο μιας υπερφορτωμένης ίσως με χαρακτήρες και ελιγμούς, αλλά αναζωογονητικής σε ανησυχία και ξεκάθαρης στο λόγο κοινωνικής σάτιρας, που δε διστάζει να βάλει στο ίδιο τσουβάλι το πολιτικά ορθό με το μη ορθό, για να υπενθυμίσει πως των πολιτικών επιλογών προηγούνται πάντα οι ηθικές.

    ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ

  • Λούφα Και Παραλλαγή: Σειρήνες Στο Αιγαίο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Λούφα Και Παραλλαγή: Σειρήνες Στο Αιγαίο

    Μια βραχονησίδα γίνεται τόπος συνάντησης ανάμεσα σε έξι στρατιώτες και τους επιβάτες μιας τουρκικής θαλαμηγού.

    Εχουν περάσει είκοσι ένα χρόνια από την φίνα χιουμοριστική επέλαση της Λούφας και η άτυπη αυτή συνέχειά της επικαλείται την ίδια φόρμουλα φανταρίστικου χαβαλέ και πολιτικής σάτιρας σε μια ιστορία που εμπλέκει το άγχος μιας πολεμικής σύρραξης με το ευρύτερο ελληνικό παράλογο - αγαπημένη θεματική και εμμονή του σκηνοθέτη. Το πρώτο που μπορεί να πει κανείς για την ταινία είναι πως αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα του πώς να σκιτσάρεις και να χειριστείς ακριβοδίκαια μια ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων, αντιμετωπίζοντας τους πάντες ως ένα οργανικό σύνολο. Οι Σειρήνες είναι ταυτόχρονα κι ένα μάθημα θαυμάσιας επιλογής ηθοποιών και διανομής ρόλων. Ο Περάκης αντλεί από το ταιριαστό ερμηνευτικό επιτελείο που έχει στρατολογήσει για να πλάσει αξιομνημόνευτες ιδιοσυγκρασίες, προικίζοντάς τες κατόπιν με ολοζώντανους και αυθεντικούς διαλόγους, σπιρτόζικες ατάκες και μια αίσθηση οικειότητας.

    Η ταινία του χτίζεται γεμάτη σκηνοθετική σιγουριά γύρω από μια εξαιρετική πρώτη ώρα, όπου το κωμικό timing και η σκιαγράφηση του μικρόκοσμου και των σχέσεων μεταξύ των ηρώων έχει την αλάνθαστη ακρίβεια ρολογιού. Μπορεί το σενάριο να χάνει προοδευτικά τη διάθεση και τον αυθορμητισμό του, ο Περάκης δεν παύει ωστόσο λεπτό να αντλεί τη σωστή κωμωδία από τις σταθερές εγχώριές μας ψυχώσεις. Το φιλμ του δεν τρέφει παρόλα αυτά ψευδαισθήσεις: Αστεία ή σοβαρά, τα πάντα στην πλοκή, όπως και στη δική μας πραγματικότητα, κρέμονται διαρκώς από μια εύθραυστη, παρανοϊκή κλωστή. Αρκεί μια απότομη κίνηση και όλα καταλήγουν στο κενό. Αυτή είναι μολαταύτα και η ουσία της τέχνης του Περάκη. Περπατά άφοβα πάνω στο λεπτό σκοινί που χωρίζει το κωμικό από το δραματικό, ξέροντας πως πίσω από το διαβρωτικό χιούμορ καιροφυλακτεί άγρυπνο το μεγάλο εθνικό μας σαράκι.

    ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

  • Superbad

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Superbad

    Η μετριότητα στην Αμερική είναι σαν μια κατάρα που σε κυνηγάει σε κάθε έκφανση της κοινωνικής σου ζωής. Τα πράγματα για τους έφηβους είναι ακόμα πιο δύσκολα από την απλοϊκή σύνοψη της επιτυχίας του Τόνι Μοντάνα στον «Σημαδεμένο» με τη φράση «πρέπει πρώτα να κάνεις λεφτά. Όταν παίρνεις λεφτά, παίρνεις δύναμη. Όταν έχεις δύναμη, παίρνεις τις γυναίκες». Η ζωή ενός επιτυχημένου έφηβου στην Αμερική πρέπει να ακολουθεί πιστά τους κανόνες που είχε θέσει το «Popular» των Nada Surf πριν καμιά δεκαριά χρόνια: "Θα πρέπει να έχεις το δικό σου αμάξι, να παίζεις στην ομάδα του American Football του σχολείου σου, να μην έχεις περιττά κιλά, να είσαι γυμνασμένος, να έχεις το σωστό attitude και ακολουθείς ένα σωρό άλλους cool περιορισμούς..."

    Η παρέα που πρωταγωνιστεί στο «Superbad» ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγόρια εφήβων. Ο Σεθ, ο Έβαν και ο Φόγκελ έχουν look σπασίκλα, άθλια σώματα και περίεργες για την ηλικία τους ανησυχίες. Το «Superbad» είναι ένας αντι-cool θρίαμβος για μια γενιά που είναι απίστευτα καταπιεσμένη από τα εξωφρενικά πρότυπα που τους έχουν επιβληθεί με το ζόρι. Το «Superbad» είναι η καλύτερη απάντηση στο επιτηδευμένο φτηνό χαβαλέ του «American Pie» και των κωμωδιών της σειράς. Το «Superbad» είναι ο καθρέφτης των εφήβων που περνούν καλά χωρίς να ασχολούνται με το εύκολο σεξ και τα ακριβά αμάξια.

    Η κωμωδία του Γκρεγκ Μοτόλα πάνω από όλα έχει πλοκή, σκηνοθεσία και κοινωνική σάτιρα σωστά συνδυασμένη με το σαρκασμό και τον εφηβικό χαβαλέ. Το σενάριο του «Superbad» μπορεί να μην ξεφεύγει από τους αναγκαστικούς συμβιβασμούς μιας εμπορικής παραγωγής, αλλά σε διασκεδάζει, σε κάνει να γελάς με την καρδιά σου και σε αναγκάζει να σκεφτείς αν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από τα αληθινά αισθήματα. Το αμερικανικό χιούμορ βρήκε τον σωτήρα του στο πρόσωπο του Άπατοου (που είναι παραγωγός της ταινίας) και τον ήρωα του στην x-large φιγούρα του Τζόνα Χιλ. Τελικά, αυτή η κωμωδία δεν είναι καθόλου Superbad...


    Γιάγκος Αντίοχος

    antiochos@pegasus.gr

  • Ένας Για Όλες

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ένας Για Όλες

    Σε κάθε καινούργια σεξοκωμωδία που έρχεται από την πρωτεύουσα της ρεπλίκας (που λέγεται Χόλιγουντ), πας στην αίθουσα με μια και μόνη ανεκπλήρωτη ελπίδα.

    Να δεις κάτι έξυπνο, κάτι διαφορετικό ή έστω κάτι συμπαθές. Η προσμονή σου αυτή δυστυχώς παραμένει σταθερά στο χώρο του φαντασιακού και μάλιστα με μηδαμινές ελπίδες να γίνει κάποια στιγμή πραγματικότητα. Δηλαδή κάτι σαν να έχεις ραντεβού με τον Γκοντό...

    Στα της ταινίας τώρα.... στο «Ένα Για Όλες» η συνάντηση με το κοινότοπο είναι αναπόφευκτη και το σεξ ξεπροβάλλει ως αναπόφευκτο «κακό» για να κόψει η ταινία μερικά εισιτήρια παραπάνω (ειδικά εάν έχεις την Τζέσικα Άλμπα στο καστ).

    Ο Τσάρλι λοιπόν είναι ένας sexy οδοντίατρος που έχει το χάρισμα να ρίχνει με ευκολία τις γυναίκες. Όμως, τα πάντα έχουν το τίμημά τους (ακόμα και στο Χόλιγουντ!). Όποια γυναίκα πάει με τον Τσάρλι παντρεύεται τον επόμενο εραστή που θα βρεθεί στο δρόμο της. Όλα αυτά μέχρι να βρεθεί η Καμ (μην πάει ο νου σας στο πονηρό λόγω... ονόματος), που ο άτακτος Τσάρλι δεν θέλει να την χάσει.

    Το χιούμορ κρατιέται βασανιστικά σε κάτω του μετρίου επίπεδα, ο Ντέιν Κουκ κάνει ότι μπορεί και η Τζέσικα Άλμπα ερμηνεύει για μια ακόμη φορά τη χαζογκόμενα. Αν σε όλα αυτά προσθέσεις και την αδιάφορη σκηνοθεσία του Μαρκ Χέλφρικ, τότε το μόνο που μένει είναι να γελάσεις με κανένα πιασάρικο αστείο (αν το καταφέρεις ακόμα και αυτό)...

    Γιάγκος Αντίοχος
  • Τα Παιδιά Της Χορωδίας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Παιδιά Της Χορωδίας

    Το είδος γνωστό, σχεδόν τόσο ώστε να μην χρειάζεται καν μία σύνοψη της ταινίας. Δάσκαλος εμπνέει τους μαθητές του. Το έχουμε δει, το έχουμε αγαπήσει. Πολλές φορές. Γιατί λοιπόν άλλη μία; Μία πρώτη απάντηση θα ήταν ότι δεν χορταίνουμε να βλέπουμε τέτοιες ιστορίες, ίσως γιατί κατά βάθος όλοι θα επιθυμούσαμε να είχαμε καθηγητές όπως ο Κλεμάν Ματιέ. Ναι, αλλά είναι αυτός ο λόγος αρκετός για να δικαιολογήσει τη θέαση άλλης μίας ανάλογης ταινίας; Και αν όχι, ποιoς είναι;

    Μα φυσικά ο ίδιος, βασικός λόγος που παρακολουθούμε την οποιαδήποτε ταινία: επειδή ταυτιζόμαστε με τους πρωταγωνιστές. Μας ενδιαφέρει το αν ο αξιαγάπητος Πεπινό θα βρει ένα σπίτι και μια ζεστή οικογένεια να τον φροντίζει. Ή το τι απέγινε ο Κλεμάν, όπως ρωτάει ο -διάσημος πλέον μαέστρος- Πιερ στην αρχή της ταινίας. Νιώθουμε μια συμπάθεια ακόμα και για τον σκληρό διευθυντή της σχολής όταν παραδέχεται ότι είχε «άλλες φιλοδοξίες». Νιώθουμε, άρα ταυτιζόμαστε.

    Ο Μπαρατιέ σκηνοθετεί με λιτότητα και ακρίβεια, δείχνοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο σενάριο- και καλά κάνει. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με αφηγηματική συνέπεια και λογική, καθορίζοντας από νωρίς τη δομή της ταινίας. Εκείνο όμως που κάνει τη διαφορά είναι η ζεστασιά και η ειλικρίνεια που αποπνέουν οι ερμηνείες των ηθοποιών, από τα παιδιά μέχρι τον Καντ Μεράν και τον Ζεράρ Ζινιό. Σε ένα φιλμικό περιβάλλον που, αν μη τι άλλο, προσφέρεται για τη δημιουργία καρικατούρων, οι χαρακτήρες παρουσιάζονται απόλυτα πειστικοί και βαθιά ανθρώπινοι. Μας κάνουν να αισθανόμαστε τις φιλοδοξίες τους, τις μικρές τους ιδιοσυγκρασίες, τα ανομολόγητα πάθη τους. Χαιρόμαστε όταν χαίρονται και λυπόμαστε με τις ήττες τους. Ακόμα κι όταν δρουν εγωιστικά, δεν βιαζόμαστε να τους κατακρίνουμε γιατί αναγνωρίζουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας σε αυτούς. Πού αλλού (εκτός ίσως από τον καναπέ της ψυχανάλυσης...) θα αναγκαζόμασταν να κοιτάξουμε κατάματα την ίδια μας την ψυχή; Μόνο στο σινεμά.

    ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΥΛΟΣ

  • Ο Τσάρλι Και Το Εργοστάσιο Σοκολάτας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Τσάρλι Και Το Εργοστάσιο Σοκολάτας

    Πέντε τυχερά παιδιά κερδίζουν μία περιήγηση στο κλειστό εργοστάσιο σοκολάτας του εκκεντρικού Γουίλι Γουόνκα.

    Το έχουμε ξαναπεί: τα παραμύθια είναι σκοτεινή υπόθεση. Το δάσος δεν είναι μέρος για Χιονάτες κι ο πρίγκιπας δεν παντρεύεται ποτέ τη Μικρή Γοργόνα. Αλλους λόγους εξυπηρετούν όλοι αυτοί οι θρύλοι που κουβαλάμε από γενιά σε γενιά: μέσα από αλλόκοτους, νεραϊδοπαρμένους κόσμους τα πιτσιρίκια καλούνται να μάθουν να ξεχωρίζουν το κακό, τον κίνδυνο, το τέρας. Δράκοι, μάγισσες και κακοί λύκοι επιστρατεύονται για να αναλάβουν το ρόλο του μπαμπούλα, να επωμιστούν τις ευθύνες για τα δεινά της ενήλικης ζωής, να αποτελέσουν το παράδειγμα προς αποφυγή.

    Μέχρι που έρχεται ο Τιμ Μπάρτον. Τα δικά του κινηματογραφικά παραμύθια ντύνονται με γκρίζους ουρανούς τυπωμένους σε μουντό σελιλόιντ, γοτθικά σκηνικά και στραβά κάδρα. Πλησιάζουν με τόλμη, τρέλα και απαράμιλλη τρυφερότητα το παρεξηγημένο, το τρομαχτικό, το αποτρόπαιο, επιλέγοντας να φωτίσουν τον πραγματικό πρωταγωνιστή: το έξω- από- εδώ τέρας. Από το αγόρι του σχολείου με τα ψαλιδοχέρια μέχρι το παρατημένο μωρό Πιγκουίνο, ή τον ψεύτη πατέρα που κυνηγάει υγρές χίμαιρες, τα τέρατα εξανθρωπίζονται μέσα από τις ουλές, τα ελαττώματα και τις αμαρτίες τους και για έναν- όχι και τόσο παράξενο- λόγο καταλήγουν να γίνονται οι μόνοι ήρωες που μπορούμε πραγματικά να αγαπήσουμε.

    Αυτό κάνει και εδώ. Μας συστήνει τον «ήρωα» πιτσιρίκο, ως «ένα αγοράκι που δεν είναι ούτε πιο έξυπνο, ούτε πιο ταλαντούχο». Εχει όμως και αυτό δικαίωμα στην τύχη και γι αυτό κερδίζει μία ολονύχτια περιήγηση/ περιπέτεια στο μαγικό εργοστάσιο σοκολάτας ενός εκκεντρικού ζαχαροπλάστη. Προτού η κάμερα του Μπάρτον αφεθεί να καταδιασκεδάσει με τον ζαχαρωμένο πολύχρωμο κόσμο των σοκολατένιων καταρρακτών, μας ξεναγεί στον γήινο κόσμο ασφάλειας και θαλπωρής του μικρού πρωταγωνιστή: το σπίτι του- μια ετοιμόρροπη παράγκα, με στριμωγμένα δωμάτια και στραβούς τοίχους- και η οικογένειά του- ο άνεργος πατέρας, η κουρελιασμένη μητέρα και τα δύο ζευγάρια των ξοφλημένων από την κοινωνία παππούδων και γιαγιάδων. Ετσι, όταν καταλήγουμε στο «τέρας», είμαστε πια υποψιασμένοι: ο ιδιοσυγκρασιακός Γουίλι Γουόνκα με τα ατσαλάκωτα glam κουστούμια είναι σίγουρα κάποιος που μοιάζει λίγο περισσότερο στον Μάικλ Τζάκσον απ όσο θα ήθελες, για να του εμπιστευτείς το παιδί σου, αλλά αυτό ακριβώς πρέπει να σε υποψιάσει, για να ψάξεις πίσω από το σβησμένο βλέμμα και το πλαστικά αστραφτερό χαμόγελο.

    Οταν ο Τσάρλι κοιτάει τον Γουίλι, όταν ο ήρωας κοιτάει το τέρας, βλέπει τον εν δυνάμει εαυτό του. Και γι αυτό τον καταλαβαίνει. Οταν εμείς κοιτάμε την οθόνη, βλέπουμε τον Μπάρτον να μας κλείνει το μάτι. Στα παραμύθια όπου έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τις πληγές του και, αν δεν μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω, απλά τις γλυκαίνει με ένα κομμάτι σοκολάτας, όλοι έχουμε δικαίωμα στο happy end...

    ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

  • Κυρίαρχος Του Παιχνιδιού

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Κυρίαρχος Του Παιχνιδιού

    Ουκρανός μετανάστης στις ΗΠΑ γίνεται ο κυρίαρχος λαθρέμπορος όπλων, ενώ η προσωπική του ζωή καταρρέει.

    Τα σοβαρότερα και πιο αμφιλεγόμενα θέματα προσελκύουν ανέκαθεν το ενδιαφέρον του Αντριου Νίκολ. Από την κλωνοποίηση του Gattaca και το προφητικά οργουελικό Truman Show, στο ακόμα πιο ρεαλιστικά φλέγον ζήτημα της αγοραπωλησίας όπλων. Ο Γιούρι, αμάλγαμα των αληθινών μεγαλύτερων λαθρεμπόρων όπλων, μιλά απευθείας στον θεατή και αφηγείται την ιστορία του. Αφήνει «ελπίδες» πως έχει συνείδηση, όμως αυτές σιγά-σιγά αναιρούνται από τις, κατά τον ίδιο, αναπόφευκτες πράξεις του. Αλλά πώς συνοψίζεις την «σοφία» του ίσως πιο καταλυτικού «επαγγέλματος» στον κόσμο μέσα σε δυο κινηματογραφικές ώρες; Ο Νίκολ έχει ασφαλώς πολλά να πει- και να σχολιάσει. Με μια ταινία που θα κυμαινόταν ανάμεσα στο θρίλερ και την ρεαλιστική περιπέτεια, το νόημά της θα χανόταν μέσα στη δυσπιστία και την ενδεχόμενη παρερμηνεία της ως σοβαροφανές κήρυγμα. Ετσι, η σάτιρα γίνεται το κυριότερο και αμεσότερο όπλο του, καθώς η ματιά του Νίκολ σ' ένα καίριο θέμα της φιλοπόλεμης, τρομολάγνας εποχής μας, αποτελεί ισχυρό τονωτικό....

    Κατερίνα Ανδρεάκου

  • Εlizabethtown

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εlizabethtown

    Παταγωδώς αποτυχημένος νεαρός καταφθάνει στη γενέτειρα του άρτι πεθαμένου πατέρα του για να κανονίσει την κηδεία και(ξανα)βρίσκει το νόημα της ζωής.

    Δεν είμαι από αυτούς που ενοχλούνται από την επίμονη αισιοδοξία του Κάμερον Κρόου. Αισθάνομαι ότι η... εμμονή του να βλέπει το ποτήρι πάντα μισογεμάτο είναι απολύτως ειλικρινής, ανεπιτήδευτη και αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα του τόσο ως ανθρώπου (όπως διαπίστωσα πρόσφατα στη Βενετία), όσο και ως δημιουργού.

