Ως κλινική ψυχολόγος και ερευνήτρια του ύπνου στην Ιατρική Σχολή Feinberg του Πανεπιστημίου Northwestern, η δρ Κέλι Γκλέιζερ Μπάρον συχνά άκουγε παράπονα από τους ασθενείς της για την άσκηση. Γυμνάζονταν σκληρά, της έλεγαν, μερικές φορές εξαντλητικά, όμως δεν κατάφερναν να κοιμηθούν καλύτερα το βράδυ.

Η δρ Μπάρον κάθε φορά ένιωθε έκπληκτη και μπερδεμένη. Υποστήριζε ένθερμα την άσκηση ως αντίδοτο για τα προβλήματα ύπνου, αλλά ως επιστήμονας αποφάσισε να εξετάσει πιο προσεκτικά τη σχέση ανάμεσα στη γυμναστική και στην αϋπνία.

Αυτό που ανακάλυψε – σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε προσφάτως στην «Επιθεώρηση Κλινικής Ιατρικής του Υπνου» (JCSM) – είναι ότι η επιρροή της καθημερινής άσκησης στην αϋπνία είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο θα περίμενε κανείς και ότι, τον πρώτο καιρό, η αϋπνία επηρεάζει περισσότερο την άσκηση απ’ όσο η άσκηση την αϋπνία.

Όπως γράφει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς», η δρ Μπάρον και οι συνεργάτες της κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα αναλύοντας στοιχεία από μια μελέτη του 2010. Σε εκείνο το πείραμα είχε συμμετάσχει μικρή ομάδα γυναικών, ηλικίας κυρίως άνω των 60 ετών, που είχαν διαγνωσθεί με αϋπνία. Οι εθελόντριες δεν γυμνάζονταν συστηματικά.

Οι ερευνητές είχαν χωρίσει τις γυναίκες σε δύο ομάδες, η μία εκ των οποίων δεν άλλαξε κάτι στη ζωή της ενώ η άλλη άρχισε να γυμνάζεται τρεις ή τέσσερις φορές την εβδομάδα επί 30 λεπτά κάθε φορά και πάντοτε το απόγευμα. Οι εθελόντριες είτε έκαναν στατικό ποδήλατο είτε περπατούσαν σε κυλιόμενο διάδρομο.

Επειτα από 16 εβδομάδες, όσες γυμνάζονταν κοιμόντουσαν κατά μέσον όρο 45 έως 60 λεπτά περισσότερο κάθε βράδυ, ξυπνούσαν λιγότερο στη διάρκεια της νύχτας, κοιμόντουσαν πιο βαθιά και ένιωθαν λιγότερη υπνηλία.

Η δρ Μπάρον, όμως, ήθελε να μάθει εάν η βελτίωση αυτή είχε επέλθει αμέσως μετά την έναρξη της συστηματικής γυμναστικής ή με τον καιρό, καθώς και αν το όφελος ήταν κάθε ημέρα το ίδιο ή παρουσίαζε διακυμάνσεις.

Ετσι, ανέλυσε τα ημερολόγια ύπνου και άσκησης που καθημερινά συμπλήρωναν οι γυναίκες – και τα συμπεράσματά της αποτέλεσαν τη βάση της δικής της μελέτης.

Οπως ανακάλυψε, ύστερα από τους δύο πρώτους μήνες γυμναστικής δεν υπήρχε καμιά βελτίωση στον ύπνο, ενώ χρειάσθηκαν συνολικά τέσσερις μήνες για να βελτιωθεί η αϋπνία τους.

Σπανίως, εξάλλου, ανέφεραν πως κοιμόντουσαν καλύτερα τις ημέρες που είχαν γυμνασθεί απ’ ό,τι τις ημέρες της ανάπαυλας.

Επιπλέον, όταν έμεναν άυπνες τη νύχτα την επομένη σχεδόν πάντα γυμνάζονταν λιγότερο απ’ όσο έπρεπε.

Με άλλα λόγια, ο κακός ύπνος είχε την τάση να πλήττει την προπόνηση της επόμενης ημέρας ενώ η πλήρης προπόνηση σπανίως βελτίωνε την ποιότητα του ύπνου το ίδιο βράδυ.

Με μια πρώτη ανάγνωση, «τα ευρήματα αυτά μοιάζει να είναι αποθαρρυντικά», παραδέχεται η δρ Μπάρον. Μοιάζει επίσης να αντικρούουν εκείνα άλλων μελετών, οι οποίες έχουν δείξει ότι η συστηματική γυμναστική βελτιώνει τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου.

Ομως η δρ Μπάρον εξηγεί πως οι περισσότερες παρόμοιες μελέτες έχουν διεξαχθεί σε ανθρώπους χωρίς προβλήματα ύπνου. Οι πάσχοντες από αϋπνία ή άλλη διαταραχή ύπνου «τείνουν να είναι διαφορετικοί από νευρολογικής άποψης, διότι έχουν υπερδιέγερση του συστήματος του στρες», λέει.

Αυτό, λοιπόν, που υποδηλώνουν τα νέα ευρήματα είναι ότι «μία και μόνο προπόνηση δεν αρκεί για να ξεπεραστεί η υπερδιέγερση του συστήματος του στρες» και ότι «μόνο αν επιμείνει ο πάσχων από αϋπνία μπορεί με τον καιρό να κατασταλεί αυτό το σύστημα ώστε να καταπολεμηθεί η αϋπνία».

Αν και οι εθελοντές της μελέτης ήταν λίγοι και γυναίκες, η δρ Μπάρον πιστεύει ότι τα ευρήματά της ισχύουν και για τους άνδρες. Αυτό όμως μένει να επιβεβαιωθεί.

Εως τότε, η σύστασή της προς όσους βασανίζονται από αϋπνία και δεν γυμνάζονται είναι να αρχίσουν τη γυμναστική – αρκεί να μην περιμένουν θαύματα.

«Πιθανώς θα χρειασθούν μήνες, στο τέλος όμως θα κοιμούνται τουλάχιστον 45 λεπτά περισσότερο κάθε βράδυ – και αυτό είναι εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο, με το όφελος που προσφέρουν οι περισσότερες υπάρχουσες θεραπείες για την αϋπνία, των φαρμάκων συμπεριλαμβανομένων», καταλήγει η δρ Μπάρον.