    Εξάλλου, μέχρι τώρα, οι ήρωές του, ανεξάρτητα από τις όποιες αδυναμίες των ταινιών του (μετά το -αριστούργημά του- Τζέρι Μαγκουάιρ, τόσο το Σχεδόν Διάσημοι όσο και το Vanilla Sky φλυαρούσαν ασύστολα, ενώ σίγουρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν απόλυτα πετυχημένες ή ολοκληρωμένες ταινίες) κέρδιζαν το happy end τους. Ολοι τους λίγο ή πολύ έφταναν στο χείλος του γκρεμού, βίωναν μια απώλεια ή ένα ισχυρό σοκ και έβρισκαν τη δύναμη να ορθοποδήσουν, επαναπροσδιορίζοντας τη ζωή τους. Στο Elizabethtown, όμως, τίποτα δεν κερδίζεται. Ο Ντρου, έτσι όπως τον ενσαρκώνει μουδιασμένα και... μονοτονικά ο Ορλάντο Μπλουμ, είναι απλά τυχερός. Που γνώρισε την εκκεντρική αεροσυνοδό, η οποία δεν λέει να τον αφήσει σε ησυχία. Που επανασυνδέθηκε με τους θεοπάλαβους συγγενείς και συγχωριανούς του πατέρα του, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την κηδεία ως αφορμή για γιορτές και πανηγύρια. Που ένα ατύχημα μετέτρεψε τα αθλητικά παπούτσια που σχεδίασε σε επιτυχία.

    Μετά από 138 λεπτά ακατάπαυστης, όσο και αλλοπρόσαλλης αμπελοφιλοσοφίας, απίθανων καταστάσεων που δεν πείθουν στο ελάχιστο ούτε ως ρεαλιστικές, ούτε ως σουρεαλιστικές, συνεχείς, αδικαιολόγητες και άγαρμπες εναλλαγές ύφους (γλυκόπικρο υπαρξιακό δράμα αρχικά, κοινωνική σάτιρα στην πορεία, ρομαντική κομεντί περιστασιακά, νοσταλγικό road movie αργότερα και ούτω καθ εξής...) οι μικρές, ανεκτίμητες χαρές και η γυναίκα της ζωής του πέφτουν στην αγκαλιά του Ντρου ως μάννα εξ ουρανού. Σε ένα φιλμ που θέλει να τα πει όλα, αλλά δεν ξέρει να μιλήσει...

    Ιωάννα Παπαγεωργίου

  • Straight Story

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Straight Story

    Ορμώμενοι από την ιδέα της αντιστροφής των κοινωνικών στερεότυπων και ταμπού, δύο ηθοποιοί -ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης και η Εφη Μουρίκη- περνούν για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα με στόχο τη σάτιρα. Ο,τι δεν είναι έτοιμος ο (συντηρητικός ακόμη στη βάση και στις ηθικές αρχές το) ελληνικός κοινωνικός περίγυρος να δεχτεί γίνεται εδώ καθεστώς, καθώς ένα αγόρι σοκάρει τους μπαμπάδες του, που τον θεωρούν ανώμαλο γιατί είναι στρέιτ.

    Ο έρωτας, όμως, του νεαρού για τη μέχρι στιγμής γκέι φίλη του δεν πείθει ποτέ τα μάτια και το μυαλό μας, όπως, για παράδειγμα, πετυχαίνει να κάνει η μαχαιριά του Αλέκου Συσσοβίτη στον Θοδωρή Αθερίδη (ένα μαυρόασπρο κλείσιμο του ματιού στη Στέλλα, που ανάγεται στην πιο εμπνευσμένη σκηνή όλου του φιλμ). Κι αυτό γιατί όσο έξυπνη ή ανατρεπτική κι αν είναι η ιδέα των δύο πρωτοεμφανιζόμενων στο σινεμά σκηνοθετών και σεναριογράφων, η ερωτική χημεία μεταξύ των δύο νεαρών πρωταγωνιστών δεν υπάρχει. Το φταίξιμο επωμίζεται η αφηγηματική αδυναμία της ταινίας, που ανακυκλώνεται γύρω από πανομοιότυπα ευτράπελα (ελάχιστα κωμικά στο σύνολό τους), αλλά και η σκηνοθετική απειρία του διδύμου, το οποίο τελικά δεν τολμά ποτέ κάποια πραγματική κατά μέτωπο επίθεση στο κοινωνικό κατεστημένο.

    ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

  • Ο Θείος Μου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Θείος Μου

    Αν το Playtime είναι το αριστούργημα του Ζακ Τατί, Ο Θείος Μου, πέρα από προάγγελος της ταινίας αυτής, αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο αστεία στιγμή σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Γάλλου σκηνοθέτη.

    Με τη χαρακτηριστική καμπαρτίνα, την αιώνια πίπα και το ασύμβατα ανάλαφρο βάδισμα, ο κύριος Ιλό μοιάζει με έναν αγαθό γίγαντα ο οποίος αντιμετωπίζει κάθε εμπόδιο με έκπληξη και απορία. Η επιμελημένη αγαρμποσύνη με την οποία ο Τατί / Ιλό σπέρνει την καταστροφή στο άψογα σχεδιασμένο φουτουριστικό, οικιακό περιβάλλον των συγγενών του είναι ένα θαύμα επιτυχημένου συντονισμού οπτικών και ηχητικών γκαγκ. Ο Θείος Μου είναι, με άλλα λόγια, ο ορισμός του σωστού -κινηματογραφικού - timing.

    Οσο αυθόρμητη μοιάζει ωστόσο η αλληλουχία κωμικών καταστάσεων, τόσο βεβαιώνεται κανείς για την ιδιοφυϊα και τον περφεξιονισμό αυτού που κινεί τα νήματα. Σχεδόν χωρίς καθόλου λόγια, αλλά με αλάνθαστο ένστικτο, ο Τατί χορογραφεί τη σωματική κωμωδία όπως δεν κατάφερε κανείς μετά από αυτόν, απαλλάσσοντάς την ολοκληρωτικά από τους χονδροειδείς περιορισμούς που επιβάλλει συχνά το είδος αυτό για να προκαλέσει το γέλιο. Οσο για την αξιολάτρευτη περσόνα-alter ego του, αυτή εξυψώνεται πέρα από τις πρακτικές ανάγκες και δυσκολίες ενός ψυχρού και ωφελιμιστικού κόσμου και, ως κωμική φιγούρα, στέκεται αντάξια δίπλα σε έναν Σαρλό ή έναν Μπάστερ Κίτον.

    Μέσα από τις περιπέτειες του κυρίου Ιλό και την αδυναμία προσαρμοστικότητάς του, ο Τατί επιβεβαιώνει ξεκαρδιστικά αυτό που ήδη γνωρίζουμε: ο κόσμος μας είναι -συχνά άσκοπα- σύνθετος και παράλογος. Η αντιμετώπισή του, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά, με γνήσια απορία και αφοπλιστική αφέλεια, είναι ίσως, τελικά, ο μοναδικός αγνός τρόπος επιβίωσης.

    Θανάσης Πατσαβός

  • Ένας Θάνατος Σε Μια Κηδεία

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ένας Θάνατος Σε Μια Κηδεία

    Το βρετανικό χιούμορ έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό που διαπνέει και τον λαό του νησιού, την κυνικότητα. Οι κηδείες ανέκαθεν αποτελούσαν για τους Άγγλους αγαπημένο θέμα σάτιρας, για τον απλούστατο λόγο ότι μπορούν μέσα από μια τόσο ψυχοφθόρα διαδικασία να «χύσουν» το κωμικό φαρμάκι τους . Ο Φρανκ Οζ αφήνει το αγαπημένο του Χόλιγουντ και γυρίζει στην Αγγλία με ένα και μόνο σκοπό... Να γυρίσει ένα φιλμ που να αποκαλύπτει τα δυνατά σημεία του βρετανικού φλέγματος, που έχουμε γνωρίσει μέσα από τους Μόντι Πάιθονς και την Μαύρη Όχια.

    Σε ένα θεατρικό σκηνικό (σχεδόν ολόκληρη η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα σπίτι) ο Οζ αφήνει τις καταστάσεις να φέρουν το αβίαστο γέλιο και δίνει στα αμερικανόφερτα γκαγκς το ρόλο του κομπάρσου. Χάπια acid, καρικατούρες καλεσμένοι και ο απρόσκλητος νάνος εραστής του νεκρού μετατρέπουν το στερνό αντίο σε μια διαρκή φάρσα. Η τυπική «ψυχρή» βρετανική συμπεριφορά των συγγενών απλά κάνει τα πράγματα να φαίνονται ακόμα πιο αστεία. Το σενάριο επιδίδεται σε ένα απίστευτο unpolitically correct χιούμορ, απελευθερώνοντας τον Οζ από τις αυστηρές προδιαγραφές του Χόλιγουντ. Το «Ένας Θάνατος Σε Μια Κηδεία» ξεχωρίζει μέσα στους καιρούς του ανόητου blockbuster γέλωτα. Αυτό το happy end να μην υπήρχε...

    ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ

  • Θα Κλέψω Τη Νύφη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Θα Κλέψω Τη Νύφη

    Νικητής στο χλιαρό μέχρι τώρα αγώνα των ρομαντικών κομεντί (27 Φορέματα, Τζακ Ποτ στον Έρωτα) αναμασά ευχάριστα όλα τα γνωστά κλισέ που μάθαμε να αγαπάμε από τότε που Ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι ? αυτή τη φορά όμως με ένα σκοτσέζικο twist. Ο Τομ είναι αμετανόητος εργένης με πανάκριβο διαμέρισμα και πολυτελές lifestyle. Η Χάνα είναι η μοναδική γυναίκα που του αντιστάθηκε στα κολεγιακά του χρόνια με αποτέλεσμα να πάρει προαγωγή σε καλύτερή του φίλη, παρόλο που είναι, ήταν και θα παραμείνει τρελά ερωτευμένη μαζί του. Κι εκεί που η αίσθηση του déjà vu (το χουμε ξαναδει το παραμύθι) έχει αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα τη νύστα, Σκωτσέζος γαμπρός τη ζητάει ανέλπιστα σε γάμο και μας φτιάχνει τη διάθεση.

    Ο Τομ χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του, συνειδητοποιεί ( ω, ποία έκπληξη!) ότι η Χάνα είναι η γυναίκα της ζωής του και δέχεται να αναλάβει χρέη παράνυμφου προκειμένου να της αλλάξει γνώμη. Κατά περίεργο τρόπο αρκετά από τα αστειάκια της - υπερβολικά πολυπληθής για ένα τέτοιο εγχείρημα - σεναριογραφικής ομάδας βρίσκουν το στόχο τους, πριν το πρωταγωνιστικό δίδυμο μπει στην τελική ευθεία για το προκαθορισμένο φινάλε. Η Μόναχαν παραμένει γοητευτική παρά τις χαμηλές απαιτήσεις τους ρόλου της (όπου καλείται βασικά να χαμογελάει και να ντύνεται συντηρητικά για να καμουφλάρει την ομορφιά της) και ο Πάτρικ Ντέμπσεϊ ακόμα να μπαγιατέψει όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από τότε που σέρβιρε στα πλήθη Γρανίτα από Λεμόνι. Σίγουρα όχι καλογραμμένο, αλλά τουλάχιστον συνεπές και χαριτωμένο.

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Ψωνίζω, άρα Υπάρχω

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ψωνίζω, άρα Υπάρχω

    Περίεργος ο συγχρονισμός της κυκλοφορίας της ταινίας, μιας και η οικονομική κρίση οδήγησε σε ουκ ολίγες βιαστικές αναγνώσεις της ταινίας, η οποία αν μη τι άλλο κάνει μια συμπαθητική δουλειά στην απεικόνιση του εθισμού της ηρωίδας ως διαβρωτικού για τις σχέσεις της με τους γύρω της και τον εαυτό της.


    Οι επιθυμίες της είναι απολύτως ξεκάθαρες και παρουσιάζονται δίχως να χρωματίζονται κολακευτικά (θα βρει κανείς εδώ υποψίες πικρού ρεαλισμού) αλλά και δίχως να νιώθει η ταινία την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους της.


    Μέρος της φρεσκάδας του όλου εγχειρήματος έρχεται από την απενοχοποίηση της λατρείας του βλαβερού, αλλά ένα μεγαλύτερο οφείλεται αποκλειστικά στην πρωταγωνίστρια Αϊλα Φίσερ. Η οποία αφού έκλεψε την παράσταση στους "Γαμομπελάδες", σηκώνει εδώ για πρώτη φορά πάνω της μια ταινία, μαγνητίζοντας με χαμόγελα και πονηρής αθωότητας βλέμματα καθώς προσδίδει στον χαρακτήρα της μια αίσθηση δυναμισμού αλλά και αξιαγάπητου σλάπστικ.

    Χάρη στην παρουσία της και μόνο, η ευχάριστη κομεντί του Π. Τζ. Χόγκαν βρίσκεται ένα επίπεδο πιο πάνω από το οποιοδήποτε αντίστοιχο όχημα της Κέιτ Χάντσον. Ή και από το ίδιο το κινηματογραφικό "Sex & the City", για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας.


    ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

  • Μάρλεϊ, Ένας Μεγάλος Μπελάς

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μάρλεϊ, Ένας Μεγάλος Μπελάς

    Η ταινία "Marley & Me" αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά, με αστεία διάθεση, των απομνημονευμάτων του Τζον Γκρόγκαν, αρθρογράφου της Philadelphia Inquirer, με ήρωα το λαμπραντόρ του, τον Μάρλεϊ, ο οποίος του έδωσε αληθινά μαθήματα ζωής.


    Καθαρή αμερικανική εφεύρεση, το υποείδος της ρομαντικής κωμωδίας που ασχολείται με την εκπαίδευση νιόπαντρων ζευγαριών ώστε κάποια μέρα να γίνουν το all american family που επιθυμούν, έχει χρησιμοποιήσει στο παρελθόν στον ρόλο του «εκπαιδευτή» από νευρωτικές μπέιμπι σίτερς μέχρι στοιχειωμένα σπίτια και καλοκάγαθα φαντάσματα.

    Στην καινούργια ταινία που υπογράφει ο δημιουργός του «Ο Διάβολος Φοράει Ρrada» τον δύσκολο ρόλο αναλαμβάνει ένα λαμπραντόρ που είναι αδύνατον να εκπαιδευτεί αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα κάνει το ζευγάρι των Ουίλσον - Ανιστον να σταματήσει να ανησυχεί και να αγαπήσει τα παιδιά.

    Με ειδοποιό διαφορά (σε σχέση με την τυπική αμερικανική κωμωδία) τον ρεαλισμό που επιτείνει η φυσικότητα των δύο πρωταγωνιστών, το «Μάρλεϊ» φτάνει μέχρι το τελευταίο εικοσάλεπτο του ανώδυνα, διασκεδαστικά και τελικά αδιάφορα. Από εκείνο το σημείο, όμως, και μέχρι το φινάλε, τίποτα δεν μοιάζει να έχει προειδοποιήσει τον θεατή για ένα φινάλε που φέρνει αβίαστα δάκρυα στα μάτια, σε μια σπάνια για χολιγουντιανό προϊόν ανεπιτήδευτη έξαρση τρυφερότητας.



    ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ

  • Ιστορίες για Καληνύχτα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ιστορίες για Καληνύχτα

    Φανταστείτε να λέγατε μία ιστορία, που την επόμενη μέρα... γινόταν πραγματικότητα! Ο Σκίτερ Μπρόνσον (Άνταμ Σάντλερ) είναι ένας απλός ξενοδοχοϋπάλληλος, του οποίου όμως η ζωή ανατρέπεται οριστικά - και μάλιστα με τον πιο απίθανο τρόπο - όταν η αδερφή του, Γουέντι (Κόρτνεϊ Κοξ), του αναθέτει για μερικές μέρες τα δυο της παιδιά. Κάθε βράδυ, όταν τα ανίψια του ξαπλώνουν για να κοιμηθούν, ο Σκίτερ επιστρατεύει όλη του τη φαντασία για να τους διηγηθεί τις πιο τρελές ιστορίες, οι οποίες εμπλουτίζονται από τις παρεμβάσεις των παιδιών.


    Οι ιστορίες, που διαδραματίζονται στην Άγρια Δύση, το Μεσαίωνα, την Αρχαία Ρώμη αλλά και στην... άκρη του σύμπαντος, έχουν ως ήρωες τον Σκίτερ και τους πρωταγωνιστές της αληθινής του ζωής. Και κατά έναν περίεργο τρόπο, όταν ξημερώνει, ο απόηχος των απίθανων παραμυθιών διεισδύει στην πραγματικότητα, φέρνοντας τα πάνω-κάτω στις ζωές όλων.


    Μπορεί η ιδέα μιας ιστορίας όπου η φαντασία των παιδιών καθορίζει τις εξελίξεις στην πραγματική ζωή να είναι εκ πρώτης όψεως ενδιαφέρουσα, μπορεί ο Άνταμ Σάντλερ να πείθει σε ρόλο καλοκάγαθου «Γκούφι», μπορεί τις ημέρες των εορτών να έχουμε ανάγκη κι από ένα παραμυθάκι χωρίς πολύ προβληματισμό, όμως από τις «Ιστορίες για Καληνύχτα» λείπει αυτό το κάτι που θα μετέτρεπε την ταινία από Κατάλληλο ΜΟΝΟ για ανηλίκους ΚΑΤΩ των 10 ετών σε αληθινή κωμωδία.


    Το γεγονός όμως ότι η ταινία είναι γραμμένη από ενηλίκους δεν επιτρέπει καμία δικαιολογία για το απλοϊκό σενάριο (που δεν υποστηρίζει την αρχική ιδέα), ή για τα σημεία εκείνα -και δυστυχώς είναι πολλά- όπου η ιστορία αγγίζει τα όρια του σαχλού αστείου (μεταξύ αυτών υπολογίστε όλες τις σκηνές με τον Γκάι Πιρς). Το χειρότερο; Δεν κάνεις αυτό για το οποίο μπήκες στην αίθουσα, δηλαδή δε γελάς. Δε γελάς ούτε με εκείνο το πνιχτό ενοχικό γέλιο που φοβάσαι ότι θα προκαλέσει το ειρωνικό μειδίαμα των πιο υποψιασμένων κινηματογραφικά θεατών της αίθουσας.


    Συμπέρασμα: H κωμωδία, σε όποια ηλικία και αν απευθύνεται, θέλει ταλέντο και έμπνευση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι μπορεί να ανιχνεύσει κανείς στις χλιαρές ατάκες του Άνταμ Σάντλερ και στις χαμηλής κινηματογραφικής και όχι μόνο νοημοσύνης ιστορίες καληνύχτας.


    Ανθή Νταουσάνη

  • Μπολτ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μπολτ

    Ο BOLT δεν είναι ένας συνηθισμένος σκύλος. Είναι ένας σκύλος σούπερ σταρ που κρατείται έγκλειστος στα σκηνικά ενός στούντιο του Χόλιγουντ για να μην έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Αποστολή της ζωής του είναι η προστασία της αγαπημένης του αφεντικίνας και... συμπρωταγωνίστριας, της Πένι και γι' αυτό ζει μέσα στον κίνδυνο και την ίντριγκα, τουλάχιστον όσο βρίσκεται μπροστά από τις κάμερες. Όταν όμως δραπετεύει κατά λάθος από το στούντιο, οι απίστευτες κινηματογραφικές του δυνάμεις (το σούπερ γάβγισμά του, το διαπεραστικό του βλέμμα που λιώνει κάθε είδους μέταλλο και οι εναέριες πτήσεις του) τον εγκαταλείπουν. Στην προσπάθειά του να ξαναβρεί την Πένι, έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς αρχίζει σταδιακά να συνειδητοποιεί το σκυλίσιο DNA του.

    Με συντρόφους στο ταξίδι έναν κατάκοπο, πρώην σπιτόγατο, τον Μίτενς και ένα μανιακό με την τηλεόραση χάμστερ, τον Ρίνο, ο BOLT θα ανακαλύψει πως, τελικά, δεν χρειάζεται τις σούπερ-δυνάμεις του για να είναι ήρωας.

    Η ιστορία παραπέμπει έντονα σε μία οικογενειακή παραλλαγή του Truman Show, μόνο που στη θέση του Τζιμ Κάρεϊ, βλέπουμε ένα συμπαθέστατο σκυλάκο ονόματι Μπολτ, που ζει σ΄έναν επίπλαστο κόσμο περιτριγυρισμένος από τηλεοπτικές κάμερες, πιστεύοντας πως είναι ο σούπερ σκύλος!

    Η ταινία, που έρχεται στη μεγάλη οθόνη δια χειρός Ντίσνεϊ, είναι γλυκιά και έξυπνη. Απευθύνεται σε όλη την οικογένεια και τα έχει όλα. Έντονη δράση, που σίγουρα θα συναρπάσει τα μικρότερα παιδιά, διδακτικά μηνύματα περί φιλίας, πίστης, αφοσίωσης, αλλά και προσωπικής δύναμης που κρύβει ο καθένας μέσα του, συγκίνηση και ευαισθησία. Γι΄αυτό και δεν μας προξενεί κάνει καμία εντύπωση που την βλέπουμε ανάμεσα στις υποψήφιες ταινίες κινουμένων σχεδίων στα φετινά Οσκαρ. Είναι απολαυστική και καταφέρνει να διατηρήσει μέχρι τέλους το ενδιαφέρον αποφεύγοντας τα κλισέ χαζοαστεία που προκαλούν με το ζόρι το παιδικό γέλιο.

    Παράλληλα, ο χαρακτήρας του Μπολτ διαγράφεται με εξαιρετικό τρόπο. Η αθωότητα, η αγνή αφέλεια του για την πραγματική ζωή που αρμόζει σ΄ένα σκύλο και τα μαθήματα ζωής που παίρνει από τον τρομερό φίλο του το Μαύρο Γάτο, είναι τόσο ευχάριστα που σίγουρα θα τον λατρέψετε.
    Στη μη μεταγλωττισμένη στα ελληνικά έκδοση, ο Τζον Τραβόλτα στο ρόλο του Μπολτ είναι πραγματικά φοβερός, ενώ το ίδιο καλή είναι και η Μίλει Σάιρους ως Πένι.


  • Όταν Με Βρήκε

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Όταν Με Βρήκε

    Σαραντάρα δασκάλα νηπιαγωγείου προσπαθεί απεγνωσμένα να μείνει έγκυος. Οταν ο νιόπαντρος σύζυγός της την εγκαταλείπει, θα εγκαταλείψει κι εκείνη την ελπίδα ενός μωρού, ενώ μια ανατροπή στη ζωή της θα ξεκινήσει μία σειρά απομυθοποιήσεων: ποιος τελικά ανήκει σε ποιον, ποιος βρίσκει τον εαυτό του πού, ποιος χάνει τη ζωή του περιμένοντας.

    Η Ελεν Χαντ, στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, αναλαμβάνει και τον πρώτο ρόλο και μέρος της σεναριακής διασκευής. Είναι φανερή η θέλησή της να κάνει κάτι μικρό, αλλά ουσιαστικό. Κάτι δραματικό, αλλά με παρούσα την κωμική της νεύρωση. Το αποτέλεσμα είναι κάπως άνισο, σε στιγμές τρυφερό και σε άλλες απλά μίζερο, αλλά όχι απορριπτέο.

    Π.Λ.

  • Γονείς της Συμφοράς

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γονείς της Συμφοράς

    Η τρίτη συνέχεια του "Γαμπρού της Συμφοράς" συγκεντρώνει και πάλι τους γνωστούς σταρ των προηγούμενων ταινιών, ευελπιστώντας να χαρίσει δύο ώρες χριστουγεννιάτικης ξεγνοιασιάς αλλά κυρίως να εξαργυρώσει την -μια φορά κι έναν καιρό- φρέσκια χημεία μεταξύ Ντε Νίρο και Στίλερ. Φυσικά, αποτυγχάνει παταγωδώς και στα δύο, αφού απλώς εκμεταλλεύεται τα αστεία του αρχικού φιλμ, διογκώνοντάς τα τόσο που τελικά σκάνε ως φούσκα στα μούτρα του θεατή. Με ελάχιστους -αν όχι καθόλου πραγματικά αστείους διαλόγους, σενάριο δίχως ειρμό και πρωταγωνιστές που φαίνεται πως είναι εκεί μονάχα για τα φράγκα (βασικά ο Ντάστιν Χόφμαν το παραδέχτηκε κιόλας, σε πρόσφατη συνέντευξή του), οι ?Γονείς της Συμφοράς? είναι όνομα και πράγμα.

    Η ώθηση στην πλοκή δίνεται όταν ο Τζακ, πλέον παππούς αλλά πάντα στρατό-φρίκουλο και υπερ-πατριώτης, παθαίνει μια ελαφριά καρδιακή προσβολή και ανακοινώνει στον Γκέιλορντ ότι τον θεωρεί διάδοχό του στην πατριαρχία. Καθώς όμως βρίσκεται σε πλήρη γνωστική ασυμφωνία πράξεων και σκέψεων, κάνει ό,τι μπορεί για να αποδείξει πως ο γαμπρός του είναι κακός σύζυγος, κακός πατέρας και σίγουρα χειρότερος άνθρωπος εν γένει από τον πρώην αρραβωνιαστικό της γυναίκας του, Κέβιν (Όουεν Γουίλσον). Μέσα σε έναν κυκεώνα κακογουστιάς, ο σκηνοθέτης Πολ Βάις ("American Pie") συνεχίζει την παράδοση (του), εμμένοντας σε πλάκες γύρω από την αντρική ανικανότητα και την συζυγική πίστη ενώ η φαντασία των γκαγκς του εξαντλείται σε μια σκηνή που περιλαμβάνει δύο άντρες, ένα ερεθισμένο πέος και μία ένεση.

    Το οξύμωρο με το φιλμ είναι πως, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα installments του, δεν έχει τίποτε να πει για όσα υποτίθεται πως πραγματεύεται: εδώ δεν μπαίνει στο επίκεντρο η γονεϊκή ευθύνη, το άγχος της ανατροφής των παιδιών ή οι κοινωνικές δυσκολίες (συνήθως σπουδαίο υλικό για κωμωδία) αλλά η στύση του Ρόμπερτ Ντε Νίρο και το στήθος της Τζέσικα Αλμπα . Το χειρότερο είναι ότι, μέχρι το τέλος της ταινίας, συνειδητοποιούμε πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχαμε δει περισσότερο από το τελευταίο.

    Φαίδρα Βόκαλη

  • Εννέα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Εννέα

    Έξι βραβευμένοι με Όσκαρ ηθοποιοί (ο Ντάνιελ Ντέι Λούις έχει μάλιστα δύο) ένα επιτυχημένο μιούζικαλ και το θρυλικό «8 ½» του Φελίνι στο μπακράουντ. Κι όμως η ταινία πάσχει από ρυθμό (τι χειρότερο για μιούζικαλ) τα χορευτικά θυμίζουν Μπομπ Φόσι και η πλοκή είναι αδύναμη. Υπάρχουν βέβαια και τα θετικά: μια προσεγμένη φαντασμαγορική παραγωγή, πολύ καλή μουσική, λάμψη και η ενδιαφέρουσα ιδέα για τον άνθρωπο που έχει εγκλωβιστεί στον ίδιο τον εαυτό του.


    Βασισμένο στο ομότιτλο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ (ανέβηκε το 1982 και κέρδισε πέντε βραβεία Τόνι) που με τη σειρά του βασίστηκε στο «8 ½» του Φελίνι, το «Εννέα» επαναφέρει την ξεχασμένη ιδέα του καλλιτέχνη που αντιμετωπίζει την «κρίση του λευκού χαρτιού». Δεν μπορεί δηλαδή ούτε καν να αρχίσει το σενάριο της ταινίας του. ‘Έχει στερέψει δημιουργικά, καθώς παραγωγοί, ηθοποιοί και συνεργάτες περιμένουν το σύνθημά του για να αρχίσουν τα γυρίσματα.


    Στα μέσα της δεκαετίας του 60, στο στούντιο της Cinecitta, ο Γκουίντο (Ντέι Λούις) ονειρεύεται την ίδια τη ζωή του που του ξεφεύγει. Η σύζυγός του (Κοτιγιάρ) δεν αντέχει πια τις αλλεπάλληλες απιστίες του, η ερωμένη του (Κρουζ) απαιτεί μεγαλύτερο μερίδιο στη ζωή του, η ηθοποιός-μούσα του (Κίντμαν) περιμένει μια ουσιαστικότερη σχέση μαζί του. Ρόλο ψυχαναλυτή και φίλου παίζει η ενδυματολόγος των ταινιών του (Ντεντς), ενώ το φάντασμα της μητέρας του (Λόρεν) του υπενθυμίζει συνεχώς το παρελθόν του. Και μέσα σ΄ αυτόν τον γυναικωνίτη (ακόμη και η Φέργκι επιστρατεύεται σε μια σκηνή ερωτική μύησης) ο Γκουίντο ασφυκτιά αλλά και δεν μπορεί να ζήσει διαφορετικά. Η πορεία του είναι μια κάθοδος στον προσωπικό Άδη, μια συνειδησιακή μάχη από την οποία κανείς δεν βγαίνει νικητής.


    Για τους θαυμαστές του «8 ½» ας πω αμέσως να μην περιμένουν πολλά και να μην συγκρίνουν τις δυο ταινίες. Άλλο Φελίνι, άλλο Μάρσαλ. Ο υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης και χορογράφος που έλαμψε με το «Σικάγο» δεν είχε εξάλλου σκοπό να κάνει το ριμέικ της ταινίας του Φελίνι. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η αστραφτερή επιφάνεια της δεκαετίας του 60, που ούτως ή άλλως έχει το δικό της βάρος και στην πραγματικότητα μένει έξω από την υπόθεση του «Εννέα».


    Το ίδιο το μιούζικαλ που μεταφέρει όμως μένει ανολοκλήρωτο. Αν στο «Σικάγο» τα πάντα είχαν επεξεργαστεί και ενσωματωθεί ως στοιχεία μιας πλήρους κινηματογραφικότητας, εδώ νομίζεις ότι έχουν χαθεί οι συνδέσεις. Μουσική, τραγούδια, ερμηνείες, σενάριο και σκηνοθεσία βρίσκονται σε διαφορετικά μήκη κύματος.

  • Ραντεβού Για Παντρεμένους

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ραντεβού Για Παντρεμένους

    Γρήγορο, καλογυρισμένο και με πετυχημένες ατάκες που πέφτουν βροχή, το «Ραντεβού για Παντρεμένους» είναι μια χορταστική κωμωδία με ισχυρές δόσεις περιπέτειας που κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο. Ο εξαιρετικός Στιβ Καρέλ με την επίσης πολύ καλή Τίνα Φέι υποδύονται ένα παντρεμένο ζευγάρι που για να σπάσει την ρουτίνα της καθημερινότητας υιοθετεί το τελετουργικό των βραδινών ραντεβού. Σε ένα από αυτά ξεκινάει και μια απρόσμενη περιπέτεια η οποία ισορροπεί εξόχως με την κωμική πλευρά του φιλμ και τοποθετεί το ζευγάρι σε ένα πολύ πετυχημένο αντι-ηρωικό πλαίσιο που βγάζει γέλιο.

    Χωρίς φανφάρες και υπερβολές η ταινία διατηρεί ένα ανθρώπινο προφίλ, με το ανδρόγυνο να διατηρεί της καθημερινές αδυναμίες του και να μην μεταμορφώνεται καμία στιγμή σε κάτι εξωπραγματικό. Ο Σον Λέβι καταφέρνει να στήσει μια πιασάρικη αλλά δυνατή ταινία η οποία χτυπά ακριβώς εκεί που πρέπει. Αν θωρήσουμε ότι το «Ραντεβού για Παντρεμένους» παίζει στη ίδια κατηγορία με το πρόσφατο «Επικηρύσσοντας την Πρώην» τότε η ταινία του Λέβι κερδίζει απ’ τα αποδυτήρια.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Crazy, Stupid, Love

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Crazy, Stupid, Love

    Ο πανταχού παρών φέτος Ράιαν Γκόσλινγκ, που έχει γίνει γνωστός για τους συνήθως έντονους δραματικούς ρόλους που αναλαμβάνει, δείχνει για άλλη μια φορά το πόσο έξυπνα διαλέγει ρόλους: για την πρώτη του απόπειρα σε κωμωδία, διάλεξε ένα πρότζεκτ γεμάτο από καλούς ηθοποιούς και σενάριο που, αν και ρομαντική κομεντί, τουλάχιστον δεν υποτιμά την νοημοσύνη του θεατή.

    Στηριζόμενο σε αυτό ακριβώς το δυνατό καστ, το σκηνοθετικό δίδυμο Γκλεν Φικάρα και Τζον Ρέκουα βγάζει αρκετό ζουμί από το ήδη αρκετά πάνω από το συνηθισμένο πνευματώδες σενάριο, που διασκεδάζει με τα πολλά πρόσωπα και τις διάφορες φάσεις της ερωτικής ζωής που αντιπροσωπεύουν. Ειδικά η πετυχημένη ένωση των χαρακτήρων του προικισμένου στην κωμωδία Στιβ Καρέλ με αυτόν του Ράιαν Γκόσλινγκ, δίνει μια σπιρτάδα στις σκηνές τους και απογειώνει όλη συνολικά την ταινία, με την πολύτιμη βοήθεια από Τζουλιάν Μουρ και το άλλο ανερχόμενο αστέρι, Έμμα Στόουν, ερμηνείες που τελικά αποζημιώνουν και για το αχρείαστα γλυκανάλατο και κάπως διδακτικό φινάλε – γιατί πάντα πρέπει να παίζει ένας λόγος-κήρυγμα για την πραγματική αγάπη;

  • Αλλάζουμε;

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αλλάζουμε;

    Συνδυάζοντας ένα κουρασμένο πια εύρημα (αυτό της ανταλλαγής σωμάτων) και μια πιο φρέσκια μόδα (αυτή των ενήλικων, βρωμόστομων κωμωδιών), το «Αλλάζουμε;» μοιάζει μηχανικά σχεδιασμένο να υπηρετήσει την μεγάλη αγορά που ανακάλυψε το Χόλιγουντ μετά την επιτυχία του «The Hangover», αφού δε βάζει κανένα όριο στις ακατάλληλες για ανηλίκους ιδέες του. Αυτές οι ιδέες, όμως, ποτέ δεν εξελίσσονται σε κάτι παραπάνω από απλά μια άτσαλη συρραφή χοντροκομμένων στιγμών και αντιπαθητικών χαρακτήρων, και μπορούμε πλέον να μιλάμε για μία από τις χειρότερες κωμωδίες – όχι, ταινίες - της χρονιάς.

    Αν βέβαια είναι του γούστου σας το σκατολογικό χιούμορ, τότε μάλλον μόλις βρήκατε την ταινία της ζωής σας γιατί, αν σε κάτι αριστεύει το «Αλλάζουμε», είναι η ψύχωσή του να αποθεώσει όλων των ειδών τις εκκρίσεις. Γεμάτο περίεργες στιγμές (με αποκορύφωμα τα ψηφιακά πειραγμένα μωρά) και σεξιστικό χιούμορ, με μπόλικη δόση κακού γούστου και παντελή έλλειψη μέτρου, το σενάριο ρίχνει τους ηθοποιούς του σε ανεκδιήγητες καταστάσεις, όλα στο πνεύμα του «πόσο μπορούμε να το τραβήξουμε». Αυτοί οι ηθοποιοί είναι οι συνήθως αξιόπιστοι Ράιαν Ρέινολντς και Τζέισον Μπέιτμαν που μοιράζονται μια εύκολη χημεία και καταφέρνουν να πουλήσουν μερικές τουλάχιστον ατάκες κάπως διασκεδαστικά. Αλλά όταν αρχίσουν να συσσωρεύονται οι τραβηγμένες από τα μαλλιά καταστάσεις, αρχίζεις να αμφιβάλλεις για την ικανότητά τους να κρίνουν ένα σενάριο για αυτό που είναι: προχειρογραμμένο, μηδαμινής αισθητικής και προεφηβικού χιούμορ.

    Είναι τόσο αξιολύπητα προφανής η ανάγκη των συντελεστών να σοκάρουν και να 'διασκεδάσουν' με αηδιαστικά ακραίες σκηνές που τους φαντάζεσαι να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να χασκογελάνε με τις τάχα μου ανατρεπτικές ιδέες τους: «δεν θα ήταν τέλειο αν ο πατέρας βρισκόταν τη λάθος στιγμή στο δρόμο μιας έκρηξης διάρροιας; Αν βάζαμε κάποιον να παίρνει μέρος σε πορνό παρά τη θέλησή του; Ή να δέχεται σεξουαλική επίθεση από μια προχωρημένης εγκυμοσύνης νυμφομανή; Σίγουρα πάντως πρέπει κάποια στιγμή ο ένας να ξυρίσει την ευαίσθητη περιοχή του άλλου».

    Και φυσικά, επειδή κάποια στιγμή πρέπει αυτό το γελοίο κατασκεύασμα να λάβει τέλος αφότου οι συντελεστές βγάλουν τα κακόγουστα απωθημένα τους, η ταινία πέφτει πίσω στα παλιά καλά χολιγουντιανά κλισέ της μονογαμίας και των γλυκερών Μαθημάτων Ζωής, που επιβάλλονται πια ακόμα και για χαρακτήρες των οποίων το ενδιαφέρον περιστρέφεται γύρω από τα γεννητικά τους όργανα. Είναι αυτός ο συντηρητισμός, τόσο μα τόσο αντίθετος με ό,τι έχουμε αναγκαστεί να υπομείνουμε για μιάμιση ώρα, που αφήνει μια δυσάρεστη γεύση στο στόμα – και σε μια ταινία με τόσες ακαθαρσίες, αυτό λέει πολλά.

    Χριστίνα Λιάπη

  • Ατίθαση Λίλι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ατίθαση Λίλι

    Η Λίλι, παρότι δεν είναι μικρό παιδί, συμπεριφέρεται σαν τέτοιο, στο αγροτόσπιτο όπου ζει μαζί με τη μόνη της προστάτιδα, τη μητέρα της. Είναι παράξενη και ατίθαση, λέει και κάνει αυτά που σκέφτεται χωρίς φόβο και πάθος. Είναι προφανώς μανιοκαταθλιπτική, αν και η μανία υπερισχύει μάλλον της κατάθλιψής της, έτσι όπως ξαμολιέται στους αγρούς με το νυχτικό, ζει ασυνήθιστα συμφιλιωμένη με τη φύση, λες και επικοινωνεί με ζωάκια κι έντομα, από τα οποία μάλιστα έχει το χόμπι να φτιάχνει... χειροτεχνίες.

    Ωστόσο, μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της, θα μείνει μόνη, και το βάρος της φροντίδας της θα πέσει στη μεγαλύτερη αδελφή της, μια παντρεμένη δικηγόρο, η οποία θα αναγκαστεί να μετεγκατασταθεί από την πόλη στην οικογενειακή εστία για να μπορεί να την ελέγχει...

    Περιττό να πούμε πως στην πορεία δεν θα είναι η ατίθαση Λίλι που θα βάλει μυαλό, όσο η αλλοτριωμένη και «τετράγωνη» Κλερ που μέσα από την αφέλεια και τον παρορμητισμό της μικρής θα ανακαλύψει την ανεξαρτησία που τόσα χρόνια στερήθηκε, λειτουργώντας ως αποκλειστικό «δοχείο» των μεγάλων προσδοκιών της φαμίλιας.

    Πράγματι, είναι προφανής και διδακτικός ο δρόμος που παίρνει η Φαμπιέν Μπερτό για να αφηγηθεί στην ιστορία της «Ατίθασης Λίλι» (μεταφέροντας στην οθόνη ένα δικό της, μισοβιωματικό μυθιστόρημα), αλλά μεταδοτικά λυτρωτικός ταυτόχρονα για τον θεατή, ο οποίος, ενώ εύκολα μαντεύει τι ακριβώς του επιφυλάσσει η επόμενη στροφή, συμμετέχει αβίαστα, έως και ενίοτε με ηδονή, σε τούτο το ταξίδι απεξάρτησης απ' όσα τον κρατούν δέσμιο σε μια αυστηρά υπολογισμένη και οριοθετημένη καθημερινότητα. Επιτυχία όχι μόνο της ίδιας της δημιουργού, που εκφράζει αυτή την ανάγκη για απόδραση μέσα από μια ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό (κάμερα στο χέρι, φυσικοί το πλείστον φωτισμοί, αμεσότητα στους διαλόγους) και την υπέρβαση (ο λυρισμός που αναδύει το βουκολικό φυσικό ντεκόρ), αλλά και των δύο πρωταγωνιστριών, της απροσποίητα λάγνας Λιντιβίν Σανιέ και, κυρίως, της Νταϊάν Κρούγκερ, που εδώ ξεφεύγει από την τυποποίηση της όμορφης παρτενέρ σε επίδοξα μπλοκμπάστερ, για να δώσει την πιο ώριμη μέχρι τώρα ερμηνεία της.

    Ρόμπυ Εκσιέλ

  • Frankenweenie

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Frankenweenie

    Το 1984, ο 26χρονος τότε Τιμ Μπάρτον, που είναι πια γνωστός για τους εκκεντρικούς ήρωές του, γύρισε το, 30 λεπτών, ασπρόμαυρο μικρού μήκους «Frankenweenie», μια χιουμοριστική διασκευή του Φρανκενστάιν της Μέρι Σέλεϊ. Τώρα το ξαναπιάνει από την αρχή, επεκτείνει την προβληματική του και επιτίθεται στον συντηρητισμό της εποχής μας.

    Ο μικρός Βίκτορ, ένα ιδιαιτέρα χαρισματικό παιδί, βλέπει τον αγαπημένο του σκύλο, τον Σπάρκυ, να σκοτώνεται από ένα αυτοκίνητο. Εμπνευσμένος από την διδασκαλία ενός φωτισμένου δασκάλου του στο σχολείο, εκτελεί ένα περίπλοκο πείραμα και τον ξαναφέρνει στη ζωή. Δεν είναι βέβαια τυχαίο που το επίθετο του Βίκτορ είναι Φρανκενστάιν και ότι η διαδικασία της ανάστασης είναι ίδια με αυτή που είχε ακολουθήσει ο ήρωας της Μέρι Σέλεϊ.

    Κανείς όμως δεν μπορεί να αποδεχθεί την νεκρανάσταση του σκύλου, ενώ ολόκληρη η μικρή κοινωνία γύρω του τον βάζει στο μάτι. Η μισαλλοδοξία και η ξενοφοβία (ιδιότυπο μίγμα ρεπουμπλικανικών ιδεών) σπέρνει τέρατα σε ολόκληρη την πόλη, χρησιμοποιώντας, με τον χειρότερο τρόπο, τα αθώα πειράματα του μικρού Βίκτορ.

    Το «Frankenweenie» θα έπρεπε να το δει κανείς μαζί με την σειρά του «Twilight» (sic), αφού, στην πραγματικότητα, η αφετηρία της θεματικής τους είναι παρόμοια: ο αποκλεισμός του πιο ζωντανού κομματιού της κοινωνίας.

    Όλοι οι νέοι, όλοι οι ανήσυχοι και σκεπτόμενοι άνθρωποι νιώθουν πια ότι δεν τους αφορά ο συντηρητικός, γεροντικός και ασφυκτικός κόσμος που έχει κατασκευαστεί ερήμην τους. Πρέπει λοιπόν να αποδράσουν νικώντας το απόλυτο όριο της ζωής: τον θάνατο.

    Στην περίπτωση του «Twilight» όσοι δραπετεύουν από αυτόν τον κόσμο γίνονται βρικόλακες. Νικούν τον θάνατο. Κι όμως συνεχίζουν να παραμένουν μέσα σ' ένα εξαιρετικά συντηρητικό περίβλημα, που νομίζεις ότι βγήκε απ' την ιδεολογία του Μπους. Ο καθωσπρεπισμός βγάζει μάτι και τα ξεπερασμένα μοντέλα της σαπουνόπερας αναπαράγουν την ιδεολογία του αποκλεισμού.

    Στην περίπτωση του «Frankenweenie» όμως ο νεαρός ήρωας της ταινίας συγκρούεται με τον κομφορμισμό, ασκεί οξύτατη κριτική στον κόσμο ων ενηλίκων και νικάει τον θάνατο με την επιστήμη και τη γνώση. Τα πιο επικίνδυνα όπλα των ημερών μας.

    «Μας αρέσουν τα αποτελέσματα της επιστήμης, αλλά δεν μας αρέσουν τα ερωτήματα που θέτει αυτή», λέει κάποια στιγμή ο δάσκαλος του μικρού Βίκτωρ, ο Ρζικρούσκι (η φωνή του ανήκει στον 84χρονο Μάρτιν Λαντάου) λίγο πριν φύγει από το σχολείο, διωγμένος από τον συντηρητικό Δήμαρχο.

    Μοναχικός επαναστάτης, αιρετικός της αθωότητας και της ποιητικής διαλεκτικής, ο μικρός Βίκτορ θυμίζει τους αποσυνάγωγους αντί-ήρωες των ταινιών του 50: στοχοποιείται από όλους, συγκρούεται με όλους και ακολουθεί μόνος του τον δρόμο που αυτός πιστεύει.

    Συνδυάζοντας με ιδιοφυή τρόπο την παραδοσιακή τεχνική του stop-motion και την 3D τεχνολογία, ο Μπάρτον ανασύρει σκηνές και ιδέες από διάσημες ταινίες τρόμου και φαντασίας (τον «Δράκουλα», «Νύφη του Φρανκενστάιν», τα «Γκρέμλινς», ακόμα και τον «Γκοτζίλα») και φτιάχνει ένα υπέροχο γκόθικ περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί το παραμύθι, η τρυφερότητα και η κινηματογραφοφιλία.

    Το βάζουμε ήδη στο ΤΟΡ-10 της χρονιάς.

  • Είναι Τρελοί Αυτοί οι Γάλλοι

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Είναι Τρελοί Αυτοί οι Γάλλοι

    Ήταν μόλις την προηγούμενη εβδομάδα όταν με αφορμή το καινούριο φιλμ του Πασκάλ Σομέλ, «Γάμος σε Δόσεις», είχαμε κάνει κάποια δυσμενή σχόλια για την κατάσταση που επικρατεί τελευταία στο γαλλικό εμπορικό κινηματογράφο. Λίγες μέρες μετά, η κυκλοφορία του «Είναι Τρελοί Αυτοί οι Γάλλοι» στις ελληνικές αίθουσες έρχεται για να επιβεβαιώσει την καχυποψία μας απέναντι στην μαζική παραγωγή καλογυαλισμένων αλλά άψυχων ταινιών που ξεπηδούν με γεωμετρική πρόοδο απ' την Γαλλία.

    Σε περίπτωση που θα θέλατε να διαπιστώσετε τα παραπάνω ιδίοις όμμασι, στο «Είναι Τρελοί Αυτοί οι Γάλλοι» προετοιμαστείτε να βρεθείτε αντιμέτωποι με τον Μουζαφάρ και τον Φερούζ, δύο ξαδέλφια από το Ταμπουλιστάν που δεν φημίζονται για την αυξημένη ευφυία τους.

    Αν θεωρείτε πως οι γνώσεις σας στην γεωγραφία μόλις σας πρόδωσαν, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Μάθημα πρώτο: Ταμπουλιστάν, μικροσκοπικό κρατίδιο της Ασίας που πήρε το όνομά του απ' το ανατολίτικο έδεσμα ταμπουλέ, με την χώρα να υποστηρίζει πως η δικιά τους μυστική συνταγή εκλάπη από τους Λιβανέζους.

    Μάθημα δεύτερο: ο γιος του δικτάτορα του Ταμπουλιστάν αποφασίζει πως για να ανέβει η χώρα τα σκαλιά της τρομοκρατίας θα πρέπει να οργανώσει ένα μεγαλειώδες χτύπημα που θα κάνει τον γύρο του κόσμου. Ετσι, ο Μουζαφάρ και ο Φερούζ μετατρέπονται εν μια νυκτί από βοσκοί των ασιατικών στεπών σε κομάντο που πρέπει να καταστρέψουν τον Πύργο του Άιφελ.

    Μάθημα τρίτο και τελευταίο: το αεροπλάνο τους παθαίνει βλάβη και οι δύο άνδρες προσγειώνονται στην Κορσική όπου με τα ψεύτικα ονόματα Μισέλ Πλατινί (το όνομα του προέδρου της Ευρωπαικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου) και Γιανίκ Νοά (διάσημος πρώην αθλητής του τένις και τραγουδιστής) προσπαθούν να προσεγγίσουν την γαλλική πρωτεύουσα για να εκπληρώσουν την αποστολή τους.

    Ακόμη και αν η παραπάνω περιγραφή γεννάει την προσδοκία για μια ανηλεή και ξεκαρδιστική σάτιρα, το «Είναι Τρελοί Αυτοί οι Γάλλοι» δεν καταφέρνει παρά να προκαλέσει ελάχιστα χαμόγελα, αποτυγχάνει παταγωδώς να σαρκάσει και να αυτοσαρκαστεί, και συνιστά τελικά μια κακή αντιγραφή του «Borat» και της τουλάχιστον διασκεδαστικής κινηματογραφικής περσόνας του Σάσα Μπάρον Κοέν.

  • Η Αυτοβιογραφία Ενός Ψεύτη (3D)

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Αυτοβιογραφία Ενός Ψεύτη (3D)

    Ίσως βέβαια η ουσία να μην ήταν ακριβώς το ζητούμενο της ιδιοσυγκρασιακής αυτής ταινίας: βασιζόμενη στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του Τσάπμαν, που επίτηδες θόλωνε τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, η ταινία δε θα μπορούσε παρά να τιμήσει το πνεύμα της και να μείνει μακριά από τις συμβατικές μεθόδους αφήγησης.

    Αντίθετα, το αφαιρετικό, χαλαρά συνδεδεμένο κολάζ στιγμών, με πολύ διαφορετικές μεταξύ τους τεχνικές animation (δυστυχώς ο Τέρι Γκίλιαμ δεν συνέβαλε στην προσπάθεια με τα αγαπημένα καρτούν που σκάρωνε για τους Μόντι Πάιθον), προσφέρει ένα ιμπρεσιονιστικό χρονικό της πολυτάραχης ζωής τού πιο περιπετειώδους μέλους της ομάδας, που ξεκίνησε από ένα άκρως παραδοσιακό οικογενειακό περιβάλλον για να εξελιχθεί σε έναν σούπερ σταρ της κωμωδίας και να βυθιστεί στον αλκοολισμό και σε έναν ηδονιστικό τρόπο ζωής στο Λος Άντζελες.

    Η αφήγηση ανήκει στον ίδιο τον Τσάπμαν (από τις ηχογραφήσεις για audio book - ο Τσάπμαν πέθανε το 1989 σε ηλικία 48 ετών), στους υπόλοιπους Μόντι Πάιθον (πλην του Έρικ Άιντλ, με τον οποίο δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά) και σε ορισμένους γκεστ σταρ όπως η Κάμερον Ντίαζ (!) και ο Στίβεν Φράι, και μεταπηδά από εποχή σε εποχή και από στιλ σε στιλ με την ίδια ευκολία και σουρεαλιστική διάθεση που χαρακτήριζε τα καλύτερα των Πάιθον.

    Η άρνηση για γραμμική αφήγηση, η ανίερη προσέγγιση ακόμη και των σκοτεινών στιγμών και η συνειρμική ένωση ιστορίας και εικόνας, είναι φυσικά ό,τι κοντινότερο στην ουσία του ανατρεπτικού Τσάπμαν και του έργου του και ο όποιος φαν των Πάιθον θα αναγνωρίσει ότι ένα αναμενόμενο βιογραφικό ντοκιμαντέρ θα είχε προδώσει την αέναη διάθεσή του για υπονόμευση των προσδοκιών και του καθωσπρεπισμού.

    Εκείνος, όμως, έντυνε τη σάτιρά του με το αμείλικτο χιούμορ του και μια ιδιοφυή αίσθηση ρυθμού, τα οποία δυστυχώς λείπουν από το συγκεκριμένο κολάζ, που αποδεικνύεται άνισο και χωρίς ένα κάποιο αφηγηματικό μομέντουμ να το ενώνει σε κάτι περισσότερο - δεν είναι ότι απαραίτητα αυτό το μομέντουμ θα εξασφάλιζε μια βατή εξιστόρηση της ζωής του, είναι περισσότερο ότι αυτό το κενό έχει αναπληρωθεί από κάτι που μένει μετέωρο και τελικά επίπεδο, ιδανικό μόνο για δηλωμένους φαν και μάλλον αδιαπέραστο για τους υπόλοιπους.

    Κάποια επεισόδια, όπως εκείνα που έχουν σχέση με τον αλκοολισμό του, δένουν ιδανικά την αφήγηση με τις ψυχεδελικές εικόνες και καταφέρνουν να μπουν στο μυαλό του Τσάπμαν καλύτερα απ' ό,τι θα μπορούσε να το κάνει ποτέ μια βιογραφική ταινία. Κάποια άλλα είναι έστω διασκεδαστικά. Το σύνολο, όμως, δε συλλαμβάνει τελικά ούτε την ουσία της άναρχης κωμωδίας των Πάιθον (και αυτό, φυσικά, δε σημαίνει παράθεση αποσπασμάτων αλλά κάτι έστω πιο αντιπροσωπευτικό) ούτε αρκετές από τις πλευρές της συναρπαστικής προσωπικότητας του Τσάπμαν, πέρα από τη θαυμαστή άρνηση του συμμορφωθεί σε ό,τι περίμεναν από εκείνον. Και γι' αυτό το λόγο είναι μια ταινία που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της, παρά μόνο ως συνοδευτική της καριέρας του πρωταγωνιστή.

  • Τα Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τα Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας

    Μπερδεμένες ερωτικές ταυτότητες, χαριτωμένες παρεξηγήσεις, αισθηματικά παιχνίδια, υπέροχα φορέματα, ατσαλάκωτα κοστούμια, απαστράπτουσα μητροπολιτική ατμόσφαιρα και γεμάτο πονηρούς υπαινιγμούς χιούμορ: ιδού τα χαρακτηριστικά που έκαναν την πρώτη συνεργασία του δημοφιλούς διδύμου Ντόρις Ντέι - Ροκ Χάντσον όχι μόνο μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αλλά και μια αληθινή αποθέωση της ελαφρότητας, του τεκνικολόρ και της φινετσάτης κομεντί.

    Καθώς η Ντέι υπερασπίζεται με νύχια και δόντια το μύθο της ορκισμένης Αμερικάνας παρθένας, που τόσο γερά πάντοτε συντηρούσε, ενώ ο Χάντσον παρωδεί γνώριμα στερεότυπα περί ανδρισμού στην προσπάθειά του να την κατακτήσει, το «Τα Απόρρητα της Κρεβατοκάμαρας» χαριτολογεί με τις πολλαπλές εκδηλώσεις της ανθρώπινης λίμπιντο, γαργαλάει διαρκώς τις συντηρητικές αντιλήψεις της εποχής περί σεξ και στην πορεία εφευρίσκει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο πνευματώδες και το ευπρόσδεκτα σαχλό.

  • Κουαρτέτο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Κουαρτέτο

    Δεύτερη φορά στην καριέρα της που τυχαίνει να πρωταγωνιστήσει σε ταινία με τον τίτλο «Κουαρτέτο» (η πρώτη ήταν το 1981, υπό την καθοδήγηση του Τζέιμς Άιβορι), η Μάγκι Σμιθ καλείται εδώ να υποδυθεί μια πάλαι ποτέ θρυλική τραγουδίστρια της όπερας, η οποία αποφασίζει να περάσει τα ύστερα χρόνια της σε έναν εξοχικό οίκο ευγηρίας που φιλοξενεί αποκλειστικά συνταξιούχους καλλιτέχνες της μουσικής.

    Το γεγονός προκαλεί σχετική αναστάτωση, αφού ανάμεσα στους πολυάριθμους κατοίκους του ιδρύματος βρίσκονται και αρκετοί παλιοί της γνώριμοι, με τους οποίους την δένουν ανοιχτοί-και όχι πάντοτε ευχάριστοι-λογαριασμοί από το παρελθόν.

    Διασκευή ενός θεατρικού έργου του Ρόναλντ Χάργουντ (συγγραφέα μεταξύ άλλων του «Αμπιγιέρ»), ο οποίος ανέλαβε εδώ και τη σεναριακή μεταφορά, το κινηματογραφικό «Κουαρτέτο» προσφέρει ως βασικό του δέλεαρ ένα απολαυστικό ερμηνευτικό σύνολο από βετεράνους ηθοποιούς που αφήνονται πολύ σωστά ελεύθεροι να καλύψουν όσα κενά αφήνει μια διακριτική στην καλύτερη περίπτωση, απρόσωπη στην χειρότερη σκηνοθετική ματιά.

    Καλοπροαίρετο, χωρίς αμφιβολία, όσο και ανώδυνο, το ντεμπούτο του Χόφμαν είναι σαφές ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό: Οι θεατές που πλήρωσαν εισιτήριο για να δουν στις αίθουσες το «Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ» ή που βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν σε μια φινετσάτη τηλεοπτική σειρά όπως το «Downton Abbey», θα εκτιμήσουν μάλλον πολλά στο ευγενές θέαμα που προσφέρει ο Αμερικανός ηθοποιός από την καρέκλα πλέον του σκηνοθέτη.

    Αρωματισμένο με χιούμορ εκεί που πρέπει, τονισμένο με ελαφρά συγκίνηση όπου το θεωρεί απαραίτητο και κινούμενο σε προβλέψιμα αφηγηματικά μονοπάτια, το «Κουαρτέτο» παρέχει ανάλαφρη γηριατρική ψυχαγωγία πλάι-πλάι με ένα αίσθημα ζεστασιάς και ασφάλειας, όμοιο με αυτό που βιώνει κανείς όταν βρεθεί για λίγη ώρα στο φιλόξενο σπίτι της γιαγιάς ή στην αξιαγάπητη συντροφιά ηλικιωμένων ατόμων.

  • Οι Κρουντς

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Οι Κρουντς

    Όταν –για τα έως τώρα δεδομένα της– ακόμα και η θαυματουργή Pixar μοιάζει να έχει χάσει ελαφρώς την έμπνευσή της, εύλογα θα περίμενε κανείς ότι οι ανταγωνίστριες εταιρείες θα έβαζαν τα δυνατά τους να κερδίσουν το χαμένο έδαφος στην κερδοφόρα μάχη των ψηφιακών κινουμένων σχεδίων. Αναμενόμενα, λοιπόν, μετά την απρόσμενη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία τού «Πώς να Εκπαιδεύσετε το Δράκο σας», η Dreamworks εμπιστεύτηκε το προϊστορικό έπος της στον Κρις Σάντερς, προκειμένου να δώσει ανάλογη φόρα στις περιπέτειες μιας οικογένειας ανθρώπων των σπηλαίων.

    Περικυκλωμένη από εκατοντάδες κινδύνους και πεινασμένα θηρία, η παλαιολιθική φαμίλια των Κρουντς ζει μονίμως υπό τη σκιά του φόβου, αποφεύγοντας δια ροπάλου καθετί το καινούργιο και το διαφορετικό. Όταν όμως η κίνηση των τεκτονικών πλακών καταστρέφει τη σπηλιά τους και αλλάζει ριζικά το τοπίο γύρω τους, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γνώριμη ρουτίνα τους και να αναζητήσουν έναν νέο τόπο διαμονής και αναπόφευκτα έναν νέο, πιο εξελιγμένο τρόπο ζωής.

    Το ταξίδι τους προς το άγνωστο και τη νέα εποχή που ξημερώνει για το ανθρώπινο είδος συνοδεύεται από περιπλανήσεις σε ψυχεδελικές ζούγκλες, που οι δημιουργοί αποφάσισαν να στολίσουν με μια εκθαμβωτική πανδαισία χρωμάτων και πλασμάτων τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με τη θεωρία της εξέλιξης: γιγαντιαία μοβόρικα άνθη, πλουμιστά αιλουροειδή, κροκοδειλόσκυλα και πορφυρά σαρκοφάγα παπαγαλάκια που επιτίθενται σαν ιπτάμενα πιράνχας είναι μονάχα μερικά από τα εντυπωσιακά και δυνητικά θανάσιμα είδη που περιβάλλουν τους πρωτόγονους ήρωες, προκαλώντας τρόμο και δέος.

    Το βασικό πρόβλημα με τους «Κρουντς» δεν είναι βέβαια ότι τα φανταστικά αυτά πλάσματα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μιας ούτως ή άλλως συναρπαστικής προϊστορίας, αλλά ότι οι δημιουργοί και σχεδιαστές της ταινίας δεν επέδειξαν αντίστοιχο ζήλο στον σχεδιασμό των ανθρώπινων χαρακτήρων, που μοιάζουν χοντροκομμένοι, μονοδιάστατοι και περιορισμένοι εκφραστικά, και, κυρίως, στην πλοκή της ιστορίας τους, που μοιάζει να εξαντλείται σε μια απλοϊκή παραβολή για τον φόβο του καινούργιου και την αναγκαιότητα της εξέλιξης.

    Ένας ανασφαλής, συντηρητικός πατέρας, μια περίεργη, επαναστάτρια κόρη, ένας άγνωστος, εφευρετικός νεαρός που φέρνει το δώρο της φωτιάς, και οι αναμενόμενες μεταξύ τους συγκρούσεις δεν είναι αυτό ακριβώς που θα αποκαλούσε κανείς πρωτότυπο σενάριο, ακόμα και για μια ταινία που απευθύνεται (εν μέρει) σε παιδιά. Ειδικά όταν η υπόλοιπη κουστωδία εξαντλεί τη σκοπιμότητά της σε άλλοτε χαριτωμένα και άλλοτε άχαρα αστειάκια, που ακόμα και το ομολογουμένως συναρπαστικό οπτικό μέρος ή οι καταιγιστικοί ρυθμοί δεν αρκούν για να συγκαλύψουν.

  • Γάμος σε Δόσεις

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Γάμος σε Δόσεις

    Η Ιζαμπέλ (Νταϊάν Κρούγκερ) είναι μια γυναίκα γύρω στα τριάντα που ζει μια φαινομενικά τέλεια καθημερινότητα. Είναι μια επιτυχημένη οδοντίατρος, συγκατοικεί με τον άντρα των ονείρων της και μαζί ακολουθούν μια αυστηρά προγραμματισμένη ρουτίνα την οποία όμως απολαμβάνουν. Όταν το βιολογικό ρολόι της Ιζαμπέλ τελικά ξυπνήσει και στο τραπέζι πέσει η ιδέα για παιδί, ο καλός της την ζητάει σε γάμο.

    Μπορεί το παραπάνω να φαντάζει ως μια φυσιολογική εξέλιξη, στο μυαλό της Ιζαμπέλ όμως ηχεί σαν απειλή, καθώς η νεαρή πιστεύει πως για να είναι ευτυχισμένοι θα πρέπει πρώτα να σπάσει την κατάρα που θέλει όλες τις γυναίκες της οικογένειας να έχουν αποκλειστικά αποτυχημένους πρώτους γάμους και επιτυχημένους δεύτερους.

    Η Ιζαμπέλ λοιπόν, εν αγνοία του συντρόφου της, αποφασίζει να ξεγελάσει την κακή παράδοση και να κάνει έναν λευκό γάμο με κάποιον άγνωστο, με σκοπό φυσικά να τον χωρίσει άμεσα και να παντρευτεί τον φίλο της. Σε μια αεροπορική πτήση, θα γνωρίσει το υποψήφιο θύμα της, τον Ζαν Ιβ (Ντάνι Μπουν) αλλά ο νεαρός ταξιδιωτικός συντάκτης θα την παρασύρει τελικά στην πιο αναπάντεχη περιπέτεια της ζωής της.

    Η κατάσταση με τον γαλλικό εμπορικό κινηματογράφο έχει ξεφύγει εντελώς και ταινίες όπως οι περσινοί «Άθικτοι» αποτελούν μια μάλλον φωτεινή εξαίρεση σε έναν συρφετό ανούσιας και άνοστης μέινστριμ κινηματογραφίας που θυμίζει τον αντίστοιχο που μαστίζει την βιομηχανία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

    Ο «Γάμος σε Δόσεις» μοιάζει περισσότερο με ξεχειλωμένο διαφημιστικό δίωρης σχεδόν διάρκειας παρά με διασκεδαστική ταινία. Απ' τα ρεκλαματζίδικα και ακραία στυλιζαρισμένα πλάνα του μέχρι το προβλέψιμο της πλοκής του, και απ' τα αβυσσαλέα σεναριακά κενά του μέχρι το άψυχο και αμήχανο χιούμορ του, το φιλμ παραπατά μεταξύ της σαπουνόπερας και της κωμωδίας και τελικά σωριάζεται σε ένα εξοργιστικά διαλιανιδικό φινάλε που μοιάζει να τρολάρει τον μέσο θεατή.

    Ο «Γάμος σε Δόσεις» δεν θα σας κάνει να γελάσετε, δεν θα σας συγκινήσει και μάλλον θα έπρεπε να είχε βρει το δρόμο κατευθείαν προς στα ράφια των βίντεο κλαμπ χωρίς ενδιάμεση στάση στη μεγάλη οθόνη.

  • Love in the End

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Love in the End

  • Το Μερίδιο των Αγγέλων

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Μερίδιο των Αγγέλων

    H Γλασκώβη είναι για μια ακόμη φορά το μέρος που εκτυλίσσεται η ιστορία του Κεν Λόουτς και ο Ρόμπι (Πολ Μπράνιγκαν) είναι ο νεαρός πρωταγωνιστής που οι συνθήκες έχουν ωθήσει στο περιθώριο - ωστόσο αυτός διεκδικεί τον έλεγχο της ζωής του. Η γνώριμη φόρμουλα του Κεν Λόουτς μπαίνει σε λειτουργία, και το τουίστ της ιστορίας περιλαμβάνει μια περιήγηση στον άγνωστο κόσμο του ουΐσκι.

    Οταν ο Ρόμπι γίνεται πατέρας, αποφασίζει να μπει στον ίσιο δρόμο. Τι κι αν είναι άνεργος, πάμφτωχος και καταδικασμένος σε 300 ώρες κοινωνικής εργασίας; Θα βρει διέξοδο από τον βούρκο της καθημερινότητας μέσα από ένα νεοαποκαλυφθέν σε εκείνον ταλέντο: μπορεί να διακρίνει την υφή και τα αρώματα του ουίσκι καλύτερα από κάθε άλλον - και αρχίζει λοιπόν να αναρωτιέται πώς μπορεί όμως να βγάλει τον επιούσιο αξιοποιώντας το χάρισμά του.

    Παρά τα 76 του χρόνια, ο Λόουτς διαθέτει ακόμη τη σπιρτόζικη ενέργεια που χρειάζεται το γεμάτο χιούμορ σενάριο του Πολ Λάφερτι για να απογειωθεί. Το πιο σημαντικό του επίτευγμα όμως είναι ότι παρά την ανάλαφρη αύρα της ιστορίας, η ταινία δεν χάνει ποτέ το βάρος της - ούτε τον πολιτικό προσανατολισμό της.

    Οι ήρωες του Λόουτς ανήκουν σε μια εργατική τάξη που παλεύει για τα αυτονόητα, ενώ είναι δέσμια της κοινωνικής συνθήκης - αλλά δεν παραιτείται. Ακόμη κι αν «το έχουμε δει το έργο» (ειδικά από αυτό τον σκηνοθέτη), η εκτέλεση είναι τόσο γλυκιά και η πρόθεση τόσο επώδυνα επίκαιρη που αξίζουν το εισιτήριό σας.

  • Στη Ρώμη Με Αγάπη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Στη Ρώμη Με Αγάπη

    Μετά το Λονδίνο («Match point», «Scoop», «Το όνειρο της Κασάνδρας»), τη Βαρκελώνη («Vicky Cristina Barcelona») και το Παρίσι («Μεσάνυχτα στο Παρίσι»), ο νέος σταθμός στην ευρωπαϊκή κινηματογραφική περιοδεία του ακούραστου Γούντι Αλεν είναι η Ρώμη, της οποίας τα μνημεία, τα καφέ και τα ηλιόλουστα σοκάκια ο 77χρονος δημιουργός καδράρει μέσα από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες.

    Στη μία, παρακολουθούμε την επικείμενη συνάντηση των γονέων μιας Νεοϋορκέζας τουρίστριας και ενός Ιταλού αρχιτέκτονα που γνωρίστηκαν τυχαία στον δρόμο, ερωτεύθηκαν και αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους. Σε μια άλλη, αναποδιές και παρεξηγήσεις στιγματίζουν το ταξίδι ενός νιόπαντρου ανδρόγυνου επαρχιωτών που ήρθε στη Ρώμη για να επισκεφθεί συγγενείς του γαμπρού.

    Στην τρίτη ιστορία, ένας Αμερικανός φοιτητής αρχιτεκτονικής διχάζεται ανάμεσα στην κοπέλα του, με την οποία συζεί εδώ κι έναν χρόνο και την ανέμελη φίλη της που ήρθε από το Λος Αντζελες να μείνει μαζί τους για λίγες μέρες. Και στην τέταρτη, ένας συνηθισμένος υπάλληλος και οικογενειάρχης βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με τη φήμη και τα φώτα της δημοσιότητας χωρίς προφανή λόγο.

    Το γεγονός ότι οι δοκιμασίες των ξεχωριστών προσώπων διαπλέκονται μονάχα περιφερειακά (έως καθόλου) κάνει την αφήγηση αναγκαστικά αποσπασματική, ενώ πέρα από το φυσικό φόντο της (τουριστικής) δράσης και το πλούσιο σε παλιά ιταλικά χιτάκια σάουντρακ, τίποτα δεν μοιάζει να συνδέει τις δοκιμασίες αυτές με κάτι το χαρακτηριστικά ρωμαϊκό (τα στερεότυπα περί μαχητικού συνδικαλισμού, λαχταριστής πίτσας ή θερμόαιμων ανδρών και πληθωρικών γυναικών είναι αναχρονισμοί που σίγουρα δεν αρκούν). Εστω και μέσα στην επεισοδιακή δομή και τη γραφικότητά του, πάντως, το «Στη Ρώμη με αγάπη» σπαρταράει από «αλενικό» χιούμορ και ευρηματικότητα.

    Από τη μια, με τον τρόπο που «κατανέμει» τον Γούντι Αλεν παντού, αναπληρώνοντας έτσι τη συνοχή που λείπει από την αφήγηση και αποδεσμεύοντας τα γνώριμα, πάντα απολαυστικά άγχη του περί έρωτα, απιστίας και περάσματος του χρόνου: κάθε ιστορία φιλοξενεί κι ένα (τουλάχιστον) alter ego του δημιουργού (που κρατά κι ο ίδιος έναν ρόλο, αυτόν του Νεοϋορκέζου πεθερού) διαφορετικής γενιάς, αλλά διαχρονικών ανησυχιών, με πιο στιβαρό εκείνο του μεσήλικα Αμερικανού αρχιτέκτονα (Αλεν Μπάλντουιν) που εμψυχώνει τη φωνή της συνείδησης του νεαρού φοιτητή. Και από την άλλη, μέσα από πλήθος ευφάνταστων γκαγκ, πολλών λεκτικών αλλά κι ενός απίθανου οπτικού, του Ιταλού τενόρου που μπορεί να τραγουδά μονάχα στο μπάνιο - σίγουρα ένα από τα πιο ξεκαρδιστικά κωμικά ευρήματα στη μακρά φιλμογραφία του Αλεν.

  • Μαμούθ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μαμούθ

    Αριστούργημα σίγουρα δεν είναι. Μπορεί να μην είναι καν καλή ταινία. Από τότε που την είδα όμως, πριν από 13 μήνες, την έχω σκεφτεί πολλές φορές.

    Το παράξενο χιούμορ της, που χτίζεται πάνω σε ένα υπόστρωμα τραγικού παραλογισμού, την κρατά μέχρι το τέλος αταξινόμητη και ελεύθερη. Κι αυτό είναι το βασικό της ατού. Και ο Ντεπαρντιέ βεβαίως –τρομερά βαρετός στις περισσότερες ταινίες του πια- καταφέρνει εδώ κάτι διαφορετικό.

    Μόλις έχει βγει στη σύνταξη και δεν βολεύεται πουθενά: ούτε να διαβάζει τον ενδιαφέρει ούτε δουλειές στο σπίτι μπορεί να κάνει ούτε καν για τα ψώνια στο σούπερμαρκετ δεν είναι άξιος.
    Κι επιπλέον ανακαλύπτει ότι οι παλιοί του εργοδότες δεν κολλούσαν τα σωστά ένσημα με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η σύνταξή του.

    Ανεβαίνει λοιπόν σε μια καλτ μοτοσικλέτα Munch Mammuth του 1970 και αρχίζει να τους ψάχνει για να του κολλήσουν, εκ των υστέρων, τα ένσημα που λείπουν.

    Είναι τόσο παράξενο από μόνο του αυτό το θέμα που σου είναι δύσκολο ακόμη και να το αφηγηθείς. Πώς να την πεις δηλαδή την ταινία «κωμωδία συνταξιοδότησης»;

    Στην πραγματικότητα βέβαια το ταξίδι αυτό δεν είναι παρά μια αφορμή επιστροφής στο παρελθόν –δηλαδή στην χαμένη νεότητα.

    Υπάρχουν εξαιρετικές σκηνές ανθολογίας, αλλά και αρκετές άλλες που δεν προκαλούν παρά μονάχα πλήξη, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι (όπως της Γιολάντ Μορό που παίζει την γυναίκα του Ντεπαρντιέ) και οι αναπάντεχες εμφανίσεις (όπως της Ιζαμπέλ Αντζανί) είναι αυτοί που σώζουν, κάπως, την ταινία από μια βέβαιη καταστροφή.

    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

  • Λάρισα Εμπιστευτικό

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Λάρισα Εμπιστευτικό

    Το Cinemag.gr δεν έχει κριτική γι' αυτήν την ταινία γιατί δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή από την εταιρεία διανομής της.

  • New Year's Eve

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    New Year's Eve

    Πρόκειται για μια ταινία ύμνο στην αγάπη, την ελπίδα, τη συγχώρεση, τις δεύτερες ευκαιρίες και τα νέα ξεκινήματα. Το "New Year's Eve" παρακολουθεί τις ιστορίες ζευγαριών και ελευθέρων, έτσι όπως αυτές εξυφαίνονται μέσα στο πάθος και την προσμονή της Νέας Υόρκης την πιο συναρπαστική βραδιά της χρονιάς. Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Τζέσικα Μπίελ, ο Τζον Μπον Τζόβι, η υποψήφια για Όσκαρ Άμπιγκεϊλ Μπρέσλιν, ο Κρις "Λούντακρις" Μπρίτζες, ο δύο φορές βραβευμένος με Όσκαρ Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο Τζος Ντουχάμελ, ο Ζακ Έφρον, ο Χέκτορ Ελιζόντο, η Κάθριν Χέιγκλ, ο Άστον Κούτσερ, ο Σεθ Μέγιερς, η Λέα Μισέλ, η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, η υποψήφια για Όσκαρ Μισέλ Φάιφερ, ο Τιλ Σβάιγκερ, ο Ράιαν Σίκρεστ, η δύο φορές βραβευμένη με Όσκαρ Χίλαρι Σουάνκ και η Σοφία Βεργκάρα.

  • Νήσος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Νήσος

    Η κλειστή κοινωνία ενός νησιού αναστατώνεται από τον ξαφνικό και περίεργο θάνατο του «άρχοντα» του τόπου, ο οποίος αφήνει πίσω του μια τεράστια περιουσία. (το τι ακριβώς σημαίνει «άρχοντας» και γιατί υπάρχουν ακόμα τέτοιοι στα ελληνικά νησιά, δεν εξηγείται πουθενά, αλλά τέλος πάντων).

    Σύμφωνα με την διαθήκη του εκλιπόντος άρχοντα λοιπόν, που διαβάζεται στην κεντρική πλατεία, η περιουσία μοιράζεται στις τέσσερις "εξουσίες": τον πρόεδρο της κοινότητας, τον αστυνομικό διευθυντή, τον δάσκαλο του σχολείου και τον ιερέα της εκκλησίας. Για να πάρουν τα χρήματα θα πρέπει να δεχτούν να διαβαστούν, δημοσίως, στην ίδια πλατεία τέσσερις επιστολές-μία για τον καθένα- το περιεχόμενο των οποίων δεν το γνωρίζει κανείς.


    Γελάς στην ταινία; Διότι, ως κωμωδία, αυτός είναι ο σκοπός της. Αν πρέπει να χρησιμοποιήσω μια λέξη, αυτή θα ήταν το «ναι». Τα πράγματα όμως δεν συμπυκνώνονται πάντα μέσα σε ένα «ναι» και σε ένα «όχι». Σ΄ αυτή την περίπτωση η «Νήσος» έχει κάποια προβλήματα. Με πρώτο και σημαντικότερο την «τηλεοπτικότητα».

    Για να πούμε βέβαια του στραβού το δίκιο, σε όλες τις ελληνικές κωμωδίες των τελευταίων χρόνων (εκτός από τις «Σειρήνες στο Αιγαίο» του Νίκου Περάκη και το «Bank Bang» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου) υπήρχε αυτό το πρόβλημα.


    Με λίγα λόγια. Πρώτον: τα πολλά κοντινά πλάνα και η εμμονή στην γρήγορη εκφοράς της ατάκας. Δεύτερον: τα πολλά ντεσιμπέλ- πάνω από τα όρια της κανονικής ομιλίας. Τρίτον: το απλοϊκό μοντάζ και τα πλάνα που περιλαμβάνουν δυο ή τρεις ηθοποιούς, για να μην αποπροσανατολίζεται ο θεατής. Τέταρτον: οι αναγνωρίσιμοι, από τηλεοπτικές σειρές, ηθοποιοί που παίζουν με την μανιέρα των τηλεοπτικών τύπων με τους οποίους τους έχουμε ταυτίσει. Πέμπτον: οι σεναριακές απλοποιήσεις και το χτίσιμο της ιστορίας πάνω σε απλά και ξεκάθαρα σχήματα.


    Τίποτα από αυτά βέβαια δεν είναι, κατ΄ ανάγκη, αρνητικό. Δεν έχει όμως και «κινηματογραφικότητα». Δεν χρησιμοποιεί δηλαδή την εικόνα, το μοντάζ, τον ρυθμό της μεγάλης οθόνης, τις παύσεις, τις ελλείψεις (ηχητικές και οπτικές) τις ενδιαφέρουσες γωνίες. Όλα μένουν στο πρώτο επίπεδο: ρίχνεις ατάκα, γελάω με ατάκα.


    Οπότε επιστρέφω στο αρχικό ερώτημα και το αντιστρέφω. Είναι αυτό το ζητούμενό μας; Είναι μόνο αυτό που θέλουμε από το ελληνικό σινεμά; Το πρώτο επίπεδο, η απλή ατάκα, το εύκολο γέλιο, τα πολλά εισιτήρια; Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε ούτε η «Νήσος» ούτε καμία άλλη ελληνική κωμωδία δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα. Επειδή όμως τα πράγματα ποτέ δεν συμπυκνώνονται μέσα σ΄ ένα «ναι» και σε ένα «όχι», ας συνεχίσουμε να ψάχνουμε. Που ξέρεις, κάποια στιγμή θα την βρούμε κι εμείς τη λύση.


    Σημείωση: μαζί με τη «Νήσο» προβάλλεται και η εξαιρετική ελληνική μικρού μήκους ταινία «Downlove» του Ευριπίδη Λασκαρίδη με την Λίνα Σακά και τον Άρη Σερβετάλη. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την ταινία.


    ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ


  • Ο Κανόνας του Παιχνιδιού

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Κανόνας του Παιχνιδιού

    Με όση ψυχραιμία μπορεί να διασφαλίζουν εβδομήντα ολόκληρα χρόνια, ο «Κανόνας Του Παιχνιδιού» παραμένει ολοκληρωτικά μια ταινία του μέλλοντος. Ενα μοντέρνο, αναρχικό και διαολεμένα απολαυστικό φιλμικό παιχνίδι που δεν ανήκε στο σινεμά όπως το γνώριζαν μέχρι τότε, στο σινεμά όπως το ξέρουμε σήμερα.


    Γνήσιο τέκνο ενός ιδιοφυούς δημιουργού, ο οποίος αντιλαμβανόταν το σινεμά σαν μία πράξη ελαφρότητας που μπορεί να διαθέτει τόσο βάρος ώστε να αλλάξει συνειδήσεις, έμελλε να εξοργίσει, να απαγορευθεί, να κοπεί από τους λογοκριτές, να αναλυθεί όσο λίγες ταινίες στον εικοστό αιώνα, να αναγνωριστεί τελικά ως ένα από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης. Το μόνο που δεν κατάφερε ποτέ είναι να γίνει αντιληπτό σε όλη την έκταση του, παραμένοντας ακόμη και σήμερα φυγαδευμένο σε εκείνη την παράλληλη διάσταση όπου κατοικούν οι ακατανόητες από την κοινή λογική ανθρώπινες πράξεις.


    Κι όμως ο Ρενουάρ δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να αψηφήσει με το θράσος ενός μεγάλου ταλέντου κάθε υπαρκτό κινηματογραφικό κανόνα. Και για να το καταφέρει δημιούργησε μια ταινία-ναρκοπέδιο. Μια ωρολογιακή βόμβα που περιμένεις πως σε κάθε δευτερόλεπτο θα εκραγεί χωρίς αυτό να συμβαίνει ποτέ. Ενα ψηφιδωτό χαρακτήρων που κανείς τους δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει πρωταγωνιστής. Μια σειρά απο βινιέτες που μοιάζουν βαρυσήμαντες και ασήμαντες την ίδια ακριβώς στιγμή. Μία από τις πιο καθαρές κινηματογραφικές κατασκευές στην ιστορία όπου ό,τι συμβαίνει σε πρώτο πλάνο περνάει σε δεύτερη μοίρα μπροστά σε αυτό που συμβαίνει στο φόντο, αποτέλεσμα μιας κάμερας που κινείται σε ένα τρισδιάστατο σύμπαν πριν ακόμη ο κινηματογράφος ευλογηθεί με στέντικαμς και λοιπά τεχνολογικά δεκανίκια.


    Εδώ υπάρχει μόνο ο Ρενουάρ, το εντομολογικό βλέμμα του, η φιλοσοφική του καθαρότητα, η ανυποχώρητη διάθεση του να ενοχλήσει με την πιο ιδιοφυή σάτιρα που σκέφτηκε ποτέ ανθρώπινος νους για να περιγράψει την αγριότητα της ανθρώπινης φύσης.
    Ναι, η αλληγορία παραμένει κρυστάλλινη κατά της αριστοκρατίας που προτάσσει την ανοησία της σε μια Ευρώπη που θα ζήσει τη φρίκη ενός Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά τίποτα δεν μοιάζει πιο τρομακτικό μπροστά σε μια ταινία που 70 χρόνια μετά παραμένει τόσο επίκαιρη και αναγκαία.


    ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ

  • Ένας Αξιότιμος Κύριος

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ένας Αξιότιμος Κύριος

    O Mάικλ Nτάγκλας ενσαρκώνει δυναμικά τον Mπεν, έναν 50άρη Nεοϋορκέζο, κάποτε επιτυχημένο έμπορο αυτοκινήτων, που μετά μια σειρά λανθασμένων επιλογών χάνει την επιχείρησή του. Eίναι χωρισμένος με τη Nάνσυ, πρώην αγαπημένη του από το κολέγιο ενώ η νυν φιλενάδα του τον παρατάει γιατί τον πιάνει να κοιμάται με την κόρη της. H δική του κόρη, από την άλλη, αρνείται να τον αφήσει να δει τον εγγονό του, καθώς ο Mπεν καταφέρνει να ρίξει στο κρεβάτι ακόμη και τη μητέρα ενός συμμαθητή του μικρού.

    Πρόκειται τελικά για έναν αυθεντικό γιάνκη κόπανο ή παρακολουθούμε απλά την παρακμή ενός άνδρα που η εντιμότητά του ξεθώριασε με τα χρόνια; Ο Μπράιαν Κόπελμαν βάζει τα δυνατά του για να παραδώσει ένα έντιμο δράμα χωρίς φανφάρες και δεν τα καταφέρνει άσχημα. Tο εκθαμβωτικό καστ (Nτάνι Nτεβίτο, Σούζαν Σαράντον) αναδεικνύει το καλοϋφασμένο σενάριο, ενώ ο ίδιος ο Ντάγκλας διεκδικεί δυναμικά μια θέση στην κούρσα των Oσκαρ.

    Κωστής Θεοδοσόπουλος

  • Τραγουδώντας Στη Βροχή

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Τραγουδώντας Στη Βροχή

    Το μιούζικαλ, αυτή η υπέροχη σύμβαση που θέλει τους ανθρώπους να χορεύουν και να τραγουδούν όταν είναι ερωτευμένοι, λυπημένοι ή απλώς θέλουν να εκφράσουν κάτι που δεν λέγεται αλλιώς. Αυτή η σύλληψη που προκαλεί ναυτία, ως υπερβολικά «ελαφριά» ή απλώς αφύσικη, σε πολλούς παθιασμένους κινηματογραφόφιλους. Οι τελευταίοι κάνουν συχνά μια εξαίρεση για την ταινία-σήμα κατατεθέν των μιούζικαλ, ξέρουν να σφυρίζουν τον βασικό σκοπό της και της επιφυλάσσουν μια θέση στα κλασικά αριστουργήματα. Το «Τραγουδώντας στη Βροχή» είναι το αδιαφιλονίκητα καλύτερο μιούζικαλ για τους εχθρούς του είδους.

    Για μας τους υπόλοιπους, όμως, που λατρεύουμε επίσης το «The Bandwagon» και το «Top Hat», το «Meet me in St. Louis» και το «West Side Story», ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Κι αν το «Τραγουδώντας στη Βροχή» διεκδικεί με αξιώσεις την κορυφή είναι επειδή, κάθε δευτερόλεπτο, κάθε παραμικρή του λεπτομέρεια είναι μια σπουδή για το πώς να μετατρέψεις τον θεατή σε κοινωνό μιας ακαταμάχητης ευφορίας. Με αποκορύφωμα, φυσικά, την καλύτερη σκηνή του είδους και μία από τις μαγικές στιγμές στην ιστορία του σινεμά, με τον Τζιν Κέλι να παίζει με την ομπρέλα του και να βρέχει τους περαστικούς, με την ελαφρότητα ανθρώπου που έχει φτερά στα πόδια. Υπάρχει πιο ιμπρεσιονιστικός τρόπος να φιλμάρεις έναν άνθρωπο που μόλις ερωτεύτηκε;

    Κωνσταντίνος Σαμαράς

  • Μόλις Χώρισα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μόλις Χώρισα

    Βασισμένο σε υπερεπιτυχημένο θεατρικό περιορισμένης χωρητικότητας, η κινηματογραφική μεταφορά του «Μόλις Χώρισα», σέβεται τις διαστάσεις της προγονικής του κατοικίας και φυλακίζει τη δράση σε υπερμοντέρνα πολυκατοικία μιας αγνώριστης Ιπποκράτους.

    Μπορεί η Αθήνα του «Μόλις Χώρισα» να πάσχει από υπερβολικό lifting, η μεταμόσχευση καρδιάς όμως κρίνεται πέρα για πέρα επιτυχημένη: οι επτά χαρακτήρες του θεατρικού μεταφυτεύονται στη μεγάλη οθόνη διατηρώντας ατόφια τη φρεσκάδα τους - αυτοί που παρουσιάζουν πρόωρα σημάδια κινηματογραφικής γήρανσης (που αγγίζει τα όρια του πλεονασμού) είναι οι περιφερειακοί χαρακτήρες: οι αρχετυπικοί latin lover και pizza boy, απαραίτητα συστατικά κάθε γυναικείας φαντασίωσης που σέβεται τον εαυτό της, είναι μάλλον μπαγιάτικα και θα έπρεπε να είχαν αναλωθεί πριν την ημερομηνία λήξης.

    Τώρα, ποιο από τα δύο φύλλα (αρσενικό ή θηλυκό) υποθάλπει φαντασιώσεις με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Μπακοδήμου ως πλασιέ τάπερ δεν γίνεται ποτέ ξεκάθαρο, αλλά παρόλο το τηλεοπτικό της μπρίο, μάλλον θα έπρεπε να είχε μείνει στο ψυγείο. Οι κεντρικοί χαρακτήρες ωστόσο προάγονται με άριστα, δείχνοντας πλήρη συνέπεια στο συλλογικό ρόλο των «υποστηρικτών» της χαροκαμένης Ηλέκτρας, με την πληθωρική Μαρία Λεκάκη να προηγείται στις προτιμήσεις ως αισθησιακή φωτογράφος ελευθέρων ηθών.

    Αν και ο Γιάννης Τσιμιτσέλης διατηρεί το ίδιο δυσαρεστημένο ύφος που είχε επιδείξει σε όλες τις μέχρι τώρα κινηματογραφικές του εμφανίσεις, ο προβληματισμός του ταιριάζει γάντι, αφού αποφασίζει να δώσει τέλος σε έξι χρόνια σχέσης και μάλιστα με μοναδικό σύμμαχο τον τηλεφωνητή! Οι ενδυματολογικές επιλογές της μαμάς-Ζουμπουλίας (Ελισάβετ Κωνσταντινίδου), που ανεβοκατεβαίνει πατώματα τυλιγμένη με χειροποίητα πετσετάκια, θα έπρεπε κανονικά να ξεκινήσει νέα μόδα, αν δεν την ξεπερνούσαν σε ευφάνταστες εμφανίσεις οι Μονογιού/Καραμίχος πάνω σε απεγνωσμένη προσπάθεια να αναπτερώσουν το γαμήλιο πάθος τους. Κάπου εδώ αρχίζουν και οι ενστάσεις μας, διότι το κωμικό στοιχείο της υπερβολής θέλει κι αυτό το μέτρο του και δυστυχώς το «Μόλις Χώρισα» πάσχει από υπερδιέγερση. Οι ρυθμοί του παραμένουν φρενήρεις από την αρχή ως το τέλος, χωρίς την παραμικρή δραματουργική ανάπαυλα οδηγώντας το υστερικό σύμπαν του Βασίλη Μυριανθόπουλου σε αναπόφευκτο νευρικό κλονισμό.

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Νταντά Υψηλής Κοινωνίας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Νταντά Υψηλής Κοινωνίας

    Τι απέγιναν οι ταλαντούχοι δημιουργοί του «Αmerican Splendor»; Βιάστηκαν να παραστούν στο πρώτο τους χολιγουντιανό ραντεβού και σκόνταψαν, προσπαθώντας να αντλήσουν μια έξυπνη σάτιρα ηθών μέσα από μια mainstream κομεντί με απλοϊκές κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, άτσαλη σκηνοθετική εκτέλεση και σεναριακή βαρύτητα φτερού. Η Σκάρλετ Γιόχανσον πλήττει στον ρόλο της, η Λόρα Λίνεϊ πραγματοποιεί, ωστόσο, ένα ήρεμο ερμηνευτικό ρεσιτάλ στον δικό της.

    ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

  • Little Miss Sunshine

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Little Miss Sunshine

    Ξεκινώντας από το φεστιβάλ του Σάντανς, από το οποίο έφυγε με ένα απροσδόκητο συμβόλαιο διανομής αξίας εκατομμυρίων δολαρίων (η Fox Searchlight έσπευσε να το αγοράσει αμέσως μετά την πρώτη φεστιβαλική προβολή του), το Little Miss Sunshine έβαλε πλώρη για Καλιφόρνια με την επτάχρονη Ολιβ να σέρνει τον loser μπαμπά της (Γκρεγκ Κινίαρ), τη νευρωτική μαμά της (Τόνι Κολέτ), τον ορκισμένο σε αιώνια σιωπή αδελφό της (Πολ Ντέινο), τον αυτοκτονικό μελετητή του Προυστ θείο της (Στιβ Καρέλ) και τον εθισμένο σε οποιαδήποτε διαθέσιμη ναρκωτική ουσία παππού της (Αλαν Αρκιν) στο Ρεντόντο Μπιτς, με σκοπό να αποτύχει σε τοπικά παιδικά καλλιστεία, και τα καταφέρνει: Δεν βγαίνει παρά τρίχα κερδισμένη δεν παίρνει τη δεύτερη ούτε την τρίτη θέση, αλλά κατατροπώνεται πανηγυρικά!

    Διότι η αξιαγάπητη αυτή ωδή στην απόλυτη χασούρα δεν χωράει ημίμετρα: από τις ριγέ ροζ κάλτσες του Στιβ Καρέλ, μέχρι το δερμάτινο rebel-without-a-cause γιλέκο του Αλαν Αρκιν, οι Χούβερ είναι γεννημένοι για την αποτυχία - μόνο που δεν το ξέρουν! Ετσι, όταν κατόπιν μιας εικοσάλεπτης, αποθεωτικά ανθυγιεινής σκηνής μεσημεριανού φαγητού, ανακαλύπτουν ότι η μικρή, και μάλλον τροφαντή, κόρη της οικογένειας συμμετέχει ως αναπληρωματική σε παιδικά καλλιστεία, δεν διστάζουν ούτε λεπτό. Φορτώνουν τον παππού στο βαν και φεύγουν για Καλιφόρνια. Με ένα εξαιρετικό καστ να ανακαλύπτει σιγά σιγά τις οικογενειακές του αδυναμίες, ενώ σπρώχνει το ταλαιπωρημένο Volkswagen, το συζυγικό σκηνοθετικό δίδυμο Ντέιτον- Φάρις παραδίδει ένα απολαυστικό σχόλιο πάνω στη σύγχρονη αμερικανική οικογένεια, η οποία σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ατελής μηχανισμός με παράταιρα εξαρτήματα, που το πιθανότερο είναι ότι κάποια μέρα θα μείνει από βλάβη!

    ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ

  • 5 Λεπτά Ακόμα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    5 Λεπτά Ακόμα

    Στο τυραννικό συναίσθημα της ερωτικής ζήλιας και τη μοναξιά της αποκομμένης από το προσφιλές της περιβάλλον ύπαρξης αφιερώνει ο Γιάννης Ξανθόπουλος την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, χειριζόμενος με απόλυτη άνεση την κάμερα, τους χώρους και τους χαρακτήρες του.

    Η μαύρη κωμωδία και το μεταφυσικό στοιχείο προκαταλαμβάνουν για μια σάτιρα ηθών που χτίζεται γύρω από τον πρωταγωνιστή της - έναν ερωτευμένο αλλά αθεράπευτα κτητικό αντιήρωα, που, ακόμη και μετά θάνατον, στοιχειώνει την καθημερινότητα της αγαπημένης του προκειμένου αυτή να μην ερωτευτεί άλλον. Ιδανικός για να ενσαρκώσει έναν στην ουσία τραγικοκωμικό ρόλο είναι ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, που πείθει ως φάντασμα υποβοηθούμενος στο μέγιστο από τα προσεγμένα ειδικά εφέ. Στοιχεία που συνιστούν ένα εμπορικό φιλμ το οποίο σου δίνει την πολυτέλεια να παραβλέψεις τα όποια κλισέ (η πενθούσα αρραβωνιαστικιά που βλέπει στο βίντεο τις μαγνητοσκοπημένες ευτυχισμένες στιγμές τις οποίες έζησε κάποτε με τον μακαρίτη ή η γιαγιά της οικογένειας, που νιώθει την παρουσία του πνεύματος του εγγονού της και επιστρατεύεται για να δώσει λίγο greek χιούμορ και ώθηση στην αφήγηση) και τις αδυναμίες του (αυτοεπαναλαμβάνεται επικίνδυνα το παιχνίδι της πολιορκίας της ζωντανής Αλίκης από τον νεκρό Τάσο).

    ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

  • Sugartown: Οι Γαμπροί

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Sugartown: Οι Γαμπροί

    Στη Ζαχάρω, ένα χωριό της Πελοποννήσου, έχουν εκλείψει οι γυναίκες. Απελπισμένοι οι άντρες θα βάλουν μπροστάρη το δήμαρχο και θα φτάσουν μέχρι τη Ρωσία για να βρουν νύφη της αρεσκείας τους.

    Μας τελείωσαν τα θηλυκά. Στοπ. Υποψήφιος δήμαρχος υπόσχεται να μας βρει τα κατάλληλα, πάση θυσία. Στοπ. Ψηφίστε τον! Οχι δεν είναι φάρσα. Ο τελευταίος δήμαρχος της Ζαχάρως εξελέγη επειδή προεκλογικά δεσμεύθηκε να αποκαταστήσει όλους τους εργένηδες της περιοχής του. Κι επειδή θέλει να κρατήσει το λόγο του αρχίζει να αναζητά τον καλύτερο τρόπο για να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Ο μικρός πληθυσμός του δήμου του δεν του επιτρέπει να ρίξει... δίχτυα εντός συνόρων. Αντίθετα, η επιμονή, η φιλοδοξία του και οι συγκυρίες θα τον οδηγήσουν πολύ μακριά, εκτός συνόρων: στη Ρωσία...

    Σε μια εποχή που το ντοκιμαντέρ γνωρίζει θριαμβευτική άνθιση παγκοσμίως, αλλά στην Ελλάδα δυσκολευόμαστε να αποδεσμευτούμε από τη συνηθισμένη τηλεοπτική και... αρχαιολογική του φόρμα, ο Τσακίρης κάνει τη διαφορά. Επιλέγει ένα απίθανο και κωμικοτραγικό, αλλά πέρα για πέρα επίκαιρο ως πρόβλημα για θέμα. Αν και χρησιμοποιεί μια ευέλικτη, αναλογική κάμερα (Betacam Sp), δίνει στα πλάνα του κινηματογραφική ταυτότητα. Γιατί εκμεταλλεύεται όχι μόνο λειτουργικά, αλλά και εικαστικά το φυσικό φως.

    Γιατί επιλέγει ποικίλες γωνίες λήψεις για να καδράρει κάθε φορά τους πρωταγωνιστές του, τις οποίες συνταιριάζει με ένα... τσαχπίνικο, όσο και εύγλωττο μοντάζ, καθώς ντύνει στιγμές σιωπής και βουβές εκφράσεις με λόγια που έχουν ειπωθεί άλλη στιγμή ή αντιπαραθέτει πρόσωπα με χώρους ή τοπία. Γιατί ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο χιούμορ και τη μελαγχολία. Γιατί, τέλος, προτιμά να είναι αφαιρετικός και όχι αναλυτικός, προσφέροντας στον θεατή ένα σωρό αφορμές για κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα εντός και εκτός συνόρων... Χωρίς όμως ο ίδιος να παίρνει θέση ή να καταλήγει σε εύκολα, λαϊκίστικα και ανακουφιστικά συμπεράσματα.

    ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

  • Φώτα Στο Σούρουπο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Φώτα Στο Σούρουπο

    Χιουμορίστας δραματουργός ή δραματικός κωμικογράφος; Περιθωριακός Σκανδιναβός ή διαχρονικό ίνδαλμα εκλεκτικών σινεφίλ που δεν αρκούνται στις πρώτες εντυπώσεις; Πολιτικοποιημένος μινιμαλιστής ποιητής των παραγκωνισμένων ή Τζάρμους της Ευρώπης;

    Ο Καουρισμάκι είναι όλα τα παραπάνω κι άλλα ακόμη. Κι όλα όσα είναι κρύβονται κάτω από την παιχνιδιάρικη συγκράτηση των πλάνων του και σε αυτά τα Φώτα, αποκαλύπτοντας πίσω από τη βορειοευρωπαϊκή του αταραξία ένα ιδιόρρυθμο σινεμά της καρδιάς.

    Οk, φέτος ο Ακι δεν διακρίθηκε στις Κάννες. Μα τα Φώτα, διακριτικότερα από τον υπέροχο Ανθρωπο Χωρίς Παρελθόν που προηγήθηκε, αντλούν από τις ίδιες δημιουργικές και θεματικές αρχές - και τους αξίζει, ουσιαστικά, η ανάλογη επιτυχία ανάμεσα σε όσους (τον) ξέρουν. Επιτυχία και η οριστική αναγνώριση σε μια ήρεμη κι ανθεκτική δύναμη του ευρωπαϊκού σινεμά.

    Οι «πιστοί», αν μη τι άλλο, θα είναι εκεί και στη νέα ταινία του Ακι, ξανασυναντώντας έναν παλιό, πολυαγαπημένο φίλο. Γιορτάζοντας μαζί του όχι μόνο τη δική του ωριμότητα, μα κι εκείνη ενός ευρωπαϊκού σινεμά που ποτέ, στην πραγματικότητα, δεν περιοριζόταν στους πιο φαντεζί από τους δημιουργούς του. Μεστός και απλός, αφανής μα καίριος, ο απίστευτος Φινλανδός έχει εξάλλου κερδίσει προ πολλού την arthouse αρένα.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ

  • Scoop

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Scoop

    Αμερικανίδα φοιτήτρια δημοσιογραφίας βγάζει λαβράκι από έναν... μακαρίτη δημοσιογράφο και αναζητά στοιχεία γύρω από μια σειρά φόνων στο Λονδίνο, με τη βοήθεια ενός μάγου.

    Οσοι είδαν την πρώτη ταινία που γύρισε ο Γούντι Αλεν στο Λονδίνο αν όχι σαν αριστούργημα, τότε ως ό,τι πιο μοντέρνο είχε σκαρφιστεί το κοφτερό μυαλό του τελευταία, τότε θα βρουν «λίγο» το δεύτερο φιλμ του στο αγγλικό έδαφος. Μπορεί το Scoop να χάνει στις συγκρίσεις με το Match Point, είναι ξεκάθαρο όμως ότι ο δημιουργός του δεν στόχευε σε κάτι παραπάνω από το να γυρίσει μια κομεντί μυστηρίου όσο η βρετανική πρωτεύουσα παραμένει ακόμη ανεξερεύνητη γη για εκείνον και τα ανώτερα ταξικά κλιμάκιά της δεν έχουν εκτεθεί αρκετά από την πένα του.

    Παλιομοδίτης στη σύλληψη της βασικής ιδέας (είναι ή όχι ο γοητευτικός Αγγλος ευγενής ο δολοφόνος που αφήνει δίπλα στα άψυχα γυναικεία σώματα κάρτες ταρό;), εμπνέεται από την παρόμοια υπόθεση του The Thin Man (1936) και για το κέφι του και μόνο περνά μπροστά από την κάμερα σε μια υποτιθέμενη σχέση πατέρα - κόρης με την Σκάρλετ Γιόχανσον, την οποία κινηματογραφεί ως το θηλυκό (αλλά ανυπέρβλητα σέξι) alter ego του. Εχοντας πια πατήσει τα 70, ο Αλεν βγάζει τη γλώσσα στο θάνατο (επικαλούμενος τη μαγεία ρίχνει τράπουλες της μοίρας και της τύχης και στήνει κωμικά σκετς στον Αχέροντα ποταμό) και σατιρίζει τη δημοσιογραφική μανία για την «αποκλειστικότητα», αυτήν που τόσο τον ταλαιπώρησε στην έκθεση της προσωπικής του ζωής. Αληθινά αστείος και επινοητικός, αφήνει χώρο στην οθόνη για τον ευγενικά διπρόσωπο Χιου Τζάκμαν, μα κερδίζει και πάλι το στοίχημα της πνευματικής του νιότης με την φρεσκάδα της ατάκας του, που ξεπερνά την κλασικότητα της ιστορίας του.

    ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

  • Ο Διάβολος Φοράει Prada

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Διάβολος Φοράει Prada

    Απειρη πτυχιούχος δημοσιογραφίας με όνειρα επαγγελματικής καταξίωσης προσλαμβάνεται τυχαία σε δημοφιλές νεοϋορκέζικο περιοδικό μόδας ως βοηθός της αμείλικτης εκδότριας.

    Είναι πλέον εμφανές ότι η Αν Χάθαγουεϊ αρνείται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε ταινία εάν δεν μεταμορφώνεται από καμηλοπάρδαλη σε πριγκίπισσα, μόνο που αυτή τη φορά η αλλαγή λαμβάνει χώρα στο περιοδικό μόδας «Runway». Βασισμένο στο ομώνυμο best seller της Λόρεν Γουάισμπεργκερ, που πέρασε έναν βασανιστικό χρόνο υπηρετώντας τη διαβόητα δύστροπη διευθύντρια της αμερικανικής «Vogue» Ανα Γούιντουρ, το φιλμ αποτελεί στην ουσία φόρο τιμής στο υποτιμημένο κωμικό ταλέντο της Μέριλ Στριπ: Απολαυστικά παγερή στο ρόλο της αμείλικτης εκδότριας, αποδεικνύει περίτρανα ότι μερικές φορές ένα αλαζονικό ανασήκωμα των φρυδιών είναι πιο αποτελεσματικό και από την πιο ξεκαρδιστική γκριμάτσα.

    Αντίθετα η Χάθαγουεϊ, ελάχιστα έχει να επιδείξει πέρα από μια σταθερά ευχάριστη, πλην όμως επαναλαμβανόμενη, παρουσία. Αν και απόλυτα προβλέψιμος, επιδεικνύοντας μια πλήρη έλλειψη οποιασδήποτε δραματικής πτυχής που να μην ισιώνει μ ένα καλό σιδέρωμα, ο Διάβολος παραμένει ειλικρινής στις προθέσεις του, αφού ποτέ δεν προοριζόταν για κανέναν άλλον πέρα από τις αναγνώστριες του «Cosmopolitan». Ολοι οι υπόλοιποι απλά θα αισθανθείτε κακοντυμένοι.

    ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ

  • Η Μάγισσα

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Μάγισσα

    Ενας ηθοποιός του οποίου η καριέρα έχει πιάσει πάτο ανακαλύπτει μια αληθινή μάγισσα για την τηλεοπτική αναβίωση του «Βewitched».

    Εξυπνη η ιδέα της Νόρα Εφρον να διασκευάσει κινηματογραφικά το χαριτωμένο σίριαλ της δεκαετίας του 60, δανειζόμενη το βασικό του θέμα -τον έρωτα ανάμεσα σ' έναν κοινό θνητό και μια σκανδαλιάρα μάγισσα- και μεταφέροντάς το στο Χόλιγουντ του σήμερα. Παίζοντας διαρκώς με το παλιό και το νέο, αναδημιουργώντας κωμικές σκηνές, σατιρίζοντας ελαφρά την κινηματογραφική βιομηχανία και βάζοντας τα γυρίσματα μιας τηλεοπτικής παραγωγής μέσα σε μια ταινία, σε προδιαθέτει θετικά για μια ρομαντική κωμωδία με ατμόσφαιρα 60s και με βασικό ατού το μπρίο του ταλαντούχου πρωταγωνιστή της. Πράγματι, ο Γουίλ Φέρελ προσφέρει τις πιο αστείες στιγμές της ταινίας, ενώ η Νικόλ Κίντμαν καταφέρνει να πείσει ως εξώκοσμη παρουσία, πότε αφελής και πότε σε αναζήτηση της ταυτότητάς της. Αλλά -και αυτό το «αλλά» στοιχίζει- δεν έχεις ποτέ την αίσθηση ότι παρακολουθείς ένα ενιαίο σύνολο, μα ένα φιλμ σε αναζήτηση του μαγικού του φίλτρου, ένα φιλμ που «ψάχνει» τις... σκηνές του για να προσφέρει τελικά μόνο μερικές δόσεις γέλιου και μια χημική ένωση η οποία δεν αποφέρει το ζητούμενο. Να φταίει γι αυτό η «μουδιασμένη» κατεύθυνση του σεναρίου ή η κακοδαιμονία της σύγχρονης αμερικανικής κωμωδίας;

    ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

  • Ώρα Για Σερφ

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ώρα Για Σερφ

    Ο νεαρός Κόντι Μάβερικ είναι ένας ανερχόμενος πιγκουίνος σέρφερ, που λαμβάνει μέρος για πρώτη φορά σε επαγγελματικό αγώνα. Με τις κάμερες να τον κυνηγούν σε κάθε του βήμα, ο Κόντι αφήνει την οικογένειά του και το σπίτι του στο Σίβερπουλ της Ανταρκτικής, για να ταξιδέψει στο νησί Πι Γκου για τον μεγάλο διαγωνισμό σερφ! Στη διαδρομή συναντά τον τρελούτσικο σέρφερ Τζο, τον διάσημο διοργανωτή αγώνων Ρέτζι, τον ανιχνευτή ταλέντων Μίκι και τη δυναμική ναυαγοσώστρια Λάνι. Ο ενθουσιώδης Κόντι πιστεύει ότι η νίκη θα του φέρει τη δόξα και το σεβασμό που λαχταρά.
    Όταν, όμως, γνωρίζει έναν παλιό και έμπειρο σέρφερ, ανακαλύπτει ότι αληθινός νικητής δεν είναι πάντα αυτός που έρχεται πρώτος...

    Το ηθικό αυτό δίδαγμα φαίνεται πως «απασχολεί» πολύ τους καρτουνίστες ανά την υφήλιο, καθώς τα τελευταία χρόνια όλο βλέπουμε ταινίες που υποστηρίζουν και προβάλλουν σθεναρά την ευγενή άμιλλα.

    Έτσι, η «Ωρα για σερφ» φέρνει έντονα στο νου ? εκτός από το Happy Feet που είχε επίσης πιγκουίνους για πρωταγωνιστές- τα «Αυτοκίνητα». Ο νεαρός Κόντι Μάβερικ είναι η σε πιγκουίνο μετάλλαξη του Κεραυνού Μακ Κουίν που επίσης στο τέλος της ταινίας συνειδητοποιεί πως αυτός που τελικά κερδίζει δεν βγαίνει πάντα πρώτος, ενώ ο αγαθούλης Τσίκεν Τζο «φέρνει» έντονα στον Μάτερ, την αγαθή νταλίκα.

    Παρόλο που η ταινία ακολουθεί μία χιλιοδοκιμασμένη και ?σχεδόν πάντα- επιτυχημένη συνταγή, ξεχωρίζει από το τρικ του κινηματογραφικού γυρίσματος και τα παρελθοντικά πλάνα και έχει κάποιες καλές στιγμές διανθισμένες με πλούσιο χιούμορ.

    Γεωργία Οικονόμου
    goikonomou@e-go.gr

  • Lucky You

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Lucky You

    «Επαγγελματίας» παίκτης του πόκερ δοκιμάζει να ξεχρεώσει, να κερδίσει τουρνουά χαρτοπαιξίας στο Λας Βέγκας, να θεραπεύσει παλιές και καινούργιες σχέσεις και να πατάξει προσωπικούς δαίμονες... ταυτόχρονα.

    Δεν το χωρά ο νους σου. Οχι πως βρέθηκε κάποιος να εμπιστευτεί στη χαζοχαρούμενα γλυκιά, κατά λάθος χαμογελαστή Ντρου έναν καταλυτικό δραματικό ρόλο, χωρίς έστω να τιθασεύσει το νιαούρισμα του λόγου της ή τις ακατάστατες κινήσεις του στόματός της. Ούτε τι δουλειά έχουν όλα αυτά, το άσκοπο και συνάμα προβλέψιμο πήγαινε έλα από χαμένο στοίχημα σε χαμένο στοίχημα, από καυγά σε συμφιλίωση και το αντίστροφο, από ατάκες «fast food μάθημα ζωής» σε «φαστφουντάδικο» - τόπο γρήγορου ξεκαθαρίσματος λογαριασμών.

    Ενώ στο μεταξύ, αναξιοποίητα μένουν ερμηνευτικά ταλέντα σαν τους Μπάνα (τα κάλλη του οποίου είναι ο μοναδικός λόγος για να μείνουν... ξύπνιες οι γυναίκες θεατές) και Ντιβάλ. Ούτε αναρωτιέσαι γιατί δύο άνθρωποι ξόδεψαν χρόνο και φαιά ουσία (και δη, από τις αποθήκες καθόλου ευκαταφρόνητων δημιουργικών μυαλών - υπεύθυνων μεταξύ άλλων για τα «The Insider» και «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικό») για να γράψουν ένα αδιανόητα βαρετό, αδιάφορο σενάριο. Οχι. Αυτό που δεν χωρά ο νους είναι πως κάποιοι άλλοι διάβασαν το εν λόγω σενάριο και δέχτηκαν να το χρηματοδοτήσουν για να γίνει ταινία. Πάσο και πάλι πάσο!

    ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

  • Μια Μέλισσα Τον Αύγουστο

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Μια Μέλισσα Τον Αύγουστο

    Ο άλλος εαυτός του Χάρη, το συναισθηματικό βάρος που δεν τον αφήνει να προχωρήσει μπροστά, αναπνέει χάρη σε ένα από τα σημαντικότερα νέα ερμηνευτικά ταλέντα της χώρας: τον Αντώνη Λουδάρο.

    Το να παρακολουθείς αυτόν τον ηθοποιό να συλλαμβάνει με ευαισθησία την ευάλωτη, αδιαμφισβήτητη ανθρωπιά του ήρωα- παράδοξου που ενσαρκώνει, ενώ ταυτόχρονα αρπάζει ως δεινός ζογκλέρ τα εναλλάξ δραματικά και κωμικά στοιχεία του σεναρίου, παραμένοντας μέχρι τέλους απόλυτα συγχρονισμένος στους ρυθμούς τους, είναι μια εμπειρία που δεν πρέπει να χάσεις. Σε συνδυασμό με τις ρεαλιστικές (και κάθε άλλο παρά θεατρικά πομπώδεις) ερμηνείες και των υπολοίπων, διασημότερων ή μη ηθοποιών, το -πρωτόγνωρο στα χρονικά του νεότερου ελληνικού σινεμά- αλάνθαστα ελληνικό, καλοκαιρινό, αποκαλυπτικό φως στο οποίο βαπτίζει κάθε σπιθαμή του σελιλόιντ ο ενθουσιώδης νεόκοπος διευθυντής φωτογραφίας, την αρτιότητα κατασκευής και τη πρωτότυπη σεναριακή ιδέα (που τολμά να προσεγγίσει έναν χαρακτήρα με δύο ηθοποιούς), κάνουν την παρακολούθηση αυτής της... άτακτης Μέλισσας απολαυστική και γεμίζουν, με άνεση, ευχάριστα το δίωρο.

    Δυστυχώς, όμως, μεταφέροντας στο πανί την ομότιτλη, υπερεπιτυχημένη παράστασή του, ο Αθερίδης δεν καταφέρνει να ξεφύγει εντελώς από τη στατική φύση της. Ετσι μας παραδίδει ένα ημίαιμο κινηματογραφικό πλάσμα, λιγότερο συγκινητικό ή αστείο από τις προσδοκίες του, που καταλήγει σε ένα αμήχανο, δυσανάγνωστο φινάλε.

    ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

  • Miss Potter

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Miss Potter

    Δεν μπορείς να θυμώσεις με μία τέτοια ταινία. Θα πρέπει να είσαι ο Σκρουτζ της κριτικής για να επιτεθείς σ' ένα καλοστημένο έργο εποχής που εστιάζει στη ζωή μιας συγγραφέως παραμυθιών, η οποία, επιπλέον, φορά το ζαχαρωτό προσωπάκι της Pενέ Zελβέγκερ.

    H Miss Potter θα μπορούσε να είναι ηρωίδα της Tζέιν Oστεν. Δυναμική και πεισματάρα, ένα ασυμβίβαστο θηλυκό που με Περηφάνια αρνείται τις Προκαταλήψεις της εποχής, παραμένοντας ανύπαντρη στα 32 της χρόνια. Oταν ερωτεύεται το κάνει ενάντια στην Λογική, αλλά με περισσή Eυαισθησία. Tέλος, οι γονείς της ενδιαφέρονται περισσότερο για το κοινωνικό τους γίγνεσθαι παρά για την ευτυχία του παιδιού τους, ενώ η μοίρα επίσης φέρνει τις ατυχείς ανατροπές της.

    H ιστορία της Mπίατριξ Πότερ όμως δεν είναι μυθιστόρημα. Eίναι αληθινή και αυτό θα έπρεπε να την κάνει, αυτομάτως, πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Δυστυχώς, όμως, ούτε το σενάριο ούτε η αποδεδειγμένα χαριτωμένη (Mπέιμπ, Tο Zωηρό Γουρουνάκι) ματιά του σκηνοθέτη Kρις Nούναν μπορούν να ζωντανέψουν την τραγικότητα, την τρέλα, τη θλίψη, τη μοναξιά, την ελευθερία και την παραδοξότητα της ζωής του αγοροκόριτσου που αγαπούσε τα κουνέλια, τα σκίτσα και τα παραμύθια της. Mοναδική αναλαμπή: η χημεία της Zελβέγκερ με τον MακΓκρέγκορ. Oταν οι δυο τους είναι στην οθόνη, θέλεις να τους κοιτάς.


    ΓNΩPIZETE OTI;
    Στην ταινία η Πότερ εκδίδει το πρώτο της βιβλίο 32 χρονών, μα στην πραγματικότητα ήταν 36.


    ΠOΛY ΛYKOYPΓOY

  • Ο Μαγικός Αυλός

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Μαγικός Αυλός

    Ο Μαγικός Αυλός του Κένεθ Μπράνα αποτελεί μια κινηματογραφική απόδοση της γνωστής όπερας του Μότσαρτ. Ο Κένεθ Μπράνα, που έχει αποδείξει την αγάπη του για την μουσική από το Πολύ Κακό για το Τίποτα, αποφάσισε να προσφέρει στο κοινό μια εκλαϊκευμένη και παράλληλα διδακτική προσέγγιση, στο κατά τα αλλά φαινομενικά παρωχημένο χώρο της όπερας. Η απόδοση του λιμπρέτου στα αγγλικά έχει γίνει από τον άγγλο κωμικό Στίβεν Φράι.

    Η ταινία είναι πλούσια σε οπτικές ιδέες και έχει από καλές έως πολύ καλές ερμηνείες. Ο Μπράνα καταφέρνει να δώσει σε ένα κατά βάση στατικό είδος performance στοιχεία ζωντάνιας και φρεσκάδας, χρησιμοποιώντας τα πλεονεκτήματα που του χαρίζει η κινηματογραφική απεικόνιση.

    Παρά τα όποια στοιχεία μοντερνισμού, ο Μαγικός Αυλός πάσχει από τις παιδικές ασθένειες της κινηματογραφημένης όπερας. Η μακρά του διάρκεια καθώς και το περιορισμένο κοινό στο οποίο απευθύνεται, συντελούν στο συμπέρασμα ότι η ταινία του Μπράνα αποτελεί μια αρκετά ‘δύσκολή’ κινηματογραφική πρόταση.

    Εν τέλει, ο Μαγικός Αυλός είναι μια ελκυστική πρόταση για τους λάτρεις της όπερας. Αντίθετα, για τους κοινούς θνητούς προσφέρει 140 λεπτά ‘δύσπεπτής’ κινηματογραφικής εμπειρίας.

    ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ

  • Αυτή Η Ταινία Είναι Ακατάλληλη

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Αυτή Η Ταινία Είναι Ακατάλληλη

    O Κέρμπι Ντικ είναι δαιμόνιος ντοκιμαντερίστας και δημιουργός του διαβόητου «Sick: The Life & Death Of Bob Flanagan, Supermasochist». Στο νέο του φιλμ, αποφάσισε να ξεμπροστιάσει τα μέλη του ΜΡΑΑ, της επιτροπής δηλαδή που κρίνει την καταλληλότητα και αποφασίζει τους ηλικιακούς περιορισμούς και τις λογοκριτικές παρεμβάσεις για όλες τις ταινίες που προβάλλονται στις αμερικανικές αίθουσες.

    Το ότι οι αποφάσεις και το σκεπτικό της επιτροπής αντικατοπτρίζουν απόλυτα τον πουριτανισμό και την υποκρισία των επίσημων απόψεων της αμερικανικής κυβέρνησης δεν αποτελεί καμία έκπληξη. Ωστόσο, το πανέξυπνο φιλμ του Ντικ ξετυλίγει το κουβάρι αυτής της αδιαφανούς διαδικασίας από την αρχή, με χιούμορ και ανατρεπτική διάθεση, αποφεύγοντας τον λαϊκισμό ενός Μάικλ Μουρ.

    Από τις πονεμένες εξομολογήσεις διάσημων σκηνοθετών που βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα να πετσοκόψουν τις ταινίες τους ή να δεχτούν τον εμπορικά μοιραίο χαρακτηρισμό NC-17, μέχρι την ιδιωτική έρευνα που διεξάγεται με ζήλο για λογαριασμό του Ντικ από μια λεσβία ντετέκτιβ και την κόρη της ερωμένης της, το «Χωρίς Καταλληλότητα» είναι γεμάτο ανεκτίμητες στιγμές.

    ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ

  • Ο Ρατατούης

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ο Ρατατούης

    Μετά την αξιοπρεπή αποτυχία των «Αυτοκινήτων» πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για εξάντληση των αποθεμάτων ιδεών και έμπνευσης που τροφοδότησαν τις παραγωγές της Pixar από το «Τoy Story» ως τους «Απίθανους».

    «Ο Ρατατούης» αποδεικνύει ότι η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι αρετές της θαυματουργής εταιρείας που άλλαξε ριζικά το τερέν της κινηματογραφικής βιομηχανίας κινουμένου σχεδίου συνοψίζονται στο τελευταίο της δημιούργημα. Η σχεδόν αλάνθαστη συνταγή τους βρίσκει εδώ την ιδανική εκτέλεση με όρους πολύ κοντά σε εκείνους της αληθινά υψηλής, μαγειρικής τέχνης: την αριστοτεχνική μείξη υλικών άριστης ποιότητας. Οπως και το πιάτο του τίτλου (μια γαλλική εκδοχή του δικού μας «τουρλού»), το οποίο αποτελείται από τα πιο απλά υλικά, ο Μπραντ Μπερντ και το επιτελείο του γνωρίζουν καλά πως ο σωστός συνδυασμός και των πιο ποταπών φαινομενικά συστατικών μπορεί να κρύβει πρωτόγνωρες, γαστριμαργικές απολαύσεις.

    Δεν θα βρείτε εδώ τα φανταστικά στοιχεία των «Απίθανων» ή του «Τέρατα Α.Ε», ωστόσο «Ο Ρατατούης» αποκαλύπτει έναν θαυμαστό, καινούργιο κόσμο στα στενά όρια ενός εστιατορίου. Μετατρέπει τους περιορισμένους χώρους της κουζίνας, σε μια αρένα εκθαμβωτικών κινήσεων μιας ανύπαρκτης κάμερας με μια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που εξομοιώνει το animation με το live action. Ο χώρος δράσης δίνει την αφορμή για ευφυέστατες αναφορές στα γαστρονομικά κλισέ που εξαπολύονται μέσα από ένα ντελίριο οπτικών και λεκτικών, κωμικών γκαγκ και ευρημάτων, απαράμιλλης, τεχνικής τελειότητας, άψογου συγχρονισμού και χορογραφημένης δράσης με σλάπστικ καταβολές. Και σαν τελευταία, εκκεντρική πινελιά, ο Μπερντ χαρίζει στον Πίτερ Ο Τουλ τον ρόλο του μπαρτονικής σχεδόν σύλληψης χαρακτήρα του στριμμένου ρεστοκριτικού Αντον Ιγκο.

    Η ανατροπή της κλασικής προκατάληψης εναντίον των τρωκτικών κρύβει αναμφίβολα ένα αντιρατσιστικό μήνυμα. Δεν γίνεται όμως ούτε στιγμή ηθικοπλαστικό ή διδακτικό χάρη στην ευρηματικότητα και τον ψυχαγωγικό πλούτο του «Ρατατούη», που δυστυχώς ελάχιστες πλέον «ενήλικες» ταινίες του Χόλιγουντ προσφέρουν τόσο απλόχερα. Το σλόγκαν «Οποιοσδήποτε μπορεί να μαγειρέψει», που εμψυχώνει τα τρελά όνειρα του Ρεμί, αποδεικνύεται τελικά ότι δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του κινηματογράφου: σίγουρα δεν μπορεί οποιοσδήποτε να σερβίρει ένα τόσο γευστικό, φιλμικό προϊόν που σέβεται τόσο τον ανήλικο όσο και τον ενήλικο καταναλωτή. Μπροστά στο haute cuisine «Ratatouille» της Pixar οι περισσότερες ταινίες κινουμένων σχεδίων είναι απλά junk food.

    ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ

  • Ένας Τετράποδος Πυροσβέστης

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Ένας Τετράποδος Πυροσβέστης

    Τυπικό παράδειγμα αμερικάνικης οικογενειακής κωμωδίας με πρωταγωνιστή χαριτωμένο ζωάκι, το «Ένας Τετράποδος Πυροσβέστης» κινείται στην γνωστή συνταγή του συγκεκριμένου είδους. Πολύ απλά, παίρνουμε έναν συμπαθητικό σκύλο και τον βάζουμε να κάνει κάθε λογής άθλο, προσθέτοντας και το απαραίτητο «συστατικό» της οικογενειακής θαλπωρής..

    Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο σκύλος- κασκαντέρ ρεύεται, ροχαλίζει και φτάνει μέχρι του σημείου να κάνει σκέιτμπορντ και να σβήνει φωτιές. Προφανώς υπάρχουν και κάποιες συμπαθητικές στιγμές που αναμένεται να προσφέρουν γέλιο στους μικρούς κυρίως θεατές, αλλά δυστυχώς αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι το συγκεκριμένο φιλμάκι αποτελεί κλασσική περίπτωση για τηλεοπτική μετάδοση το μεσημέρι της Κυριακής. Επιπρόσθετα, η ταινία πάσχει και από την υπερβολική διάρκειά της, κάνοντας τον θεατή να σκέφτεται τι άλλο θα κάνει ένας σκύλος μέσα σε 110 λεπτά.

    ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ

  • Άδεια Γάμου

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Άδεια Γάμου

    Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς επαναλαμβάνει υπερβολικά γνώριμες, πλέον, κωμικές ρουτίνες στην «Άδεια Γάμου», στον ρόλο ενός θρασύτατου αλλά καλού κατά βάθος ιερέα, που κάνει άνω - κάτω την ζωή δύο μελλόνυμφων με τις εξωφρενικές δοκιμασίες στις οποίες τους υποβάλλει.

    Τα πληθωρικά του χιουμοριστικά ξεσπάσματα δεν «δένουν» με την υπόλοιπη, στην καλύτερη περίπτωση χλιαρή κομεντί, η οποία δεν διαθέτει το παραμικρό άλλο ατού εκτός από την παρουσία του Γουίλιαμς: οι ευπρεπώς αδιάφορες ερμηνείες των δύο νεαρών συμπρωταγωνιστών Μάντι Μουρ και Τζον Κραζίνσκι και το προβλέψιμο σενάριο έρχονται να ολοκληρώσουν την εικόνα της συγκρατημένης πλήξης για την κωμωδία του ούτως ή άλλως άχρωμου σκηνοθέτη Κεν Κουάπις.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ

  • Το Φιλί Της Ζωής

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Το Φιλί Της Ζωής

    Ημίγυμνη επαγγελματίας δολοφόνος παρασύρει απαρηγόρητο υποψήφιο γαμπρό σε ηλιόλουστο ελληνικό νησί, χρησιμοποιώντας τον ως πρόφαση για να πλησιάσει το ανυποψίαστο τροφαντό της θύμα. Ο Θέμος Αναστασιάδης κάνει δίαιτα, η Κατερίνα Παπουτσάκη κάνει (παρά τρίχα) γυμνισμό και ο Λαέρτης Μαλκότσης κάνει σεξ. Ένας μάλλον αθέλητος φόρο τιμής στην αείμνηστη βιντεοταινία του ’80 που κυκλοφορεί σε λάθος δεκαετία και λάθος θερμοκρασία, αφού ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού δείχνει να περιορίζει τις ενδυματολογικές επιλογές του ανεκδιήγητου γυναικείου καστ στα απολύτως απαραίτητα. Μπρρρρ!! Ακριβώς τόσο φαιδρό όσο ακούγεται.

    Δέσποινα Παυλάκη

  • Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης 3D

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης 3D

    Ειρωνικά η κατά πολλούς καλύτερη ταινία του Τιμ Μπάρτον δεν έχει τη δική του σκηνοθετική σφραγίδα. Βασισμένη ωστόσο σε ολότελα δικούς του χαρακτήρες και σεναριακές ιδέες, του ανήκει όσο οποιαδήποτε άλλη στην περιπετειώδη φιλμογραφία του. Ο αραχνοειδής, σκελετόμορφος Τζακ είναι ατόφια μπαρτονικός σε σύλληψη όσο και ο Ψαλιδοχέρης και ο Σκαθαροζούμης. Αλλος ένα από το συνάφι των ονειροπόλων απόκληρων και απροσάρμοστων ηρώων που βάζουν στόχο να πραγματοποιήσουν μια θεότρελη ιδέα ενάντια στις προκαταλήψεις.

    Πλασμένοι θαρρείς κατ εικόνα και ομοίωση του μικρομέγαλου δημιουργού τους. Σύμφωνα με τον Μπάρτον κάθε οικογένεια έχει το μαύρο της πρόβατο. Απλά εδώ, η πάντοτε ανεξέλεγκτη παρόρμησή του να συστήσει στην αθωότητα τη σκοτεινή της πλευρά παίρνει αντίστροφη τροπή και ο Τζακ, δημιουργός κάθε εφιαλτικής πατέντας του Halloween, βαριεστημένος από τη ρουτίνα του, αποφασίζει για μια φορά να πάρει μέρος στο άδολο, χαρμόσυνο πνεύμα των Χριστουγέννων. Με τους δικούς του όρους... Ισως γι αυτό ο «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης» έγινε σύμβολο και φετίχ των απανταχού αρνητών της υπερκαταναλωτικής μανίας και της υποκριτικά ανιδιοτελούς, εορταστικής ατμόσφαιρας της πιο μπανάλ χαρωπής εποχής του έτους. Μια απάντηση στους κάθε λογής ευτραφείς, γενειοφόρους κυρίους και στα βεβιασμένα παιδικά παραμύθια που στο τέλος κάθε χρονιά ζαχάρωναν το box office γυρεύοντας ένα κομμάτι από τη βασιλόπιτα των εισπράξεων και την παιδική μας αθωότητα. Μόνο που ο Μπάρτον έβαλε τον Αϊ Βασίλη στο τρενάκι του τρόμου.

    Μιούζικαλ και αμετανόητος ρομαντισμός ήταν συστατικά που λίγο ή πολύ είχαν τρυπώσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αναρίθμητα κινούμενα σχέδια. Ομως μέχρι τη συνάντηση του πάπα του κινηματογραφικού γκοθ Μπάρτον και του γνώστη των stop motion animation τεχνικών Χένρι Σέλικ δεν είχαν βρει ποτέ έναν τόσο εκκεντρικό και συνάμα απόλυτα ισορροπημένο συνδυασμό που κατόρθωσε να παντρέψει τον μύθο του Φρανκενστάιν με τον Φρανκ Κάπρα. Με οδηγό το παιχνιδιάρικο σάουντρακ του Ντάνι Ελφμαν, που θα έκανε κι αυτόν ακόμη τον Αντριου Λόιντ Βέμπερ να φάει το καπέλο του, οι Μπάρτον και Σέλικ έδωσαν το έναυσμα για τον πλήρη απογαλακτισμό του εμπορικού animation από τις συμβάσεις της Ντίσνεϊ. Η 3-D επεξεργασία μεταμορφώνει επιπλέον την ταινία σε ένα παροξυσμό χρωμάτων, προσδίδοντας στη δράση προοπτική, στα πλάνα βάθος και στην εικονογράφηση επιπλέον μαγεία.

    Θανάσης Πατσαβός

  • Η Ταινία Μιας Μέλισσας

    ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ

    Η Ταινία Μιας Μέλισσας

    Ο Μπάρι μια νεαρή και ανήσυχη μέλισσα, που δεν συμβιβάζεται με τη σκληρή εργατικότητα του σιναφιού της, αποφασίζει να μιλήσει σε μια γοητευτική ανθοκόμο. Η σχέση τους θα αποκαλύψει στον Μπάρι έναν καινούργιο κόσμο, οπού τα ανθρώπινα όντα εκμεταλλεύονται τη φύση χωρίς να πρέπει να λογοδοτήσουν σε κανέναν. Η νεαρή μέλισσα ξεκινάει δικαστικό αγώνα ενάντια στους ανθρώπους καταπιεστές που βάζουν το δάκτυλο τους μέσα στο βάζο με το μέλι χωρίς να ανταμείβουν τα εργατικά έντομα.

    Η μακροχρόνια παράδοση της DreamWorks δεν σε αφήνει να αμφισβητήσεις το επίπεδο του ψηφιακού animation της «Ταινίας Μιας Μέλισσας». Από το «Antz» μέχρι την «Μαγαδασκάρη» και τον «Σρεκ» το major στούντιο έχει αποδείξει ότι μπορεί «ζωντανέψει» ψηφιακά οποιοδήποτε πλάσμα κινείται πάνω στη Γη και έξω από αυτή. Η συζήτηση για την ταινία καταλήγει μοιραία στην πλοκή της, η οποία αποτελεί και αδύνατό της σημείο. Τα ηθικά διδάγματα για το ότι όλοι μπορούν να βρουν το δίκιο τους στην Αμερική (ακόμα και οι μέλισσες), καθώς και το σχηματικό φινάλε με το ηχηρό μήνυμα ότι ο καθένας έχει την θέση του σ